Η Ορειβατική Ομάδα Βέροιας “Τοτός” ανηφορίζοντας τον Σμόλικα από τα περάσματα της αρκούδας
Περιγραφή: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Γεώργιος Τσάρας, Άκης Αμοιρίδης
Μετά τις κυριακάτικες ορειβατικές επισκέψεις μας στους ορεινούς όγκους της Κεντρικής Μακεδονίας, αποφασίσαμε εμείς, τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», να αλλάξουμε περιοχή και να εξορμήσουμε προς την Δυτική Μακεδονία.
Η επιλογή του βουνού έγινε τις τελευταίες δύο μέρες της εβδομάδος και μετά την εκτίμηση των καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν από περιοχή σε περιοχή και των προβλεπόμενων, από την ΕΜΥ, μεταβολών κατά την διάρκεια του σαββατοκύριακου.
Έτσι, την Κυριακή 26-11-2017, φύγαμε με το σκοτάδι από την πόλη της Βέροιας με προορισμό το ορεινό βλαχοχώρι Σαμαρίνα του Νομού Γρεβενών. Η οδική μας διαδρομή: Βέροια – Εγνατία Οδός με κατεύθυνση προς Ιωάννινα – έξοδος προς τα δεξιά στην πινακίδα «Καστοριά – Μαυραναίοι». Βγαίνοντας από την Εγνατία πήραμε τον επαρχιακό ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση προς Μαυραναίους.
Η συνέχεια της οδικής διαδρομής μας : Μαυραναίοι – Αετιά. Φτάνοντας στο χωριό μπορέσαμε να δούμε, από κάποια σημεία της διαδρομής, τον ήλιο να ανατέλλει πέρα στο βάθος, στα αριστερά μας και πίσω από τα βουνά, χρωματίζοντας τον ουρανό και τα λιγοστά σύννεφα με τα απερίγραπτα ζωηρά χρώματά του (φωτ. 1 ).
Μια εικόνα φανταστική, όλο πειρασμός. Δεν θα μπορούσε να περάσει έτσι, απαρατήρητη. Φωτογραφίες και συνεχίσαμε.
Αετιά – Φιλιππαίοι – Σαμαρίνα, ήταν το υπόλοιπο κομμάτι της διαδρομής μας. Δεν κάναμε παραπάνω από 50 χλμ., από την έξοδο της Εγνατίας, για να φτάσουμε στο πιο φημισμένο από τα ορεινά βλαχοχώρια της Πίνδου.
Φτάσαμε στην Σαμαρίνα ή «Σάντα Μαρίνα», που είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στην βορειοανατολική πλευρά του ορεινού όγκου του Σμόλικα και σε υψόμετρο 1.450 μέτρων, στο ψηλότερο δηλ. σημείο από κάθε άλλο χωριό στην Ελλάδα (φωτ. 2).
Στο χωριό δεν συναντήσαμε κίνηση.
Η Σαμαρίνα είναι, ως επί το πλείστον, ένα παραθεριστικό χωριό με ανοικτή πρόσβαση όλες τις εποχές του χρόνου και οι μόνιμοι κάτοικοί της παραχειμάζουν τον χειμώνα σε χαμηλότερες περιοχές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας.
Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Χρήστου Ενισλείδη, που στο βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών βιβλίο του γράφει : «…ένα ακόμη όμορφο και ρομαντικό χωριό της Πίνδου. Μέσα σε πυκνό από πλατάνια, από οξιές, από πεύκα και έλατα δάσος. Γεμάτη νερά κρουσταλλένια, γεμάτη άνθιση και ζωή. Η Σαμαρίνα είναι μια πόλις καλοκαιρινή. Γι’ αυτό τα χιόνια και τα κρούσταλλα εξαφανίζουν τη ζωή το χειμώνα…».
Μπαίνοντας στο βλαχοχώρι, συναντήσαμε μετρημένα μόνο αυτοκίνητα και ένα λεωφορείο παρκαρισμένα δίπλα σε έναν ξενώνα, που μαρτυρούσαν την παρουσία επισκεπτών οι οποίοι απολάμβαναν τη ζεστασιά του τζακιού τις πρώτες παγερές πρωϊνές ώρες της Κυριακής.
