Life

Εξερευνώντας το άγνωστο μέσα στο άγριο τοπίο μιας ρεματιάς του Βόρα

«Με την τόλμη μπορεί να τα επιχειρήσει κανείς όλα, όχι όμως και να τα κατορθώσει.»  ( Ο. Ουάιλντ )

Περιγραφή Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος

 Φωτογραφίες Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος,  Γεώργιος Γαλάνης

Ο Νομός Πέλλας ήταν, για ακόμη μια φορά, η επιλογή μας για την καθιερωμένη πλέον, εδώ και χρόνια, εξόρμηση που πραγματοποιούμε κάθε Κυριακή στις διάφορες γωνιές της Ελλαδίτσας μας.

Η Αλμωπία, με τις περιοχές της που είναι προσιτές για κάθε «βαλάντιο» των «θέλω» του κάθε ανθρώπου, είχε σειρά να μας «φιλοξενήσει» για πολλοστή φορά.

Το Βόρειο αυτό κομμάτι της Κεντρικής Μακεδονίας ενδείκνυται για ηρεμία, για απόλαυση, για ιαματικά λουτρά, για χαλαρές ή μέτριας δυσκολίας ή πιο τολμηρές διαδρομές σε ένα δίκτυο δεκάδων και πλέων μονοπατιών που περνούν μέσα από λογής-λογής δάση, μέσα από άγρια τοπία, μέσα από τις ρεματιές, μέσα από ποτάμι.

Η ιδέα του Θανάση για ένα «κοκτέϊλ δράσης και ιαματικής χαλάρωσης» στην πιο ορεινή γωνιά της Πέλλας, στην πιο ευλογημένη από τη Φύση περιοχή με το ατελείωτο ορεινό όγκο του Βόρα, με το άφθονο πράσινο, με τη πλούσια βλάστηση, με τις πολλές δεκάδες κορυφών, με τις αμέτρητες ρεματιές και τα πολλά νερά, ακούστηκε καλή.

Η πρόταση του να προσπαθήσουμε κάτι διαφορετικό από εκείνο του περσινού κατορθώματος, της 14/ωρης, δηλαδή, κυκλικής πορείας μας, μάς φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα.

[Για την ενημέρωση, η περσινή μας κυκλική διαδρομή ήταν: Λουτρά Πόζαρ (υψ. 415 μ.)–κορυφή «Άσπρη Πέτρα» (υψ. 1.320 μ.)–κορυφή «Μπουρίκα ή Πευκόφυτο» (υψ. 1.688 μ.)–Δάσος «Ράμνο Μπορ ή Ίσιο Πεύκο»-Ρέμα «Ράμνο Μπορ»-«Ρέμα Νικολάου»-έξοδος από το ρέμα πριν τον «Καταρράκτη της Κουνουπίτσας», επειδή άρχισε να σκοτεινιάζει και η διέλευση μέσα από τα ορμητικά νερά του ποταμού θα ήταν επικίνδυνη–«Παλιό Στρατιωτικό Φυλάκιο» στα ερείπια «Άνω Λουτρακίου»–Λουτράκι–Λουτρά Πόζαρ.]

Έτσι αποφασίσαμε, τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», να τολμήσουμε κάτι καινούργιο αυτή τη φορά, να γνωρίσουμε και άλλα άγνωστα σημεία που «φωλιάζουν» στο άγριο τοπίο του φυσικού ορεινού συνόρου που χωρίζει την Ελλάδα από τα Σκόπια (FYROM).

Ο σχεδιασμός της πορείας, που καταλήξαμε, προέβλεπε αρκετές τροποποιήσεις από εκείνες της περυσινής διαδρομής. Όλες αυτές σχεδιάστηκαν πάνω στο χάρτη της περιοχής.

Η εφαρμογή τους, όμως, κατά τη διάρκεια της πορείας μας και το ζωντανό βίωμά τους θα μας έδειχναν εάν οι αλλαγές αυτές ήταν εφικτές ή λαθεμένες.

Με τα λόγια κάποιου σοφού στο μυαλό μας: «Αν δεν το τολμήσεις, δεν θα μάθεις ποτέ…αν αυτό άξιζε ή όχι…», ξεκινήσαμε την Κυριακή, 13-08-2017, το πρωϊ για την προγραμματισμένη μας εξόρμηση με προορισμό το Λουτράκι Αριδαίας.

