Τα επόμενα χρόνια ο Νιόνιος άλλαξε. Έγινε, πλέον, καλοκουρεμένος, φρεσκοξυρισμένος, με γραβάτα να χορεύει κυκλικούς χορούς και τσάμικο, να ξεστομίζει ασύστολα «Κωλοέλληνες», να καλοπιάνει τη συντήρηση και την ελληνοορθοδοξία. Η έκπληξη διαδέχθηκε την απογοήτευση. Το δε «μητσοτάκ» με απομάκρυνε τελείως!
—————-
Τι ήταν για μένα ο Διονύσης Σαββόπουλος; Μα βέβαια, ο δικός μου Νιόνιος!
Η πρώτη γνωριμία με τον Νιόνιο έγινε μέσω της Συννεφούλας, ένα μεσημέρι του 1978, μέσα σε ένα ταξί στην Αθήνα. Από το ραδιόφωνο να ακούγεται μια παράξενη αλλά γοητευτική φωνή, τον ταξιτζή να δυναμώνει την ένταση και να λέει: ” Άκου ρε φιλάρα, τι λέει ο άνθρωπος!” Μετά το πρώτο ξάφνιασμα, η αναζήτηση: ποιος είναι αυτός που τραγουδάει; Λίγο φάλτσα, αλλά επιβλητική η φωνή του! Και οι στίχοι; ποια είναι η Συννεφούλα; Κατεβαίνοντας στο Μοναστηράκι, κατευθύνθηκα στο πρώτο δισκάδικο που βρήκα μπροστά μου και αγόρασα τον δίσκο «Το Φορτηγό» (1966). Από αυτόν έμαθα ότι τα κορίτσια πηγαίνουν δυο δυο, στο Βιετνάμ πυρπόλησαν το ρύζι και την τραγική ιστορία της Ζωζώς. Θυμάμαι ότι το πρώτο τραγούδι που έμαθα στην κιθάρα ήταν το «Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη», το απόλυτο χιτ!
Σπουδαστής, πλέον, της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Φλώρινας, 1979-1981, στα ατέλειωτα, παγωμένα βράδια, η Συννεφούλα κάνει συχνά παρέα με την Άννα στις πίσω μου Σελίδες, συνταξιδεύουν σε μια Θάλασσα Μικρή, χορεύοντας ένα Μακρύ ζεϊμπέκικο με τον Νίκο, την Ταξιδιάρα Ψυχή και τον Μπάμπη τον Φλου, που από τη μια μελαγχολούσαν για τα παιδιά που χάθηκαν κι από την άλλη γλυκοκοίταζαν μια Kαρυάτιδα που έπαιζε φυρσαμόνικα για ένα κομμάτι ψωμί και ορκιζόταν στον Φασμπίντερ. Συχνά έμπαιναν στην παρέα οι Ramones με τη Sheena Punk Rocker, o Jimi hendrix με την Foxey Lady και άλλοι μέσα σε καπνό που χορεύει πάνω στο νερό (Smoke on the Water – Deep Purple)∙ να μιλούν για ένα όμορφο κενό (Pretty Vacant- Sex Pistols) που βρίσκεται σε ένα παρατηρητήριο κάστρου (All along the Watchtower- Bob Dylan) και να αναπολούν τις παράξενες ημέρες (Strange days – Doors) που έρχονται όταν τελειώνει η μουσική (When the music is over- Doors).
Τα επόμενα χρόνια ο Νιόνιος άλλαξε. Έγινε, πλέον, καλοκουρεμένος, φρεσκοξυρισμένος, με γραβάτα να χορεύει κυκλικούς χορούς και τσάμικο, να ξεστομίζει ασύστολα «Κωλοέλληνες», να καλοπιάνει τη συντήρηση και την ελληνοορθοδοξία. Η έκπληξη διαδέχθηκε την απογοήτευση. Το δε «μητσοτάκ» με απομάκρυνε τελείως! Το πήρα απόφαση. Δεν είναι πλέον ο δικός μου Νιόνιος! Από τότε έπαψα να ασχολούμαι μαζί του με μια πικρή γεύση και στενοχώρια. Οι μέρες οι παλιές είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Τρελαθήκαν κι αυτές, ξέφυγαν από τα χέρια μου και περιπλανιούνταν μοναχές. Πάει και τελείωσε! Ο δικός μου Νιόνιος είχε γίνει ο κύριος Διονύσης Σαββόπουλος.
Και να λοιπόν, τώρα, που αποφάσισε να μας αφήσει∙ να ταξιδέψει σε άλλους κόσμους.
Τι μένει τελικά από τον δικό μου Νιόνιο; Μια ανείπωτη θλίψη για τον χαμό του, ένα δυσαναπλήρωτο κενό στο ελληνικό τραγούδι από την απουσία του. Μια γλυκιά ανάμνηση από τη μορφή του. Τα όνειρα και οι προσδοκίες που γέννησαν οι στίχοι του. H συγκίνηση που ένιωσα το 2000 όταν τον είδα ζωντανά στη Σαλονίκη, στην Αίγλη, να δίνει αυτόγραφο στην κόρη μου μετά τη συναυλία∙ ο θαυμασμός για τη σκηνική του παρουσία το 2001 στην Αθήνα στο φεστιβάλ Womad και η τελευταία ανάμνηση το 2008 στην Αποθήκη του Μύλου με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου.
Καλό ταξίδι Νιόνιο. Χαιρετίσματα στον Τζίμη.
Γιώργος Μακαρατζής










