Θέατρο Πολιτισμός

«Όρνιθες» του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία  Άρη Μπινιάρη 

Η υπόθεση: Δυο τυχάρπαστοι αμοραλιστές, αδίστακτοι και δημοκόποι Αθηναίοι πολιτευτές, που μάλλον τους έχουν αποβάλει όλες οι παρατάξεις, ο πανούργος Πεισθέταιρος και το πιστό τσιράκι του, ο Ευελπίδης, δραπετεύουν από την Αθήνα στον ουρανό… για να «την πέσουν» στον αθώο, αγαθιάρικο λαό των πουλιών που ζουν σε έναν παραδείσιο τόπο, επάνω από τα σύννεφα: χωρίς νόμους, χωρίς φόρους, χωρίς τείχη, χωρίς οικονομία και δοτή εξουσία! Με δόλιο σκοπό να τα υποτάξουν και να «αξιοποιήσουν» την παρθένα χώρα τους. Υπόσχονται πρόοδο, ευημερία και… οικονομική ανάπτυξη. Κερδίζουν την εμπιστοσύνη τους, κεντρίζουν τις ελπίδες τους για ένα «καλύτερο αύριο», και αντί αυτών εισάγουν την εξουσιομανία, τη γραφειοκρατία, τη διαφθορά και τον μιλιταρισμό. «Ξαναβαφτίζουν» ύστερα τη χώρα των πουλιών «Νεφελοκοκκυγία», που μπορεί, ίσως, να αποδοθεί στα νεοελληνικά  ως: «Φωλιά του Κούκου στα σύννεφα».

Οι δύο εισβολείς «διαφωτίζουν» τον «καημένο», απαίδευτο λαό των πουλιών, τον «εξανθρωπίζουν», του «ανοίγουν τα μάτια», τον κολακεύουν και τον αποκλείουν από τη φύση, που είναι η μόνη πηγή της δύναμής του֗  χτίζουν τείχη γύρω του για να τον αποκόψουν από τους θεούς και να τον μεταβάλουν σε άβουλο και πειθήνιο όργανό τους. Ο Πεισθέταιρος μένει μόνος πια κυρίαρχος του παιχνιδιού, μιας και ο Ευελπίδης κάπου στη μέση του έργου χάνεται και δεν ξανακούμε πια τίποτε γι’ αυτόν.

Το έργο κανονικά πρέπει να τελειώνει με τα φτωχά πουλιά να παρακολουθούν από μακριά, περίλυπα, την πολυτελή τελετή των γάμων του Πεισθέταιρου με την Βασιλεία, δηλαδή με την δοτή από τον Δία εξουσία.

Στη θρυλική παράσταση των «Ορνίθων» του «Θεάτρου Τέχνης» το καλοκαίρι του 1959 στο «Ηρώδειο» σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν, ο αείμνηστος Κάρολος Κουν είχε δώσει συνειδητά στην παράσταση τη φόρμα ενός  ανοικτού λαϊκού πανηγυριού, με τον θρίαμβο των λαϊκών δυνάμεων και με την επανίδρυση της Δημοκρατίας. Βλέπαμε τα πουλιά ελευθερωμένα, να επικροτούν χαρούμενα, χωρίς επιφυλάξεις τον γάμο του Πεισθέταιρου με την εξουσία.

Είναι όμως, άραγε, πράγματι αυτό το τέλος που δίνει ο Αριστοφάνης στους «Όρνιθες»; Ήδη, το τελευταίο χορικό μας προϊδεάζει για το αντίθετο. Η λύση που επέλεξε ο Κάρολος Κουν ήταν ίσως εκείνη που ανταποκρινόταν στους στυγνούς καιρούς και στην ανάγκη ενός ολόκληρου κόσμου για αναπτέρωση του ηθικού του. Σήμερα όμως;  Σήμερα, περισσότερο από κάθε τι άλλο, ο κόσμος έχει  ανάγκη από ένα θέατρο απόλυτης, γυμνής  αλήθειας.

Πρέπει ωστόσο να πω ότι σε μια άλλη, μεταγενέστερη   παράσταση των Ορνίθων, σε σκηνοθεσία της Χαράς Κανδρεβιώτη, που δεν έτυχε, όμως, ανάλογης προβολής και δημοσιότητας, πράγματι είδαμε στο φινάλε τα πουλιά μαντρωμένα πίσω από κοτετσόσυρμα, να παρακολουθούν θλιμμένα τον γάμο του καινούργιου αφέντη τους με την εξουσία. Σήμερα, βέβαια, δεν θα χρειαζόταν κοτετσόσυρμα, μια οθόνη τηλεόρασης θα ήταν υπεραρκετή.

Για να έρθω στην παράσταση του Άρη Μπινιάρη, στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Στην «χλιαρή», όσον αφορά την μεγάλη ποίηση του Αριστοφάνη, μετάφραση του Τάσου Ρούσου και σε δραματουργική επεξεργασία-διασκευή της Έλενας Τριανταφυλλοπούλου και του σκηνοθέτη. Όταν λέμε δραματουργική επεξεργασία και διασκευή των «Ορνίθων», πρέπει να διευκρινίσουμε ότι  εδώ πρόκειται για ένα εντελώς άλλο έργο στην ουσία, που λίγο μόνο θυμίζει αυτό του Αριστοφάνη. Οι δύο επεξεργαστές – διασκευαστές αυτής της πικρότατης πολιτικής «μαύρης» κωμωδίας, απορρίπτουν την ευφάνταστη πολιτική αλληγορία του Αριστοφάνη,  για να μας μεταφέρουν σε ένα άλλο κλίμα μιας άλλης εποχής. Η παράσταση του Άρη Μπινιάρη στο «ανανεωμένο» και «συγχρονισμένο», υποτίθεται, κείμενο, «θητεύει» στην ανθρωπολογική σχολή και ιδίως  στις μελέτες του εθνολόγου Λέβι Στρος, στα βιβλία του: «Θλιμμένοι τροπικοί» και ο «Μύθος του Αγαθού Άγριου». Όταν οι πρώτοι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι έφθασαν στα απομονωμένα νησιά του Ειρηνικού, ταύτισαν τις κοινωνίες των ιθαγενών με τον «χαμένο παράδεισο» της Βίβλου και τους ιθαγενείς με αθώους πρωτόπλαστους πριν από το «προπατορικό αμάρτημα»! Μέχρι που διαπίστωσαν έκπληκτοι ότι είχαν και εκείνοι πίσω τους έναν μύθο χαμένου παραδείσου!

Έχει δίκιο, άρα, ο Λέβι Στρος, που οι τροπικοί του είναι πάντα θλιμμένοι, και πριν από την έλευση των λευκών και, κυρίως, μετά από αυτήν. Έχει δίκιο ο Αριστοφάνης, που σωστά το προέβλεψε. Και δεν έχουν δίκιο οι επίδοξοι δραματουργοί και διασκευαστές του, όταν κόβουν, ράβουν, αφαιρούν, προσθέτουν αυθαίρετα  κομμάτια, για να  φέρουν το έργο στα δικά τους μέτρα και σταθμά. Βάζοντας  π.χ. τον Προμηθέα να λέει άλλα λόγια και έχοντας εξαλείψει πλήρως το εκρηκτικό φινάλε των γάμων του Πεισθέταιρου με την εξουσία! Αντί για αυτό, η παράσταση τελειώνει με τα πουλιά τρισευτυχισμένα να άδουν κάτω από έναν παραδεισένιο νυχτερινό ουρανό. Το πρώτο μέρος της παράστασης εκτυλίσσεται μέσα σε ένα κλίμα  υστερίας, με τις φωνές των ηθοποιών να αλληλοκαλύπτονται και να αλληλοεξουδερώνονται, σε μια ατμόσφαιρα απροσδιόριστης, θολής μανίας και τρέλας. Το δεύτερο μέρος βγαίνει εντελώς επίπεδο, ισοπεδωμένο, απρόσωπο, άχρωμο και άοσμο σκηνοθετικά. Σαν να εξαντλήθηκε κάθε διαθέσιμη ενέργεια σώματος και πνεύματος.

Οι φωτισμοί-σκοτισμοί του Βαγγέλη Μούντριχα δεν βοηθούσαν ιδιαίτερα. Τα κοστούμια – σκηνικά του Πάρη Μέξη δήλωναν την αμηχανία τους μπροστά σε ένδοξους προγόνους. Οι μάσκες του ίδιου μη λειτουργικές, με εξαίρεση εκείνες των τριών «Θεών» που παρέπεμπαν σε πρότυπα αφρικανικά. Η μουσική και σύνθεση ηχοτοπίων (Αλέξανδρος Δράκος-Κτιστάκης) διέθεταν δικό τους ύφος, αλλά αυτό δεν αρκούσε, σε μια παράσταση  κατά τα άλλα «τονισμένη» επάνω σε ξένες νότες.

Έμεναν οι ηθοποιοί για να βγάλουν  τα «κάστανα από τη φωτιά». Και τι να πρωτοκάνουν; Πού να πρωτοτρέξουν; Αβοήθητοι από τη σκηνοθεσία που για άλλα «ετύρβαζε»: τον εντυπωσιασμό της όψεως.  Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, ο Γιώργος Χρυσοστόμου, ο Κώστας Κορωναίος, ο Στέλιος Ιακωβίδης, η Κωνσταντίνα Τάκαλου, ο Ερρίκος Μηλιάρης, ο Μάριος Παναγιώτου, ο Θανάσης Ισιδώρου, μοιρασμένοι ανάμεσα στα πολλά πρόσωπα – προσωπεία της σκηνοθεσίας, έπαιξαν τίμια, πάλεψαν γενναία και «έπεσαν» υπέρ της τιμής του Ενός Αριστοφάνη.

avgi

……………………

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