Απόψεις Λογοτεχνία

“Λογοτεχνικές όψεις του μεγαλοαστισμού στη μεσοπολεμική Αθήνα” (7) γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

 Τo κομπλιμάν του κυρίου Γιούγκερμαν

στη μαντάμ Σουσού…

Λογοτεχνικές όψεις του μεγαλοαστισμού στη μεσοπολεμική Αθήνα

[7ο Μέρος]

Σε μία περίοδο μεταβατική, με έντονα τα χαρακτηριστικά της παρακμής, όπως ο μεσοπόλεμος  τα φαινόμενα της πολιτικής διαφθοράς και της συναλλαγής με την εξουσία δεσπόζουν. Υιοθετείται ο τακτικισμός και ο μονεταρισμός στην οικονομική δραστηριότητα με άμεσα συνεπόμενα στην οργάνωση των κοινωνιών. Ο Καραγάτσης  παρακολουθεί τις εξελίξεις και καταγράφει πιστά την επικαιρότητα στο μυθιστόρημά του: «Τ καιρῷκείνῳ κυβερνούσε την Ελλάδα ένα από τα δύο μεγάλα «ιστορικά» κόμματα. Κυβερνούσε είναι σχήμα λόγου. Δεν κυβερνούσε απολύτως τίποτα. «Ήταν στα πράγματα» – αυτή είναι η κυριολεξία[1]. Και το μεγάλο τούτο κόμμα είχε φτώχια τρομαχτική, αποτέλεσμα της μακρόχρονης απομάκρυνσής του από τα «πράγματα». Κάποιο κοινοβουλευτικό κόλπο το’ φερε στην αρχή ολωσδιόλου αναπάντεχα, με την υποχρέωση να κάνει σύντομα εκλογές. Κι ο κορβανάς ήταν άδειος· ενώ οι αντίπαλοι, που νεμήθηκαν το res publicum [sic] πέντε χρόνια συνέχεια, είχαν παρά με ουρά».

   Είναι γνωστό πως στην Ελλάδα τις εκλογές δεν τις κερδίζει το κόμμα που έχει τα ηθικότερα στελέχη, τον ικανότερο αρχηγό, το καταλληλότερο πρόγραμμα, μα εκείνο που διαθέτει τα δυνατότερα οικονομικά μέσα. Αυτό λέγεται «ελευθέρα εκδήλωσις της θελήσεως του κυρίαρχου ελληνικού λαού, εντός του πλαισίου του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος».

            Πρωτίστως λοιπόν είναι οι κρατικοδίαιτοι ομοτράπεζοι της πολιτικής ηγεσίας, οι αενάως διαπλεκόμενοι. Ο συγγραφέας σαρκάζει ρεαλιστικά: «Γίνηκε λοιπόν μια ανεπίσημη επιτροπή από ασαφείς και μεγαλόσχημους επιχειρηματίες, από βουλευτές και γερουσιαστές, από διάφορους ύποπτους «οικονομικούς» παράγοντες και κίτρινους δημοσιογράφους. Υποψήφιο Διοικητή είχαν τον κ. Α. Ιερεμιάδη, σπουδαία επιστημονική, πολιτική κι οικονομική προσωπικότητα. Ήταν ένας άνθρωπος ρευστός· τόσο ρευστός, που κυλώντας έφτασε στις ψηλότερες θέσεις. Το πρόγραμμά του ήταν να υπηρετεί έναν και να τα’ χει καλά με όλους. Πρόγραμμα μέτριου ανθρώπου και μέτριου αριβιστή. Το «φτάσιμο» γι’  αυτό δεν ήταν να πάρει θέση στην ιστορία της Ελλάδας· του αρκούσε μια καλή θεσούλα με αποζημιώσεις κι ονόρια. Βραχύς γαρ ο βίος. Όσο για την υστεροφημία, άσ’ την για τους κουτούς! Από νέος προσκολλήθηκε σ’  ένα κόμμα, κάνοντας τη σκέψη πως κάποτε αυτό το κόμμα θα φτάσει στα πράγματα και θ’  ανταμείψει τους πιστούς του. Η κομματική όμως προσήλωση είχε κάποιο ντιλεταντισμό. Κρατούσε πάντα μιαν αξιόπρεπη μισοανεξαρτησία· ήταν μετριοπαθής, συνεννοητικός κι άφηνε να εννοηθεί πως πάνω από τα κόμματα υπάρχει ένα υπερκόμμα: ο κύκλος των ευγενών και καλλιεργημένων ανθρώπων, που πάντοτε κρατάν τα πόστα και δίνουν τον τόνο στην κατάσταση [ας πούμε, κατά την αριστοκρατική λογική της πλατωνικής «Πολιτείας»;]. Χαιρετούσε όλον τον κόσμο, χαμογελούσε στους πάντας, ήταν γλυκομίλητος, πειστικός, υποσχετικός, μαλαγάνας κι ανούσιος. Ήξερε να κολακεύει· να φιλάει τα χέρια των κυριών· να δίνει 500 υπέρ φιλανθρωπικού σκοπού κάθε φορά που πέθαινε ένας «γνωστός, άνθρωπος του κύκλου μας[2]», έστω κι αν τον είχε δει μονάχα μια φορά σ’  ένα τσάι, προ έξι χρόνων. Ύστερα ήταν μέλος πενήντα οχτώ συλλόγων. […] Πήγαινε ταχτικά στις Συνελεύσεις και τα Συμβούλια όλων αυτών των σωματείων, αγόρευε, έβαζε τα πράγματα στη θέση τους, παθαινόταν, ενεργούσε. Κάθε νέο έτος έστελνε 1200 ευχετήριες κάρτες και λάβαινε άλλες τόσες. […]

