“Ο εθελοντισμός στη φυλακή, πλυντήριο των κρατικών ευθυνών: Έγκλημα και προκατάληψη” / γράφει ο Παναγιώτης Αργυρού
Από την ατομική ευθύνη στο δεν έχουμε πολλούς εθελοντές!
Δασικές πυρκαγιές, πρόληψη-πυρόσβεση, κράτος και ατομική ευθύνη. Είναι άραγε η φυλακή το κατάλληλο κίνητρο για τον εθελοντισμό στην Ελλάδα του 2025;
Παναγιώτης Αργυρού
ο καλοκαίρι του 2025 μπορεί να απομακρύνεται σιγά σιγά αλλά οι εικόνες καταστροφής από τις φετινές μεγάλες πυρκαγιές σε Κερατέα, Πάτρα, Ζάκυνθο, Χίο θα εξακολουθούν να στοιχειώνουν για τα επόμενα χρόνια τους κατοίκους των περιοχών αυτών. Μιλώντας για τις φετινές πυρκαγιές και πιο συγκεκριμένα το μεγάλο πύρινο μέτωπο που περικύκλωσε την Πάτρα καίγοντας προάστιά της με κίνδυνο να εισέλθει βαθιά μέσα στην πόλη είμαστε σε θέση να καταγράψουμε ακόμα ένα μοτίβο όπου η θεσμική συγκάλυψη εγκληματικών ευθυνών έρχεται να συναντήσει την κρατική παρέμβαση στη δικαιοσύνη, την κατασκευή ενόχων προς θυσία και τέρψη ακροατηρίων με ροπή στον κοινωνικό αυτοματισμό, τον πολιτικό κυνισμό και θράσος μελών του κυβερνητικού επιτελείου και την εξακολουθητική προώθηση του ποινικού λαϊκισμού ακόμα και από τον κυβερνητικό θώκο ως λύση για ένα ακόμα φλέγον ζήτημα.

Αυτό που θα έπρεπε να ισχύει
Είναι δεδομένο ότι η Ελλάδα ως μεσογειακό σύστημα διατρέχει συχνό κίνδυνο εμφάνισης πυρκαγιών. Στον βαθμό που τα οικοσυστήματα αφήνονται να λειτουργήσουν μόνα τους, οι πυρκαγιές αυτές ανανεώνουν μέσα σε ορισμένα έτη τα δασικά οικοσυστήματα εμφανίζοντας μεγαλύτερη βιοποικιλότητα σε χλωρίδα και πανίδα από ό,τι προηγουμένως. Αυτά είναι γνωστά από τη στοιχειώδη διδακτέα ύλη του δημοτικού. Είναι επίσης δεδομένο ότι η συντελούμενη κλιματική αλλαγή επιφέρει δραματικές επιπτώσεις στον πλανήτη, παγκόσμια άνοδο της θερμοκρασίας, αυξάνοντας εκθετικά τον κίνδυνο για την εκδήλωση πυρκαγιών που ενδέχεται να πάρουν τεράστιες διαστάσεις.
Ξεφεύγοντας όμως από τις κοινοτοπίες που συχνά εισέρχονται και ως βολικά άλλοθι στον δημόσιο πολιτικό λόγο, όταν μιλάμε για κρατικό σχεδιασμό, πρόληψη και αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου του κινδύνου των πυρκαγιών υπάρχουν σίγουρα σοβαρότερα πράγματα να συζητήσει κανείς. Ο λόγος έρχεται λοιπόν ή πρέπει να έρχεται πρωτίστως στο σωστό συντονισμό όλων των αρμόδιων υπηρεσιών στη μελέτη εδάφους και περιβάλλοντος για την κατάλληλη προετοιμασία, πρόληψη και ορθότερη αντιμετώπιση εστιών φωτιάς όταν αυτές εκδηλώνονται και οριοθέτησης τους μέχρι την πλήρη καταστολή τους όταν αυτές ξεφεύγουν του αρχικού σταδίου εκδήλωσης.
