Άρθρα Θέματα Παιδείας

“Σπασμένες Λέξεις” / γράφει η Νικολέτα Θάνου

Δεν ξέρω τίποτα από τον κόσμο τόσο ισχυρό όσο μια λέξη. Μερικές φορές γράφω μία και κάθομαι μετά και την κοιτάζω ώσπου ν’ αρχίσει ν’ αστράφτει.» (ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ)

Λέξεις σπασμένες από την κακομεταχείριση . Λέξεις απονευρωμένες, «ατάκτως ερριμμένες»  πάνω στο χαρτί. Λέξεις απόβλητες, απογοητευμένες κι αυτές  σαν τον μαθητή που στέκεται αμήχανα μπροστά σε κάτι σπουδαίο,  του οποίου το μεγαλείο ψυχανεμίζεται, αλλά αδυνατεί να κατανοήσει. Για αυτό και το απορρίπτει. Δε θέλει δα  και να «χαλαστεί»,  όταν η τεχνολογία τον έχει κατακλύσει με τόσα δώρα που κάνουν τη ζωή πολύ πιο ενδιαφέρουσα και κυρίως εύκολη . Η λέξη στην πυρά, λοιπόν . Εκεί είναι η θέση της. Κυνήγι μαγισσών στο Μεσαίωνα, κυνήγι της λέξης στη σύγχρονη μεταμοντέρνα ψηφιακή εποχή. Η λέξη αφορίζεται σαν να είναι κάτι δαιμονικό, φορέας ιδεών που κουράζουν, τρομάζουν, καθώς η καταβύθιση στα βάθη τους απαιτεί δεξιότητες που εκλείπουν, οδηγώντας σε νέες μορφές πνευματικής αναπηρίας και ίσως σε νέες μορφές ενός δυσδιάκριτου απολυταρχισμού που έκτισε γύρω μας τείχη «ανεπαισθήτως».

Η ελληνική γλώσσα βρίσκεται σε μία κρίσιμη καμπή.   Όχι λόγω εγγενούς αδυναμίας επιβίωσης ή  λόγω επικίνδυνων δομικών ή άλλων αλλαγών, αλλά λόγω συνθηκών και στάσεων  που την έχουν υποβιβάσει σε ένα απλό επικοινωνιακό εργαλείο -κι αυτό φτωχό- τορπιλίζοντας  τη βάση της τόσο σε επίπεδο σημαινόντων όσο και σε επίπεδο σημαινομένων. Η απαξίωση, η άγνοια του λεξιλογικού της πλούτου, η παντελής έλλειψη ενδιαφέροντος για την καλλιέργειά της, αλλά κυρίως ο εφησυχασμός και η εγκατάλειψη αναδίδουν μια αίσθηση ανθρώπινης παρακμής, μιας αποσύνθεσης υπαρξιακής  με την οποία  ίσως για πρώτη φορά έρχεται αντιμέτωπη.

Η γλώσσα σήμερα δέχεται απειλές από παράγοντες εξωγλωσσικούς και από στρεβλώσεις που  γίνονται αθόρυβα, ωστόσο  διατυμπανίζονται ως κραυγαλέα επιτεύγματα, κυρίως από τις νεότερες γενιές, σε εποχές άνυδρες, κατά τις οποίες  η επικοινωνία είναι συμβολική, τυχαία, εφήμερη, όπως και οι ανθρώπινες σχέσεις. Νέα μοτίβα επικοινωνιακά υιοθετούνται και εναλλάσσονται με τόσο γρήγορους ρυθμούς,  όσο και οι αλλαγές διάθεσης των συνομιλητών. Η διάσπαση  προσοχής αποτελεί μάστιγα, καθώς ο νους αδυνατεί να εστιάσει στο δύσκολο και σημαντικό, όταν έχει εθιστεί στο εύκολο και ασήμαντο. Έτσι, η σπουδή της λέξης  αποτελεί καθήκον επαχθές, ενώ η σκέψη αδυνατεί υπό τις έξωθεν πιέσεις να ωριμάσει, παραμένοντας χαοτική, φλερτάροντας με τη σκέψη της αγέλης.

Υπό αυτές τις συνθήκες,  η αποξένωση από τη μητρική γλώσσα αναγνωρίζεται ως άθλος,  η εκφραστική και λεξιλογική φτώχεια ως μαγκιά και το υβρεολόγιο ως δύναμη,  δημιουργώντας  μία σαθρή ανθρώπινη βάση. Μια βάση που δικαιολογεί τον αναλφαβητισμό, που αποποιείται την ευθύνη, που στερείται υγιούς πολιτικής συνείδησης και που αναδεικνύει την ευκολία ως υπέρτατη αξία. Και αυτό συμβαίνει γιατί λέξεις όπως συλλογικότητα, εντιμότητα, αλληλεγγύη, υπευθυνότητα και τόσες άλλες έχουν χάσει τη βιωματική τους απόχρωση, οπότε  δεν έχουν θέση στις γλωσσικές δεξαμενές των σύγχρονων νέων.  Η ανησυχία έγκειται στην…  απουσία ανησυχίας από βασικούς φορείς της παιδείας, όπως η οικογένεια και το σχολείο, τα οποία  έχουν μεταλλαχτεί σε μήτρες ανοχής και σύγχυσης ρόλων που  απεργάζονται τη γλωσσική ισοπέδωση και όχι μόνο.

