Άρθρα

Όχι να εντυπωσιάζει και να διακρίνεται, αλλά να συμμετέχει και να χαίρεται (Μέρος Α’) / γράφει ο Άρης Ορφανίδης

Για μια αληθινή και υγιή φιλοσοφία αθλητικής αγωγής  

Στην καρδιά του αθλητισμού, πέρα από τις νίκες, τις ήττες, τα ρεκόρ και τα τρόπαια, υπάρχει κάτι βαθύτερο, κάτι πολύ πιο πολύτιμο και διαχρονικό: η παιδαγωγική του δύναμη. Ο αθλητισμός, όταν ασκείται αυθεντικά, μπορεί να γίνει ένα εργαστήρι εσωτερικής καλλιέργειας. Μπορεί να διαμορφώσει χαρακτήρες, να σμιλέψει προσωπικότητες, να διδάξει την αξία του κόπου, της επιμονής, της αποτυχίας, της αλληλεγγύης, της αυτοϋπέρβασης. Δεν είναι απλώς ένα πεδίο αγωνιστικής διάκρισης. Είναι – ή τουλάχιστον οφείλει να είναι – μια πορεία ηθικής και ψυχικής διαμόρφωσης.

Ωστόσο, σε μια εποχή όπου η εικόνα έχει σχεδόν εκθρονίσει την ουσία, όπου η κοινωνική επιβεβαίωση μετριέται με views, likes, stories και follows ο αθλητισμός των παιδιών κινδυνεύει να μετατραπεί σε μια ακόμη σκηνή ναρκισσιστικής επιβεβαίωσης και πρόωρου εντυπωσιασμού. Παιδιά που μπαίνουν στα γήπεδα όχι για να χαρούν, να δοκιμάσουν, να μάθουν, αλλά για να φανούν. Παιδιά που δεν έχουν ακόμα προλάβει να ανακαλύψουν τη χαρά της προσπάθειας και ήδη φορτώνονται με τον φόβο της αποτυχίας· που δεν έχουν ακόμα μάθει πώς να στέκονται όρθια και ήδη νιώθουν υποχρεωμένα να «θριαμβεύουν».

Η σύγχρονη αθλητική κουλτούρα, ιδίως στις μικρές ηλικίες, μοιάζει να ανάγεται περισσότερο στη σφαίρα του θεάματος παρά της παιδαγωγικής. Αντί για στέρεες βάσεις, δίνουμε στα παιδιά «φτερά» φτιαγμένα από εύθραυστη επιβεβαίωση· αντί για υπομονή και προπόνηση, τους προσφέρουμε φίλτρα και highlights· αντί για σιωπηλή επιμονή, τους καλλιεργούμε την ανάγκη να αποδείξουν, να φανούν, να ξεχωρίσουν πριν ακόμη μάθουν τι σημαίνει κόπος.

Ένα παιδί που από μικρό το επαινούν υπερβολικά, το προβάλλουν άκριτα, το ανεβάζουν χωρίς να του δείχνουν τη διαδρομή της ουσιαστικής προόδου, διατρέχει τον κίνδυνο να χτίσει την αυτοεικόνα του πάνω σε μια παραμορφωτική προοπτική. Μαθαίνει να βλέπει την αξία του μέσα από τα μάτια των άλλων και όχι από την αίσθηση της προσωπικής βελτίωσης. Κι έτσι, στο πρώτο εμπόδιο, στην πρώτη αποτυχία, στο πρώτο «όχι», λυγίζει. Γιατί δεν έχει εκπαιδευτεί να αντέχει, παρά μόνο να εντυπωσιάζει.

Ο φόβος του λάθους είναι ίσως το πιο ανησυχητικό σύμπτωμα αυτής της κουλτούρας. Παιδιά που διστάζουν να δοκιμάσουν, να ρισκάρουν, να βγουν από τη ζώνη ασφάλειάς τους, γιατί νιώθουν πως τα παρακολουθούν συνεχώς. Γιατί νιώθουν ότι η αγωνιστική τους υπόσταση είναι μια παράσταση για άλλους και όχι ένα εσωτερικό ταξίδι. Μα ακριβώς εκεί βρίσκεται η παιδαγωγική δύναμη του αθλητισμού: στο να μάθεις να πέφτεις και να σηκώνεσαι. Να χάνεις και να ξαναπροσπαθείς. Να μη φοβάσαι το λάθος, αλλά να το αξιοποιείς ως εργαλείο μάθησης.

Η αποτυχία δεν είναι ντροπή· είναι το φυσικό έδαφος πάνω στο οποίο ανθίζει κάθε πραγματική πρόοδος. Μα αυτή η αλήθεια θέλει υπομονή, συνοδεία και καθοδήγηση. Κι εδώ έρχεται ο ρόλος των ενηλίκων. Γονείς και προπονητές καλούνται να επιτελέσουν κάτι πολύ πιο δύσκολο από το να ενθουσιάζουν τα παιδιά: να τα εκπαιδεύσουν στην πραγματικότητα. Να τους μάθουν ότι η αξία δεν μετριέται με χειροκροτήματα, αλλά με αντοχή· ότι το ταλέντο χωρίς πειθαρχία και ταπεινότητα είναι κενό περίβλημα· ότι το μονοπάτι της προόδου είναι γεμάτο σιωπή, κόπο και δάκρυα – όχι φώτα και φήμη.

