“Έθιμα του αρραβώνα και του γάμου στα βλαχοχώρια του Ανατολικού Βερμίου” (1) γράφει ο Γιάννης Τσιαμήτρος
Προξενιό, Αρραβώνες (ισουσίρεα)
Όπως συνέβαινε σε όλους τις πληθυσμιακές ομάδες τον παλιό καιρό, έτσι και στους Βλάχους του Βερμίου ήταν δύσκολη η επαφή ανάμεσα στους νέους γιατί τα ήθη ήταν αυστηρά και οι ‘έξοδοι’ των νέων περιορισμένες. Περιπτώσεις να συναντηθούν οι νέοι, έστω και με φευγαλέες ματιές ήταν κάποια σημαντικά γεγονότα, όπως γιορτές, γάμοι και πανηγύρια.
Ακόμα επειδή εκείνο τον καιρό οι κοινωνικές τάξεις π.χ. κτηνοτρόφοι-εμποροβιοτέχνες ήταν κλειστές, ήταν πολύ δύσκολο να γίνει αρραβώνας ανάμεσα σε διαφορετικές τέτοιες τάξεις. Ωστόσο, τα κύρια κριτήρια επιλογής ήταν το καλό σόι, η ομορφιά, η τιμιότητα, η εργατικότητα, η νοικοκυροσύνη και γενικά η καλή ηθική και πνευματική κατάσταση των νέων και των οικογενειών τους.
Οι γάμοι συνήθως δεν γινότανε με έρωτα και η δουλειά ξεκίναγε από το σόι του γαμπρού με προξενήτρα. Η γειτονιά έβλεπε το ερχομό της προξενήτρας κι έλεγε: Ούϊ!! Τρι ιου βα κάφτ’ φιάτα = πωπω!! Για ποιόν θα ζητήσουν το κορίτσι! Η προξενήτρα είχε στο χέρι ή ένα χτένι του αργαλειού ή κάτι από το τσικρίκι, δήθεν να ζητήσει κάτι για να μην καταλάβει ο περίγυρος τον πραγματικό σκοπό της επίσκεψης της. Αυτό γίνονταν γιατί καμιά φορά χαλούσανε τα προξενιά. Γι αυτό τα προξενιά γινότανε στα κρυφά. Όταν η προξενήτρα έφτανε στο σπίτι, συνήθως το βράδυ μετά τη δύση του ηλίου, κάθονταν στο τζάκι και ανακάτευε τα κάρβουνα. Αυτός ήταν ο συνηθισμένος τρόπος του σκοπού της επίσκεψής της για να ανοίξει η συζήτηση. Στο Ξηρολίβαδο, το καλοκαίρι στη γιορτή του Προφήτη Ηλία (20 Ιουλίου) ‘κοίταζαν’ τις νύφες και από τον 15Αυγουστο άρχιζαν τις προξενιές.
Μετά το προξενιό, στον ‘λόγο’, οι δύο συμπέθεροι κανόνιζαν τι θα δώσει το σόι της νύφης στον γαμπρό (χρήματα ή πρόβατα ή κατσίκια ή χωράφια κλπ). Αν δεν γινότανε προξενιό οι δύο συμπέθεροι το κανονίζανε στο καφενείο μεταξύ τους. Στην συμφωνία αλλάζανε τα κομπολόγια τους ως σημάδι του ‘λόγου’. Αυτό γίνονταν περισσότερο για σιγουριά γιατί με το προξενιό μπορούσε να προκύψει άλλο δυσάρεστο αποτέλεσμα.
Βέβαια ο λόγος, πιο επίσημα, δίνονταν στο σπίτι της νύφης ημέρα Σάββατο, όπου βρίσκονταν μόνο οι πιο στενοί συγγενείς του ζευγαριού. Το σόι της νύφης ετοίμαζε το ‘ρεβιθένιο’, ‘φτασμίτικο’ ψωμί (είδος ψωμιού με βάση το ρεβίθι) για να το προσφέρει στους συγγενείς του γαμπρού. Σε αυτή την συνάντηση δεν βρίσκονταν κανένας από το μελλοντικό ζευγάρι. Τα δώρα που συνήθως το συμπεθεριό αντάλλασε ήταν χρυσαφικά ή ασημικά. Οι γονείς του μέλλοντος γαμπρού έδιναν το μικρό σημάδι (σέμνουλου νίκλου) ότι θα κρατήσουν το λόγο τους. Στο λόγο επίσης ορίζονταν η ημερομηνία των επίσημων αρραβώνων (σε μια μεγάλη γιορτή ή πανηγύρι).
Χαρακτηριστικό ήταν το γεγονός ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων οι νέοι δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, όλα γινότανε με πρωτοβουλία των συγγενών τους και πριν από τους αρραβώνες οι νέοι δεν έπρεπε να δει καθόλου ο ένας τον άλλο. Συνέβαιναν μάλιστα και κωμικοτραγικές περιπτώσεις, όπου άλλον/η προξένευαν και άλλον/η αρραβώνιαζαν.
