Και πάλι για τον Παύλο, για τον Σαχζάτ, για τους πολλούς…
«προσπάθεια να σε υπολογίσω – χαίρε λαβύρινθες ώρες και ώρες μακριάσου ας πλάνευα τις αποστάσεις ν΄ανταμώναμε εδώ ή εκεί ερμηνεία». (Ηλίας Τσέχος, Έρμηνεία’).
Αφορμή για αυτό το μικρό σχόλιο αποτελεί η εμπεριστατωμένη φράση του Λέον Τρότσκι: «Αν ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις, οι δρόμοι του Τρίτου Ράιχ είναι στρωμένοι με σύμβολα».[1]
Τα σύμβολα, (σημαίες & επιγραφές)[2], τα «ιερά τοτέμ» του Τρίτου Ράιχ, του Γερμανικού Εθνικοσοσιαλισμού κατευθύνουν προς το πεδίο της επιβολής και της ισχύος, της όλης διάχυσης της εξουσίας στο πεδίο του κοινωνικού (στο πεδίο δραστηριοποίησης κοινωνικών τάξεων και μερίδων τάξεων). Η ναζιστική εξουσία συμβολοποιείται, μέσω συμβόλων που παραπέμπουν σε ένα «ανόθευτο», «καθάριο» παρελθόν (που δύναται να γίνει ιστορικός χρόνος του ‘τώρα’), «ιεροποιείται» διαμέσου του απόλυτου συμβολισμού: η εξουσία «από & για το έθνος» (πλαίσιο που ‘εργαλειοποιείται ως ιστορική συνέχεια), κατευθύνει προς έναν εσωτερικό και εξωτερικό πόλεμο (βίαιος και θανατηφόρος καπιταλισμός-οικονομική επέκταση) εξόντωσης των πολύσημων «εχθρών». Πάνω στα «αποκαΐδια» που αφήνει η ιστορία, ο ναζισμός εξελίσσεται. Το υπόδειγμα του Εβραίου δεν συνιστά μόνο το «άλλο υπόδειγμα» αλλά τη «λάθος» ιστορία που αποκόπτεται από τη ρίζα της, ορθότερα δύναται να αποκοπεί, να μην «υφανθεί» & να μην «μυηθεί». Επρόκειτο για το διαρκές όριο: ‘έξωση’.
Μπορούμε να κάνουμε λόγο για τη ναζιστική δικτατορία[3] του απόλυτου τρόμου, για την κωδικοποιημένη, «συμβολοποιημένη», ιδεολογικά ‘κανονικοποιημένη’ εξουσία-εξόντωση, για την κυβερνολογική που διαχωρίζει την ύπαρξη σε άξια και μη-άξια, που συγκροτεί στρατόπεδα συγκέντρωσης (θανάτου), που συνιστούν «χώρους αποβολής (θανάτωσης με φρικτούς τρόπους) περιττών».
Η γλώσσα[4] (και το κοινωνιογλωσσικό περιβάλλον), «διαμορφώνει» τον «περιττό», τον ΄friedlos’ (τον «άνευ ειρήνης»), «νόμιμης ειρήνης», για να τον θανατώσει η πράξη, που, εκείνη τη στιγμή, δείχνει & σημαίνει, ανατρέπει & γκρεμίζει, προτρέπει: η επιβολή του θανάτου να γίνει η επιβολή του ναζιστικού «αξιακού κώδικα».
Πραγματικά, στο ιδεολογικό περιβάλλον του ναζισμού η «φύση» του «εχθρού» ανακατασκευάζεται διαρκώς, «παίζει» με το δίπολο ΄αποτυχία & αδυναμία’, μετασχηματίζεται σε φυγόκεντρη εξωτερική «ουσία» προς τον ίδιο φυλετικό «εαυτό».