Κατόπιν τούτου ο λόγος έρχεται στην επάρκεια προσωπικού και ανθρώπινου δυναμικού, στην επάρκεια και συντήρηση στόλου (επίγειου, εναέριου, λιμενικού), στην ύπαρξη του κατάλληλου συντονιστικού κέντρου για επόπτευση και διαβίβαση οδηγιών στα πεδία επιχειρήσεων, και όπου αυτό απαιτείται για τη διαφύλαξη ζωών. Στη συνέχεια στη σωστή κατανομή ανθρώπινων και τεχνικών πόρων για τον έλεγχο περιοχών που κινδυνεύουν τις πιο θερμές εποχές του έτους, ιδιαίτερα όταν ο κίνδυνος μπορεί να είναι αυξημένος μετά από περιόδους έντονης ξηρασίας και δυνατών μποφόρ. Αυτό συνεπάγεται ένα ολοκληρωμένο δίκτυο μεμονωμένων σημείων παρατήρησης και παρακολούθησης (που μπορεί να είναι πυροφυλάκια) κι έναν ορθό συνδυασμό ανθρώπινης εργασίας και τεχνολογικού εξοπλισμού που οφείλει να συμπεριλαμβάνει τα πιο εξελιγμένα μέσα επικοινωνίας και επιτήρησης εδάφους.
Εφόσον όλα τα παραπάνω συνιστούν προϋπόθεση ο λόγος μπορεί να έρθει στα σώματα και τις υπηρεσίες εθελοντών, στο πώς συγκροτούνται, τι μέσα και εκπαίδευση παρέχονται (άρα κρατικά κονδύλια, η προκήρυξη χορηγιών) και πώς συντονίζονται μ’ όλες τις υπόλοιπες επίσημες κρατικές υπηρεσίες. Μετά μπορούμε να συζητήσουμε για τη μέριμνα ενημέρωσης του κοινού για τους κινδύνους πρόκλησης πυρκαγιών από αμέλεια ειδικά σε επικίνδυνες καιρικές συνθήκες, και στο τέλος τέλος να φτάσουμε μετά από όλα αυτά στην «ατομική ευθύνη», τον καθαρισμό οικοπέδων σε περιαστικές και δασικές περιοχές για τη συμβολή στην απομάκρυνση θερμικού φορτίου.
Φυσικά ακόμα κι αν όλα αυτά δουλέψουν ρολόι πάντα μπορεί μια φωτιά ως φύσει ανεξέλεγκτο φαινόμενο να ξεφύγει και να προκαλέσει μεγάλες καταστροφές όπως παρατηρείται σε πολλές άλλες χώρες που διαθέτουν ικανότερο προσωπικό, καλύτερο και περισσότερο εξοπλισμό ή καλύτερο επειχειρησιακό συντονισμό. Αλλιώς όμως, θα συζητήσουμε μια τέτοια περίπτωση και αλλιώς την περίπτωση της Ελλάδας όπου όπως σχεδόν σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα έτσι και σε αυτό, λειτουργεί εντελώς ανάποδα και ανορθόδοξα αποδεικνύοντας στην πράξη πλήρη και σκόπιμη αδιαφορία για την αντιμετώπιση του φαινομένου των πυρκαγιών σε βάθος δεκαετιών.
Αυτό που ίσχυε μέχρι κάποτε
Τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται χειρότερα τα τελευταία περίπου 25 χρόνια. Ήταν το 1998 όταν η κυβέρνηση Σημίτη μεταθέτει με τον νόμο 2612/1998 τις αρμοδιότητες δασοπυρόσβεσης από τη δασική υπηρεσία στην Πυροσβεστική. Η Ελληνική Δασική Υπηρεσία συστήνεται το 1830 τυπικά αλλά θα αρχίσει να παίζει σημαντικό ρόλο στη χώρα μετά τη δεκαετία 1940-50. Στα χρόνια που μεσολαβούν και ακολουθούν η δασική υπηρεσία αποκτά αποκλειστικές ευθύνες προστασίας των δασών, δασικών εκτάσεων και γενικά των δασικών εδαφών από κάθε κίνδυνο (καταπατήσεις, παράνομες εκχερσώσεις, λαθροϋλοτομίες, λαθροθηρία, επιδρομές εντόμων, μύκητες και προστασία από πυρκαγιές), προστασία που στηρίζεται στο τρίπτυχο πρόληψη-προκαταστολή-καταστολή.