Βέροια-Σκύδρα-Μαυροβούνι-Άψαλος-Πολυκάρπη-διασταύρωση Όρμας ήταν η οδική διαδρομή μας. Στα 2.000 περίπου μέτρα μετά την διασταύρωση για Όρμα, στρίψαμε αριστερά ακολουθώντας την ένδειξη της πινακίδας: «Προς Λουτρά Πόζαρ».

Η ονομασία του «Πόζαρ» προέρχεται από δύο λέξεις: «po»=κάτω, υπό και «zar(a)»=φωτιά, που σημαίνει «κάτω από τη φωτιά».

Φτάνοντας στα 415 μ. υψόμετρο, μας «υποδέχτηκε» μια πολύ καλά οργανωμένη «Λουτρόπολη», με τα φώτα να φωτίζουν ακόμη τις πολλές Δημοτικές εγκαταστάσεις, τους ξενώνες και τις διάφορες επιχειρήσεις που λειτουργούν στην περιοχή προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στους επισκέπτες.

Εδώ συναντά κανείς τον καταπληκτικό συνδυασμό της ομορφιάς της φύσης με τις θεραπευτικές ιδιότητες των υδάτων. Η Φύση υπήρξε ασυνήθιστα γενναιόδωρη σε αυτή τη γωνιά της Μακεδονίτικης γής. Άνοιξε την ποδιά της και σκόρπισε παντού, σε ένα μικρό κομμάτι γης, δένδρα, άφθονα νερά, πολλά από αυτά με θεραπευτικές ιδιότητες.

Η περιοχή, ναι μεν, πήρε τα πλούσια δώρα της Φύσης, αλλά και οι κάτοικοί της εδώ δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια τους. Τα αξιοποίησαν κατάλληλα και τα πολλαπλασίασαν, κάνοντας την γη τους ακόμη πιο πλούσια σε ιστορία, πολιτισμό, υποδομές.

Αφήσαμε τα αυτοκίνητά μας στο Parking, και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε, 4 άνδρες και μία γυναίκα, για το καινούργιο, για το άγνωστο, για το διαφορετικό. Αφού ετοιμαστήκαμε και παίρνοντας μαζί μας τα πιο απαραίτητα, ξεκινήσαμε.

Περνώντας πάνω από τη μεταλλική γέφυρα, που συνδέει τις δύο όχθες του ποταμού «Τοπλίτσα», που τα νερά του περνούν μέσα από το «Φαράγγι των Λουτρών» ή αλλιώς «Ρέμα Νικολάου», είδαμε κάποιους πρωϊνούς λουόμενους να απολαμβάνουν το μπάνιο τους στα ιαματικά νερά μέσα σε μια κατάλληλα διαμορφωμένη γούρνα που βρίσκεται κάτω από ένα φυσικό καταρράκτη και από δίπλα να περνούν τα ορμητικά παγωμένα νερά του ποταμού.

Εμείς τους κοιτούσαμε έκπληκτοι, για την ώρα που επέλεξαν για το μπάνιου τους και αυτοί μας κοιτούσαν με απορία για την δική μας επιλογή της ορειβασίας. Ανταλλάξαμε τις «καλημέρες» μας και αλληλοευχηθήκαμε, εμείς για καλή απόλαυση του ζεστού νερού και αυτοί για καλό κουράγιο.

Φωτογραφίες και συνεχίσαμε.

Αφού περάσαμε το χώρο που διαμορφώθηκε για κάποιες υπαίθριες εκδηλώσεις ή διάφορες δραστηριότητες, δεν μπήκαμε στο μονοπάτι «Μ2/3» που συνήθως ακολουθούμε και οδηγεί στα 800 μέτρα υψόμετρο, στην πρώτη δηλαδή κορυφούλα με καταπληκτική από ψηλά θέα.

[ Το «Μ2» σημαίνει το δεύτερο σε ύψος βουνό της Μακεδονίας μετά τον Όλυμπο και το « /3 » τον αριθμός του μονοπατιού.]

Το προσπεράσαμε και συνεχίσαμε πάνω σε ένα δασικό δρόμο διανύοντας μια απόσταση 4 περίπου χιλιομέτρων μέχρι τη θέση «Καστανιές» που βρίσκεται σε υψόμετρο 600 μέτρων.

Σε κάποιο σημείο της πιο πάνω περιοχής ξεκινούσε το μονοπάτι «Μ2/14», αυτό που θα ακολουθούσαμε μέχρι το πρώτο προορισμό μας, την κορυφή δηλαδή «Μπουρίκα» ή «Πευκόφυτο» που το ψηλότερο σημείο της βρίσκεται σε υψόμετρο  1.688 μ.