Στα λεξικολογικά και νοηματικά σημαίνοντα του Εθνικοσοσιαλισμού, κάθε προσδιορισμός αποκτά διφυή χαρακτηριστικά: η ταύτιση ταυτόχρονα με την απόκλιση, η συμπερίληψη μαζί με την «εκκαθάριση», την ίδια κρίσιμη στιγμή που ο πόλεμος αποκρυσταλλώνεται ως η ζώσα ιστορία παράθεσης και «εδαφικοποίησης» των συμβόλων του. Είναι η «πολεμική παράδοση» («arditismo»), στην οποία αναφέρεται ο Αντόνιο Γκράμσι, εστιάζοντας στον Ιταλικό φασισμό.[5]
Ο μύθος, συμπυκνωμένος ως προς τα νόηματα που διαχέει η ναζιστική δικτατορία, εμφιλοχωρεί στο πεδίο της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας. Με τα λόγια του Τρότσκι: «Περιορίζοντας το πρόγραμμα των μικροαστικών αυταπατών σε καθαρά γραφειοκρατικές μασκαράτες, ο Εθνικοσοσιαλισμός ορθώνεται πάνω από το έθνος σαν η χειρότερη μορφή του [6]ιμπεριαλισμού». Η ίδια η γλώσσα συγκροτεί νοήματα.
Ένας ιδιαίτερος μικροαστισμός που συναντά το μότο «η εργασία απελευθερώνει» («arbeit macht frei»). Η επιγραφή έξω από το στρατόπεδο συγκέντρωσης, (μία ιδιαίτερη ζώνη ανομίας, για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του Giorgio Agamben, μία ζώνη προσδιορισμού της ιδεολογικής πλατφόρμας), που, «απελευθερώνει» ταυτότητες, αναπαράγει συνηχήσεις εντός του μείζονος χώρου.
Έτσι, η «εργασία δεν απελευθερώνει», παρά συγκεντρώνει τη δύναμη πυρός του ναζιστικού καθεστώτος, στο μέσα και το εκτός του πολέμου, στο μέσα και το εκτός του στρατοπέδου της «κατασκευής» της «παρένθετης» ύπαρξης. Η εργασία «δομείται» εν συνθέσει. Μπροστά στο εθνικώς ορθόν και δέον, «η εργασία απελευθερώνει», συγκλίνει, αναπαράγει την κοινότητα, το Ράιχ εντός Ευρώπης.
Η επιγραφή η «εργασία απελευθερώνει» συνιστά το κατοπτρικό είδωλο της διαλείπουσας μνήμης: μνήμη που δεν συναρθρώνεται με το συμφέρον, «εκφεύγει», «χάνεται». Πρακτικά, «η εργασία δεν απελευθερώνει» παρά προσδιορίζει, φέρει ατομικές & συλλογικές ιστορίες, διαμορφώνει κοινωνικές συμμαχίες, ενέχει την ταξικότητα του οικονομικά κυρίαρχου. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως, σε αυτό το πλαίσιο, η εργασία φορτίζεται και «τεχνοκρατικοποιείται»: αυτός που την προσφέρει την «απελευθερώνει» για να την καρπωθεί. Την εγκλωβίζει για να την μετασχηματίσει σε τρόπο αποσύνθεσης, διάβρωσης & καταδίκης, θανατικής & στρατοπεδικής. Ο Joseph Roth (Γιόζεφ Ροτ), στο τελευταίο του κείμενο πριν το θάνατο του, προχωρά στην καταγραφή, στην έμμεση ερμηνεία διαμέσου της ‘συμβολοποιημένης’ ιστορίας, (αναφορά στον Γκαίτε και στη βελανιδιά του), «συγκροτεί» τη στρατοπεδική πραγματικότητα του Μπούχενβαλντ ως εξορία από τον τόπο και από τη μνήμη, ως «δέσιμο» στις προκείμενες, στις αναπαραστάσεις και στις υλικές αποτυπώσεις του εθνικοσοσιαλισμού: «Οι έγκλειστοι του Στρατοπέδου Συγκέντρωσης περνάνε δίπλα απ’ αυτή τη βελανιδιά κάθε μέρα. Δηλαδή, δεν περνάνε· τους περνάνε. Ακούστε να δείτε, τώρα! Ένα σωρό ψευδείς ειδήσεις διαδίδονται και κυκλοφορούν για το Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ· ιστορίες τρόμου, παραμύθια φριχτά. Καιρός πια να ειπωθεί η αλήθεια: στη βελανιδιά, κάτω απ’ την οποία καθόταν ο Γκαίτε με την κυρία φον Στάιν, και η οποία χάρη στο Νόμο περί Προστασίας της Φύσης εξακολουθεί να βρίσκεται στη θέση της, δεν έχουν «δέσει» ούτε έναν από τους εγκλείστους του Στρατοπέδου Συγκέντρωσης. Τους δένουν στις άλλες βελανιδιές, που σ’ αυτό το δάσος τελειωμό δεν έχουν».-[7]
Τώρα, με τα σύμβολα της ιδεολογικής της εκφοράς προχωρούσε πολιτικά και το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής. Το μείζων σύμβολο δύναται να είναι αυτό: η αφήγηση περί ενός «πλήθους» «μοναδικού», «αληθινού», «απρόσβλητου» από τις προσμείξεις. Οι σημάνσεις και οι εναλλαγές μεταξύ της λεκτικής & σωματικής βίας είναι διαρκείς.
H λεκτική βία (και ένα είδος δυνητικής σωματικής) πολώνεται και εντός Κοινοβουλίου, εκεί όπου το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής, ‘τμηματοποιώντας’ και συγκεντροποιώντας τον λόγο του, προσδιορίζει έναν (σύγχρονης κοπής) κοινοβουλευτικό ‘κρετινισμό’, δείγματα του οποίου παρακολουθήσαμε μεσοβδόμαδα. Με αυτόν τον τρόπο, η λεκτική βία σημαίνεται, προσδιορίζεται κοινοβουλευτικά στρεφόμενη εναντίον ιδεολογικών ‘εχθρών’.
Τώρα, όπως πάλι επισημαίνει ο Λέον Τρότσκι: «Για να υψώσουν το έθνος πάνω από την ιστορία, του δίνουν το υποστήριγμα της φυλής. Η ιστορία εκπορεύεται από την φυλή».[8] Με αυτόν τον τρόπο η ρατσιστική βία, η νεοναζιστική βία, έρχεται να συμπληρώσει και να «εξαγνίσει» τον χώρο, τη γη, το πεδίο των σταθερών παραγόντων: η νεοναζιστική βία για την κυριαρχία, για την «πλοήγηση» του σημείου εγκοπής: ο αλλότριος «ξένος» αν δεν φύγει οικοιοθελώς για να σωθεί, δύναται να υποστεί την δυνητικά όσο και πραγματικά θανατηφόρα βία.[9]
Στο σημείο συνάρθρωσης συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής και ιδεολογίας, ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, (ο χρόνος έγκλησης και ο τρόπος άρθρωσης), επιδιώκει να αναπαραχθεί ως το κοινωνικό «είναι» της ιδεολογίας: ως «εθνικός», «εργοδοτικά» καθαρός προς Έλληνες[10] (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα γραφεία ευρέσεως εργασίας «μόνο για Έλληνες», και τι καλύτερο πράγμα από την απόδειξη απτής «Ελληνικότητας» μέσω της επίδειξης αστυνομικής ταυτότητας, του εγγράφου πιστοποίησης;).
Η μάχη ενάντια στο νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής οφείλει να είναι συνεχής, ποιοτικά «εντατική», μάχη που θα την αποκόπτει από την κοινωνική δομή, από την απεύθυνση της στην εργατική τάξη, ευρύτερα στο μπλοκ των λαϊκών-υποτελών τάξεων.
——————————————————————————————————————————
[1] Βλέπε σχετικά, Τρότσκι Λέον, ‘Τι είναι Εθνικοσοσιαλισμός’, Περιλαμβάνεται στο βιβλίο του ιδίου: ‘Η πάλη ενάντια στο φασισμό στη Γερμανία’, Μετάφραση: Πίττας Κώστας & Πετράκος Χρήστος, Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα, 2000, σελ. 269.