Μέχρι και το 1992 η δασική υπηρεσία θα φροντίσει για την ίδρυση των Εθνικών Δρυμών ενώ θα επιφορτιστεί με την αρμοδιότητα επίσημου χαρακτηρισμού εκτάσεων ως Προστατευτικά Δάση και Μνημεία της Φύσης ενώ με την απογραφή δασών του ίδιου έτους προκύπτει ένα 49,3% ποσοστό δασοκάλυψης της χώρας κι ένα ακόμα 16% που αφορά βοσκότοπους, βραχώδεις εκτάσεις, αλπικές ζώνες, και τα ορεινά ύδατα. Συνολικά ένα ποσοστό της τάξεως του 65% των εδαφών της επικράτειας (περίπου 85 εκατομμύρια στρέμματα) που διαχειρίζεται και προστατεύει η Δασική Υπηρεσία.
Από το 1984 όμως ξεκινά η κρατική προσπάθεια αμφισβήτησης του έργου, της προσφοράς της δασικής υπηρεσίας για να φτάσουμε τελικά στο νόμο του 1998 που απομακρύνει οριστικά την αποκλειστική ευθύνη δασοπυρόσβεσης μεταθέτοντας την στην Πυροσβεστική. Η μεταρρύθμιση παρουσιάστηκε τότε ως «εκσυγχρονισμός» και «ενίσχυση της επιχειρησιακής ετοιμότητας», με το επιχείρημα ότι η Πυροσβεστική διέθετε καλύτερα οργανωμένες δυνάμεις και τεχνογνωσία σε θέματα κατάσβεσης.
Ωστόσο, η Δασική Υπηρεσία είχε μια εντελώς διαφορετική κουλτούρα: λειτουργούσε προληπτικά, γνώριζε το τοπικό ανάγλυφο και τη βιοποικιλότητα, συντόνιζε τις τοπικές κοινωνίες και είχε την επιστημονική γνώση της δυναμικής των δασικών οικοσυστημάτων. Η μεταφορά αρμοδιοτήτων αποψίλωσε τη Δασική Υπηρεσία από πόρους και προσωπικό, περιορίζοντάς την σε γραφειοκρατικό ρόλο. Τις συνέπειες αυτής της μεταρρύθμισης τις πληρώνουμε ακόμα.
α) Ατόνισε δραματικά η πρόληψη: η Δασική Υπηρεσία είχε στη φαρέτρα της προγράμματα καθαρισμών, δημιουργίας αντιπυρικών ζωνών, διαχείρισης βιομάζας, δασικών δρόμων και συντήρησης υδατοδεξαμενών. Μετά το 1998, οι δράσεις πρόληψης ατόνησαν και αντικαταστάθηκαν από μια κουλτούρα «αναμονής καταστροφής» και κατόπιν μαζικής επέμβασης
β) Δημιουργήθηκε κενό συντονισμού: Δασολόγοι, γεωπόνοι και περιβαλλοντικοί μηχανικοί δεν εμπλέκονται πλέον επιχειρησιακά στην πρώτη γραμμή. Οι αποφάσεις λαμβάνονται από αξιωματικούς της Πυροσβεστικής, συχνά χωρίς ειδική γνώση του δασικού χώρου. Αυτό οδηγεί σε καθυστερήσεις, αστοχίες και αναποτελεσματικότητα.