   Έγινε καθηγητής του Πανεπιστημίου χωρίς να έχει γράψει επιστημονικό βιβλίο· μα η αξία του ήταν τόσο έκδηλη, ώστε τα γραφτά ντοκουμέντα δεν είχαν σημασία. Βγήκε βουλευτής, γερουσιαστής. Ποτέ δεν ανέβηκε στο βήμα· ποτέ δεν είπε τη γνώμη του για οποιοδήποτε πολιτικό ζήτημα. Ήταν φανερό πως ήθελε να κρατηθεί σε ύψος περιωπής· να μη συγχρωτισθεί με τους φλύαρους, τους αμαθείς. Ο αρχηγός του τόσο γοητεύθηκε από τη βαρυσήμαντη σιωπή του, ώστε τον έκανε δυο φορές υπουργό. Η αλήθεια είναι πως το πέρασμά του από τα υπουργεία Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας δεν άφησ’ εποχή. Δηλαδή δε γίνηκαν κοσμοϊστορικές καινοτομίες. Οπωσδήποτε οι υπάλληλοι έκαναν τη δουλειά τους ήσυχοι κι ανενόχλητοι, σα να μην υπήρχε υπουργός! […] Βρέθηκε να’ χει σεβαστή περιουσία, που την έκανε από τις οικονομίες του καθηγητικού μισθού του. Η Διοίκηση της Τραπέζης Εμπορικών Παροχών θα ήταν το επιστέγασμα μιας λαμπρής σταδιοδρομίας· το γέρας μιας ανώτερης προσωπικότητας, ενός διαμαντένιου χαραχτήρα. Και, κυρίως, μιας σπιθιριστής διάνοιας»