[2] Τα σύμβολα και η ίδια η ζώσα ιδεολογία: ‘’Blut und Ehre’’, «Αίμα & Τιμή», όπως το παραθέτει ο Δημήτρης Ψαρράς στο βιβλίο του ‘Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής’. Ο συμβολισμός του ένδοξο, «προγονικού» αίματος, της «Τιμής» των μαχητών (που πέφτουν ως άνδρες, ένδοξα στα πεδία των μαχών), η απόλυτη «εδαφικοποίηση». Εντός του «εσωτερικού εδάφους, ‘’Blut und Ehre’’, (θάνατος, Ολοκαύτωμα Εβραίων & εξόντωση Ρομά, Ομοφυλόφιλων, Κομμουνιστών, δημοκρατών, αναπήρων), εντός του κατακτημένου εδάφους, ‘’Blut und Ehre’’. H ναζιστική ιδεολογία εν συνόλω αποκτά τους συμβολισμούς του άγριου αντισημητισμού, του ιδεολογικού (και όχι μόνο) αντικομμουνισμού, του ιδιαίτερου αντι-καπιταλισμού (όταν απευθύνεται στις κυριαρχούμενες και πληττόμενες κοινωνικές τάξεις). Πρέπει ακριβώς να εστιάσουμε στις ολικές προεκτάσεις της φασιστικής-ναζιστικής ιδεολογίας.
[3] Όπως παρατηρεί ο Giorgio Agamben στο σημαντικό του βιβλίο ‘Κατάσταση εξαίρεσης’ (΄Όταν η «έκτακτη ανάγκη» μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα’), «ούτε όμως ο Χίτλερ ούτε ο Μουσσολίνι μπορούν τεχνικά να χαρακτηριστούν ως δικτάτορες. Ο Μουσσολίνι ήταν αρχηγός της κυβέρνησης, εξουσία που νομίμως του είχε ανατεθεί από το βασιλιά, έτσι όπως ο Χίτλερ ήταν καγκελάριος του Ράιχ, διορισμένος από το νόμιμο πρόεδρο του Ράιχ», βλέπε σχετικά, Agamben Giorgio, ‘Kατάσταση εξαίρεσης’, (‘Όταν η «έκτακτη ανάγκη» μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα’), Μετάφραση: Οικονομίδου Μαρία, ‘Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2007, σελ. 83. Η αναφορά μας στην ‘ναζιστική δικτατορία του απόλυτου τρόμου’ σχετίζεται και εκφράζει την τοπολογία του ναζισμού στην πράξη: την άρθρωση (σύζευξη) εξουσίας-εξόντωσης, την εμπέδωση της διαδικασίας του συνειδητά «κατασκευασμένου» θανάτου (η ανάδυση και ‘συναισθηματοποίηση’ της φρίκης-τρόμου στα στρατόπεδα συγκέντρωσης), η διάρθρωση της βίας και των εκφάνσεων της (σωματική, ιδεολογική, πνευματική & πολεμική), η συγκεντροποιημένη εξουσία που προσιδιάζει σε μία μορφή-δομή δικτατορίας, το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα που ανάγει και συμπυκνώνει τον κρατικό μηχανισμό αφενός μεν σε αρχικό «προσομοιωτή» των αλλαγών (εκφρασμένο σε ιδεολογικά ‘πιστεύω’), αφετέρου σε δομή των (στην πράξη) επιταχυνόμενων αλλαγών, εκεί όπου εκφεύγει και ανασημαίνεται ο τρόπος της (σταθερά βίαιης και ‘εξαντλητικής’) κεφαλαιοκρατικής παραγωγής (είναι ιδιαίτερη όσο και χαρακτηριστική η συνύφανση αντι-καπιταλισμού- καπιταλισμού που παραπέμπει στο παρελθόν και στο ίδιον παρόν). Η εξουσία του ενός και απόλυτου Φύρερ συνιστά την εμβάθυνση της ίδιας της εξουσίας του ναζισμού στις ιδεολογικές όσο και πρακτικές του προκείμενες. Ο πόλεμος που θα εξαπολυθεί (που προκαλεί και μία αναδιάταξη των μερίδων της κυρίαρχης τάξης), «εξακοντίζει» την ιδεολογία στα όρια της κόκκινης γραμμής: συγκέντρωση, κατηγοριοποίηση, διαβάθμιση, θάνατος εν καιρώ πολέμου, θάνατος πάνω στα ήδη θανατωμένα σώματα, ‘πειράματα’ υπό τη μορφή της ανθρώπινης κατάστασης που αιωρείται στο ‘κενό’.