Συνεχίσαμε την οδική πορεία μας προς την έξοδο με κατεύθυνση το επόμενο ορεινό χωριό, την Αγία Παρασκευή.
Διανύοντας μια απόσταση 6 περίπου χιλιομέτρων, από τη Σαμαρίνα, σταθμεύσαμε τα αυτοκίνητά μας δίπλα σε μια λιμνούλα που τη συναντά κανείς στα 1.738 μέτρα υψόμετρο στη θέση «Γκρέκος» (ή τοπωνυμία «Ρομιός») (φωτ. 3).
Στα δεξιά των λιμναζόντων νερών υπάρχει μια πέτρινη βρύση–εικονοστάσι και ακόμη πιο δεξιότερα, στο βάθος, βλέπαμε την κορυφή «Βούζι» (υψ. 1.758 μ.).
Βγαίνοντας από τα αυτοκίνητά μας αισθανθήκαμε τον ψυχρό αέρα που φυσούσε στην περιοχή. Η θερμοκρασία στους 2ο C και τα μποφόρ 2 με 3.
Στο βάθος, κοιτάζοντας προς το Γράμμο, βλέπαμε τα φορτωμένα με βροχή και χιόνι σύννεφα να συγκεντρώνονται πάνω από τις κορυφές των βουνών. Στο σημείο που βρισκόμασταν φύσαγε μόνο και ο ουρανός είχε ελάχιστα συννεφάκια. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Μετεωρολογικής, περιμέναμε την επιδείνωση του καιρού, βροχές και χιονόπτωση, προς το απογευματάκι.
Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε.
Φορτώσουμε τα σακίδιά μας με τα πολύ απαραίτητα και μετά τις απαραίτητες φωτογραφίες δίπλα στην λιμνούλα, ξεκινήσαμε την προγραμματισμένη πορεία μας για την κορυφή «Μόσια», την δεύτερη ψηλότερη κορυφή του ορεινού όγκου (φωτ. 4, 5).
Αρχικά η διαδρομή, από τα 1.738 μέτρα υψόμετρο, ήταν «δική» μας. Την ακολουθούμε κάθε φορά που ξεκινάμε την πορεία μας από τη θέση «Γκρέκος».
Μονοπάτι με σήμανση από κάποιο Ορειβατικό Σύλλογο δεν υπάρχει.
Εμείς μετά τον ασφαλτόδρομο, μπήκαμε μέσα σε δάσος οξυάς που με τα πανύψηλα δένδρα του απλώνεται σε όλη την πλαγιά του βουνού (φωτ. 6).
Ανηφορίζαμε. Το μονοπάτι χωμάτινο στην αρχή του και με λιγοστά χιονάκια. Στη συνέχειά του καλυπτόταν από υγρά πεσμένα φύλλα οξυάς.
Ανηφορίζοντας προς τα ψηλότερα σημεία, πατούσαμε όλο και περισσότερα χιόνια. (φωτ. 7,8).
Όσο ήμασταν μέσα στο πυκνό δάσος, αισθανόμασταν πως κάποια μάτια αγριμιών παρακολουθούσαν την κάθε μας κίνηση και εμείς δεν τα βλέπαμε. Σε πολλά σημεία της διαδρομής, συναντούσαμε σκαμμένα από αγριογούρουνα τμήματα, τα οποία και σχολιάζαμε σε κάθε αντίκρισμά τους.
Κάποια στιγμή ο προπορευόμενος Γιώργος Ντ. ακούγοντας κάτι, μας έκανε νόημα να μη προχωρήσουμε άλλο και να σωπάσουμε. Στη συνέχεια μας έδειξε με το χέρι του στην κατεύθυνση που έπρεπε να κοιτάξουμε. Κοιτάξαμε προσπαθώντας να διακρίνουμε μεταξύ των κορμών των δένδρων αυτό το κάτι που προκάλεσε τον παράξενο θόρυβο.
Για κάποια δευτερόλεπτα απόλυτη σιωπή.