Ταυτόσημα είναι τα γνωρίσματα που αποδίδει, με κάποια ωμότητα ίσως, και ο Ψαθάς στον ανεκδιήγητο βουλευτή Κιτσομήτρο, το σύζυγο της μεγαλόσχημης κ. Ζιζής. Το ήθος (και το ύψος) του πολιτικού ανδρός, από το Νενέκο έως το «Μαυρογιαλούρο», παραμένει αναλλοίωτο «Ο άντρας της ήταν «μεγάλη πολιτική προσωπικότητα». Κι αν η γυναίκα του είχε τόσον αέρα στην κοσμική και στην πολιτική ζωή, το χρωστούσε λίγο και σ’ αυτόν. Ο κ. Κιτσομήτρος κόντευε τα πενήντα, φαινόταν όμως ακόμη πολύ νέος. Άνθρωπος καλοζωισμένος, γερός, κοντόχοντρος, καυχιόταν σοβαρά για τρία πράγματα: για τ’ όνομά του, το πολιτικό δαιμόνιό του και τ’ άφθονα λεφτά του. Είχε πόζα και μονόκλ. Ήταν κομψός. Χρόνια βουλευτής, δε μιλούσε παρά σπάνια κι η φωνή του κυριαρχούσε μόνο μέσα στις θυελλώδεις συνεδριάσεις της Βουλής, με μια λέξη που ήταν το φόρτε της ρητορικής του έξαρσης: «Αίσχος! Αίσχος!». Είχε φήμη πολύ ζωηρού στοιχείου και κάποτε είχε βγάλει πιστόλι μέσα στη Βουλή. Τζάκι μεγάλο. Τουπέ. Και κουμπαριές με το λαό. Δυο φορές είχε γίνει υπουργός, τρεις φορές κατηγορήθηκε για σκάνδαλα. Δεν έδινε πεντάρα τσακιστή – το ίδιο κατηγορήθηκε και ο Περικλής στην αρχαιότητα. Δε φιλοδοξούσε, βέβαια, να χτίσει τον Παρθενώνα. Είχε όμως μερικά σχέδια για τη σωτηρία της Ελλάδας που τα θυμόταν μόνο στις προεκλογικές περιοδείες του. Πολλοί τον εκτιμούσαν. Αλλά ισχυρότερα απ’ όλους εκτιμούσε ο ίδιος τον εαυτό του και θεωρούσε ευτύχημα για την πατρίδα του ότι γεννήθηκε σε μια στιγμή που ο τόπος του είχε ανάγκη απ’ την προσωπικότητά του. Είχε την ακράδαντη πεποίθηση πως ο καλός θεός τον προόριζε για έργα ωραία και υψηλά, υψηλότερα από τις δυο πολυκατοικίες του ακόμα».          

Δυνατός ο λόγος του Ψαθά. Ακόμη πιο εύρωστη η αληθοφάνεια με την οποία σκιαγραφεί τη σύγχρονή του πολιτική πραγματικότητα ο Καραγάτσης. Ανάμεσα στα άλλα, από το μυθιστόρημά του αναδύεται και ο πολιτικοποιημένος συγγραφέας. Όχι ο σκεπτόμενος λογοτέχνης που αναδιφά ιδεολογίες και καταθέτει αφηρημένο λόγο περί πολιτικής. Πρόκειται για το συνειδητοποιημένο αστό με τις ομόλογες πεποιθήσεις, ενδεχομένως και τις παθολογίες. Δύο περιπτώσεις εν προκειμένῳ είναι ενδεικτικές.

Αφενός στο «Γιούγκερμαν» καταγράφονται περιπτώσεις κιτρινισμού και δημοσιογραφικής αγυρτείας. Όσο ανέρχεται ο πρωταγωνιστής στην επαγγελματική ιεραρχία και αναδεικνύεται στην κοινωνική ζωή, τόσο πληθαίνουν τα δημοσιεύματα με αιχμές και αμετροέπειες για τον ιδιωτικό του βίο και τη συμπεριφορά της οικογένειάς του. Ο Βάσιας θα ενοχληθεί, θα εξαγριωθεί, κάποτε θα απειλήσει: «Μια φορά μονάχα έχασε την ψυχραιμία του: όταν ο διευθυντής μιας εφημερίδας – γνωστός τύπος εκβιαστή, με πλούσιο ποινικό μητρώο – του τηλεφώνησε πως, αν δεν κατέβαινε παραδάκι, θα παραλάβαινε στην εφημερίδα του την κυρία και τη δεσποινίδα Γιούγκερμαν. Ο Βάσιας κιτρίνισε από λύσσα.

–  Ακούστε, αγαπητέ, του είπε. Μπορεί σήμερα να είμαι ένας ειρηνικός έμπορος· μα κάποτε υπήρξα κοζάκος. Έχετε ακουστά για τους Κοζάκους;

–    Ναι, έχω διαβάσει…

– Λοιπόν, αν η τύχη σας γλίτωσε από τα μάνλιχερ του εκτελεστικού αποσπάσματος του ελληνικού στρατού, τότε που λιποταχτήσατε στην Ουκρανία [προφανώς ο δημοσιογράφος ήταν ρίψασπις κατά την  ουκρανική εκστρατεία του 1919], να ξέρετε πως τίποτα δε σας σώζει από το πιστόλι ενός Κοζάκου».

Αφετέρου είναι η παγιωμένη αντίληψη του ήρωα (προφανώς και του συγγραφέα) για το συνδικαλισμό, το ρόλο των εργατικών συνδικάτων. Ο Κιτρινάκης θα πει κάποια στιγμή στον Γιούγκερμαν για τις νεαρές εργαζόμενες του εργοστασίου Σκλαβογιάννη: «Faire lamour avec ses dactylos passe encore; mais avec ses ouvrières, jamais de la vie ! [= Να έχεις σεξουαλικές σχέσεις με τις δακτυλογράφους της επιχείρησης είναι κάτι που περνάει ακόμα· όμως με τις εργάτριες σε καμιά περίπτωση]. Και πρώτ’  απ’  όλα τις σιχαίνομαι, όσο κι αν είναι όμορφες. Elles sont toutes d’une saleté !  [= Είναι όλες τους τόσο βρώμικες]. Κι ύστερα είναι ένα άλλο ζήτημα: η δημιουργία ενός πνεύματος  malveillant [= κακοβουλίας], μπορώ να πω indisciplinaire [= απειθαρχίας], στο σύνολο των εργατών. Αυτοί θέλουν να τα φτιάχνουν μαζί τους ελεύθερα, και ούτε έχουν préjuges moraux [= ηθικούς ενδοιασμούς]. Μα σαν τολμήσει ο pâtron να βάλει χέρι, τότε παρουσιάζονται οι meneurs [= υποκινητές], φωνάζοντας για την ξεδιαντροπιά των κεφαλαιοκρατών, ετσετερά. Mieux vaut sabstenir de pareilles amours[= Καλύτερα μακριά από τέτοιους έρωτες…]. Για ένα άτομο με χαμηλό ηθικό ανάστημα και πωρωμένη συνείδηση, όπως είναι ο Κλέος, έννοιες όπως η σεξουαλική παρενόχληση ή η παντοειδής εκμετάλλευση του εργατικού προσωπικού δεν έχουν και καμία ιδιαίτερη βαρύτητα.

Ωστόσο σε αυτό ακριβώς το σημείο του μυθιστορήματος παρουσιάζεται και η άλλη όψη. Πρόκειται για περιπτώσεις συνειδητής χειραγώγησης των εργαζομένων από δημοκόπους συνδικαλιστές και λοιπούς εργατοπατέρες. Μετέρχονται δόλια το λαϊκισμό και την υπονόμευση. Ο συγγραφέας εννοεί απερίφραστα ότι το ταξικό κόμπλεξ, κατά περιπτώσεις, μεταλλάσσεται σε «θεσμοθετημένο» ταξικό μίσος. Το «εμείς» υποτίθεται ότι αντικατοπτρίζει το κοινωνικά υγιές, όταν «οι άλλοι», αποσυνάγωγοι και απόβλητοι, προβάλλονται σχεδόν ταυτόσημοι με το τοξικό απόστημα. Το  ιδεολογικό περίγραμμα της πολιτικής ηθικής στρεβλώνεται κατά την εφαρμογή της πολιτικής πράξης: «Πραγματικά ο Γιούγκερμαν κατάλαβε γρήγορα αυτό το πνεύμα, που καλλιεργούσαν συστηματικά στο σύνολο των εργατών οι μαρκαρισμένοι «κόκκινοι»: ένα πνεύμα δημιουργίας συστηματικού μίσους, σιγανού φαρμακωμού. Πιάνονταν πάνω σ’  οποιαδήποτε αφορμή γελοία, παράλογη· της έδιναν εντυπωσιακό πλαίσιο και τη ’ρίχναν ανάμεσα στην εργατιά, σαν μπουρλότο».

Το «κεφάλαιο» εκ των πραγμάτων είναι ισχυρότερο. Οι μεθοδεύσεις για άσκηση πίεσης και καταστολής στον εργάτη υφίστανται εκ των ων ουκ άνευ. Εκείνο όμως που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι οι μηχανισμοί άμυνας που επιστρατεύει, προκειμένου να διασπάσει μέτωπα αντίστασης στον πυρήνα της εργατιάς. Συνήθως χρησιμοποιεί την εξαγορά, τον προσεταιρισμό και τον ηθικό εκβιασμό. Συχνά στη λογοτεχνία καταγράφεται η αγωνία και ο αγώνας της εργατικής τάξης να επιβιώσει. Είναι πολλές οι σελίδες που έχουν γραφτεί με προσανατολισμό σοσιαλιστικό ή και αμιγώς κομμουνιστικό.

Εδώ όμως συμβαίνει το αντίθετο. Έχει σημασία ότι ακούγεται η φωνή του αστού συγγραφέα για αυτό το φαινόμενο. Ο Καραγάτσης καταθέτει επιχειρηματολογία λογοκρατούμενη και ευανάγνωστη, για να εδραιώσει τις πεποιθήσεις του. Ο Βάσιας Γιούγκερμαν θα εφαρμόσει ανάλογες πρακτικές, όταν ως εντεταλμένος Γενικός Γραμματέας της Τράπεζας αναλάβει την οικονομική διαχείριση για την εξυγίανση της κλωστοϋφαντουργίας «Γόρτυς» των αδελφών Σκαλβογιάννη: «Τέτοιοι πυρήνες υπήρχαν και στα τρία εργοστάσια της «Γόρτυς». Μα ο Γιούγκερμαν δεν τους έδινε μεγάλη σημασία. Ήξερε, αυτός, από κομμουνιστές· τους πολέμησε δυο χρόνια στη Ρωσία. Δεν άξιζαν μεγάλα πράγματα μπροστά σ’ έναν αποφασισμένο κι ήρεμο άνθρωπο, αρκεί να μην είχαν πλάτες στην πολιτική. Είχε μαρκάρει τα κακά κεφάλια του εργοστασίου. Καμιά εικοσαριά όλοι όλοι. Μα δούλευαν τους άλλους χίλιους, τους κρατούσαν σ’ αναβρασμό, τους ανακατεύαν, κάναν φασαρία σα να ήταν διακόσιοι.

Ο Γιούγκερμαν αποφάσισε να τους εξουδετερώσει με το δικό του σύστημα. Για να λείψει κάθε άμεση αιτία δυσαρέσκειας, έκανε μια μεγάλη σειρά αυξήσεων. Κανόνισε τις ώρες εργασίας και δημιούργησε διάφορες οικονομικές ευκολίες για τους εργάτες του: πρατήριο πλουσιότατο σε είδη, με τιμές κόστους· πούλημα υφασμάτων σε τιμές κάτω από την αξία· ιατρική περίθαλψη και φάρμακα δωρεάν· άδειες κάθε χρόνο με αποδοχές κτλ. Όλ’ αυτά δε βάρυναν σοβαρά τα Γενικά Έξοδα. Τα κέρδη της επιχείρησης μετά τη φαγάνα των Σκλαβογιάννηδων, φανερώθηκαν θετικά. […] Αφού λοιπόν με τα διάφορα φιλεργατικά μέτρα, ο μεγάλος όγκος των εργατών ευχαριστήθηκε, ο Γιούγκερμαν, άρχισε την προπαγάνδα του: μιαν ύπουλη, μασκαρεμένη, τεχνική προπαγάνδα. Πρώτα, πήρε με το μέρος του καμιά δεκαπενταριά εργάτες. Δεν τους διάλεξε βέβαια ανάμεσα στους ήσυχους, τους τίμιους, τους εργατικούς· αυτοί δεν πουλιώνται ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Βρήκε δεκαπέντε ανησυχαστικούς και ανήσυχους τύπους και τους μαλάγρεψε, άλλους με χρήματα, άλλους με κολακείες, άλλους με υποσχέσεις κι έφτιασε μια «διμοιρία εμπιστοσύνης». Από εκεί, προσπάθησε να πληροφορηθεί – κι είχε τον τρόπο – για το παρελθόν των μελών του πυρήνα. Βρήκε πολλά αδύνατα σημεία: ποινικά μητρώα[3], σκοτεινές ιστορίες, κρυφά κοντύλια του Κόμματος κτλ. Κατατόπισε τους «διμοιρίτες» του, κι άρχισε η εκστρατεία. Κάθε φορά που κανένας κόκκινος προσπαθούσε να δημιουργήσει ανησυχία, πεταγόταν ο διμοιρίτης κι αμολούσε το φαρμακερό λογάκι του, γεμάτο υπονοούμενα.

   Ο πόλεμος βάσταξε πολύ, με διάφορες φάσεις και περιπέτειες. Μα, στο τέλος ο Γιούγκερμαν βγήκε νικητής. Ο «πυρήνας» διαλύθηκε και τα μέλη του αναγκάστηκαν να φύγουν από το εργοστάσιο. Ορκίστηκαν όμως να εκδικηθούν.

   Να εκδικηθούν, έλεγε με χαμόγελο ειρωνικό ο Βάσιας. Γιατί όχι; Πάντοτε θα βρεθεί η ευκαιρία μιας απεργίας, μιας φασαρίας. Διόλου απίθανο να κατορθώσουν να ξανακερδίσουν την παλιά επιρροή τους στους εργάτες μου. Αυτό πιστεύω να εννοούν, λέγοντας εκδίκηση: την ταξική εκδίκηση. Όσο για την προσωπική, ας κάτσουν φρόνιμα. Δε θυμάμαι πόσους κομμουνιστές έσφαξα στη Ρωσία. Το μνημονικό μου δε βαστάει τα τετραψήφια νούμερα.

   Αυτός ο προκλητικός τόνος του, παράλληλα με τις πλούσιες παροχές στο προσωπικό, έκανε βαθιάν εντύπωση. Κάθε εργάτης είχε δικαίωμα να παραπονεθεί ή να κάνει οποιαδήποτε υπόδειξη στον κύριο Γενικό Γραμματέα, που άκουγε τους πάντες με προσοχή και διόρθωνε κάθε στραβό και άτοπο. Οι απλοί αυτοί άνθρωποι είδαν απέναντί τους ένα αλλιώτικο εργοδότη: δίκαιο, χαμογελαστό, συγκαταβατικό, που έδινε ό,τι έπρεπε μόνος του, πριν του το ζητήσουν· που, πολλές φορές, έδινε παραπάνω από κείνο που αυτοί ήθελαν. Και, επιπλέον, μάγκα, με το καπέλο στραβά, τη γόπα κάτω από τη μύτη, το μικρό, πονηρό μάτι μισόκλειστο· που χτυπούσε την πλάτη του εργάτη με φιλικό ντόμπρο χέρι και του’ λεγε:

–  Λοιπόν, παλικάρι μου. Είσ’ ευχαριστημένος; Αν έχεις κανένα παράπονο πρέπει να μου το πεις.

   Και ενενήντα φορές στις εκατό δεν υπήρχε παράπονο. Σ’ όλο τον Πειραιά οι εργάτες της «Γόρτυς» μακαρίζονταν για τυχεροί».

Εάν, κατά μία έννοια, η τέχνη συνιστά ανάπλαση της ίδιας της ζωής, τότε η λογοτεχνία αποτελεί το πλέον πιστό κάτοπτρο της. Ωστόσο η λογοτεχνική έκφανση του μεγαλοαστισμού διαφορίζεται. Καλύπτει φάσμα ευρύτερο από την κατατετμημένη οριοθέτηση ενός ταξικού status. Εμπερικλείει συγχρόνως την κοσμικότητα αλλά και τον ποικιλόχρωμο κοσμοπολιτισμό. Ακόμη και στην ιδιόρρυθμη, νεοελληνική εκδοχή του φέρει ακέραια τα αυτά χαρακτηριστικά. Το μοντέλο του ρεαλιστικού αστικού αφηγήματος στην πεζογραφία εγγράφεται με ενάργεια είτε πρόκειται για έργο του Φράνσις Σκότ Φιτζέραλντ, του Κοσμά Πολίτη ή του Μιχάλη  Καραγάτση.

