Τούτο το «βιβλιοφιλικό ταξίδι», ας μου επιτραπεί να το αφιερώσω στην μνήμη μιας φίλης, της Αλίκης Τσιλιχρήστου, πρωταγωνίστριας στα γεγονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου του 1973, η οποία έφυγε πρόσφατα για το μεγάλο ταξίδι, ούσα σεμνή σε όλα της τα χρόνια, χωρίς να μιλάει για όλα αυτά τα γεγονότα ή για την αντιχουντική της δράση
Σαν να ’ταν χτες!… Το τετραήμερο της κατάληψης και το τριήμερο της εξέγερσης στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, από την Τρίτη 13 Νοέμβρη 1973 ως την 1α η ώρα και 3 λεπτά ξημερώματα του Σαββάτου 17 Νοέμβρη 1973, που το «τανκς» με τους προβολείς του στάθηκε μπρος στην κεντρική πύλη του εκπαιδευτικού ιδρύματος, με τους συριστικούς ήχους να σκεπάζουν την σιωπή της νύχτας, τον Δερτιλή να κρατάει το πιστόλι στο χέρι και να διαπραγματεύεται με τους εξεγερμένους, με τον Κώστα, με τον Κυριάκο… μέχρι τις 3 η ώρα τα ξημερώματα, όταν τότε το ερπυστριοφόρο «μπούκαρε» και γκρέμισε την σιδερένια πόρτα της εισόδου… Και οι απελπισμένες φωνές των «ελεύθερων πολιορκημένων» να αντηχούν στην οδό Πατησίων «αδέλφια μας φαντάροι», κι η φωνή του Μήτσου στα ερτζιανά «Εδώ Πολυτεχνείο… Εδώ Πολυτεχνείο… Σας μιλά ο σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών… των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων…»… Κι οι σφαίρες να πέφτουν ολόγυρα σαν το χαλάζι και όποιον πάρει ο χάρος…
Από τότε, όλα έγιναν Ιστορία, και στην πορεία όλα εξελίχτηκαν… Οι πρωταγωνιστές πέρασαν στο «χρηματιστήριο πολιτικών αξιών» και έλαβαν τα κομματικά και κρατικά αξιώματα στο εξουσιαστικό σύστημα που ορίζει τις τύχες των αδυνάτων… Δόξες και τιμές (και «μπαγιόκο» λόγω θέσεων) που δεν είχαν φανταστεί καν εκείνες τις «ηρωικές μέρες»… Άλλοι «με το σπαθί τους» (αυτό κανείς δεν το αμφισβητεί!) ανήλθαν σε ύπατα αξιώματα ακαδημαϊκών θέσεων και υψηλόμισθων θέσεων εργασίας σε κρατικούς φορείς, άλλοι έστησαν λαμπρές καριέρες σε διάφορους άλλους τομείς, έχοντας στο κούτελο το λαμπρό αστέρι με λεζάντα «αγωνιστής του Πολυτεχνείου»… Και η μεγάλη μάζα των «ανωνύμων», αυτή η «πλέμπα του όχλου ή του λαού» που πάντα κινεί εν αγνοία της τα νήματα της Ιστορίας, συνέχισε τον αγώνα επιβίωσής της με ή χωρίς πτυχία, μέσα από το μεροκάματο του τρόμου…
Όλα, σαν να ήταν χτες… Και οι νεκροί… Οι αδικαίωτοι… Που τα όποια φασιστοειδή αργότερα τους αμφισβήτησαν, μένοντας σε μια μικρή «λίστα» των πρώτων ημερών, ότι «δεν ήταν θύματα στο Πολυτεχνείο»… Τι και αν έγιναν κατόπιν και άλλες επίσημες έρευνες και ανέβασαν τον αριθμό των θυμάτων του Πολυτεχνείου, με πιο «διάσημη» την Έκθεση του εισαγγελέα Τσεβά…
Ο χρόνος αμβλύνει την μνήμη, και για πολλούς εκ των υστέρων έγινε το γνωστό «Ήμουν κι εγώ εκεί» και για άλλους πήρε την μορφή ενός ωραίου παραμυθιού, για άλλους φούσκωσε από την οργιώθη φαντασία τους, για άλλους προσαρμόστηκε στα ιδεολογικά καλούπια του πολιτικού χώρου στον οποίο εντάχτηκε μετά την μεταπολίτευση, για άλλους έγινε «προσοδοφόρο επάγγελμα», για άλλους ένα «μεγαλειώδες δημιούργημα» του δικού τους Εγώ, και για την νεολαία μας «κινητήριος μοχλός» αναίτιων εξεγέρσεων, με το «αδειανό πουκάμισο» του Πολυτεχνείου για σημαία τους…
Ακολούθησαν τα συστημικά ετήσια «μνημόσυνα» και οι «γιορτές», όλα ενσωματωμένα στην λογική του κρατικού συστήματος και των κυρίαρχων κομμάτων, που και αυτά είχαν νεκρούς… μάλλον σήμερα λησμονημένους από όλους…
Είπα νεκρούς και αναλογίζομαι, αν κάτι σοβαρό έγινε επίσημα σε όλα τα μεταπολιτευτικά χρόνια για την αναζήτηση των νεκρών της Χούντας και του Πολυτεχνείου;!… Λάθος σκέψη. Τέτοια «ποταπά» δεν απασχολούν τους εξουσιαστές! Φτάνουν οι «δεκάρικοι» των εσαεί κανοναρχών από μπαλκόνια, επίσημες ή σχολικές αίθουσες, και αυτό το «δήθεν» χρέος, εξοφλείται με το παραπάνω…
Ευτυχώς που σεμνοί αγωνιστές εκείνων των ημερών δεν λησμόνησαν τους νεκρούς της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου, και επιδόθηκαν σε συστηματική αναζήτησή τους, μπαίνοντας μέχρι και στου βοδιού το κέρατο, για να τους βρουν, να μας τους αποκαλύψουν, να τους τιμήσουν, να τους κάνουν το ξεχασμένο μνημόσυνο, να τους δώσουν στην Ιστορία… Χωρίς φαμφάρες… Σιγανά και ταπεινά.
Αυτό το χρέος προς «Το αίμα που κλαίει» (όπως λέγαμε παλιά στα χωριά μας), για τους Νεκρούς του Πολυτεχνείου, θέλησε να εξοφλήσει ο Ιερώνυμος Λύκαρης, με την έκδοση: «Πολυτεχνείο 1973. Το αίμα το αδικαίωτο ποτέ δεν ησυχάζει. Η εξέγερση μέσα από τις καταθέσεις συγγενών νεκρών, τραυματιών και αυτοπτών μαρτύρων – Αστνομικά ντοκουμέντα για τους νεκρούς και τους τραυματίες. Επιμέλεια, Εισαγωγικά κείμενα: Ιερώνυμος Λύκαρης. Επίμετρο: Ιωάννα Τζιαντζή. Οι άγνωστοι στρατιώτες του Νοέμβρη. Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2023. Σκληρόδετη έκδοση, σχήμα 21 Χ 14, σελ. 754». Αν και τέτοια χρέη δεν εξοφλούνται ποτέ…
Καταθέτω την Εισαγωγή ολόκληρη, ώστε να γίνει κατανοητό περί τίνος σημαντικού βιβλίου πρόκειται, και ποια σημασία έχει σήμερα:
Πενήντα χρόνια μετά την εξέγερση και την αιματηρή καταστολή της, επιστρέφουμε στο Πολυτεχνείο. Και όπως κάθε φορά, σημασία έχουν οι όροι και ο τρόπος της επιστροφής. Ένα είδος επιστροφής επιχειρείται και σε αυτό το βιβλίο με στόχο όχι απλώς να τιμήσουμε τους πεσόντες, αλλά να συμβάλουμε στην υπενθύμιση και την ανάδειξη των ξεχασμένων πτυχών ενός κορυφαίου ιστορικού γεγονότος, που σφράγισε και την περίοδο της μεταπολίτευσης. Εξετάζοντας όχι μόνο το τι ακριβώς συνέβη «τότε», αλλά και το πώς αντιμετωπίστηκαν στη συνέχεια η εξέγερση και ο αντίκτυπός της.
Η κριτική, ορθολογική και αναστοχαστική (και όχι απλώς νοσταλγική ή τιμητιμή) επιστροφή απαντά και στην προσπάθεια να αποστεωθούν ο πολιτικός προσανατολισμός, το αξιακό περιεχόμενο και τα συνθήματα της εξέγερσης, που διεκδικούσαν τη ριζοσπαστική ανατροπή για τη λαϊκή κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία και όχι απλώς την επαναφορά της «προδομένης» προδικτατορικής αυταρχικής «δημοκρατίας». Επίσης απαντά στην προσπάθεια να μπει και το Πολυτεχνείο στον γύψο, όπως ο δικτάτορας φιλοδοξούσε να βάλει στον γύψο τις λαϊκές ελευθερίες – και εννοούμε τον γύψο της λήθης ή της αναθεωρητικής ερμηνείας της εξέγερσης και των όσων ακολούθησαν.