γ) Εμφανίστηκαν μαύρες τρύπες στην ανακατεύθυνση κονδυλίων: Μεγάλο μέρος των κονδυλίων που παλαιότερα κατευθύνονταν σε πρόληψη, καθαρισμούς και δασοτεχνικές παρεμβάσεις, μετά το 1998 μετατράπηκε σε δαπάνες για ενοικιάσεις εναέριων μέσων, υπερτιμολογήσεις εξοπλισμού και «έκτακτες» επιχειρησιακές ανάγκες. Δημιουργήθηκε έτσι ένα κερδοφόρο οικοσύστημα εργολάβων και μεσαζόντων, εις βάρος της μακροπρόθεσμης ανθεκτικότητας των δασών.
δ) Αύξηση των καταστροφικών αποτελεσμάτων: Από το 1998 και μετά, η Ελλάδα γνωρίζει μια σειρά από εθνικές τραγωδίες που σχετίζονται με δασικές πυρκαγιές σε κάποιες από αυτές με εκατόμβες νεκρών. Σε όλες σχεδόν , οι εκθέσεις ειδικών επισημαίνουν την έλλειψη πρόληψης και τον αποσυντονισμό ανάμεσα σε υπηρεσίες γεγονός που αποδεικνύει πως η πυροσβεστική αντιμετώπιση χωρίς επαρκή προληπτική πολιτική έχει αποδειχθεί αδιέξοδη.

Αυτό που ισχύει σήμερα
Η μεταρρύθμιση Σημίτη δεν αποτέλεσε επομένως θεμέλιο μιας διαρκούς οικολογικής τραγωδίας. Η απουσία πρόληψης, η αδυναμία συνεργασίας επιστημόνων με επιχειρησιακά σώματα και η εμμονή σε μια αντιπυρική πολιτική βασισμένη αποκλειστικά στην καταστολή, συνιστούν σημαντική αιτία για την επαναλαμβανόμενη καταστροφή των ελληνικών δασών.
Στο παραπάνω πολιτικό έγκλημα μπορούμε να προσθέσουμε και άλλα διόλου αμελητέα όπως τις καταστροφικές συνέπειες όλων των μετέπειτα νεοφιλελεύθερων πολιτικών με αποκορύφωμα τη μνημονιακή δεκαετία. Η Ελλάδα πλέον διαθέτει ως χώρα από τους χαμηλότερους δείκτες μόνιμου προσωπικού πυρόσβεσης στην Ε.Ε., με τις βασικές ανάγκες να καλύπτονται από συμβασιούχους εποχικούς που ζουν στην ανασφάλεια. Ο στόλος αεροσκαφών και οχημάτων γηράσκει δραματικά, ενώ οι συνθήκες εργασίας θυμίζουν εξόντωση.
Όταν οι ίδιοι οι πυροσβέστες ζητούν μέσα, οργάνωση και αξιοπρέπεια, η απάντηση είναι είτε η σιωπή είτε η καταστολή των ΜΑΤ το ξύλο και οι συλλήψεις την ίδια στιγμή που όταν επιχειρούν μέσα σε κολαστήρια φωτιάς, τα ΜΜΕ τους αποθεώνουν ως «ήρωες». Παράλληλα οι όποιες κυβερνητικές εξαγγελίες όπως η πιο πρόσφατη του 2024 για προσλήψεις επιπλέον εποχικών συνιστούν μια μεθοδευμένη παραπληροφόρηση που καταγγέλλουν οι ίδιοι οι εποχικοί πυροσβέστες. Αυτή η χρόνια υποστελέχωση δε μπορεί παρά να δείχνει μια διαρκή κρατική σκοπιμότητα που προκρίνει ένα μηχανισμό φθηνό και ελάχιστα λειτουργικό προκειμένου να μη θιγούν συμφέροντα, προϋπολογισμοί και προτεραιότητες «ανάπτυξης».