[4] Οι Χορκχάϊμερ & Αντόρνο αναφέρουν: «Ο Οδυσσέας ανακαλύπτει στις λέξεις αυτό που στην ανεπτυγμένη αστική κοινωνία λέγεται τυποκρατία: το τίμημα της διαρκούς δεσμευτικότητας τους είναι ότι πρέπει να αποστασιοποιούνται από το εκάστοτε περιεχόμενο που τις πληροί και, στην απόσταση τους, να αναφέρονται σε κάθε δυνατό περιεχόμενο, στον Κανέναν ή στον ίδιο τον Οδυσσέα», βλέπε σχετικά, Χορκχάϊμερ Μαξ & Αντόρνο Τέοντορ, ‘Διαλεκτική του Διαφωτισμού’, Μετάφραση: Αναγνώστου Λευτέρης, Επίμετρο: Ψυχοπαίδης Κοσμάς, Επιμέλεια: Κουζέλης Γεράσιμος, Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, 1996, σελ. 114. Η διάσταση της εθνικοσοσιαλιστικής γλώσσας διευρύνει το περιεχομενικό της πλαίσιο, τη στιγμή που εκβάλλει προς διάφορες κατευθύνσεις για να μετασχηματιστεί σε «ομόκεντρη», ‘μαστιγώνει’ ως νοηματική διαδικασία, ‘κραυγάζει’ μία ασίγαστη βία που περιέχει & ‘είναι’, «διαρρηγνύοντας» το ΄δεν’ από το χρόνο. Η ναζιστική γλώσσα καταστρατηγεί, εκφράζοντας μία λεκτική-νοηματοδοτική ‘αντεπανάσταση’ των αισθήσεων, του εθνικοσοσιαλιστικά ‘εφικτού’. Και το ‘εφικτό’ συνιστά συνάμα γλώσσα και πράξη, τις όψεις ενός κόσμου ταυτοτικά ισχυρού («σωματιδιακού»), «τεχνολογικά» συγκεκριμένου (η ναζιστική «τεχνική» άσκησης εξουσίας επανεγγράφει την ανθρώπινη φύση ως δυνάμει απο-συσχέτιση & «φασματικότητα») και συναφούς με τη βιοπολιτική της απεύθυνσης: σε μία ιστορία, σε μία γενιά, σε έναν πόλεμο, σε εχθρούς. Η ναζιστική ιστορία θέλει να είναι συγκεκριμένη, ήτοι η ιστορία μίας γενιάς που «διψά» για τη δική της σειρά, για τη δική της «ενύπαρκτη» κανονικότητα.
[5] Βλέπε σχετικά. Γκράμσι Αντόνιο, ‘Οι θέσεις της Λυών. Η ιταλική κατάσταση και τα καθήκοντα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας’, Μετάφραση: Περίσσιου Δήμητρα & Καμπαγιάννης Θανάσης, Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα, 2011, σελ. 26. Η ως άνω «πολεμική παράδοση», στην οποία αναφέρεται ο Αντόνιο Γκράμσι, συνιστά και την «πυκνή» ουσία του φασισμού: μία ιδιαίτερη «πολεμική» δράση στο εσωτερικό (βλέπε ναζιστικά τάγματα εφόδου, ιταλικές φασιστικές μιλίτσιες), «πλήρης» κατακτητικός (ιμπεριαλιστικής έκφανσης) πόλεμος στο εξωτερικό.
[6] Βλέπε σχετικά, Τρότσκι Λέον, ‘Τι είναι Εθνικοσιαλισμός…ό.π,’ σελ. 269.