Ο αναλφαβητισμός διευρύνει την ασυνεννοησία και οι κοινωνικές πιέσεις τραυματίζουν το σημαντικότερο κομμάτι της ύπαρξης, την συγκρότηση της προσωπικότητας,  που χτίζεται με τη γλωσσική συγκρότηση. Στο σημείο αυτό, οι ανθρώπινες άμυνες εκπίπτουν, με αποτέλεσμα  το κενό που δημιουργείται εκεί να το καλύπτει ένας τρίτος πανίσχυρος μηχανισμός, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στα κοινωνικά δίκτυα η λέξη χάνει τη βαρύτητά της, αποχρωματίζεται νοηματικά και αξιακά, γίνεται σύντομη και θορυβώδης για να τραβήξει την προσοχή. Το κυριότερο, γίνεται emoji ή απλουστευτικό σύντομο σχόλιο,  για να αποκτήσει μεγαλύτερη «απήχηση».  Έτσι,  οι λεκτικοί χείμαρροι του ανώδυνου και πνευματικά ανέξοδου ψηφιακού συγχρωτισμού, με τις απονευρωμένες λέξεις που αδυνατούν να σηκώσουν το βάρος της ανθρώπινης εμπειρίας, παρασέρνουν ό,τι βρουν στο πέρασμά τους αφήνοντας πίσω τους άτομα εγκλωβισμένα σε ψευδαισθήσεις, ματαιώσεις και σιωπές, αφού κανείς δεν αφουγκράζεται πραγματικά τον άλλον.

Αυτού του είδους η γλώσσα δημιουργεί σιωπές βαριές. Μια γλώσσα «αθόρυβη»  είναι μια επικίνδυνη γλώσσα που διαμορφώνει πολίτες κυνικούς και κοινωνίες συμμορφωμένες και πειθήνιες σε δύσκαμπτα ιδεολογικά και πολιτικά μορφώματα.  Οι στρατιές απαίδευτων που ήδη έχουν ξεκινήσει να  παράγουν οι σχολικές μονάδες της καινοτομίας και της δημιουργικής μάθησης είναι οι γενιές της οργισμένης σιωπής που αδυνατεί να ενσαρκωθεί σε λόγο,  για να εκφράσει τα προβλήματά τους. Οπότε τα εκτονώνουν  έμπρακτα  μέσω της βίας, την ύστατη απόπειρα αναζήτησης νοήματος.  Και εμείς καλούμαστε να διαβάσουμε ένα λόγο ά-λογο, μετουσιωμένο σε αντιδραστική πράξη βίας,  ως αποτέλεσμα της ανικανότητάς μας να διατηρήσουμε λειτουργικό  τον κυριότερο ρυθμιστή  της ανθρώπινης συμπεριφοράς.  Γιατί μια γλώσσα που ατροφεί μέρα με τη μέρα, αποξενώνει  το υποκείμενο από την αυτογνωσία και την ετερογνωσία, νεκρώνει τη σκέψη.  Υποχωρεί σε  ένα θλιβερό υποκατάστατο λόγου, ένα λείψανο μια άλλης αλλοτινής πνευματικής αίγλης η οποία δεν προστατεύτηκε, δεν συντηρήθηκε, δεν εκτιμήθηκε.

Κι όμως, παρά τη συστηματική της απαξίωση, η λέξη δεν παύει να φέρει τη δύναμη της αντίστασης. Όσο κι αν απονευρώνεται, όσο κι αν διώκεται ως επικίνδυνη ή περιττή, εξακολουθεί να αποτελεί το κατεξοχήν μέσο κατανόησης του κόσμου και του εαυτού. Η αναμέτρηση με τη λέξη δεν είναι απλώς γλωσσική πράξη, αλλά βαθύτατα παιδευτική και πολιτική, καθώς προϋποθέτει σκέψη, κρίση και επίγνωση. Αν η σύγχρονη εποχή τείνει να την εξορίσει στο περιθώριο, τότε η διάσωσή της καθίσταται πράξη ευθύνης· μια συνειδητή επιλογή απέναντι στην πνευματική ευκολία και την αθέατη χειραγώγηση. Διότι μόνο εκεί όπου η λέξη επιβιώνει, μπορεί να επιβιώσει και η ελευθερία του ανθρώπινου πνεύματος.

ΘΑΝΟΥ ΝΙΚΟΛΕΤΑ

…………….

banner-article

Ροη ειδήσεων