Η διά χειραψίας παράδοση της εξουσίας από τη χούντα στον «παλιό πολιτικό κόσμο» συμφωνήθηκε υπό τον όρο μιας συμψηφιστικής γενικής αμνηστίας. Η κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας στις 24.7.1974, δύο εικοσιτετράωρα αργότερα, στις 26.7.1974, εξέδωσε το εξοργιστικά «συμψηφιστικό» Προεδρικό Διάταγμα 519 «Περί χορηγήσεως αμνηστίας». Σύμφωνα με αυτό, απελευθερώθηκαν οι φυλακισμένοι και οι εξόριστοι αγωνιστές κατά της χούντας, που είχαν καταδικαστεί για «πολιτικά εγκλήματα». Όμως με το ίδιο διάταγμα αμνηστεύτηκαν και τα εγκλήματα των ανθρώπων της δικτατορίας, τόσο για τα όσα έπραξαν από την 21 Απριλίου 1967 μέχρι τη «βελούδινη» παράδοση της εξουσίας, όσο και γι’ αυτά που έπραξαν προ του πραξικοπήματος για την ανατροπή της προδικτατορικής «καθεστηκυίας τάξεως». Όσα εγκλήματα και αν είχαν κάνει. Απάλλασσε, δηλαδή, από κάθε ευθύνη όλους, από τους «πρωταίτιους» που δικάστηκαν –όπως δικάστηκαν– έναν χρόνο αργότερα, μέχρι αυτούς που υπηρέτησαν, αναίσχυντα και με ζήλο, και τους δικτάτορες και την «Ελλάδα Ελλήνων Χριστιανών».
Αυτό ήταν και το πρώτο ηχηρό μήνυμα των προθέσεων της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας», δηλαδή του πυρήνα του προδικτατορικού κεντροδεξιού πολιτικού συστήματος, που παρέλαβε τα κλειδιά. Ένα μήνυμα με αποδέκτη τον «Αμερικανό φίλο», τους μετεμφυλιακούς αντικομμουνιστικούς μηχανισμούς στην αστυνομία, τις μυστικές υπηρεσίες, τη Δικαιοσύνη αλλά και τα ισχυρά «σταγονίδια» που παρέμεναν στο στράτευμα. Η λαϊκή απαίτηση για παραδειγματική τιμωρία των ενόχων της επτάχρονης δικτατορίας δεν θα αφηνόταν να παρεκτραπεί σε εξαλλοσύνες που θα έθεταν σε κίνδυνο την οικοδόμηση του νέου μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος.
Το διάδοχο πολιτικό σύστημα της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, το οποίο οικοδομήθηκε με άξονα το προδικτατορικό αστικό πολιτικό προσωπικό, δεν επιθυμούσε τη σε βάθος και προς κάθε κατεύθυνση έρευνα για τα κάθε είδους εγκλήματα, πρωτίστως τις δολοφονίες, της χούντας των συνταγματαρχών και των οργάνων τους. Εξαρχής, μόλις παρέλαβε την εξουσία, επέδειξε απροθυμία ακόμη και στο να ικανοποιήσει το διάχυτο κοινό περί δικαίου αίσθημα για καταδίκη και τιμωρία της χούντας και των πολυπληθών οργάνων της. Οι όποιες ενέργειες του διάδοχου καθεστώτος ήταν σπασμωδικές και επιβλήθηκαν κάτω από την πίεση των κινητοποιήσεων του φοιτητικού κινήματος και των κομμάτων και οργανώσεων που είχαν σηκώσει στην πλάτη τους την οργανωμένη αντιδικτατορική αντίσταση και των οποίων τα μέλη και τα στελέχη είχαν πληρώσει με βασανιστήρια, φυλακές και εξορίες. Οι επονομαζόμενες «Δίκες της χούντας» δεν κινήθηκαν αυτεπάγγελτα αλλά έπειτα από μηνύσεις πολιτών.
Οι αρχιτέκτονες του «νέου» πολιτικού συστήματος επιθυμούσαν διακαώς και ανομολόγητα να νοθευτούν και τελικά να ξεθωριάσουν στη συλλογική λαϊκή μνήμη οι στόχοι και τα μηνύματα της εξέγερσης, μέχρι να σβήσουν εντελώς και, μαζί με αυτά, να σβήσουν οι μνήμες από τη φονική βαρβαρότητα των κατασταλτικών μηχανισμών της χούντας – οι οποίοι έλκουν την καταγωγή τους από το προδικτατορικό «ομαλό» καθεστώς. Άλλοτε απροκάλυπτα, με εξοργιστικές, καταφανείς παραποιήσεις και διαστρεβλώσεις της ιστορικής πραγματικότητας, και άλλοτε ύπουλα.
Από την πρώτη στιγμή η κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» αντιμετώπισε τη διερεύνηση, την αποκάλυψη και την τιμωρία των εγκλημάτων της χούντας ως άγονο «ρεβανσισμό». Πρόβαλε, φανερά και παρασκηνιακά, την πολιτική «μεγαλοψυχία» της ως ρεαλιστική αναγκαιότητα προκειμένου να μην υπάρξει πισωγύρισμα, να κερδηθεί χρόνος για να εδραιωθεί η «νέα» ανάπηρη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Αντιπάλεψε τη βαθιά ριζωμένη στη λαϊκή συνείδηση πεποίθηση ότι η χούντα υπήρξε σχέδιο αμερικανικής και νατοϊκής έμπνευσης και υποκίνησης. Τιμώρησε με ισόβια τους «πρωταίτιους», όσους δηλαδή ήταν αδύνατον να μην τιμωρήσει, και όλους τους άλλους αυτουργούς (κτηνώδεις βασανιστές, δολοφόνους, παραλίγο δολοφόνους αλλά και τραπεζίτες και δημόσιους λειτουργούς) που εγκλημάτησαν από διάφορα πόστα στο χουντικό σύστημα εξουσίας, άλλους απλώς τους απέλυσε και λίγους τους δίκασε ρίχνοντάς τους στα μαλακά, για να τους αθωώσει στο τέλος. Πολλοί από αυτούς που «αποχουντοποιήθηκαν», στην πορεία του χρόνου άλλαξαν το τομάρι του λύκου με δορά προβάτου, φόρεσαν γραβάτα σε σωστή απόχρωση και έγιναν δεκτοί στο ευρύχωρο «μαντρί» της εκσυγχρονισμένης εθνικόφρονος παρατάξεως.
Μέχρι που οι οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν από τα μεταπολιτευτικά κόμματα εναλλαγής στην εξουσία, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για να ξεπροβάλουν, μέσα από τις κρύες στάχτες του φλεγόμενου φοίνικα με τον φαντάρο, οι νοσταλγοί της χούντας και οι απόγονοί τους και να αναδειχτούν τα τελευταία χρόνια σε υπολογίσιμη κοινοβουλευτική δύναμη με δομή και δράση εγκληματικής οργάνωσης.
Και κάπως έτσι, η δικτατορία άρχισε να συζητιέται και να πλασάρεται παντοιοτρόπως ως ατυχής παρένθεση κάποιων γραφικών καραβανάδων. Υπό το νέφος αφορισμών του τύπου:
«Ανήκομεν εις την Δύσιν». Ή και της υποκριτικής άλλης όψης του: «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» στα λόγια, στην πράξη όμως παραμένει, για λόγους ρεάλ πολιτίκ, ενταγμένη στο σύμπλεγμα της εξάρτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ.
Αν και επί μισό αιώνα οι ετήσιοι τριήμεροι εορτασμοί για τη λαϊκή εξέγερση του Πολυτεχνείου διατηρούν μια επίμονη μαζικότητα και οι πορείες τους εξακολουθούν να καταλήγουν στην πρεσβεία του φαλακρού αετού, οι νεότερες γενιές φαίνεται να μη γνωρίζουν το ποιοι και πώς αιματοκύλησαν τη λαϊκή εξέγερση του Νοέμβρη του 1973. Δεν υποτιμούμε τα όσα ηρωικά και πένθιμα ακούγονται στους ετήσιους σχολικούς και άλλους εορτασμούς. Είναι μια επαναλαμβανόμενη νίκη της εξέγερσης. Κατά την εκτίμησή μας ωστόσο, ήδη η πρόσληψη της μέσης συλλογικής δημοκρατικής συνείδησης όλο και απομακρύνεται από την επίγνωση των πραγματικών διαστάσεων της φονικής βαρβαρότητας της καταστολής της εξέγερσης που ξεκίνησε ως αστυνομική και εξελίχθηκε σε ένοπλη στρατιωτική και αστυνομική κατά των άοπλων εξεγερμένων.