Σε κάποιο σημείο της διαδρομής που κάναμε πάνω στο δασικό δρόμο, και πριν ακόμη φτάσουμε στο μονοπάτι «Μ2/14», βρήκαμε ένα λάστιχο με τρεχούμενο νερό. Σταματήσαμε, ήπιαμε και γεμίσαμε τα παγούρια μας με φρέσκο νερό.

Ήταν ό,τι καλύτερο για μας τη στιγμή εκείνη.

Στη συνέχεια μπήκαμε στο πολύ απαιτητικό μονοπάτι. Συντροφιά μας μια αδέσποτη σκυλίτσα που ακολούθησε την ομάδα μας από το ξεκίνημα κιόλας της πορείας.

Όσο ανεβαίναμε, και λίγο πριν χαθεί ο κάμπος από τα μάτια μας, αισθανθήκαμε την απαλή του αύρα να υποχωρεί και να τη διαδέχεται η παγωμένη ορεινή ανάσα.

Περάσαμε την πρώτη κορυφούλα, στη συνέχεια τη δεύτερη. Ακολούθησε η τρίτη, η τέταρτη…μέχρι που χάσαμε το μέτρημα. Όλες με απότομα ανεβοκατεβάσματα και με πολύ μεγάλες κλίσεις. Κάποιες από αυτές έφταναν μέχρι και τις 60 μοίρες.

Δύσκολο μονοπάτι και πολύ απαιτητικό.

Το μόνο ευχάριστο όλης της διαδρομής ήταν πως το μεγαλύτερο τμήμα του περνούσε μέσα από ελατοδάση και η πορεία μας γινόταν υπό σκιά. Το γεγονός αυτό ήταν ευχάριστο μεν, αλλά δεν σου επέτρεπε να δείς την γύρω περιοχή στο πέρασμά σου.

Σε κάποια ανοίγματα, μόνο, μπορούσες να διακρίνεις κάποιες κορυφές και τα καταπράσινα δάση που κάλυπταν τις πλαγιές. Όσο ανηφορίζαμε το «μονοπάτι της σιωπής» δεν ακούγονταν ούτε πουλιά, ούτε κάποιοι άλλοι ήχοι.

Οι ώρες περνούσαν και εμείς αντέχαμε. Οι ανάσες μας γίνονταν βαριές και τα βήματά μας ακόμη βαρύτερα.

Σε κάποια σημεία της διαδρομής, και ειδικά από τα περάσματα με θέα προς το βραχώδες άγριο «Φαράγγι Νικολάου», ο κρύος δυνατός αέρας που φυσούσε, με πολλά μποφόρ, μας πάγωνε και μας ανάγκαζε να στηριζόμαστε πολύ καλά στα πόδια μας για να μη μας ρίξει κάτω.

Χρειαστήκαμε 3 ώρες ανηφορικής πορείας για να φτάσουμε στην «Άσπρη Πέτρα» με το ψηλότερο σημείο της να βρίσκεται στα 1.320 μέτρα υψόμετρο. Αφού ανεβοκατεβήκαμε, από την αρχή της πορείας μας, την πρώτη, τη δεύτερη, τη τρίτη και βάλε κορυφές, βρεθήκαμε σε ένα στένωμα, που σχημάτιζαν πανύψηλοι κάθετοι βράχοι.

Έπρεπε να το περάσουμε.

Περνώντας από το κομμάτι εκείνο αισθανθήκαμε δέος στη θέα των βράχων και θαυμασμό του σχηματισμού τους. Φωτογραφίες, λήψη βίντεο και συνέχεια της πορείας. Μέχρι το σημείο αυτό είχαμε κάνει ήδη, από το «Πόζαρ», 4 ώρες και 20 λεπτά κοπιαστικής πορείας.

Συνεχίζοντας δεν κάναμε παραπάνω από 20 λεπτά και βρεθήκαμε σε ένα βραχώδες απότομο πέρασμα. Για να το περάσει κανείς ήθελε πολύ προσοχή. Ήθελε ένα καλό πιάσιμο από κάποια σταθερή πέτρα που τυχόν προεξείχε στο σχεδόν κάθετο βράχο ή ένα γάντζωνα από κάποια σχισμή στο βράχο, σε συνδυασμό πάντοτε με ένα σίγουρο και σταθερό πάτημα.