Τα εντοπίσαμε, είχαν σταματήσει στα 50 μέτρα πιο πάνω από μας και το ένα κοίταξε προς τη μεριά μας. Μέχρι να προσδιορίσουμε το είδος τα είδαμε να απομακρύνονται. Λίγο πιο πέρα σε πετρώδες μέρος και σε απόσταση ασφάλειας, σταμάτησαν και πάλι για λίγα δευτερόλεπτα. Το σκουρόχρωμο ξανακοίταξε προς τη μεριά μας και στη συνέχεια χάθηκαν τρέχοντας.
Το διάστημα αυτό ήταν αρκετό να καταλάβουμε πως επρόκειτο για δύο αρκούδες. Προλάβαμε να φωτογραφίσουμε τη μάνα και το καφετί μικρό της, αλλά όχι να τις βιντεοσκοπήσουμε (φωτ. 9).
Μετά την απρόσμενη αυτή συνάντησή μας, συνεχίσαμε να ανηφορίζουμε.
Σε κάποιο σημείο της διαδρομής πέσαμε πάνω στα ίχνη που άφησαν οι αρκούδες στο χιόνι κατά το πέρασμά τους από το κομμάτι εκείνο του δάσους.
Αφού τα επεξεργαστήκαμε και τα συγκρίναμε με το δικό μας αποτύπωμα του άρβυλου, συνεχίσαμε την ανηφορική μας πορεία προς την κορυφή (φωτ. 10).
Στα 1.900 μέτρα υψόμετρο το σκηνικό άλλαξε. Το δάσος οξυάς το διαδέχτηκε εκείνο της Μαύρης Πεύκης και του Ρόμπουλου (Λευκόδερμου Πεύκης). Αντικρίσαμε ένα σκηνικό κατά πολύ διαφορετικό από εκείνο που βλέπαμε μέχρι να φτάσουμε στο υψόμετρο αυτό.
Παντού τα πανύψηλα ρόμπολα με τον χαρακτηριστικό χοντρό φλοιό τους, που στα μεγάλης ηλικίας δένδρα σχηματίζει ένα πάζλ από μικρά ρομβοειδή κομμάτια. Τα βλέπαμε, σε συστάδες ή μεμονωμένα, να ορθώνονται μπροστά μας σαν γίγαντες με το πολύ παράξενο και ιδιαίτερο σχήμα τους (φωτ. 11,12,13).
Από δώ και πέρα μπαίναμε στον «εκθεσιακό χώρο» της δημιουργού Φύσης. Παντού βλέπαμε τις δημιουργίες της που, σκορπισμένες σε όλο το χιονισμένο τοπίο, προκαλούσαν τον θαυμασμό. Όπου και να ταξιδεύαμε τα βλέμματά μας, αντικρίζαμε αμέτρητα έργα τέχνης της απερίγραπτης φαντασίας της.
Βλέπαμε κορμούς κεραυνόπληκτους ή γερασμένους, άλλους όρθιους ακόμη, να στέκονται επιβλητικά δείχνοντας το μπόϊ τους και κάποιους άλλους πεσμένους στο έδαφος, να «παίρνουν» τις πόζες «μοντέλου» περιμένοντας υπομονετικά το «κλικ» της λήψης των φωτογραφικών μηχανών
Οι παράξενοι σχηματισμοί τους, το πολύ μεγάλο μέγεθός τους, το γκριζωπό από την απουσία φλοιού χρώμα τους, η μη ύπαρξη κορυφής, μας τραβούσαν την προσοχή (φωτ. 14 έως και 24) .
Όσο προχωρούσαμε ανηφορίζοντας, εκείνο που διαπιστώναμε ήταν, πως δεν ήμασταν εμείς οι πρώτοι και οι μοναδικοί επισκέπτες της «έκθεσης δημιουργιών της Φύσης». Είχε προηγηθεί η «επίσκεψη» της πανίδας που δραστηριοποιείται στην περιοχή.
Στο πέρασμά μας συναντήσαμε ίχνη, στο χιόνι, από το πέρασμα αρκούδας, λύκων, αλεπούδων, λαγών, πουλιών (φωτ. 25, 26).
Το αντίκρισμά τους αποτελούσε ένα κουϊζ για μας.
«Ο προσδιορισμός του είδους», ήταν άλλη μία, μετά τη φωτογράφηση, ευχάριστη ενασχόληση κατά την διάρκεια της πορείας μας.
Συνεχίζαμε.