[7] Βλέπε σχετικά, Roth Joseph, ‘Η βελανιδιά του Γκαίτε στο Μπούχενβαλντ’, (Το τελευταίο άρθρο του συγγραφέα πριν από τον θάνατο του, γραμμένο στις 22 Μαΐου 1939), Μετάφραση: Αγγελίδου Μαρία, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2016. Η έξοχη αλληγορία του Roth «υπόγεια» & λογοτεχνικά συναντά την έννοια της πειθαρχικής εξουσίας του Foucault. Στη στρατοπεδική πραγματικότητα, τα σώματα δένονται, ελέγχονται, «ρυθμίζονται» ως αδύναμα, φορείς «άτυποι» του αλλοιωμένου, μίας κουλτούρας που δεν «προχωρά». Ως εκ τούτου, ο κολασμός τους, ναζιστικά «οριζόμενος», ανάγεται στο πλαίσιο της ενσώματης βίας-τιμωρίας και της λογικής του θανάτου, θανάτου, θανάτου που αφορά πληθυσμούς «αδύναμους» & στοιβαγμένους, θανάτου που έρχεται να τους αποκόψει από την επικράτεια του «δυνατού», από την (εθνικοσοσιαλιστική) αναπαράσταση της γερμανικής ιστορίας ως «καθαρόαιμου» αλόγου κούρσας που τρέχει & «καλπάζει» με ρυθμό, άλογο κούρσας το οποίο δεν δέχεται τις έτερες προσμείξεις των παρόντων, τις στοχοποιεί ιδεολογικά, συμβολικά όσο και πρακτικά ως εξόχως «ά-κληρες», αλλοιωμένες. Ο Joseph Roth διακρίνει με διαύγεια την εννοιολογική (ιδεολογική)-υλική συμπύκνωση του ναζιστικού καθεστώτος: σώματα δεμένα σε δέντρα, ήτοι ευρισκόμενα σε στρατόπεδα μίας συγκέντρωσης και ριζικής πειθάρχησης, πειθαρχία που δεν σημαίνει απλά «τεχνική εξατομίκευσης της εξουσίας», όπως τονίζει εύστοχα ο Foucault, αλλά στην προκειμένη περίπτωση, σημαίνει την τεχνική που οδηγεί σε έναν «άλλο τρόπο» θανάτου, θανάτου καθ’ όλα σκληρού και βίαιου. «Τους δένουν στις άλλες βελανιδιές, που σ’ αυτό το δάσος τελειωμό δεν έχουν». Πίσω από το δένδρο του Γκαίτε, διαφαίνεται το όλο δάσος..
[8] Βλέπε σχετικά, Τρότσκι Λέον, ‘Τι είναι Εθνικοσιαλισμός….ό.π’, σελ. 266.
[9] Μία ιδιαίτερα εύστοχη αποτύπωση και αναπαράσταση των εκφάνσεων της ρατσιστικής βίας και των δομικών της εκφάνσεων κάνει ο Γιάννης Ταίρπμας στη μικρή του νουβέλα που φέρει τον τίτλο ‘Η Βικτώρια δεν υπάρχει’. Με γραφή βάθους, εξηγεί παραστατικά το πως το πλέγμα της βίας συγκροτεί τη μνήμη της ζωής στη σύγχρονη Αθήνα, συγκεντρώνει προϋποθέσεις «συγκρότησης» & συλλογικής παρουσίας φασιστικών, νεοναζιστικών ιδεολογιών (βλέπε τη μία Χρυσή Αυγή), υποκειμενοποιεί υπάρξεις, μετατρέπεται σε ταυτοτικό ίδιον παρουσίας, προχωρά προς την διαπλάτυνση του κοινωνικού δρόμου, εκεί όπου κοινωνικές τάξεις και ιδεολογίες διαπλέκονται. Ιδίως η σκηνή βίας προς τον περιώνυμο «Άφρικαν πιπλ», θεωρούμε ότι πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία ως η επιτομή ενός κοινωνικά εκπεμπόμενου ρατσισμού, αλλά και ευρύτερα το βιβλίο ως δείγμα ενός μαχητικού λογοτεχνικού αντιφασισμού-αντιναζισμού. Βλέπε σχετικά, Τσίρμπας Γιάννης, ‘Η Βικτώρια δεν υπάρχει’, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 2013.
[10] Ως εκμεταλλεύσιμο σχετικό, εργατικό δυναμικό ένταξης στον εθνικό (κεφαλαιοκρατικό) χώρο & ταυτόχρονης απένταξης από τις δικλείδες εργασιακής ασφάλειας.