Με πολύ προσοχή το περάσαμε το τμήμα εκείνο και συνεχίσαμε. Μετά από ένα ακόμη απότομο ανηφορικό κομμάτι βρεθήκαμε, επιτέλους, στην κορυφογραμμή.

Στο πέρασμά της συναντήσαμε πολλά σημάδια πολέμων. Είδαμε υπολείμματα πέτρινων κατασκευών ατομικής κάλυψης και θέσεων μάχης. Βρήκαμε σκόρπιους κάλυκες πολεμικών όπλων που στη βάση τους είχαν, άλλες χαραγμένο το «1942» και κάποιες άλλες το «44».

Τέλος, φτάσαμε στην κορυφή του πρώτου κομματιού της προγραμματισμένης μας διαδρομής.

Ήμασταν στην «Μπουρίκα» ή «Πευκόφυτο» με την ψηλότερη κορυφή της να βρίσκεται στα 1.688 μέτρα υψόμετρο. Χρειαστήκαμε, από την αρχή της πορείας, 5 ώρες για να φτάσουμε στο σημείο αυτό.

Ανακούφιση, επιφωνήματα χαράς.

Ήρθε επιτέλους η ώρα να κολατσίσουμε, να ξεκουραστούμε και να απολαύσουμε την εικόνα της γύρω περιοχής από τα ψηλά. Από τα 1.688 μέτρα μπορούσαμε να δούμε καθαρά, ταξιδεύοντας το βλέμμα μας κυκλικά από τα δεξιά προς τα αριστερά, ένα τμήμα της χαράδρας του «Ρέματος Νικολάου» που περνά από τα Λουτρά του Πόζαρ και ακόμη πιο πέρα κάποιες περιοχές του Λουτρακίου Αριδαίας.

Στη συνέχεια βλέπαμε τις κορυφές «Καραούλι», «Σοκόλ» ( υψ. 1.827 μ. ), «Κιλιντέρκα ή Χαλι» ( υψ. 1.726 μ.). Λίγο πιο πέρα, ένα τμήμα του «Δάσους Ίσιο Πεύκο» ή «Δάσους Ράμνο Μπορ», το ολόλευκο ρέμα «Ράμνο Μπορ».

Κοιτάζοντας ψηλότερα, βλέπαμε την κορυφή «Δόντι» ( υψ. 2.146 μ.) και αριστερότερα εκείνη της «Σκληρή Πέτρα» ή «Κρέμινακ» ( υψ. 2.157 μ.). Χαμηλότερα διακρίναμε το χάος του ρέματος και τις δεκάδες άγριες ρεματιές που τροφοδοτούν με τα βρόχινα νερά τους το ποτάμι «Τοπλίτσα» που διατρέχει το «Ρέμα Νικολάου» μέχρι να καταλήξει στο κάμπο της Αλμωπίας.

Πίσω μας, οι καταπράσινες πλαγιές του ορεινού όγκου του «Βόρα» καλυμμένες από δάση. Από το σημείο που βρισκόμασταν ξεκινούσαν και άλλα μονοπάτια, όπως: το «Μ2/7» που στη πορεία του συναντούσε κάποια άλλα με διαφορετικούς προορισμούς το καθένα.

Επίσης, από δώ ξεκινούσε και το μονοπάτι «Μ2/16» που κατέληγε στην κορυφή «Σημείο Θέας» ή «Πανόραμα».

Ξεκούραση, φωτογραφίες και στη συνέχεια προετοιμασία για το δεύτερο κομμάτι της προγραμματισμένης μας διαδρομής. Μετά την απαραίτητη 40/λεπτη ξεκούραση στην κορυφή, άρχισε η προετοιμασία για το καινούργιο, για το άγνωστο.

Μια ομαδική φωτογραφία και ξεκίνημα της κατηφορικής πορείας.

Περάσαμε, επιστρέφοντας, από τα σημεία με τα σημάδια πολέμων που συναντήσαμε ανηφορίζοντας. Στα 1.250 περίπου μέτρα υψόμετρο συναντήσαμε στα αριστερά μας την αρχή ενός άγνωστου για μας ρέματος. Πριν πάρουμε την ανηφόρα για το επόμενο ψηλό σημείο σταματήσαμε. Ψάξαμε για κάποιο σημάδι ή για κάποια ένδειξη.