Πόσοι αλήθεια θυμούνται σήμερα τα ονόματα έστω κι αυτών των λίγων ηθικών και φυσικών αυτουργών, που παραπέμφθηκαν να δικαστούν για τη σφαγή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου;
Το βιβλίο ξεκίνησε με αφορμή την αναζήτηση πραγματολογικού υλικού για τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος που θα βασιζόταν σε ένα πραγματικό γεγονός: μια ληστεία τράπεζας που πραγματοποιήθηκε το πρωί της Παρασκευής 16.11.1973 και την άλλη μέρα δέσποζε στα πρωτοσέλιδα και τις μέσα σελίδες όλων των εφημερίδων, μαζί με την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο και τις πρώτες ειδήσεις για τους νεκρούς, τους τραυματίες και τους συλληφθέντες της εξέγερσης.
Άρχισα να διαβάζω την πεντάτομη, δυσεύρετη πλέον, έκδοση των πρακτικών της πρώτης δίκης. Ξεκίνησα από αυτά που περιλαμβάνονται στον πρώτο τόμο έως τον τρίτο, και που στην πορεία τα χαρακτήρισα «ανεπίσημα πρακτικά». Πρόκειται για αποσπάσματα των καταθέσεων και των παρεμβάσεων όλων των παραγόντων της δίκης (που δημοσιεύονταν καθημερινά στον τύπο της εποχής) χωρίς να δηλώνεται η εφημερίδα όπου είχαν δημοσιευτεί. Ελάχιστα από όσα διάβαζα θυμόμουν. Μόνο μερικά ονόματα. Συνέχισα, μελετώντας παράλληλα και το υπόλοιπο πολυσυλλεκτικό υλικό που περιλαμβάνεται στην ίδια έκδοση. Όταν κατέληξα σε κάποιες καταθέσεις που εκτίμησα ότι θα είχαν ενδιαφέρον για τον αρχικό σκοπό μου, τις διάβασα και στην επίσημη εκδοχή τους, στα πρακτικά και την απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου που ένα μέρος τους περιλαμβάνεται στον τέταρτο τόμο (από τη σελ. 1683) και ολοκληρώνονται στον πέμπτο τόμο (σελ. 2127) της έκδοσης. Η στεγνή, απαράδεκτα ευσύνοπτη σε πολλές περιπτώσεις, απόδοση των όσων κατέθεσαν οι συγγενείς των νεκρών και οι τραυματίες γέννησαν δύο ερωτήματα:
Το πρώτο ερώτημα: Αποτελούν οι καταθέσεις σε μια δίκη ιστορική πηγή που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση; Σε αυτό απάντησα εύκολα. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με δύο συνηθισμένες δίκες, όπου η κάθε πλευρά των αντιδίκων λέει τα δικά της και στο τέλος το δικαστήριο αποφασίζει ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο. Εδώ είχαμε από τη μια τους νεκρούς και τους συγγενείς τους, τους αυτόπτες μάρτυρες θανάσιμων ή παραλίγο θανάσιμων τραυματισμών και τους τραυματίες που έφεραν νωπές στο σώμα τους όλες τις αδιαμφισβήτητες αποδείξεις του θανάτου που πέρασε ξυστά από κοντά τους (σφαίρες, ακτινογραφίες ιατρικές βεβαιώσεις και ιατροδικαστικές εκθέσεις). Και το κυριότερο: τις ανεξίτηλες ουλές από τα τραύματά τους και τις διά βίου επιπτώσεις που θα είχαν αυτά στην υγεία τους. Και από την άλλη, είχαμε κυρίως ηθικούς αυτουργούς, που προσπαθούσαν να κρυφτούν πίσω από τα εμφυλιοπολεμικά και κομμουνιστοφάγα παράσημά τους, και να επιρρίψουν την ευθύνη στην ανευθυνότητα των υφισταμένων τους που δεν εφάρμοσαν ακριβώς τις διαταγές τους κι έριχναν στο ψαχνό.
Το δεύτερο ερώτημα: Πώς θα μπορούσε να αποτυπωθεί η κορύφωση της εξέγερσης και η συνακόλουθη καταστολή της μέσα από τις ξεχασμένες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας;
Έκανα κάποιους πειραματισμούς και άφησα τις σκέψεις μου να ωριμάσουν. Κάποια στιγμή χρειάστηκε, για προσωπικούς λόγους, να επισκεφθώ τον ιστότοπο του Νοσοκομείου Γεννηματάς. *Στην επιλογή Ιστορία διάβασα: 1973: […] Το ίδιο έτος συστήνεται στο Νοσοκομείο το Ρυθμιστικό Κέντρο Διαλογής Ασθενών. Ιστορική αναφορά πρέπει να γίνει στο Νοέμβριο του 1973 όπου το Νοσοκομείο κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Πολυτεχνείου, έπαιξε με την τότε ιδιότητα του Ρυθμιστικού Κέντρου, ουσιαστικό και αποτελεσματικό ρόλο στην αντιμετώπιση και διεκπεραίωση των τραυματιών και των νεκρών που προσκομίστηκαν. Θεώρησα αυτές τις 55 λέξεις όλες κι όλες, από τις 302 που αφιερώνονται στις «Σημαντικές ημερομηνίες για το νοσοκομείο», ως έναν ακόμη προκλητικό εξωραϊσμό, που προσβάλλει τη μνήμη των νεκρών, απαξιώνει τον φόρο αίματος των τραυματιών και αποσιωπά τα εγκλήματα πολέμου που συντελέστηκαν υπό την ενορχήστρωση του τότε διευθυντή του Ρυθμιστικού, από τον συρφετό των ένστολων αστυνομικών, των ασφαλιτών και των παρακρατικών.
Επανήλθα τότε στους πειραματισμούς μου και προχώρησα στο επόμενο βήμα. Συγκέντρωσα όποιες άλλες πρωτογενείς πηγές κατάφερα να βρω σε βιβλία και εφημερίδες της εποχής της δίκης και συγκρότησα μια βάση δεδομένων με τους συγγενείς των νεκρών, τους τραυματίες και τους αυτόπτες μάρτυρες δολοφονιών και τραυματισμών που κατέθεσαν ως μάρτυρες κατηγορίας περιλαμβάνοντας όλα τα στοιχεία τους που προέκυπταν από τα επίσημα πρακτικά της πρώτης δίκης.
Οι διαφορετικές πηγές, καμία από τις οποίες δεν είναι αποτέλεσμα ακριβούς απομαγνητοφώνησης, και η ανισότητά τους ως προς την έκταση που αφιερώνεται από μάρτυρα σε μάρτυρα με οδήγησαν να αναζητήσω μια μέθοδο διήγησης που να εξασφαλίζει, κατά το δυνατόν, την αφηγηματική ομοιομορφία όλων των καταθέσεων.
Η κάθε πρωτογενής πηγή μάς δίνει διαφορετικού τύπου πληροφορίες και απαιτεί διαφορετικό χειρισμό.
Από τα επίσημα πρακτικά προκύπτουν ακριβή στοιχεία για: ηλικία, επάγγελμα, ημέρα, ώρα, τόπο, μέσο τραυματισμού (πυροβόλο όπλο, κλομπ ή άλλο θλων όργανο, δακρυγόνα) και αυτουργό δολοφονίας ή απόπειρας δολοφονίας (αστυνομία ή στρατός).
Από την άλλη, υπάρχει ο επίσημος διαμεσολαβητής, ο παράγων πρακτικογράφος. Το πώς αυτός αντιλαμβάνεται ό,τι ακούει να καταθέτουν οι μάρτυρες, τα κριτήρια με τα οποία κρίνει ποια είναι σημαντικά για να τα καταγράψει και ποια δεν αφορούν την ποινική υπόσταση της δίκης και άρα τα παραβλέπει. Τα πρακτικά της πρώτης δίκης είναι γραμμένα σε ακραία καθαρεύουσα.
Στην προσπάθειά του να είναι συνοπτικός, ο πρακτικογράφος διατυπώνει μακροσκελείς προτάσεις, στις οποίες στριμώχνει διαδοχικά περισσότερες από μία σημαντικές αναφορές της κατάθεσης του μάρτυρα, με αποτέλεσμα, σε αρκετές περιπτώσεις, το τελικό νόημα να είναι αμφίσημο. Τα πρακτικά της δεύτερης δίκης είναι πιο εκτεταμένα και γραμμένα σε πιο ήπια καθαρεύουσα.
Στις διαφορετικές ανεπίσημες πηγές, ο παράγων δημοσιογράφος, ο ανεπίσημος διαμεσολαβητής, διασώζει ουσιώδεις περιγραφές των μαρτύρων, με ζωντανό λόγο, αλλά και διαλόγους που εμπεριέχουν σημαντικές πληροφορίες οι οποίες παραλείπονται από τα επίσημα πρακτικά ή καταγράφονται με τον τρόπο που περιγράψαμε πιο πάνω.