Στην εικόνα αυτή προστίθενται οι ευθύνες του ΔΕΔΔΗΕ, που επαναλαμβάνονται κάθε καλοκαίρι. Δεκάδες μεγάλες πυρκαγιές έχουν αποδειχθεί ότι ξεκίνησαν από σπινθήρες ή κακοσυντηρημένα δίκτυα όπως η πιο πρόσφατη στην Κερατέα που άφησε πίσω της μεγάλες καμένες εκτάσεις, πολλές κατεστραμμένες περιουσίες και ένα νεκρό. Παρόλα αυτά, το θεσμικό πλαίσιο -η εταιρική μορφή του ΔΕΔΔΗΕ και η απουσία αυστηρής ποινικής ευθύνης- καταλήγει να θωρακίζει τους υπεύθυνους. Ούτε διευθυντές, ούτε προϊστάμενοι κάθονται στο σκαμνί. Οι ζημιές, οι νεκροί, τα καμένα σπίτια βαφτίζονται «φυσικές καταστροφές», κι όχι «εταιρικά εγκλήματα». Το ίδιο το κράτος, μέσω των αρμόδιων υπουργείων, αρκείται σε πρόστιμα-σταγόνα στον ωκεανό στην καλύτερη, χωρίς να εξασφαλίζει επαρκή συντήρηση ή έλεγχο δικτύων διευκολύνοντας προφανώς την εταιρία να αποφεύγει συστηματικά το προβλεπόμενο κόστος.
Μπορούμε όμως να εξάγουμε συμπεράσματα από τις πολιτικές που ακολουθούνται μετά τις φωτιές οι οποίες δείχνουν ξεκάθαρα το αναπτυξιακό πρόσημο που υφίσταται πίσω από την κυβερνητική αδράνεια. Καμένες δασικές εκτάσεις αποχαρακτηρίζονται με τροπολογίες και «παραθυράκια» , επενδύσεις προωθούνται σε εκτάσεις που τυπικά θα έπρεπε να κηρυχθούν αναδασωτέες ενώ η αυθαίρετη και άναρχη δόμηση παραμένει ανεξέλεγκτη τη στιγμή που μαζικές κατεδαφίσεις που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά δεν έρχονται ποτέ.
Κορυφή του παγόβουνου είναι η πολιτική διαχείριση της εικόνας. Το κράτος επιμένει τελευταία να επιλέγει να επενδύει στην επικοινωνία των εκκενώσεων. Έτσι, η Πυροσβεστική και η Πολιτική Προστασία γίνονται διαχειριστές «καταστροφών χωρίς θύματα», για να αποφευχθεί το πολιτικό κόστος από νεκρούς κάτι που έχει απόλυτη κυβερνητική προτεραιότητα μετά την φονική πυρκαγιά στο Μάτι του 2018.
Συγκάλυψη και σκευωρία
Κι ερχόμαστε τώρα στην άλλη όψη αυτού του χρόνιου κρατικού εγκλήματος διαρκείας εις βάρος του δασικού πλούτου, περιουσιών και ανθρώπινων ζωών. Στη θεσμική συγκάλυψή του μέσα από την τόσο προσφιλή τελευταία αφήγηση περί ατομικής ευθύνης. Απέναντι στις τεράστιες εγκληματικές κρατικές ευθύνες των τελευταίων δεκαετιών που έχουν αποδυναμώσει την αποτελεσματική αντιμετώπιση πυρκαγιών, απέναντι στην εγκληματική αναπτυξιακή πολιτική που βλέπει τις φωτιές ως ευκαιρία και οι οποίες διατυπώνονται με θράσος και χαμόγελα on camera ακόμα και από τον πρωθυπουργό, απέναντι στο διαχρονικό όργιο πολεοδομικής διαφθοράς όπου οι ευθύνες διαρκώς μετακαλούνται από την κεντρική εξουσία μεταξύ πολεοδομίας, περιφερειών και τοπικής αυτοδιοίκησης, από την εγκληματική πολιτική επικοινωνίας των εκκενώσεων περιοχών που αφήνονται στη μοίρα τους για το μετριασμό του πολιτικού κόστους, φτάνουμε στην απόλυτη αναγωγή της ατομικής ευθύνης σε μητέρας όλων των κακών.