Ο αυθεντικός αθλητής δεν διαμορφώνεται στις ώρες προβολής, αλλά στις στιγμές της σιωπηλής υπέρβασης. Δεν γεννιέται μέσα στα χειροκροτήματα, αλλά στις προπονήσεις που πονάνε. Εκεί όπου δεν υπάρχει κοινό, δεν υπάρχουν επιφωνήματα, αλλά μόνο η φωνή του εαυτού και η σκληρή δουλειά. Εκεί δοκιμάζεται η θέληση, η επιμονή, η εσωτερική πειθαρχία – όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που αργότερα θα κάνουν τη διαφορά όχι μόνο στο γήπεδο, αλλά και στη ζωή.

Το παιδί που εκπαιδεύεται να αντέχει χωρίς επιβεβαίωση, να προσπαθεί χωρίς φανφάρες, να χάνει χωρίς να καταρρέει, είναι ένα παιδί που χτίζει μέσα του ψυχική ανθεκτικότητα. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη κληρονομιά που μπορεί να του αφήσει ο αθλητισμός. Γιατί το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ, ο στίβος, το τένις – όλα αυτά δεν είναι μόνο χώροι διάκρισης, αλλά και σχολεία ζωής.

Γι’ αυτό χρειάζεται να ξανασκεφτούμε το τι ακριβώς επιδιώκουμε όταν στέλνουμε τα παιδιά στον αθλητισμό. Θέλουμε να γίνουν πρωταθλητές ή άνθρωποι με χαρακτήρα; Θέλουμε να διακριθούν γρήγορα ή να ωριμάσουν σωστά; Θέλουμε να κερδίζουν ή να μπορούν να συνεχίζουν να προσπαθούν ακόμα κι όταν χάνουν;

Η υπερπροβολή, το πρόωρο ανέβασμα στην κορυφή, η πίεση για απόδοση και διάκριση από νωρίς, δεν είναι ένδειξη φροντίδας – είναι σημάδι ανωριμότητας των ενηλίκων. Οι γονείς συχνά προβάλλουν στα παιδιά τα δικά τους απωθημένα. Οι προπονητές – αντί να καλλιεργήσουν τα υψηλά ιδεώδη της αθλητικής παιδείας – ανταγωνίζονται για αποτελέσματα και διακρίσεις. Και κάπου εκεί, μέσα σε έναν ανταγωνιστικό και επικοινωνιακό θόρυβο, χάνεται η ψυχή του παιδιού. Χάνεται η αυθεντική χαρά του παιχνιδιού. Χάνεται η διαδικασία του «γίγνεσθαι».

Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι να κατασκευάζουμε εντυπωσιακούς παίκτες, αλλά χαρούμενους ανθρώπους. Να ενσταλάζουμε αξίες, όχι να φουσκώνουμε προσδοκίες. Να στεκόμαστε δίπλα στο παιδί όταν πονάει, όταν χάνει, όταν αμφιβάλλει για τον εαυτό του – κι όχι μόνο όταν σκοράρει. Γιατί ο αθλητισμός που δεν καλλιεργεί την ψυχική δύναμη, είναι κενός περιεχομένου. Και η επιτυχία χωρίς χαρακτήρα, είναι εύθραυστη, προσωρινή και επικίνδυνη.

Πέρα από τις επιδόσεις, τις νίκες και τα ρεκόρ, ο αθλητισμός είναι πρωτίστως μια γιορτή της ανθρώπινης παρουσίας μέσα στον κόσμο, ένα κάλεσμα για συμμετοχή στο κοινό παιχνίδι της ζωής. Η χαρά της συμμετοχής, που συχνά υποτιμάται στη σκιά της πρωτιάς, είναι η πιο αυθεντική και βαθιά εμπειρία που μπορεί να προσφέρει ο αθλητισμός. Δεν έχει να κάνει με την υπεροχή έναντι των άλλων, αλλά με τη συνάντηση, τη δοκιμή, την αυτοϋπέρβαση και τον ρυθμό του σώματος που συγχρονίζεται με τον ρυθμό του κόσμου. Είναι η εμπειρία της πληρότητας που δεν εξαρτάται από την τελική κατάταξη, αλλά από τη συνείδηση ότι το άτομο υπήρξε αληθινά παρόν, ότι συμμετείχε με σώμα και ψυχή σε μια πράξη δημιουργική και αυθεντική. Στη χαρά της συμμετοχής, ο αθλητισμός γίνεται πράξη ελευθερίας και όχι εργαλείο διάκρισης, γίνεται πεδίο συνάντησης και μοιράσματος με τους άλλους.

Αθλητική παιδεία σημαίνει μαθαίνω να στέκομαι. Όχι μόνο να νικώ. Αγώνας σημαίνει προχωρώ μέσα από δυσκολίες. Όχι μόνο λάμπω. Και αγάπη σημαίνει συνοδεύω το παιδί να χτίσει τα δικά του θεμέλια. Όχι να του δείχνω τα δικά μου όνειρα για λογαριασμό του. Το παιδί που αντέχει χωρίς χειροκροτήματα, είναι παιδί που θα σταθεί στη ζωή με αξιοπρέπεια. Και εκεί, σ’ αυτή τη σιωπηλή εσωτερική σκηνή, γεννιούνται οι υγιείς αθλητές. Εκεί χτίζονται οι χαρακτήρες. Εκεί αξίζει να στεκόμαστε.

banner-article

Ροη ειδήσεων