Βρήκαμε, μόνο, χαραγμένα στους κορμούς των δένδρων κάποια αρχικά, κάποιες ημερομηνίες παλιών ετών. Εκείνο που μας κίνησε το ενδιαφέρων ήταν το κόκκινο «Κ» γραμμένο με χρώμα ή σπρέϋ. Χρώμα που χρησιμοποιήθηκε για τη σήμανση του μονοπατιού. Προβληματιστήκαμε. Τι θα μπορούσε να σήμαινε το «Κ»;!!

Καταρράκτης ή Κουνουπίτσα ( το όνομα του καταρράκτη) ή τι άλλο;!! Μια ολιγόλεπτη σύσκεψη.

Διαπιστώνοντας πως εκείνη τη στιγμή η κατάσταση των μελών της ομάδας ήταν πολύ καλή και γνωρίζοντας την ικανότητα, καθώς και τη δυνατότητα του καθένα μας,  αποφασίσαμε ομόφωνα να το τολμήσουμε, να το δοκιμάσουμε, να το εξερευνήσουμε.

Η κατάληξή του θα ήταν, σύμφωνα με τη λογική, το «Ρέμα Νικολάου» που ήταν και ο προορισμός μας. Φτάνοντας στο «Ρέμα Νικολάου», θα συνεχίζαμε την πορεία μας περνώντας μέσα από το  φαράγγι και περπατώντας, σε κάποια σημεία της διαδρομής, μέσα στο ποτάμι με σκοπό να φτάσουμε μέχρι τις εγκαταστάσεις του «Πόζαρ».

Το άγνωστο για μας εκείνη τη στιγμή ήταν, το τι θα μας επιφύλασσε αυτή η καινούργια διαδρομή; Είχαμε πλήρη άγνοια για το τι θα συναντούσαμε στο κομμάτι αυτό. Αποφασίσαμε, όμως, και έπρεπε να το εξερευνήσουμε με κάθε κόστος.

Ή θα πετύχαινε, δηλαδή, το εγχείρημα ή θα πέφταμε σε κάποιο αδιέξοδο που θα μας ανάγκαζε να επιστρέψουμε πίσω στο κανονικό μονοπάτι.

Ο Θανάσης με τον Γιώργο «μάρκαραν» στα GPS τους το σημείο που βρισκόμασταν εκείνη τη στιγμή, για να το εντοπίσουν σε κάθε ενδεχόμενο και για να αρχίσουν την καταγραφή της καινούργιας πορεία μας ξεκινώντας από το στίγμα αυτό.

Αφού συντονίσαμε τους ασυρμάτους μας, ξεκινήσαμε όλοι μαζί για το άγνωστο με πυξίδα την «ελπίδα» και «εφοδιασμένοι» με τη τόλμη, την περιέργεια, την διάθεση για εξερεύνηση, το κουράγιο, την αντοχή.

Στην αρχή η διαδρομή, αν και απότομα κατηφορική, δεν μας δυσκόλεψε. Στη συνέχεια έπρεπε να μπούμε υποχρεωτικά σε ένα πιο στενό ρέμα με σάρα και με μεγάλη κλίση. Κάτι που απαιτούσε πολύ προσοχή.

Συνεχίζαμε.

Περνούσαμε από τμήματα του ρέματος που ήταν πετρώδη και κάποια άλλα με μεγαλύτερη ακόμη κλίση. Για να τα περάσουμε χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουμε τα κλαδιά ή τους κορμούς νεαρών δένδρων αντί για σχοινί.

Είχαμε κατέβει γύρω στα 600 μέτρα υψομετρικής διαφοράς όταν βρεθήκαμε μπροστά σε αδιέξοδο. Το ρέμα που ακολουθούσαμε κατέληγε στο σημείο εκείνο σε ένα απότομο ψηλό κάθετο βράχο.

Ήταν αδύνατο να το κατέβει κανείς χωρίς σχοινιά.

Οι δύο πλαγιές, από τα αριστερά και τα δεξιά, δεν βοηθούσαν καθόλου. Είχαν πάρα πολύ μεγάλη κλίση και ήταν γυμνές από δένδρα και θάμνους για να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν για κράτημα ή για στήριγμα. Εδώ πρυτάνευσε η λογική.

Ο Ευβουλίδης είπε κάτι σοφό: «Να είσαι τολμηρός, αλλά όχι ριψοκίνδυνος.»

Μια ολιγόλεπτη σύσκεψη.

Βλέποντας το επικίνδυνο εκείνο σημείο, αποφασίσαμε ομόφωνα, αν και είχαμε μαζί μας σχοινί, να εγκαταλείψουμε το εγχείρημα και να επιστρέψουμε πίσω στο κανονικό μονοπάτι. Αισθανθήκαμε απογοήτευση, γιατί βρισκόμασταν πολύ κοντά στον προορισμό μας.

Το «Ρέμα Νικολάου», από τη θέση που βρισκόμασταν δεν ήταν πολύ μακριά.

«Μπορούσαμε» να το «ακουμπήσουμε» απλώνοντας το χέρι μας. Αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω, ανηφορίζοντας όλο εκείνο το κομμάτι που κατεβήκαμε,  γιατί η ώρα περνούσε και θα είχαμε μεγαλύτερη ασφάλεια περπατώντας με τη βοήθεια των φακών κεφαλής σε γνώριμο για μας μονοπάτι, παρά μέσα σε ένα τμήμα του ρέματος που ήταν τελείως άγνωστο σε μας.

Ολιγόλεπτη ξεκούραση, μια βαθιά ανάσα και πήραμε το πολύ ανηφορικό «δικό μας» μονοπάτι της επιστροφής. Η σκυλίτσα που μας ακολούθησε από το «Πόζαρ» ήταν συνέχεια δίπλα μας, συντροφιά μας.

Μετά από 4 ώρες στο ρέμα φτάσαμε, επιτέλους, στα 1.250 μ. υψόμετρο. Στο σημείο δηλαδή εκείνο που αφήσαμε το κανονικό μονοπάτι, το «Μ2/14».

Η ώρα ήταν 18.00. Ακόμη βλέπαμε.

Ολιγόλεπτη ξεκούραση και στη συνέχεια ξεκινήσαμε την πορεία μας της επιστροφής. Το μονοπάτι γνώριμο, οι εικόνες ίδιες, αλλά, με διαφορετικό αυτή τη φορά φωτισμό.

Άρχισε να σκοτεινιάζει.

Προλάβαμε και βγήκαμε από το μονοπάτι βλέποντας ακόμη, αλλά με δυσκολία. Περπατούσαμε το δασικό δρόμο και φτάσαμε στο λάστιχο με το τρεχούμενο νερό με σκοτάδι.

Καθίσαμε λίγο στο παγκάκι που υπήρχε εκεί. Ήπιαμε πολύ νερό, ξεδιψάσαμε.

Στη συνέχεια, ακολουθώντας τον δασικό δρόμο φτάσαμε στις φωτισμένες εγκαταστάσεις των «Λουτρών Πόζαρ».

Υπήρχε κόσμος που ακόμη απολάμβανε το μπάνιο του στα ιαματικά νερά των πηγών. Εμείς, φτάνοντας στο χώρο του parking, βγάλαμε τα ορειβατικά μας άρβυλα και βάλαμε τα πόδια μας μέσα στα παγωμένα τρεχούμενα νερά του ποταμού για χαλάρωση.

Μετά την πολύωρη πορεία μας και την περιπέτεια που βιώσαμε δεν είχαμε διάθεση για μπάνιο στην εξωτερική πισίνα. Εξ άλλου η ώρα ήταν περασμένη και δεν θα μας επέτρεπαν να μπούμε μέσα.

Έτσι, αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την αναχώρηση.

Στο σημείο αυτό, άλλη μία κυριακάτική εξόρμησή μας και μάλιστα περιπετειώδης έφτανε στο τέλος της.

Όλα πήγαν καλά και ας φεύγαμε με το παράπονο της μη ολοκλήρωσης του τολμήματος.

Τολμήσαμε και δεν μας βγήκε.

«Με την τόλμη μπορεί να τα επιχειρήσει κανείς όλα, όχι όμως και να τα κατορθώσει.»

( Ο. Ουάιλντ )

Απολογισμός: 

Διαδρομή : «Λουτρά Πόζαρ» (υψ. 415 μ.)–μονοπάτι «Μ2/14)-κορυφή « Άσπρη

Πέτρα » ( υψ. 1.320 μ.)–κορυφή «Μπουρίκα ή Πευκόφυτο»

( υψ. 1.688 μ.)–άγνωστο ρέμα-επιστροφή στο μονοπάτι «Μ2/14)-

«Λουτρά  Πόζαρ»

Ομάδα :       5  άτομα  ( 4  άνδρες  και  μία  γυναίκα )

Απόσταση :  25 χλμ.

Υψομετρική  διαφορά :  2.250 μ.

Διάρκεια :  14 ώρες και 20 λεπτά

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