Σε κάποιο σημείο της διαδρομής είδαμε, στο βάθος και στα δεξιά μας, μία παγωμένη λιμνούλα στη μέση ενός χιονισμένου τοπίου (φωτ. 27).
Ήταν μία ακόμη λεκάνη συλλογής βρόχινου και όχι μόνο νερού από τις πολλές που υπάρχουν στον ορεινό όγκο.
Δεν κάναμε παραπάνω από μία ώρα ανηφορικής πορείας, από τη θέση «Γκρέκο» και φτάσαμε σε ένα μνήμα με μεταλλικό σταυρό που στη βάση του έγραφε: «Κλέφτις Συντιλίους, ΣΚ Σαμαρίνης, Έπεσε ηρωϊκά μαχόμενος από τους Τούρκους 1825» (φωτ. 28).
Στο σημείο εκείνο και δίπλα σε ένα ρόμπολο, αποφασίσαμε να κάνουμε την πρώτη μας ολιγόλεπτη στάση.
Ο ουρανός καθαρός, ο ήλιος από πάνω μας και εμείς δίπλα στον κορμό να μας προστατεύει από τους ανέμους που φυσούσαν στην περιοχή (φωτ. 29).
Δεν καθυστερήσαμε πολύ.Έπρεπε να εκμεταλλευτούμε την καλοκαιρία και να προλάβουμε να ανεβούμε στην κορυφή πριν επιδεινωθεί ο καιρός.
Ξεκινήσαμε. Βαδίζαμε πάνω στο χιόνι (φωτ. 30).
Σε κάποιο κομμάτι της διαδρομής περάσαμε ξυστά και δίπλα από κάθετους βράχους. Κάτω από τα πόδια μας η απότομη πλαγιά. Ήθελε πολύ προσοχή στο πέρασμά του. Το περάσαμε σχεδόν «αγκαλιάζοντας» τους βράχους (φωτ. 31).
Περάσαμε το φυσικό αυτό εμπόδιο και συνεχίσαμε. Η πορεία ακόμη πιο ανηφορική, το χιόνι πολύ και στο βάθος ψηλά τα σύννεφα να έχουν καλύψει την κορυφή του προορισμού μας.
Στη θέα όλου αυτού του σκηνικού θα νόμιζε κανείς, πως η «Μόσια» ήθελε να κάνει την έκπληξή της εμφανιζόμενη, κάποια στιγμή, όταν οι δυνατοί άνεμοι που φυσούσαν εκεί ψηλά απομάκρυναν τα παιχνιδιάρικα σύννεφα (φωτ. 32).
Προχωρούσαμε. Στα αριστερά μας, η πλαγιά με τη μεγάλη κλίση της κορυφής «Μπογδάνι» (υψ. 2.236 μ.).
Χρειαστήκαμε 30 λεπτά, από το σημείο που ξεκουραστήκαμε, για να συναντήσουμε το κλασικό μονοπάτι που ξεκινούσε από τη Σαμαρίνα και κατέληγε στις διάφορες κορυφές του ορεινού όγκου του Σμόλικα (φωτ. 33).
Βρισκόμασταν πάνω από τα 2.000 μέτρα υψόμετρο. Από δώ και πέρα, βγαίναμε πλέον από το βασίλειο του ρόμπολου και μπαίναμε στο υποαλπικό τοπίο με τα κωνοφόρα να λιγοστεύουν και να δίνουν χώρο στους βράχους.
Στο σχεδόν γυμνό χιονισμένο τοπίο, ακολουθούσαμε τη σήμανση του μονοπατιού, που ήταν τα κόκκινα σημάδια στις πέτρες και οι μεταλλικοί όρθιοι σωλήνες που ήταν μπηγμένοι στο έδαφος.
Ο Γεώργιος Ντ., ο νεότερος της ομάδας, τοποθετούσε στη θέση τους όσους πεσμένους, από το βάρος του χιονιού ή ριγμένους από τους δυνατούς αέρηδες, σωλήνες συναντούσαμε στην πορεία μας (φωτ. 34).
Κάποια στιγμή οι δυνατοί άνεμοι, που φυσούσαν στην κορυφογραμμή, απομάκρυναν τα σύννεφα και έτσι καταφέραμε να δούμε την «Μόσια», την κορυφή του προορισμού μας (φωτ. 35).