Την ημέρα των αρραβώνων οι συγγενείς και οι φίλοι του γαμπρούς ξεκινούσαν να πάνε με δώρα που συνήθως τα κρατούσαν κοπέλες από το σόι του γαμπρού. Απαραίτητη ήταν και η κουλούρα (κουλάκλου). Η κουλούρα ήταν τυλιγμένη σε άσπρο κεντημένο ή σε σατέν (μεταξωτό γυαλιστερό) ανοιχτόχρωμο ύφασμα (αργότερα σε μια διαφανή ζελατίνα, δεμένη με κόκκινη κλωστή).
Καθώς πλησίαζαν στο σπίτι της νύφης έλεγαν το τραγούδι:
«Κίνησα το δρόμο δρόμο…»
Σημειώνουμε ότι τα τραγούδια του αρραβώνα και του γάμου, που συλλέξαμε, θα αναφερθούν σε ξεχωριστό κεφάλαιο.
Το καλό δωμάτιο του σπιτιού της νύφης ήταν στρωμένο με τα καλύτερα στρωσίδια. Εδώ οι γονείς του γαμπρού έφερναν το μεγάλο σημάδι (σέμνουλου μάρι), βέρες (δακτυλίδια), κοσμήματα κλπ, που ήταν η τελική επιβεβαίωση του αρραβώνα. Στην ιεροτελεστία των αρραβώνων τα δαχτυλίδια τ’ άλλαζε ένας νέος, που έπρεπε να έχει και τους δυο γονείς του (δεν υπήρχε κουμπάρος). Στο τραπέζι που βρίσκονταν τα δαχτυλίδια τοποθετούσαν μια εικόνα και ένα πιάτο με κουφέτα. Σταυρώνανε τις βέρες, περνούσαν μερικά κουφέτα μέσα από αυτές και οι ελεύθεροι τα μοιράζονταν για να τα βάλουν μετά κάτω από το μαξιλάρι τους για να ‘ονειρευτούν τον καλό ή την καλή τους’.
Κατόπιν γινότανε η ανταλλαγή δώρων. Το σόι του γαμπρού δώριζε στη νύφη χρυσό σταυρό με αλυσίδα, λίρες κλπ και το σόι της νύφης στον γαμπρό περίπου τα ίδια. Οι συμπέθεροι αντάλλασαν μεταξύ τους διάφορα δώρα καθημερινής χρήσης (ρούχα κλπ). Γινότανε τα απαραίτητα κεράσματα και άρχιζε το φαγοπότι. Πάντως σε αρκετούς αρραβώνες δεν υπήρχε φαγοπότι (εξαρτώνταν από την απόφαση που θα έπαιρναν). Στον επίσημο αρραβώνα λέγονταν πολλά τραγούδια μεταξύ των οποίων τα παρακάτω:
– «Σ’όλο τον κόσμο πήγα μωρέ μάνα και σε όλο τον ντουνιά…»
– «Σαν κίνησαν οι έμορφες με τα παλικαράκια…»
– «Χίλια φλουράκια ξόδιασα οσού να σιαγαπήσω…»
– «Πέντι μήνες σεργιανούσα κάτω στο γιαλό, Διαμαντούλαμ’…»
– «Τρεις φραγκοπούλες μας κερνούν και τρεις χρυσές λαμπάδις…» κλπ
Μετά το γλέντι αποχωρούσε το σόι του γαμπρού χωρίς βέβαια να πάρει τη νύφη και μετά δυο τρεις μήνες ο γαμπρός ειδοποιούσε (ντιντιά χ.μπάρι) το σόι της νύφης με έναν συγγενή πότε θα γινόταν ο γάμος (συνήθως γινόταν 6 μήνες ή ένα χρόνο μετά τα επίσημα), πάντοτε στο βουνό το καλοκαίρι. Η μητέρα της νύφης, όπως είναι φυσικό, ετοίμαζε την προίκα, όχι βέβαια σπουδαία πράγματα, όπως τώρα έπιπλα κ.α., αλλά περισσότερο ρουχισμός, φούστες κλπ σκεπάσματα, φλοκάτες και ότι γίνονταν στον αργαλειό.
Η αρραβωνιασμένη κοπέλα δεν έβγαινε με τις φίλες της στις βρύσες, που τότε αυτό αποτελούσε μια μορφή εξόδου για τις κοπέλες και φυσικά ο γαμπρός θα την έβλεπε μετά το γάμο.
(Δημοσιεύθηκε στην ‘Ημερήσια’ Βέροιας στις 28-02-2015)
Σημείωση Φαρέτρας: “Το 2ο από τα τρία μέρη θα δημοσιευθεί την Κυριακή 5 Φεβρουαρίου”