Χρονογράφημα

«Βροχή και πάλι…» / γράφει η Ειρήνη Δασκιωτάκη

Νοέμβρης στα τελειώματα.
Έβρεχε κάθε μέρα, μέρες τώρα.
Σχόλασε και έφυγε από το σχολείο.

Πήγε στα ΚΤΕΛ.
Να περιμένει εκεί, μέχρι να έρθει το λεωφορείο για το χωριό.
Αργά έφευγε!
Μία ώρα συνήθως περίμενε.

Στην αρχή μπήκε μέσα στον υποβαθμισμένο χώρο, όπου η τουαλέτα έζεχνε μέχρι την αίθουσα αναμονής, με τους άπλυτους και ταλαιπωρημένους που περίμεναν εκεί από ώρα.

Βρώμα από καπνισμένα τσιγάρα.

Όλοι σχεδόν κάπνιζαν οι άντρες και πιο πολύ, οι υπάλληλοι, οι οδηγοί και οι εισπράκτορες που είχαν διάλειμμα από τα αγώγια. Η χυδαιότητα ήταν επιτρεπτή και αυτονόητη…
Κοιτούσαν τα κορίτσια με τις μπλε ποδιές και τα άσπρα γιακαδάκια με ύφος κυρίαρχου και ακαταμάχητου καμακιού…

Κάποιος είπε περνώντας δίπλα της κάτι για το στήθος της.
Βγήκε αηδιασμένη έξω.

Απέναντι πήγε.
Από εκεί θα περνούσε το λεωφορείο…

Δεν είχε ομπρέλα.
Ποιος είχε τότε ομπρέλα;

Μια ομπρέλα μαύρη, μεγάλη είχε όλη η οικογένεια…

Συνήθως την κρατούσε ο μπαμπάς.

Είχε σφίξει το κρύο.
Υγρασία; Άλλο τίποτα!
Να σου τρυπάει τη σάρκα και να μην μπορείς να σταθείς έξω…

Ζήτησε προστασία κάτω από την προεξοχή ενός μπαλκονιού διώροφου κτιρίου…

Έβρεχε πιο πολύ τώρα.
Τα παπούτσια, ακατάλληλα για βροχή.

Δύο ζευγάρια είχαν τότε.
Ένα για κάθε μέρα και ένα για καλό.
Είχαν και τις ελβιέλες για τη γυμναστική.

Οι κάλτσες μούσκεμα!

Καθώς περνούσε τον δρόμο  για απέναντι, ένα αυτοκίνητο γκάζωσε  πάνω σε μία μπάρα που η φαγωμένη άσφαλτος φιλοξενούσε.

Έσκισε από το πρόχειρο δύο φύλλα και το έβαλε στα παπούτσια της
Αυτοσχέδιοι, κάπως, προστατευτικοί πάτοι.

Απέναντι προστατευμένες και ακουμπισμένες στον τοίχο ενός διώροφου σπιτιού, η Ελισάβετ και η Μαρία.
Η Ελισάβετ από το Καμποχώρι και η Μαρία από το Λουτρό.

Η Έλισάβετ έφυγε γρήγορα. Τυχερή! Πέρασε το λεωφορείο για Βέροια.

Έμειναν οι δυο τους.
Σε λίγο ήρθε και η Δανάη.
Σνομπ τύπος, με αξιοθαύμαστη αυτοεκτίμηση,  τόση που μπορούσε να σε πληγώσει.

Άρχισαν να λένε διάφορα, κυρίως για το σχολείο.

Για τον φυσικό που όταν διδάσκει τις πιάνει ο ύπνος, επειδή η φωνή του είναι πολύ σιγανή, για την φιλόλογο που τους έβαλε πολλά για αύριο, αλλά είναι πολύ καλή.

Για τον μαθηματικό που τους δίδαξε την «εις άτοπον επαγωγή» και δεν κατάλαβαν τίποτα…

Για το νέο καθηγητή που είναι ωραίος και διδάσκει τα Νέα Ελληνικά τέλεια…

Για τον θεολόγο που ελέγχει κάθε φορά που έχουν μάθημα, τα νύχια τους.

Δεν μου λέτε δεσποινίς μου, καλλιεργείτε όνυχας; Είπε στη Ματούλα προχθές…

Η Μαρία γέλασε καθώς το ανέφερε και υποστήριξε ότι τα νύχια της σιγά! δεν ήταν κι αμάν!

Μετά σκοτείνιασε το πρόσωπό τους. Συζητώντας θυμήθηκαν εκείνο το κορίτσι που έσφιγγε την κοιλιά της, για να μη φανεί ότι είναι έγκυος…
Δεν έρχεται τώρα, είπε η Δανάη.

Λέτε να γίνει…  κυρία; Ασχημούλα είναι…
Δεν έδωσαν συνέχεια στα λόγια της κι ευτυχώς ήρθε το λεωφορείο, χαιρέτισε βιαστικά.
Δεν άντεχε άλλο!
Είχε αρχίσει να κρυώνει πιο πολύ.