Τα κύρια ζητήματα με τη δημοσιογραφική καταγραφή, το ρεπορτάζ, εντοπίζονται:
α. Στους διαλόγους των μαρτύρων με τους άλλους παράγοντες της δίκης όταν εκ των πραγμάτων διακόπτεται ο ειρμός της κατάθεσης. Είτε από την έδρα, για να διευκρινιστεί κάτι ή να απαγορευτεί μια ερώτηση ή μια απάντηση που δεν σχετιζόταν, κατά την κρίση της, με την ποινική υπόσταση της δίκης, είτε από τους συνηγόρους της πολιτικής αγωγής για να διευκρινίσουν ή να επιστήσουν την προσοχή σε ένα ζήτημα, είτε από τους συνηγόρους υπεράσπισης για να αποπροσανατολίσουν, να προσβάλουν και να εκνευρίσουν τους μάρτυρες, ιδιαίτερα αυτούς που προσπάθησαν να αναφερθούν στους πολιτικούς στόχους της εξέγερσης.
β. Από εφημερίδα σε εφημερίδα παρατηρούνται διαφορές στην απόδοση των διαφόρων καταθέσεων, εν μέρει δικαιολογημένες από τις ασφυκτικές συνθήκες διεξαγωγής της δίκης, τα περιορισμένα τεχνικά μέσα της εποχής αλλά και τον πολιτικό προσανατολισμό τους. Εντοπίζονται λάθη στην καταγραφή των ονομάτων, άλλοτε στο όνομα και άλλοτε στο επώνυμο, ή άλλα λάθη που σχετίζονται με τον τόπο και την ώρα τραυματισμού.
Επίσης η έκταση που αφιερώνεται κατά περίπτωση, για αρκετούς μάρτυρες είναι μικρή και η αναφορά επιγραμματική (μόνο το όνομα και δυο τρεις αράδες ότι κατέθεσε και ο τάδε). Σε αυτές τις περιπτώσεις οι βασικές πληροφορίες αναγκαστικά προέρχονται μόνο από τα επίσημα πρακτικά.
Μετά από τις παραπάνω διαπιστώσεις, κατέληξα ότι ο προσφορότερος τρόπος για να αξιοποιηθούν όλες οι πληροφορίες, επίσημες και ανεπίσημες, και να δοθούν με μια κοινή αφηγηματική δομή, ήταν αυτός της τριτοπρόσωπης αφήγησης, χρησιμοποιώντας στο ακέραιο τα «επίσημα» ή «ανεπίσημα» λόγια τους. Το φαντάστηκα σαν κάποιος να διάβασε και να απομνημόνευσε ό,τι γράφτηκε για την κατάθεση του κάθε συγγενή νεκρού, του κάθε τραυματία και αυτόπτη μάρτυρα και να τα διηγείται στον σημερινό αναγνώστη με ένα κοινό αφηγηματικό μοντάζ που να καταγράφει τα όσα διασώθηκαν από όσα ειπωθήκαν στο ακροατήριο, με μια θεματική και χρονική συνέπεια στην αλληλουχία της περιγραφής των συγκεκριμένων περιστατικών και των γενικότερων αναφορών-απόψεων, που προέκυψαν από την αλληλεπίδραση των παρεμβάσεων των διαφόρων παραγόντων της δίκης.
Με οδηγό το ίδιο το περιεχόμενο του συνόλου των καταθέσεων των τραυματιών, κατέληξα στην ακόλουθη δομή: αν πήραν μέρος στην εξέγερση και γιατί· αν όχι, πώς βρέθηκαν στο σημείο τραυματισμού τους· ποια ήταν η δράση τους πριν τραυματιστούν· τι συνέβαινε στο σημείο όπου τραυματίστηκαν· αν τραυματίστηκαν από τον στρατό ή την αστυνομία και με τι όπλο· αν είδαν άλλους τραυματίες στο ίδιο σημείο πριν τραυματιστούν· πώς και σε ποιο νοσοκομείο μεταφέρθηκαν και τι αντιμετώπισαν εκεί· για πόσο χρονικό διάστημα και πού νοσηλεύτηκαν και ποια ήταν η κατάσταση της υγείας τους τη στιγμή που κατέθεταν· τι είπαν για τις διά βίου συνέπειες των τραυμάτων τους.
Η δομή αυτή επέτρεψε:
α. Την αξιοποίηση των πληροφοριών που προκύπτουν από τους διαλόγους, τη θεματική ένταξή τους και την ακριβή παράθεση κάποιων από αυτούς (με εισαγωγικά), χωρίς να διακόπτεται η ροή της τριτοπρόσωπης αφήγησης.
β. Την επισήμανση των διαφορών, των παραλλαγών στην απόδοση, των τυπογραφικών λαθών και των ανακριβειών που εμφανίζονταν από πηγή σε πηγή. Όπου εντοπίστηκαν διαφορές στην καταγραφή των ονομάτων, υιοθετήθηκε η εκδοχή των επίσημων πρακτικών. Το ίδιο και για την ώρα τραυματισμού. Σε όσες περιπτώσεις η αναφορά της ώρας ήταν, για παράδειγμα, «μεταξύ 21:00 και 22:00», επιλέχθηκε η 21:30 και αυτή επισημαίνεται σε σημείωση. Όλες τις διαφορές μεταξύ των πηγών τις επισημάναμε σε αντίστοιχες σημειώσεις, καθώς και τις περιπτώσεις που αναγκαστήκαμε να επιλέξουμε το ποια εκδοχή ήταν, κατά την κρίση μας, η επικρατέστερη.
γ. Το να δοθούν σε κάθε κατάθεση οι δικές της αριθμημένες σημειώσεις που παραπέμπουν σε πηγές, επεξηγήσεις και πρόσθετες πληροφορίες για κάθε πρόσωπο. Όλες μαζί συγκροτούν το σώμα των Σημειώσεων που επίσης παρατίθενται ανά ώρα και τόπο δολοφονίας ή τραυματισμού, ώστε να διευκολύνεται η παράλληλη ή η αυτοτελής ανάγνωσή τους αλλά και η μελλοντική συμπλήρωσή τους.
Το βιβλίο γράφτηκε σε δύο διακριτές φάσεις. Όταν ολοκληρωνόταν η πρώτη, με βάση τις διαθέσιμες πήγες, είχαν ήδη προκύψει κάποιες αμφιβολίες ως προς τις τυπογραφικές παραλείψεις και τους τονισμούς ονομάτων στην προαναφερθείσα πεντάτομη έκδοση του 1976. Αναζητήσαμε τότε τον μοναδικό πρωτότυπο τόμο με τα πρακτικά που βρίσκεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Εκεί διαπιστώθηκε ότι σε πολλά σημεία του τόμου το δακτυλογραφημένο κείμενο ήταν συμπληρωμένο και διορθωμένο με διαγραφές και παραπομπές στο πλάι χειρόγραφα, με στυλό διαρκείας. Ακολούθησαν οι σχετικοί έλεγχοι και αναζητήθηκε ο αντίστοιχος τόμος με τα πρακτικά της δεύτερης δίκης, τα οποία δεν βρέθηκαν τότε. Στο μεταξύ βρήκα στο αρχείο μου ένα αφιέρωμα του Έθνους για τα 21 χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου (14-19.11.1994), στο οποίο ο δημοσιογράφος Θοδωρής Ρουμπάνης δημοσίευε για πρώτη φορά συγκλονιστικά στοιχεία από τον «Φάκελο 650» του Γραφείου Εθνικής Ασφαλείας της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών – μια σημαντική τότε δημοσιογραφική επιτυχία. Όπως έγραφε στο εισαγωγικό του σημείωμα, επρόκειτο για απόρρητα έγγραφα που σώθηκαν από την καταστροφή και περιλάμβαναν «καταλόγους με ονόματα νεκρών, τραυματιών, συλληφθέντων, ακόμα και πολιτών που έχασαν τις τσάντες τους και τις ταυτότητές τους». Στο αφιέρωμα δημοσιεύονταν, μεταξύ άλλων, έγγραφα για τους νεκρούς, τα ονόματα 514 τραυματιών που εμφανίζονταν στις καταστάσεις της Ασφάλειας, καθώς και ένα έγγραφο του Νοσοκομείου Παίδων Αγλαΐα Κυριακού με τα τραυματισμένα παιδιά που διακομίστηκαν στο νοσοκομείο «κατά τα γεγονότα». Στις καταστάσεις της Ασφάλειας με τους τραυματίες εντόπισα πολλά ονόματα που είχαν καταθέσει ως μάρτυρες κατηγορίας στην πρώτη δίκη, ενώ από το προαναφερόμενο έγγραφο του νοσοκομείου υπέθεσα ότι θα υπήρχαν και άλλες καταστάσεις νοσοκομείων και κλινικών που δεν δημοσιεύτηκαν. Μέσω ενός κοινού μας φίλου, επικοινώνησα με τον κ. Ρουμπάνη, του εξήγησα τι έγραφα και του ζήτησα τα έγγραφα του φακέλου, εφόσον ακόμα τα είχε. Και εκείνος ανταποκρίθηκε με περισσή γενναιοδωρία.
Όταν διαπίστωσα ότι υπήρχαν και άλλα έγγραφα που αφορούσαν τους νεκρούς αλλά και καταστάσεις των νοσοκομείων και των κλινικών με τραυματίες που δεν είχαν δημοσιευτεί, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν το πόσο θα βοηθούσε την ιστορική έρευνα για τη σφαγή του Πολυτεχνείου και τα άλλα εγκλήματα της χούντας, αν το καλοκαίρι του 1989 οι φάκελοι της Ασφάλειας δεν ρίχνονταν στην πυρά εν ονόματι της εθνικής συμφιλίωσης. Πόσα ακόμα παρόμοια και κάθε είδους τεκμήρια, που θα απεικόνιζαν τη σφαγή με τα μάτια του θύτη, να υπήρχαν; Σύντομα κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το βιβλίο θα ήταν πληρέστερο αν πρόσθετα ένα δεύτερο μέρος, όπου θα παρουσίαζα το σύνολο του διαθέσιμου υλικού, αξιοποιώντας κατά την επεξεργασία του τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες. Με αφορμή δε την επέτειο για τα 50 χρόνια από την εξέγερση, θεώρησα ότι θα ήταν και μια πρόσθετη εκδήλωση αναγνώρισης η δημοσίευση των εγγράφων για τους νεκρούς και όλων των ονομάτων των τραυματιών που υπήρχαν στις δύο διαφορετικού τύπου καταστάσεις, των ανθρώπων που σχεδόν όλοι παρέμειναν αφανείς αιμοδότες της εξέγερσης.
Ανάμεσα στα έγγραφα που μου έδωσε ο Θ. Ρουμπάνης, υπήρχαν και εκτεταμένα αποσπάσματα από τα πρακτικά της δεύτερης δίκης (1977), υλικό δυσεύρετο που, από όσο γνωρίζουμε, δεν είχε δει το φως της δημοσιότητας. Με τη βοήθειά τους, βρέθηκε στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και ο τόμος με τα πρακτικά της δεύτερης δίκης. Εκεί ζήτησα επίσης και είδα το Αρχείο Νοσοκομείου ΓΝΑ Γεώργιος Γεννηματάς (πρώην Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών) και τα βιβλία του Μητρώου Προσερχομένων του Σταθμού Πρώτων Βοηθειών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (ΕΕΣ).
Το νέο υλικό επέβαλε επανέλεγχο και έδινε τη δυνατότητα να προστεθούν πληροφορίες για τους περισσότερους τραυματίες που είχαν καταθέσει στις δίκες. Πολύ γρήγορα προέκυψε και το δίλημμα: πόσο εκτεταμένη και σε τι βάθος έπρεπε να είναι η παρουσίαση της στατιστικής του αίματος, που προέκυπτε από τις καταστάσεις; Έχοντας επίγνωση του κινδύνου οι αριθμοί να κουράσουν, επικράτησε η βεβαιότητα ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με αριθμούς περίκλειστους σε άψυχα κελιά στατιστικών πινάκων, που αποτυπώνουν τα κέρδη και τις ζημίες ενός ισολογισμού, αλλά με αριθμούς που αντιπροσωπεύουν προσωπικές και συλλογικές ανθρώπινες ιστορίες θανάτου ή παραλίγο θανάτου.
Αριθμούς που μπορούν να κλείνουν τα στόματα των παλαιών και των νεόκοπων απολογητών της χούντας, όχι με ντοκουμέντα των εξεγερμένων, αλλά αυτών που τους αιματοκύλησαν. Αριθμούς που αποκαλύπτουν την υποκρισία εκείνων που, τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον της μεταπολίτευσης, έσπευδαν να καταθέσουν στεφάνια στη μνήμη των θυμάτων ενώ στο παρασκήνιο έκαναν ό,τι τους έπαιρνε να κάνουν για την απόκρυψη της έκτασης του εγκλήματος και το ξεθώριασμα του ηρωικού μεγαλείου της εξέγερσης στη συλλογική λαϊκή μνήμη. Γι’ αυτούς τους λόγους έγινε
η επιλογή να παρουσιαστούν όλα αυτά τα στοιχεία με τη μεγαλύτερη δυνατή και εφικτή συγκριτική ανάλυση, συνθέτοντας και όχι συρράπτοντας το διαθέσιμο υλικό.
Άλλωστε, το βιβλίο αυτό δεν είναι ένα χρονικό της τριήμερης εξέγερσης, αν και πολλές ηρωικές πλευρές της ξετυλίγονται μέσα από τις μαρτυρικές καταθέσεις των τραυματιών και των συγγενών των νεκρών. Δεν είναι η ιστορία του σκανδάλου των
δύο δικών, στην οποία θα μπορούσαμε να δώσουμε και τον τίτλο «Έγκλημα και Ατιμωρησία». Είναι ένα βιβλίο που επιχειρεί να ανασύρει από τη λησμοσύνη την αυθεντική αλήθεια της φωνής των αφανών μαχητών της εξέγερσης, που μίλησαν για την πιο σημαντική στιγμή της ζωής τους, μέσα από τις λίγες παραγράφους μιας κατάθεσης σε δικαστήριο, και μετά σιώπησαν.
Κάθε κατάθεση συγγενή νεκρού ή τραυματία και αυτόπτη μάρτυρα αποπνέει μια καθηλωτική συναισθηματική και ηθική δύναμη. Σε όλες διακρίνεται η διαφορετική και την ίδια στιγμή η τόσο ίδια ενστικτώδης πρόσληψη της στιγμής που συγγενείς μαθαίνουν για τη δολοφονία του αγαπημένου τους προσώπου.
Το ίδιο συμβαίνει και με τους τραυματίες. Το πώς αποτυπώνεται στα λόγια τους η στιγμή του τραυματισμού τους, το τι πρόλαβε ο καθένας να συνειδητοποιήσει μέσα στα κλάσματα δευτερολέπτου που μεσολάβησαν από το άκουσμα του πυροβολισμού
μέχρι να τον πετύχει η σφαίρα, το σοκ που τους συντάραξε τη στιγμή λίγο πριν, όταν είδαν κάποιον δίπλα τους να σωριάζεται νεκρός ή τραυματισμένος και, την επόμενη στιγμή, δέχτηκαν και οι ίδιοι τη σφαίρα που παραλίγο θα έκοβε το νήμα της ζωής τους.
Παρά τις διαφορετικές ιεραρχήσεις της μνήμης τους, όλες τους συγκροτούν μια μοναδική πολυφωνική αφήγηση προσωπικών βιωμάτων, στις οποίες, ακόμη και μια λανθασμένη εντύπωση, για την ακρίβεια μια μερική πρόσληψη της στιγμής, κάτι που εξηγείται από τον φόβο του θανάτου, και συμβάλλουν σημαντικά στη συμπλήρωση της μεγάλης εικόνας της λαϊκής εξέγερσης.
Σε μια τέτοιας έκτασης πεντάχρονη δουλειά, έγινε κάθε προσπάθεια, στο μέτρο των δυνάμεων και των δυνατοτήτων μου, να αποφευχθούν τα κάθε είδους ακούσια λάθη. Ωστόσο, είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν. Η ευθύνη γι’ αυτά βαραίνει τον γράφοντα και μόνο. Όποιος αναγνώστης/τρια εντοπίσει οποιασδήποτε φύσης σφάλματα ή παραλείψεις ή έχει πρόσθετες πληροφορίες, παρακαλούμε να επικοινωνήσει μαζί μου στο info@kastaniotis.com, για να ληφθούν υπόψη σε επόμενη έκδοση.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι από εκείνα τα κομβικά γεγονότα της ιστορίας που όσο και να προσπαθήσει κανείς να τα φέρει στα μέτρα του, στο τέλος θα αποτύχει, κινδυνεύοντας να γελοιοποιηθεί.
Στο αντιδικτατορικό κίνημα συγκρούστηκαν δύο γραμμές. Η μία επιδίωκε την επαναφορά μιας ανάπηρης δημοκρατίας, μιας βελτιωμένης, πιο δημοκρατικής εκδοχής του προδικτατορικού αντικομμουνιστικού αυταρχισμού. Η άλλη μια ριζοσπαστική ανατροπή που θα έθετε τα θεμέλια μιας περαιτέρω επαναστατικής ανόδου στο λαϊκό κίνημα. Ανάμεσα στις δύο στρατηγικές, δεν υπήρχαν πάντα σαφείς διαχωριστικές γραμμές. Η παράνομη δράση των κομμάτων και των οργανώσεων που τις αντιπροσώπευαν, μέσα σε καθεστώς στρατοκρατικής τρομοκρατίας, άλλοτε φανέρωνε ότι υπήρξαν διεισδύσεις της μίας στην άλλη, άλλοτε προσχωρήσεις από τη μία στην άλλη, άλλοτε στιγμές επικράτησης της μίας πάνω στην άλλη. Η ζωντάνια της διαπάλης, οι διαδοχικές αλληλοδιεισδύσεις και οι επηρεασμοί ήταν, ενίοτε, τόσο
εμφανείς, που καμιά «παράταξη» δεν μπορούσε να αναπτύξει τις θέσεις της χωρίς να παίρνει υπόψη, και συχνά να επηρεάζεται από τις θέσεις της άλλης.