Όσο ανηφορίζαμε, οι εικόνες που αντικρίζαμε από ψηλά απερίγραπτες.
Βλέποντας όλο το γύρω σκηνικό, είχαμε την αίσθηση πως περπατούσαμε πάνω από τα σύννεφα (φωτ. 36, 37).
Πλησιάζαμε στο σεληνιακό τοπίο με τις σκορπισμένες παντού πέτρες παράξενου χρωματισμού και ιδιαίτερου σχήματος (φωτ. 38, 39).
Ήμασταν στα 2.300 μέτρα.
Αποφασίσαμε να κάνουμε την δεύτερη ολιγόλεπτη στάση μας πριν την κορυφή (φωτ. 40, 41).
Δίπλα μας το μοναδικό ρόμπολο, που συναντά κανείς σε τόσο μεγάλο υψόμετρο στο Σμόλικα. Είχε «χριστουγεννιάτικο στολισμό» με το χιονάκι και τους σταλακτίτες (φωτ. 42).
Φωτογραφίες, απόλαυση της θέας από ψηλά, υγρά, σοκολάτα, μπάρες δημητριακών και συνεχίσαμε (φωτ. 43, 44, 45).
Θέλαμε μία περίπου ώρα πορείας για την κορυφή. Το χιόνι πολύ και η ποιότητά του η καλύτερη. Ήταν παγωμένο σε τέτοιο βαθμό που δεν βουλιάζαμε, κάτι που διευκόλυνε το πέρασμά μας από το κομμάτι εκείνο (φωτ. 46, 47).
Πλησιάζαμε στη «Μόσια», την κορυφή του προορισμού μας. Ο αέρας στην βουνοκορυφή δυνατός. Σήκωνε το όψιμο χιονάκι δημιουργώντας ένα σύννεφο που στριφογύριζε μπροστά μας. Προχωρώντας κόντρα στον άνεμο, το χιονάκι ερχόμενο με φόρα «χτυπούσε» με δύναμη την ήδη τσιτωμένη από την χαμηλή θερμοκρασία επιδερμίδα του προσώπου μας.
Η ομίχλη με τα παιχνιδάκια της. Ερχόταν- έφευγε, πύκνωνε-αραίωνε. Κάποιες στιγμές, μπορούσαμε να δούμε το τοπίο που απλώνονταν μπροστά και γύρω μας. Κάποιες άλλες, αυτό ήταν αδύνατον. Εναλλαγές στο δευτερόλεπτο (φωτ. 48, 49).
Φτάναμε στην κορυφή (φωτ. 50, 51, 52).
Μετά από 3 ώρες συνεχούς ανηφορικής πορείας φτάσαμε στη κορυφή «Μόσια», την δεύτερη ψηλότερη του ορεινού όγκου του Σμόλικα. Ανακούφιση, επιφωνήματα χαράς. Συναισθήματα που δεν μπορούν να περιγραφούν με λόγια.
Όλα πήγαν καλά. Ο καιρός μας βοήθησε, το χιόνι ήταν καλής ποιότητας και η ομάδα δυνατή.
Στα 2.550 μέτρα υψόμετρο μια ομαδική φωτογραφία για ενθύμιο (φωτ. 53).
Όσο μας το επέτρεπαν ο αέρας και η ομίχλη καθίσαμε στην κορυφή να απολαύσουμε τη θέα από ψηλά.
Η ψηλότερη κορυφή δεν φαινόταν. Τον «Γεροσμόλικα» (υψ. 2.631 μ.) τον σκέπαζαν τα σύννεφα. Κοιτάζοντας χαμηλά, καταφέρναμε κάπου–κάπου να δούμε τα τοπία που απλώνονταν κάτω από τα πόδια μας.
Ο Άκης Αμ. με τη γνωστή του συνήθεια . Δείχνοντας, μας εξηγούσε τί βλέπαμε μπροστά μας, ποιο βουνό βρισκόταν απέναντί μας. Ήξερε τις τοπωνυμίες, τις κορυφές, τα υψόμετρα, τις δυσκολίες του κάθε ορεινού όγκου, τα πάντα (φωτ. 54).