Στο «Γιούγκερμαν» ο τρόπος αλλά και ο τύπος γραφής πείθουν αναντίρρητα. Το μυθιστόρημα προδιαθέτει το δέκτη για δημιουργική, ενδεχομένως και εναλλακτική, ανάγνωση. Τα σημαινόμενα είναι ευανάγνωστα και οι χαρακτήρες παρουσιάζονται ολοκληρωμένοι. Τα κίνητρα συμπεριφοράς, οι προθέσεις, οι προσδοκίες και οι ενέργειές των ηρώων προσδιορίζονται αιτιολογικά. Το μωσαϊκό της αφήγησης σχεδιάζεται μεθοδικά και οργανωμένα ψηφίδα – ψηφίδα. Παρά τις επιμέρους επιβραδύνσεις, η πλοκή εξελίσσεται δυναμικά και ευθύγραμμα, ενίοτε και με συναρπαστικές μεταπτώσεις. Και όλα αυτά δοσμένα με νοηματική μεστότητα, συναισθηματική φόρτιση και γλωσσική διαύγεια. Ο Ψαθάς πάλι αναπλάθει αυτήν την όψη ζωής με κριτήριο την κωμική της υπονόμευση. Ο εύθυμος τόνος ωστόσο στην περιγραφή, όσο οδυνηρή κι αν είναι η πραγματικότητα που απεικονίζει, προσιδιάζει περισσότερο στο δημοσιογραφικό λόγο· βρίσκεται πιο κοντά στο ύφος του χρονογραφήματος. Πάντως κοινή συνισταμένη στα δύο έργα παραμένει η διαθεματική τους σημαντική. Η μεγαλοαστική ζωή, το κοινωνικό κλίμα, το πλαίσιο και η αισθητική της δεσπόζουν. Εν κατακλείδι, σε αυτό το πεδίο ορισμού τα δύο μυθιστορήματα συνδιαλέγονται, καθώς η «Μαντάμ Σουσού» μπορεί να διαβαστεί και ως διακείμενο του «Γιούγκερμαν».

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου    

Φιλόλογος – Θεατρολόγος

Σημείωση Φαρέτρας:  Το 7ο  και τελευταίο μέρος της σειράς  “Λογοτεχνικές όψεις του μεγαλοαστισμού στη μεσοπολεμική Αθήνα”.

Το ερχόμενο Σάββατο, 4 Φεβρουαρίου, θα  ξεκινήσει  η δημοσίευση σε μέρη  της νέας σειράς του Αριστοτέλη Παπαγεωργίου με θέμα: “Δημοσιογραφικός λόγος και παιδαγωγική των Μ.Μ.Ε”


 


————————————————————————————

[1]               Οι αυτές συντεταγμένες ορίζονται ως πεδίο αναφοράς και στη «Χαμένη άνοιξη» του Στρατή Τσίρκα. Το έξοχο αυτό μυθιστόρημα με τη νεοτερική μορφολογία στην αφήγηση, παρακολουθεί το πολιτικό διακύβευμα στη μεταπολεμική Ελλάδα του 1965. Η ελληνική ηγεσία (μόνο κατ’ όνομα) υποδαυλίζεται από την ανενδοίαστη παρέμβαση του αμερικανικού παράγοντα, τη συνεργαία με τα ανάκτορα και την ασυδοσία των εγχώριων οικονομικών κύκλων. Το πολιτικό κλίμα προοιωνίζει τη δικτατορία του 1967.

[2]               Παραπέμπει ευθέως στο «Επιτύμβιον» του Μανόλη Αναγνωστάκη:

Πέθανες- κι έγινες και συ: ο καλός,
ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Tριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,
Eφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.

A, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο τό ’ξερα τι κάθαρμα ήσουν,
τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.
Kοιμού εν ειρήνη, δεν θα ’ρθώ την ησυχία σου να ταράξω.
(Eγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο.)
Kοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

Δε θα ’σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.

               

                Βλ. Μανόλης Αναγνωστάκης (1992) «Όμως γιατί ξαναγυρίζουμε κάθε φορά χωρίς σκοπό στον ίδιο τόπο», Ερμής, Αθήνα. Πρβλ. επίσης Διονύσης Χαριτόπουλος (2008) «Εγχειρίδιο βλακείας», Τόπος, Αθήνα: ιδίως οι επισημάνσεις 53, 65, 68, 71 και προπάντων 75.

[3]               Σε σχέση με όσα καταχωρίζει εδώ ο Καραγάτσης πρβλ. την εικόνα της ανομίας, της συνυφασμένης με την κοινωνική αδικία, στους «Μοιραίους» του Κώστα Βάρναλη:

 

Του ενός ο πατέρας χρόνια δέκα                                                                                                                
τ’ άλλου κοντοήμερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κ’ η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι…

………………………..

                                Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα

                                πίνουμε πάντα μας σκυφτοί

                                Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα

                                όπου μας εύρει μας πατεί.                             

                                Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,

                                προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

banner-article

Ροη ειδήσεων