Ως προς τη λαϊκή εξέγερση του Πολυτεχνείου η Φωνή του αίματος είναι κατηγορηματική: η δυναμική αλληλεπίδραση των περιστάσεων και ο μαχητικός αυθορμητισμός από τα κάτω επέβαλαν τελικά σε όλες τις αντιδικτατορικές οργανώσεις που δρούσαν στο φοιτητικό κίνημα να συνειδητοποιήσουν και εντέλει να
ανταποκριθούν, μέσα σε λίγες μόνο ώρες, στον ρόλο που τους ανέθεταν τα γεγονότα, κατακτώντας την απαιτούμενη ενότητα στη δράση. Και, ανεξάρτητα από την όποια ετερογονία των στρατηγικών στόχων τους, οι αρχικές από τα πάνω συγκρουσιακές ζυμώσεις μετουσιώθηκαν στην πράξη από αυθόρμητη διάθεση για μία ακόμη κατάληψη με αμφίβολη κατάληξη, σε διαλεκτική δυναμική που, με την καταλυτική επίδραση του ραδιοσταθμού, συνέδεσε το εξεργετικό κάλεσμα των «μέσα» με τις ώριμες εξεγερτικές διαθέσεις των «έξω».
Όσοι και όσες είχαμε την τύχη να ήμασταν κι εμείς εκεί, η συμμετοχή μας στην εξέγερση από το όποιο μετερίζι αποτελεί ακρογωνιαία ανάμνηση ζωής· είτε είμαστε περήφανοι γι’ αυτό είτε ντρεπόμαστε, για τους όποιους λόγους έχουμε να ντρεπόμαστε. Όσο περνούν τα χρόνια και προσπαθούμε να μη θυμόμαστε αυτά που μας βαραίνουν και μας καταθλίβουν, όταν τα τετριμμένα και τα επουσιώδη μάς φαίνονται πιο αβάσταχτα από άλλοτε, όταν αρχίζουμε να ξεχνάμε φυσιογνωμίες και ονόματα και να ζούμε πια με τις απώλειες των δικών μας ανθρώπων και των συνομηλίκων μας, φίλων και συναγωνιστών, που κάποτε διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας, έχουμε ανάγκη, περισσότερο από ποτέ, όχι την επετειακή επιστροφή αλλά τον ουσιαστικό αναστοχασμό με πρώτη ύλη τις αναμνήσεις κι έχοντας κατά νου τις σύγχρονες ανάγκες και αγωνίες μας.
Όποτε καταφεύγουμε αυτοκριτικά στο παρελθόν, ο σκοτεινός θάλαμος της μνήμης μας φωτίζεται. Οι επιχωματώσεις της (από τους καλπονόθους εργολάβους της ιστορικής μνήμης, τις τύψεις ή τους μεροληπτικούς εγωισμούς μας) παραμερίζονται,
και το μυαλό μας γεμίζει από εικόνες και φωνές που μας γυρίζουν πίσω, σε εκείνη τη νύχτα που ο ένοπλος Χάρος θέριζε δίπλα μας άοπλες ζωές.
Και τότε είναι πιθανό να δούμε τον τότε ηθικό εαυτό μας αναστημένο, γαντζωμένο σφιχτά στα κάγκελα της πύλης του Πολυτεχνείου, με τα τανκς απέναντι και τις σφαίρες των άνανδρων δολοφόνων να σφυρίζουν, να ακούσουμε τον νεανικό εαυτό μας να φωνάζει με όλη τη δύναμη των γδαρμένων από τα δακρυγόνα πνευμόνων του. Και αυτόματα, είναι σχεδόν βέβαιο, θα αγαλλιάσουμε, θα κρυφομειδιάσουμε και θα σκεφτούμε: τουλάχιστον ήμουν κι εγώ ανάμεσα στους χιλιάδες που φώναξαν «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία, Λαϊκή Κυριαρχία και Εθνική Ανεξαρτησία», και το εννοούσαν με όλη την ειλικρίνεια της άδολης συνείδησής τους.
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΛΥΚΑΡΗΣ
Σεπτέμβριος 2023
Τι κομίζει αυτό το βιβλίο; Μας το λέει το σχετικό Δελτίο Τύπου των Εκδόσεων Καστανιώτη:
Πολυτεχνείο 1973. Πενήντα χρόνια μετά, 23 συγγενείς νεκρών, 133 τραυματίες, 2 συγγενείς τραυματιών και 25 αυτόπτες μάρτυρες δολοφονιών και τραυματισμών παίρνουν ξανά τον λόγο. Οι ξεχασμένες καταθέσεις τους στα δικαστήρια ζωντανεύουν το μεγαλείο της εξέγερσης μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα, δρόμο τον δρόμο, αλλά και τη δολοφονική καταστολή της από την αστυνομία και τον στρατό, η οποία είχε όλα τα χαρακτηριστικά ατιμώρητων καθεστωτικών εγκλημάτων πολέμου.
Μέσα από την πολυφωνική αφήγηση προσωπικών βιωμάτων, αναδεικνύονται όλες οι συνισταμένες της διαλεκτικής ενός λαϊκού ξεσηκωμού, από τη συνειδητή μάχιμη συμμετοχή μέχρι τη συμπτωματική παρουσία στα διαρκώς μετατοπιζόμενα πεδία των ταυτόχρονων συγκρούσεων. Αποτυπώνονται λεπτομέρειες και στιγμιότυπα, πολύτιμες ψηφίδες της εξέγερσης, αναγκαίες για μια κατά το δυνατόν ολιστική εξιστόρηση της ενιαίας και αδιαίρετης δράσης των «εντός» και των «εκτός» του Πολυτεχνείου εξεγερμένων.
Μέσα από τη φωτιά των φραγμάτων πυρός ξεπροβάλλουν το μέγα πάθος, η επίμονη μαχητικότητα και η συντροφική αλληλεγγύη των ανθρώπων που βρέθηκαν να διαδηλώνουν δίπλα δίπλα, να σώζουν τραυματίες και τελικά να πεθαίνουν ή να τραυματίζονται και οι ίδιοι, χωρίς να ξέρει ο ένας το όνομα του άλλου: στοιχεία που προσέδωσαν στην αυθόρμητη εκκίνηση της φοιτητικής κατάληψης τον χαρακτήρα γνήσιας λαϊκής εξέγερσης.
Η έκταση της φονικής καταστολής επιπλέον τεκμηριώνεται με άκρως απόρρητα αστυνομικά και άλλα έγγραφα από τον «Φάκελο 650» του Γραφείου Εθνικής Ασφάλειας τα οποία αναφέρονται:
– στους «αναγνωρισμένους» από την αστυνομία νεκρούς,
– σε 320 τραυματίες που καταγράφτηκαν σε καταστάσεις νοσοκομείων και κλινικών,
– σε 510 τραυματίες που περιλαμβάνονταν σε καταστάσεις της Ασφάλειας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Άραγε, τούτη η έρευνα του Ιερώνυμου Λύκαρη, έχει ανακαλύψει και αποκαλύψει όλους τους νεκρούς και τραυματίες του Πολυτεχνείου του 1973; Υποψιάζομαι ότι ΟΧΙ και ότι υπάρχει πολύ δουλειά ακόμα για να ολοκληρωθεί. Ο καλός ερευνητής και συγγραφέας είμαι βέβαιος ότι θα συνεχίσει άοκνα αυτήν την μοναχική του διαδρομή για την αποκάλυψη της πλήρους αλήθειας. Γνωρίζω τραυματία του Πολυτεχνείου που ουδέποτε μίλησε γι’ αυτό το θέμα, μένοντας σεμνός στην «θέση» ότι «δεν έκανα τίποτα, έπραξα το καθήκον μου και όσα η δύναμη της νιότης μου και η φωνή της συνείδησής μου μού επέβαλλαν»! Γνωρίζοντας την σεμνότητα του «τραυματισμένου στο Πολυτεχνείο», παρακάλεσα τον φίλο μου Σταύρο και κουμπάρο του να μου γράψει κάτι, για πράγματα που ενδεχομένως έχει ακούσει και μάθει για τούτο το γεγονός του ’73. Μου έστειλε το εξής σύντομο σημείωμα:
«Ο Γ. Σ,, φοιτητής στο μαθηματικό τμήμα της σχολής ΦΜΣ, την Παρασκευή 16 Νοεμ.1973, γύρω στις 23.00, βρισκόταν έξω από το Πολυτεχνείο με μια ομάδα πεντέξι νέων και προσπαθούσαν να ακινητοποιήσουν ένα λεωφορείο, που ως οδόφραγμα θα εμπόδιζε την είσοδο του τανκ στην αυλή. Εκεί δέχτηκε έναν πυροβολισμό που θρυμμάτισε το ένα του γόνατο σε εφτά κομμάτια και πριν προλάβει να προστατευτεί, δέχτηκε σφαίρα και στο άλλο του πόδι. Κάποιος από την ομάδα σκοτώθηκε. Και τους δυο τους μετέφεραν σε κοντινή κλινική, ίσως μαιευτική, επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Μία γιατρός, που είχε γεννηθεί στην Γυάρο, φρόντισε να μεταφερθεί στο ΚΑΤ, από όπου η οργάνωσή του τον φυγάδεψε. Τις 15 Μαρτίου 1974 βρέθηκε στη Στοκχόλμη, φιλοξενούμενος στο σπίτι του Νίκου Τ. και της Ανδριάνας.»
Άρα, υπάρχουν πολλά άγνωστα «γεγονότα του Πολυτεχνείου του 1973», και μακάρι να βρεθεί ένας νέος «Νικόλαος Κασομούλης» να τα εξιστορήσει!…
Η Αλίκη στο στούντιο της εκπομπής «Σήμερα» πριν περίπου 40 χρόνια..
Τούτο το «βιβλιοφιλικό ταξίδι», ας μου επιτραπεί να το αφιερώσω στην μνήμη μιας φίλης και πρωταγωνίστριας στα γεγονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου του 1973, η οποία έφυγε πρόσφατα για το μεγάλο ταξίδι, ούσα σεμνή σε όλα της τα χρόνια, χωρίς να μιλάει για όλα αυτά τα γεγονότα ή για την αντιχουντική δράση της.
Αντιγράφω ένα μικρό κείμενο από το διαδίκτυο, από όπου έμαθα για το «ταξίδι» της:
«Σίγησε η φωνή της Αλίκης Τσιλιχρήστου, δημοσιογράφου της ελληνικής εκπομπής στη σουηδική ραδιοφωνία
Η Αλίκη έφτασε στην Σουηδία ως πολιτικός πρόσφυγας μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Σίγησε η φωνή της Αλίκης!
Μας άφησε χρόνους η Αλίκη Τσιλιχρήστου σε ηλικία 77 χρόνων.
Γνωστή στην παροικία της Σουηδίας ως δημοσιογράφος, από την εποχή που λειτουργούσε καθημερινή ελληνική εκπομπή στην σουηδική ραδιοφωνία, το «Σήμερα» αλλά και με ανταποκρίσεις στο Deutshe Welle και ελληνικές εφημερίδες και περιοδικά (λ.χ.: «Τα Νέα», «ΑΝΤΙ», «Capital.gr», «In.gr» «ΑΥΓΗ», «Ελευθεροτυπία» κτλ.).
Η Αλίκη έφτασε στην Σουηδία ως πολιτικός πρόσφυγας μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, και με σπουδές στην νομική σχολή της Αθήνας, συνεχίζοντας την αντιδικτατόρική της δράση ως την πτώση της χούντας.
Στην Σουηδία συμμετείχε ενεργά στις δράσεις των Ελλήνων της παροικίας, αναδεικνύοντας με εύστοχο, κριτικό λόγο με σωστά ελληνικά, θέματα δημοκρατίας, ισότητας και δικαιωμάτων των γυναικών.
Θερμά συλλυπητήρια στους οικείους της, αναφέρει σε ανάρτησή του ο Ανδρέας Μπούκας.
Δεν είναι μόνον Οι Νεκροί του Πολυτεχνείου που αμφισβητήθηκαν από τα φασιστικά κνώδαλα, αλλά ακόμη και το ότι υπήρξαν Θάνατοι από το Δικτατορικό Καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967! Όταν ή όσο περνούν τα χρόνια και αμβλύνεται η μνήμη. της λήθης τα τερατάκια χορεύουν πυρρίχιους χορούς χαρούμενα διότι πλέον έφτασε ο καιρός τους να παραποιήσουν την ιστορική αλήθεια, να κατασκευάσουν και να επινοήσουν το παρελθόν, και να το φέρουν στα μέτρα τους. Άνθρωποι με ανάστημα πινέζας και πεπλατυσμένη κεφαλή διαφεντεύουν τα πεδία αυτών των εξόχως αλχημικών παρεμβάσεων. Προς τέρψιν της αδηφάγας καταναλωτικής κοινής γνώμης, που είναι έτοιμη να χάψει ό,τι ανόητο τις προσφέρεται, και να το αναγάγει σε μείζον! Τα ΜΜΕ (με ελάχιστες εξαιρέσεις) βαρούν τα όργανα σε τέτοιους χορούς.
Κυκλοφορεί η έξοχη μελέτη του Δημήτρη Βεριώνη με τίτλο: «Θάνατοι στη Χούντα. Δολοφονίες – Αντιδικτατορική Δράση – Ύποπτοι Θάνατοι κατά την περίοδο 1967-197, Δημήτρης Βεριώνης, Εκδ. Τόπος (Μοτίβο Εκδοτική), Αθήνα, Σχήμα 24 Χ 17, σελ. 810». Μελέτη άκρως ενδιαφέρουσα, για τις νεότερες γενιές.
Η Συνοπτική Παρουσίαση έχει ως ακολούθως:
«50 χρόνια μετά την πτώση της χούντας για πρώτη φορά παρουσιάζονται λεπτομερώς όλες οι περιπτώσεις των θανάτων που συνδέθηκαν με το καθεστώς. Θάνατοι λόγω αντιδικτατορικής δράσης, “αυτοκτονίες”, “ατυχήματα”, “ασθένειες”, “εξαφανίσεις”. Θάνατοι συνεπεία κακουχιών από τις εξορίες και πολυάριθμες ακόμα φημολογούμενες περιπτώσεις ανώνυμων και επώνυμων προσώπων παρουσιάζονται αναλυτικά σε αυτή την πολυετή, προσωποκεντρική έρευνα. 247 κατονομασμένες περιπτώσεις θανάτων για τους οποίους ευθυνόταν ή κατηγορήθηκε το καθεστώς και οι κύκλοι του. Πάνω από 250 συνεντεύξεις οικείων προσώπων, 290 φωτογραφίες, άγνωστα ή δημοσιευμένα αρχεία και μαρτυρίες αποτυπώνουν για πρώτη φορά τις ιστορίες των θυμάτων της χούντας, συνολικά και εξατομικευμένα. Η ιστορική αλήθεια αναζητά τις πραγματικές της διαστάσεις μέσα στις ανείπωτες προσωπικές μαρτυρίες και βιώματα, στα “ψιλά γράμματα” και σε όσα αφέθηκαν στη σιωπή. Διερευνώνται υποθέσεις γνωστές ή κρυμμένες στην αφάνεια που περιμένουν να δικαιωθούν από την ιστορική μνήμη. Με την έρευνα αυτή επιστρέφουμε στους ανθρώπους που τους χρωστάει η Ιστορία. Αυτή ήταν η ζωή τους και αυτός ο θάνατός τους.» (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Τα Περιεχόμενα του βιβλίου είναι τα εξής:
Πρόλογος / Ευχαριστίες / Έρευνα / Σκοπός – μέθοδος – πηγές / Περιορισμοί-δυσκολίες της έρευνας / Ο ΣΦΕΑ και η ΠΕΜΕ / Η δικηγόρος Φιλάνθη Ψυρρή / Η αντίσταση κατά της δικτατορίας / Η απρόθυμη Μεταπολίτευση / Οι νεκροί των πρώτων ημερών του πραξικοπήματος / Τα φημολογούμενα θύματα των πρώτων ημερών / Αντιδικτατορική δράση: Οι αναγνωρισμένοι νεκροί του αντιδικτατορικού αγώνα / Οι αποσιωπημένοι νεκροί του βασιλικού αντιπραξικοπήματος / Η εξέγερση της Νομικής, το πρώτο Πολυτεχνείο και οι φήμες για νεκρούς / Η ηρωική εξέγερση του Πολυτεχνείου / Τα τεκμηριωμένα θύματα των γεγονότων του Πολυτεχνείου / Οι θάνατοι μετά το Πολυτεχνείο / Το ζήτημα των φημολογούμενων νεκρών στα γεγονότα του Πολυτεχνείου / Περιπτώσεις μαρτυριών για θανάτους προσώπων χωρίς στοιχεία / Το κράτος εναντίον του κράτους: Ύποπτοι θάνατοι σε αστυνομία και ένοπλες δυνάμεις / Το κράτος εναντίον των εφέδρων: Ύποπτοι θάνατοι στρατιωτών / Το κράτος εναντίον όλων: Ύποπτοι θάνατοι πολιτών, φοιτητών, κληρικών / Θάνατος και εξορία: Θάνατοι πολιτικών κρατουμένων / Περιπτώσεις θανάτων εξόριστων μετά τη δικτατορία / Λανθασμένες καταγραφές θανάτων / Εξαφανίσεις / Λοιπές περιπτώσεις / Το γράμμα της “Ηλέκτρας Παπά” και το βιβλίο του Γιάννη Κάτρη / Αντί επιλόγου / Πηγές / Φωτογραφίες / Γλωσσάρι»
Τούτη η συνδρομή του συγγραφέα, θα αφήσει βαθύ αποτύπωμα για τον ιστορικό του μέλλοντος που θα καταπιαστεί σοβαρά με την μελέτη της Επτάχρονης Δικτατορίας των Συνταγματαρχών 1967-1974 (αμερικανοκίνητης, να μην το ξεχνάμε, και να το θυμούνται οι κάποιοι «δήθεν» αριστεροί που αναζητούν «αμερικανάκια» για αρχηγούς στα κόμματά τους). Ο σύγχρονος αναγνώστης και οι νεολαίοι θα μάθουν για γεγονότα που οι γονείς ή οι παππούδες τους μπορεί να τους τα αφηγήθηκαν εν είδει παραμυθιών… Σε όλη την διάρκεια της μελέτης, η μνήμη μου πήγαινε μισόν αιώνα πίσω, όταν από το μικρό τραντζιστοράκι-ραδιόφωνο, πάλευα να ακούσω Μπι-Μπι-Σι, Ντόιτσε-Βέλε, Φωνή της Αλήθειας και άλλους σταθμούς του εξωτερικού, για να μάθω τι έλεγαν για τα απανωτά εγκλήματα της Χούντας.
Να πω και δυο λόγια για ένα ακόμα βιβλίο: «Τα Οικονομικά της Δικτατορίας 1967-74, Πρακτικά Συνεδρίου για τα 50 χρόνια Μεταπολίτευσης. Εισαγωγή-Επιμέλεια Νίκος Χριστοδουλάκης, Έκδοση: Βουλή των Ελλήνων – Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2024, σχημα 17 Χ 24, σελ. 335». Κατά το Δελτίο Τύπου:
«Ο τόμος «Τα Οικονομικά της Δικτατορίας 1967-74» ενσωματώνει τα πρακτικά Συνεδρίου για τα 50 χρόνια Μεταπολίτευσης. Ο συλλογικός τόμος τον οποίο επιμελήθηκε ο Νίκος Χριστοδουλάκης, Ομότιμος Καθηγητής του ΟΠΑ, αποτελεί κοινή έκδοση της Βουλής των Ελλήνων και του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο συλλογικός τόμος, ιδιαίτερα συνθετικός και διεπιστημονικός, που αφορά το αντικείμενο βασικών οικονομικών πτυχών της Δικτατορίας, αποτελεί αποθετήριο για τους σκαπανείς της έρευνας. Η έκδοσή του φιλοδοξεί να δώσει το έναυσμα για περισσότερη και πιο ποιοτική έρευνα στο αντικείμενο κυρίως από νεότερους επιστήμονες του πεδίου.
Οι αναλύσεις για εκείνη τη δυστοπική περίοδο περιλαμβάνουν συνεισφορές Καθηγητών Πανεπιστημίων και ερευνητών όπως οι Γ. Αλογοσκούφης, Δ. Διακουλάκη, Α. Κακριδής, Γ. Καλογήρου, Π. Καμμάς, Α. Κλάψης, Φ. Κουτεντάκης, Κ. Κωστής, Σ. Λαζαρέτου, Κ. Μποτσίου, Μ. Νικολαλάκης, Γ. Οικονομίδης, Ι. Πεπελάση, Σ. Ριζάς, Β. Σαραντίδης, Δ. Χαραλάμπης και Ν. Χριστοδουλάκης.
Προλογίζουν την έκδοση ο Κ. Τασούλας, Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων και ο Δ. Μπουραντώνης, Πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.»
Μελετώντας τον τόμο, δεν θα έλεγα ότι βγήκα σοφότερος, για το θέμα που πραγματεύεται, αν και οι δημοσιευθείσες έως τα τώρα κριτικές στα διάφορα έντυπα (εφημερίδες κ.λπ.) είναι διθυραμβικές και το εξαίρουν! Ως ακαδημαϊκός όμως δάσκαλος και διάκονος στις αίθουσες των ΑΕΙ των Οικονομικών Επιστημών, περίμενα έναν βιβλίο που θα έτεμνε με «επιστημονικό νυστέρι» την Εφτάχρονη περίοδο της Δικτατορίας, δίνοντας μας ερμηνεία των οικονομικών πεπραγμένων. Τα περισσότερα των «διαλέξεων» μου ήταν οικεία και γνωστά (ίσως λόγω του «επαγγέλματός» μου), και περίμενα να κριτικάρουν οι συγγραφείς σε βάθος το Πολυετές Πρόγραμμα Οικονομικής Αναπτύξεως, που είχε εκδώσει τότε το ΚΕΠΕ σε πολλούς και ογκώδεις τόμους (και θα είχε ενδιαφέρον να γραφούν και τα ονόματα των συντακτών μελετητών εκάστου τόμου – βεβαίως πρόκειται για ανθρώπους που μετά την μεταπολίτευση άσκησαν ακαδημαϊκό έργο και εμφανίστηκαν και ως…«αντιχουντικοί»!).
Και θα είχε ενδιαφέρον, πέρα από την «ποσοτική ανάλυση» να υπήρχε και «ποιοτική ανάλυση», διότι, καθώς έχει πει ο Γέρος της Δημοκρατίας, αείμνηστος Γεώργιος Παπανδρέου: «Οι αριθμοί ευημερούν και ο λαός πεινάει»! Ωραία, να μιλάς και να γράφεις για τους ετήσιους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης ότι προδικτατορικά ξεπερνούσαν το 6,5% κατά την μετεμφυλιακή και προχουντική περίοδο, αλλά όσοι ζούσαν τότε και ήταν παιδιά στην κυριολεξία κυκλοφορούσαν ξυπόλητα και ρακένδυτα, μη χορταίνοντας το φαΐ που τους μοίραζαν στο πλαίσιο της βοήθειας Μάρσαλ (αδιάψευστος μάρτυρα οι εκατοντάδες φωτογραφίες που δημοσιεύονται στο διαδίκτυο για εκείνη την περίοδο).
Και ακόμα, ωραίοι και καλοί οι ρυθμοί ανάπτυξης στον αγροτικό τομέα, αλλά θα είχε ενδιαφέρον να αναφερθούν οι λίμνες που αποξηράνθηκαν, τα υπόγεια νερά που χάθηκαν κ.λπ. για την δήθεν οικονομική ανάπτυξη, και που τα τότε…. οδήγησαν στο σύγχρονο πρόβλημα της «Κλιματικής Κρίσης» και θα πρέπει να χαρατσώνουν τον λαό για να … διορθώσουν τα καλά της τότε ανάπτυξης. Και το ξερίζωμα των ανθρώπων του αγροτικού χώρου και της υπαίθρου είτε προς τα αστικά κέντρα της ημεδαπής είτε στην αλλοδαπή, δεν ήτα απλά «αριθμοί μεταναστευτικών ρευμάτων», αλλά ιδεολογικά κυνηγημένοι που αναζητούσαν καταφύγια σωτηρίας στο ανώνυμο πλήθος των μεγάλων πόλεων και στο εξωτερικό. Θα μπορούσα να γράψω και άλλα, που δεν περιέχονται στις –κατά τα άλλα– τεχνοκρατικά αξιόλογες εισηγήσεις-μελέτες-έρευνες του τόμου. Και οι γαμπροί των υπουργών της δικτατορίας, άραγε, με πόση αντικειμενικότητα μπορούν να γράψουν για τα οικονομικά του καθεστώτος που υπηρέτησαν τα πεθερικά τους (χωρίς ωστόσο να ισχυρίζεται κανείς ότι ευθύνονται και οι ίδιοι), αλλά είναι ένα «θέμα»! Το βιβλίο δίνεται δωρεάν από την Βουλή, για όποιον το αναζητήσει από την αρμόδια υπηρεσία, και υπάρχει ως pdf δωρεάν στο διαδίκτυο.
————
Λόγω ημερών του Πολυτεχνείου, δείτε παλαιότερο κείμενο μου στην ΦΑΡΕΤΡΑ:
Γιώργης Έξαρχος: Βιβλιοφιλικά σημειώματα (7) / “Εγώ… Πολυτεχνείο”
—-