Η «ξενάγηση» δεν κράτησε πολύ, δεν μπορούσαμε να δούμε πολλά πράγματα. Βλέποντας την ομίχλη να ξανάρχεται και έχοντας στο μυαλό μας την προβλεπόμενη επιδείνωση του καιρού στην περιοχή, αποφασίσαμε να πάρουμε το μονοπάτι της επιστροφής και να καθίσουμε για κολατσιό κάπου που να μη φυσούσε (φωτ. 55).
Η κατηφόρα εύκολη, βαδίζαμε δίπλα ή πάνω στα πατήματα της ανηφορικής πορείας μας. Βρήκαμε ένα σημείο που μπορούσαμε να καθίσουμε για κολατσιό προφυλαγμένοι από τους αέρηδες (φωτ. 56).
Ο καιρός, εδώ που βρισκόμασταν, άρχισε να επιδεινώνεται. Τα γεμάτα με χιόνι σύννεφα πλησίαζαν απειλητικά.
Δεν κάναμε παραπάνω από 20 λεπτά και αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε για την επιστροφή μας (φωτ. 57).
Στα 2.000 μέτρα υψόμετρο το σκηνικό διαφορετικό. Δεν έμοιαζε με εκείνο στα 2.200 μέτρα και πάνω (φωτ. 58, 59, 60).
Κατηφορίζαμε. Αφήσαμε, στα δεξιά μας, το κλασικό μονοπάτι που ξεκινά από το χωριό Σαμαρίνα και καταλήγει στις διάφορες κορυφές του βουνού και συνεχίσαμε την πορεία μας ακολουθώντας το «δικό» μας με κατεύθυνση προς τη θέση «Γκρέκο».
Στα δεξιά μας, αυτή τη φορά, είχαμε την κορυφή «Μπογδάνι» (υψ. 2.236 μ.) Περάσαμε το μνήμα και σε κάποιο σημείο της διαδρομής, πριν μπούμε στο δάσος οξυάς, κάναμε μία ολιγόλεπτη στάσης για ομαδική φωτογραφία (φωτ.61).
Συνεχίσαμε. Μπαίναμε στο βασίλειο της οξυάς και στα περάσματα της αρκούδας. Δεν κάναμε παραπάνω από 2 ώρες και 20 λεπτά, από την κορυφή, για να φτάσουμε στα αυτοκίνητά μας. Ο καιρός άρχισε να χαλάει. Δεν μπορούσαμε να προβλέψουμε τίποτα. Δεν ξέραμε τι θα επακολουθούσε στο επόμενο λεπτό. Κοιτάζοντας το βουνό, δεν βλέπαμε τίποτα. Στα ψηλά χιόνιζε.
Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την οδική μας επιστροφή. Μόλις μπήκαμε στα αυτοκίνητα άρχισε να ψιχαλίζει. Προλάβαμε στο δευτερόλεπτο. Περάσαμε από τη Σαμαρίνα με βροχή. Τα ρολόγια δείχνανε 16.00΄.
Όλα γύρω ήταν βρεγμένα και η θερμοκρασία στους 5 βαθμούς Κελσίου (φωτ. 62, 63).
Εδώ, στην πλατεία του χωριού, η ορειβατική μας δραστηριότητα στον ορεινό όγκο του Σμόλικα έφτανε στο τέλος της.
Με όμορφες εικόνες να «φωλιάζουν» στην άκρη του μυαλού μας και με εκατοντάδες «αποθηκευμένες» στις μνήμες των φωτογραφικών μας μηχανών πήραμε τον οδικό δρόμο της επιστροφής για Βέροια.
Απολογισμός:
Διαδρομή: Θέση «Γκρέκο» (υψ. 1.738 μ.)–«δικό» μας μονοπάτι μέσα στο δάσος
οξυάς– κλασικό μονοπάτι: «Σαμαρίνα-κορυφές»- «Μόσια» (υψ. 2.550
μ.) – επιστροφή
Υψομετρική διαφορά: 1.128 μ. ( με τα ανεβοκατεβάσματα, ένδειξη GPS)
Απόσταση: 12.900 μ. ( ένδειξη GPS)
Χρόνος: 6 ώρες ( συνολικός )