Στην κορυφή του ΟΟΣΑ η Ελλάδα: Πρωταθλήτρια στους έμμεσους φόρους, ουραγός στη δίκαιη κατανομή
Το 40,1% των συνολικών φορολογικών εσόδων της Ελλάδας για το 2023 προήλθε από έμμεσους φόρους, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΟΣΑ. Το ποσοστό αυτό κατατάσσει τη χώρα στην πρώτη πεντάδα των μελών του Οργανισμού με τη μεγαλύτερη εξάρτηση από φόρους κατανάλωσης, μακριά από τον μέσο όρο του 31,2%. Για το 2024, η εικόνα δεν διαφοροποιείται ουσιαστικά, καθώς η έμμεση φορολογία φθάνει το 39,8% του ΑΕΠ, έναντι 38,9% το προηγούμενο έτος.
Αναλυτικά, ο ΦΠΑ αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή έμμεσου φόρου, καλύπτοντας το 22,5% των εσόδων, ενώ οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης προσθέτουν ακόμη 18,2%. Στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ τα αντίστοιχα ποσοστά είναι σημαντικά χαμηλότερα, αναδεικνύοντας τη δομική ένταση με την οποία η Ελλάδα φορολογεί σχεδόν όλες τις μορφές κατανάλωσης – από καύσιμα και ενέργεια έως βασικά αγαθά.
Παράλληλα, οι ασφαλιστικές εισφορές αποτελούν σταθερά τη δεύτερη μεγαλύτερη πηγή εσόδων, με συμμετοχή 28,8%, επίσης πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (25,5%). Το συγκεκριμένο ποσοστό έχει περιοριστεί ελάχιστα τα τελευταία χρόνια, παρά τις διαδοχικές μεταρρυθμίσεις, και εξακολουθεί να τοποθετεί την Ελλάδα μεταξύ των χωρών με το υψηλότερο μη μισθολογικό κόστος.
Αντίθετη εικόνα παρουσιάζει ο φόρος εισοδήματος, ο οποίος συμμετέχει με μόλις 15,5% στα συνολικά έσοδα, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ φτάνει το 23,7%. Σκανδιναβικές χώρες καταγράφουν ακόμη και διπλάσια ή τριπλάσια ποσοστά, στοιχείο που αναδεικνύει την απόκλιση της ελληνικής φορολογικής δομής από τα μοντέλα υψηλής άμεσης φορολόγησης. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων από φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα προέρχεται από μισθωτούς και συνταξιούχους, ενώ η συνεισφορά των αυτοαπασχολούμενων παραμένει χαμηλότερη συγκριτικά με τις περισσότερες χώρες του Οργανισμού.
Ως προς το σύνολο των φορολογικών εσόδων σε σχέση με το ΑΕΠ, η Ελλάδα υπερβαίνει σταθερά το 38%, ποσοστό υψηλότερο από εκείνα της Γερμανίας (38,0%), της Ισπανίας (36,7%) και του Ηνωμένου Βασιλείου (34,4%). Η διαχρονική εξέλιξη καταγράφει επίσης αξιοσημείωτη άνοδο: από το 2010 έως το 2024, ο λόγος φόρων προς ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 7,4 ποσοστιαίες μονάδες, την τρίτη μεγαλύτερη διεθνώς μετά τη Σλοβακία και την Ιαπωνία.
Η επιμονή της Ελλάδας σε αυτή τη φορολογική αρχιτεκτονική δεν είναι νέα, αλλά τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι η «παράδοση» όχι μόνο συνεχίζεται, αλλά σταθεροποιείται. Η χώρα εξακολουθεί να στηρίζεται σε φόρους που επιβάλλονται καθημερινά και δεν μπορούν να αποφευχθούν, ενώ η άμεση φορολογία —η πιο χαρακτηριστική ένδειξη φορολογικής ισορροπίας— παραμένει σε δεύτερο ρόλο. Την ίδια στιγμή, η συνεισφορά των μισθωτών και των συνταξιούχων στο συνολικό φορολογικό μπλοκ παραμένει καθοριστική, ενώ άλλες κατηγορίες εμφανίζουν χαμηλότερη συμμετοχή, όπως καταγράφει ο ΟΟΣΑ.
Το αποτέλεσμα είναι ένα φορολογικό προφίλ που δείχνει με ακρίβεια πού βρίσκονται τα «εύκολα» έσοδα και ποιοι τα σηκώνουν. Τα υπερέσοδα του ΦΠΑ αποτυπώνονται στα κρατικά βιβλία· τα υπερέσοδα της ακρίβειας αποτυπώνονται στις τσέπες της κοινωνίας. Και όσο η εξίσωση παραμένει ίδια, το ερώτημα δεν είναι αν τα έσοδα θα συνεχίσουν να αυξάνονται, αλλά από ποιους.
–















































































