Το κλασικό αφήγημα πάνω στο οποίο σταθερά η πολιτική εξουσία αποκρύπτει τις εγκληματικές της ευθύνες σε όλα τα πεδία, από την οικονομική χρεωκοπία μέχρι τη δολοφονική διαχείριση του covid-19. Έτσι και στο τεράστιο έγκλημα διαρκείας της περιβαλλοντολογικής καταστροφής με όλες τις τραγικές συνέπειες που έχει, οι ευθύνες πέφτουν ξανά στα μεμονωμένα άτομα που είτε σκόπιμα, είτε εξ αμελείας προκαλούν πυρκαγιές και χτίζεται μια ολόκληρη αφήγηση που κλασικά αποσκοπεί σε κοινωνικό αυτοματισμό ικανό να προκαλέσει κυνήγι μαγισσών για μια ακόμα φορά.

Ο ηλικιωμένος που καθάρισε το χωράφι του και η καθαρίστρια που κάπνιζε μετατρέπονται στον εσωτερικό εθνικό κίνδυνο και πάνω τους εξαντλείται η συνολική απόδοση ευθυνών ενώ φυσικά συντηρείται και η πιο αγαπημένη όλων των αφηγήσεων που δεν είναι άλλη από αυτή της ασύμμετρης απειλής και των σκοτεινών κέντρων που επιδιώκουν την αποσταθεροποίηση της χώρας και κατά περίπτωση μπορεί να είναι τούρκοι πράκτορες, αναρχικοί, μπολσεβίκοι, μετανάστες, ρομά ή σατανικές σέχτες που θέλουν να καταστρέψουν την ορθοδοξία μας.
Είναι δεδομένο ότι και η αμέλεια στην ατομική της μορφή είναι σίγουρα ένας συντελεστής στην εξίσωση των κοινωνικών προβλημάτων. Δε θα μπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση οι δασικές πυρκαγιές και η πρόκληση τους από αμέλεια. Η μεγαλύτερη αμέλεια από όλες όμως και η πιο εγκληματική από όλες δεν είναι άλλη από τη συστηματική και σκόπιμη υποτίμηση του δημοσίου και των υπηρεσιών του, καθώς και του περιβαλλοντικού πλούτου εν γένει μπροστά στα μεγάλα αναπτυξιακά συμφέροντα.
Επιστρέφοντας στην πρόσφατη πυρκαγιά από την οποία κινδύνεψε η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, παρακολουθούμε το πόσο αδίστακτα και χυδαία επαναλαμβάνεται αυτή η ίδια επικοινωνιακή τακτική για να αποφύγει εκ νέου η κυβέρνηση να έρθει αντιμέτωπη με τις ευθύνες της και να μην επωμιστεί το πολιτικό κόστος με αποτέλεσμα δύο νέοι άνθρωποι, ένας 25χρονος και ένας 21χρονος, δύο εθελοντές για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών, να στοχοποιούνται με ανύπαρκτα στοιχεία και να μεθοδεύεται μια ολόκληρη σκευωρία εναντίον τους με αποτέλεσμα να καταλήξουν φυλακή με τις οικογένειες τους και την τοπική κοινωνία να είναι στα κάγκελα και να απευθύνουν με κάθε τρόπο καλέσματα για υπογραφές καθώς και για να βρεθούν μάρτυρες να καταθέσουν για την αθωότητα των δύο νεαρών. Δύο νεαρών που βρέθηκαν να κατηγορούνται και να διαπομπεύονται στο πανελλήνιο για εμπρησμό την ίδια στιγμή που έσπευσαν να βοηθήσουν με όλες τους τις δυνάμεις στην κατάσβεση της εστίας της φωτιάς.
Σύμφωνα με τις καταγγελίες των οικείων η όλη μεθόδευση στηρίζεται στις θολές φωτογραφίες και στις πιο θολές αναμνήσεις ενός περαστικού με απόσταση 300 μέτρων από το οποίο βρίσκονταν οι δύο νεαροί, την ίδια στιγμή που δεκάδες άλλες μάρτυρες πιστοποιούν ότι ώρα πριν βοηθούσαν στην κατάσβεση και αλλά και στη διάσωση ανθρώπων και ζώων. Φυσικά οι μαρτυρίες αυτές, όπως και το γεγονός ότι δε βρέθηκε τίποτα στην κατοχή τους που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για εμπρησμό, όπως και το γεγονός ότι ο 21χρονος ήταν απλός μάρτυρας υπεράσπισης του 25χρονου που προσήλθε οικειοθελώς με όλα τα στοιχεία του στη διάθεση των αρχών, όπως το ότι παρέδωσαν κινητά και αντικείμενα στις αρχές, δεν ήταν αρκετά για την επικράτηση της αρχής «in dubio pro reo» με την οποία οι αμφιβολίες είναι πάντα υπέρ των κατηγορούμενων. Όπως δεν ήταν αρκετό και το πόρισμα της ίδιας της πυροσβεστικής σύμφωνα με το οποίο η αιτία της φωτιάς οφείλεται στο φαινόμενο της κηλίδωσης ( μεταφορά καύτρας) και όχι σε εμπρησμό.

Η υπόθεση γίνεται πιο σκοτεινή μάλιστα καθώς όπως προκύπτει πάντα από τις καταθέσεις συγγενών, οι αρχές προέβησαν σε πλήθος παρατυπιών: α) δεν ενημέρωσαν την ασφάλεια Πατρών για την προγενέστερη προσαγωγή και εξακρίβωση στοιχείων του 21χρονου β) αγνοήθηκε το επίσημο πόρισμα της πυροσβεστικής που κατέρριπτε το σενάριο του εμπρησμού και υιοθετήθηκε μια ανεπίσημη αυτοψία αξιωματικού της πυροσβεστικής που εμφανίστηκε αυτοβούλως ως μάρτυρας και γ) το εξαφανισμένο κινητό του 25χρονου που ο ίδιος είχε παραδώσει στις αρχές εμφανίζεται κατασχεμένο ως δια μαγείας έξι μέρες αργότερα μετά από καταγγελία της οικογένειας.
Είναι δε τρομαχτικό και φοβερά δυστοπικό ότι η ιστορία αυτή τείνει να αποτελέσει κομμάτι ενός γενικότερο μοτίβου πλέον. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση σύλληψης 44χρονου εθελοντή δασοπυροσβέστη το 2021 ο οποίος κατηγορήθηκε για την καταστροφική πυρκαγιά στη Βαρυμπόμπη και κατέληξε να παραμείνει στη φυλακή για 11 μήνες ώσπου να αθωωθεί ομόφωνα από το δικαστήριο κάτω από αντίστοιχες περιστάσεις. Από την άλλη δεν έχουν περάσει δύο χρόνια από το καλοκαίρι που μια από τις μεγαλύτερες φωτιές της Ευρώπης που άφησε κατεστραμμένη μια τεράστια περιοχή του δάσους της Δαδιάς στον Έβρο μετά από 17 μέρες καταστροφικής και ανεξέλεγκτης πορείας όταν από ΜΜΕ και πολιτικούς υποκινήθηκε ακραίο ρατσιστικό μίσος με αποτέλεσμα την οργάνωση αυτόκλητων πολιτοφυλακών που περιπολούσαν, εντόπιζαν και συνέλαβαν μετανάστες κλείνοντας τους σε καρότσες φορτηγών και τραβώντας τους βίντεο.
Πρόκειται επομένως για ένα γενικό μοτίβο εύρεσης εξιλαστήριων θυμάτων που απλά εξυπηρετούν ως εύκολος στόχος λόγω στερεοτυπικών προκαταλήψεων χωρίς να έχουν καμιά αποδεδειγμένη ευθύνη. Θύματα στα οποία πέφτει όλο το βάρος των πραγματικών ευθυνών που δεν αποδίδονται ποτέ εκεί που πρέπει. Το πιο τρομακτικό από όλα όμως είναι, όπως είδαμε στον Έβρο το 2023 και όπως βλέπουμε τώρα στην Πάτρα ότι το μοτίβο ενορχηστρώνεται κεντρικά από την ίδια την κυβέρνηση κι ότι δεν πρόκειται για μεμονωμένη δικαστική πλάνη, για μεμονωμένη αστυνομική αυθαιρεσία (που αυτό από μόνο του κι αν είναι ανέκδοτο) ή για μεμονωμένη παρεκτροπή κάποιων ΜΜΕ.
Κι αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς όχι μόνο από τις εκατοντάδες των διαδικτυακών φιλοκυβερνητικών τρολ που ξεχύνονται να ακολουθήσουν μια συγκεκριμένη αφήγηση αλλά και από επικίνδυνες δηλώσεις από το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου και τον Πρωθυπουργό που επενδύουν στον ποινικό λαϊκισμό προκαταβάλλοντας τη δικαιοσύνη να ακολουθήσει γραμμή μηδενικής ανοχής ξεφεύγοντας εντελώς από οποιοδήποτε θεσμικό πλαίσιο. Τέτοιες δηλώσεις που μιλάνε για συλληφθέντες που μέχρι τώρα έπεφταν στα μαλακά, για τέλος ανοχής, για το αυστηρότερο πλαίσιο του νέου ποινικού κώδικα που θα τους στείλει στη φυλακή, συνιστούν τουλάχιστον έμμεση παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στη δικαστική και ευθεία επίθεση στην αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας. Ξεφεύγουν του οποιουδήποτε πολιτικού σχολιασμού και γίνονται δικανική κρίση γεγονός που αποτελεί ξεκάθαρη πολιτική εκτροπή. Ακόμα μια δηλαδή, αυτή τη φορά σε βάρος των δύο νεαρών εθελοντών που βρέθηκαν φυλακή ελέω πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Όπως κι αν καταλήξει η τραγική υπόθεση της Πάτρας (το ρεπορτάζ λέει πως ήδη η ανακρίτρια ζήτησε συμπληρωματική εξέταση στοιχείων) αναρωτιέται κανείς, αν δύο νεαροί άνθρωποι, αν δύο εθελοντές που έσπευσαν με αυτοθυσία να βοηθήσουν συνανθρώπους τους, ζώα, περιουσίες αλλά και την δασική κληρονομιά μας καταλήγουν να πληρώσουν με την ίδια τους την ελευθερία τις διαρκείς εγκληματικές ευθύνες του κράτους για την επί δεκαετίες οικολογική καταστροφή στη χώρα, τότε τι μέλλον έχει ο εθελοντισμός; Κάτι το οποίο αποκτά ιδιαίτερη τραγική ειρωνεία όταν κυβερνητικά χείλη με περίσσιο θράσος αποδίδουν την αναποτελεσματικότητα του κράτους στην αντιμετώπιση πυρκαγιών στην έλλειψη εθελοντών (βλ δηλώσεις Βούλτεψη).
Είναι άραγε η φυλακή λοιπόν το κατάλληλο κίνητρο για τον εθελοντισμό στην Ελλάδα του 2025;

Ο Παναγιώτης Αργυρού είναι απόφοιτος του τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας του Παντείου έχοντας εκπονήσει πτυχιακή στην ανάλυση περιεχομένου πολιτικού λόγου. Έχει δημοσιεύσει άρθρα πολιτικού σχολιασμού και ρεπορτάζ σε ενημερωτικούς ιστότοπους και διαδικτυακά περιοδικά και έχει συνδράμει στο παρελθόν για τη δημοσίευση ρεπορτάζ σχετικά με την κατάσταση στις ελληνικές φυλακές την περίοδο της πανδημίας σε ιταλικό ενημερωτικό σάιτ ( Osservatorio balcani e caucaso). kosmodromio.gr
–
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Δεν υπάρχουν σχετικά άρθρα.






































