…κατά τον «τυφλοσούρτη»
Λες, έχω σπίτια, χτήματα, αμπέλια, οπορώνες
και στο κεφάλι σου –θαρρείς– πως είναι αυτά κορώνες`
αλλά δεν έχεις τίποτα, σκέτες «κουράδες» έχεις
αφού μόνον προσωρινά –ως άνθρωπος– κατέχεις
κανείς ποτέ δεν έχει γη, η γης εμάς κατέχει
σπάει πλάκα μ’ όλους εμάς, μας «παίρνει» για… το κέφι`
κι όταν κανείς την «ενοχλεί» λιγάκι παραπάνω
τον παίρνει μες στα έγκατα – και πάει η ψυχή του απάνω`
γιατί «τοιαύτην δύναμιν» τ’ ανθρώπου δεν γουστάρει
και στέλνει στον μωρόδοξο τον μαύρο καβαλάρη!…
Λες, έχω χτίσει μέγαρα και πολυκατοικίες
έχω διαμερίσματα… – και άλλες αηδίες
και σου ’ρχεται ένας σεισμός, τα πάντα σ’τα πλακώνει
δεν σου αφήνει όρθιο τοίχο μηδέ μπαλκόνι
απότομα και ξαφνικά κάνει τα πάντα «ισιάδα»
και «κλάνεις» απ’ τον φόβο σου σαν από φασολάδα
κι ως τότε όσα ένδοξα σου δίναν παλαμάκια
τώρα ως κατευόδιο… – που πας στα «θυμαράκια»
σε δρόμο δίχως γυρισμό μ’ ανούσιες φαμφάρες
κι έτσι μαθαίνεις, στην ζωή «δεν παίζουμε κουμπάρες»!…
Λες, μωρέ αδερφάκι μου, εγώ ’μαι για τα «ζήτω»
κι ας παριστάνεις τον «σοφό» ενώ ’σαι ένα «βλήτο»`
σου έρχεται μικρόβιο, φτάρνισμα, συναχάκι
και πριν το πάρεις είδηση σε κάνει πτωματάκι
περίπατο στην εξοχή σε πάει με νεκροφόρα
νιώθεις τον μαύρο ανήφορο, τσουλήθρα, κατηφόρα
κι όσα αποταμίευες –σαν μέρμηγκας– τσιγκούνη
η «μπάγκα» σου πήρε φωτιά, δεν σ’ άφησε «ματζούνι»
και γίνεσαι απρόβλεπτα μπατίρης και ρεζίλης
κι ως «χέστης» μες στον καμπινέ πας τώρα και την «στήνεις»!…
Λες, εγώ είμαι δυνατός, αλλά στο πρώτο ψύχος
κρυώνεις σαν «παλιόσκυλο» σε διατρέχει ρίγος
σαν χορταράκι –ασήμαντος– γίνεσαι σαν μολόχα
που την χτυπούν αγέρηδες, νοτιάδες, λίβας, «μπόχα»`
κι όταν οι νύχτες πέφτουνε και το σκοτάδι αρχίζει
φοβάσαι το «επέκεινα» κι η δύναμή σου… τρίζει`
σαν τζιτζιφιόγκος γίνεσαι, το σύμπαν σε τρομάζει
τρέμεις ως και τον ουρανό που όμορφα σε «σκεπάζει»
γιατί θαρρείς –το βάρος του – μπορεί να σε… πλακώσει
κι από ένα τέτοιο ατύχημα, ποιος –τάχα– θα σε σώσει;!…
Λες, όλα βαίνουνε καλώς, μ’ ανάποδη αν σου ’ρθει
τότε συμβαίνουν πράγματα κατά τον «τυφλοσούρτη»`
αλλάζουν οι πολιτικές και τα λεφτά… τα χέρια
την εύθραυστη υγεία σου την τυραννούν… «μαχαίρια»
ξεγράφεσαι απ’ τους φίλους σου κι από τους συγγενείς σου
κι ούτε κάνουν αναφορά στην «μνήμη» τη δική σου
πεθαίνεις κι όλοι σε ξεχνούν, ούτε που σε θυμούνται
στην ύπνωσή τους και αυτοί μακάριοι κοιμούνται
στο μέλλον –σίγουρα– κανείς για σένα δεν θα ξέρει
εάν υπήρξες, τι έκανες, τι έχεις καταφέρει
αν ήσουν ένας δυνατός πανίσχυρος σε όλα
κι οπού τους πάντες όριζες μόν’ με την «πορτοφόλα»
ή μήπως κι ήσουν ένας βλαξ, ανίδεο ανθρωπάκι
μια κότα που φοβόσουνα, κι έκανες το παπάκι!…
Λες, … ό,τι θέλεις λέγε μας, μα «Άκου Ανθρωπάκο»
ό,τι κι αν κάνεις κι ό,τι πεις, στο τέλος πάν’ στον λάκκο…
Γιώργης Έξαρχος
**ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Παραφράζοντας του Βίλχελμ Ράιχ (1897-957)
το «Άκου Ανθρωπάκο», και του Νίκου Τσιφόρου (1909-1970),
του πιο ευφυέστατου Νεοέλληνα, «Τα παιδιά της Πιάτσας».








