Ευτυχώς κάτω από την ποδιά είχε φορέσει μια μακρυμάνικη, βαμβακερή μπλούζα. Το απέφευγε νομίζοντας πως  την παχαίνει!
Ένα ημίπαλτο για πανωφόρι που ποτέ δεν κούμπωνε…

Γεμάτο το λεωφορείο.
Είχαν έρθει από απέναντι από τον κλειστό χώρο του ΚΤΕΛ.
Πολύς κόσμος !
Σηκώθηκε να καθίσει μία ηλικιωμένη, φορτωμένη.

Αρκετοί μαθητές ήταν όρθιοι…
Η απόσταση για το χωριό μικρή.


1η στάση, 2η στάση, 3η στάση.
Κατέβηκε, έστριψε δεξιά στον δρόμο.
Έτρεξε ο σκύλος της να την υποδεχτεί.
Όμορφος, μαυρόασπρος,  σαν τα σκυλιά της Δαλματίας.
Πώς τον κράτησε;
Μεγάλο αγώνα έκανε γι’ αυτό.

Η αδερφή της από ώρα έχει σχολάσει.
Στην τελευταία τάξη του Δημοτικού ήταν.
Η μαμά, ο μπαμπάς, στη δουλειά.
3.00 η ώρα.
Η μικρή δεν είχε φάει ακόμη.
Την περίμενε να ζεστάνει το φαγητό που είχε αφήσει η μαμά.
Το ζέστανε, την έβαλε να φάει, έκοψε ψωμί και λίγο τυρί.
Ετοιμαζόταν να βάλει φαγητό στο πιάτο, όταν θυμήθηκε το διαγώνισμα στην Ιστορία.

Κοίταξε το ρολόι. 4:00 η ώρα.
Βοήθησε την αδερφή της με τα μαθήματά της για καμιά ώρα και πήγε να διαβάσει τα δικά της…

Πότε σκοτείνιασε!
Κοίταξε έξω από το παράθυρο.
Η βροχή πιο σιγανή… μελαγχολική.

Άκουσε τη φωνή της μαμάς.
Πάλι δεν έφαγες; Θα αρρωστήσεις
παιδάκι μου.

Έκανε πως δεν άκουσε.
Κατά τις 8 έφαγε και συνέχισε να διαβάζει μέχρι αργά.

Σκοτάδι, πίσσα!
Ο Κούδι γάβγιζε τα περαστικά σκυλιά και ένα τρακτέρ πέρασε μες στη νύχτα.
Ήταν ο γείτονας που γύριζε από το καφενείο, χαμένος μάλλον και αυτή τη φορά.

Είχε κουραστεί.
Το μυαλό έφευγε.
Σκεφτόταν τα αν της και τα θα της.

Στις 11 έβαλε το ξυπνητήρι για τις 5:30 και κοιμήθηκε.
Ευτυχώς αύριο ήταν Σάββατο…

Ξύπνησε τρομαγμένη από τον επιτακτικό ήχο του ρολογιού.
Εκείνο το ντρρρνννν! Ακόμη το ακούει.
Πήρε το βιβλίο της Ιστορίας διάβασε και το τελευταίο κεφάλαιο.

Στις 7:30 ερχόταν το λεωφορείο!
Αν το έχανε, δεν υπήρχε τρόπος να πάει.

Με το Ζούνταπ μηχανάκι του μπαμπά δεν ήθελε.
Τέτοια εποχή ξεπαγιασμός.
Μία φορά έφτανε.
Ήταν κρεβατωμένη μία εβδομάδα.

Στις 6: 45 πλύθηκε και φόρεσε την ποδιά της, τις τρουακάρ κάλτσες.
Το γιακαδάκι δεν είχε στεγνώσει ακόμη.
Σίγουρα θα δεχτεί παρατήρηση.
Η μαμά έφερε το ποτήρι με το γάλα, γρήγορα ήπιε το μισό, πήρε το χαρτζιλίκι για το κυλικείο.
Έτοιμη!
Κοντοστάθηκε.

Το κοκαλάκι, φώναξε ο μπαμπάς.
Εκείνο το κοκαλάκι το δίριγο, με την μπλε και άσπρη κορδέλα.
Δεν το ήθελε καθόλου!
Της πονούσε τα μηνίγγια.

Ούτε κορδέλα ήθελε.
Τα μαλλιά της ήταν πολλά και φουντωτά.
Ένιωθε πολύ άσχημη όταν τη φορούσε.
Το πήρε στο χέρι, φόρεσε το ημίπαλτο, γρήγορα για τη στάση.

Ο Κούδι από πίσω της άκεφος, κουνούσε την ουρά του.
Πίσω, του είπε, και έφυγε.
Ακόμη έστεκε  η νύχτα!

Nα το φωτισμένο, κινούμενο πράγμα που πλησιάζει!
Φρενάρει μάγκικα ο οδηγός, ανοίγει η πόρτα, κλείνει η πόρτα.
Μία καινούργια ημέρα μόλις άρχισε.

Βροχή και πάλι…

καλή εβδομάδα με υγεία!

Ει. Δα.

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας