Ο “Σασμός”, μια σειρά 500 επεισοδίων και τριών σεζόν τέλειωσε την περασμένη Δευτέρα, με δύο εκατομμύρια τηλεθεατές να παρακολουθούν το φινάλε της.
Είναι τυχαίο; Δύο εκατομμύρια άνθρωποι, που ίσως δεν πήγαν να ψηφίσουν, κρεμάστηκαν από τις οθόνες της τηλεόρασης δηλώνοντας πιστοί στη σειρά. Γιατί τάχα;
Όταν ξεκίνησε ο “Σασμός” έφερε κάτι το διαφορετικό στην ελληνική τηλεόραση. Ήδη είχαν προηγηθεί οι “Άγριες Μέλισσες” με τεράστια επιτυχία και ο δρόμος ήταν ανοιχτός για την εξερεύνηση της ελληνικής κοινωνίας και των συνεκτικών δεσμών της, της προηγούμενης γενιάς με τις “Μέλισσες”, αλλά και της σημερινής με το “Σασμό”.
Γιατί μπορεί να έγιναν πολλές αλλαγές, καθώς δεθήκαμε και οικονομικά και κοινωνικά στο Άρμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακολουθώντας τις “μοντέρνες” συμπεριφορές, αλλά βαθύτερα ο Έλληνας αναζητά στοιχεία της παλιάς του ταυτότητας, που τον ξεχώριζαν από το σύνολο. Όχι με την έννοια της υπεροχής, αλλά με την έννοια της διαφορετικότητας που χαρακτηρίζει κάθε λαό.
Παρά τις όποιες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, που ήταν έκδηλες και στις δύο σειρές, η ταυτότητα του Έλληνα διαγραφόταν καθαρά. Μήπως αυτήν αναζητά, χαμένος στη σωρεία των αλλαγών, που άλλες τις επιλέγει και άλλες του επιβάλλονται;
Ο”Σασμός” είχε για σκηνικό του, για χώρο του, την Κρήτη. Η Κρήτη, παρά τον υπερτουρισμό που την διακρίνει, κρατά ακόμα γερά τις παραδόσεις της και το γλωσσικό της ιδιώμα. Αυτό το τελευταίο υπήρξε ιδιαίτερα γοητευτικό για τους τηλεθεατές.
Δεύτερο. Διέγραψε ολοζώντανα χαρακτήρες, με τους οποίους ταυτίστηκε ο θεατής. Τρίτο κατέγραψε με επιμονή ιδέες όπως η λεβεντιά, η φιλία, η προσφορά, η συμπαράσταση, η δικαιοσύνη, η συγγνώμη.
Με πυρήνα τον έρωτα δυο νέων, που οι καταστάσεις τους εμποδίζουν να σμίξουν, γιατί μια αιματηρή βεντέτα τους χωρίζει, χτίζονται γύρω τους πρόσωπα και καταστάσεις που παρασύρουν τον θεατή σε μια ιστορία συγκλονιστική, που υφαίνεται αριστουργηματικά στον πρώτο κύκλο, στην πρώτη σεζόν.
Καθώς, όμως, η σειρά έχει καταπληκτική επιτυχία, (ήταν πρώτη σε θεαματικότητα), οι παραγωγοί μπαίνουν στον πειρασμό να τη “λαστιχάρουν”, επιμηκύνοντάς την όλο και περισσότερο. Και, βέβαια, επειδή το σενάριο είναι εκείνο που δένει τα πάντα, όταν χάνεται η δυναμική του, μοιραία αποδυναμώνεται και η όποια σκηνοθετική και ερμηνευτική κατάθεση.
Και εδώ και σκηνοθετικά και ερμηνευτικά τα πράγματα ήταν άριστα.
Με σεναριογράφο την Εμμανουέλα Αλεξίου, σκηνοθέτες τον Κώστα Κωστόπουλο αρχικά και τη Ζωή Φίλιππα στη συνέχεια, με κορυφαία τη Μαρία Τζομπανάκη στο ρόλο της μάνας, (από την Κρήτη η ίδια έπλασε έναν ανεπανάληπτο ρόλο), με τους εξαιρετικούς Όλγα Δαμάνη, Στέλιο Μάινα, Δημήτρη Λάλο, και τους υπόλοιπους ηθοποιούς να μην υπολείπονται στο ελάχιστο απ’ όσους προαναφέρθηκαν, πλάθοντας ο καθένας κι έναν ρόλο τόσο ανθρώπινο, ήταν φυσικό η σειρά να αγαπηθεί.
Αν προσθέσουμε και την εξαιρετική μουσική που υπογράμμιζε τα δρώμενα, (κάποιες φορές με δόση υπερβολής είναι αλήθεια), τότε η σειρά μπήκε στα σπίτια των τηλεθεατών με το σπαθί της. Δεν ήταν πρόχειρη, δεν ήταν φτηνή, με την έννοια της ποιότητας. Αντίθετα.
Αλλά το ότι θυσιάστηκε η δυναμική της για χάρη της εμπορικότητας είναι ένα μείον, που δεν της άξιζε.
Και για όλους αυτούς που στο διαδίκτυο γκρινιάζουν και στοχοποιούν το “Σασμό”, σε μεγάλη κόντρα με άλλους, “οπαδούς” του, γελοιοποιώντας στιγμές από το φινάλε του, θα έπρεπε ίσως να δουν όλα τα επεισόδια, για να εκφράσουν δικαιότερα την άποψή τους.
Σε μια τηλεόραση, που δεν διακρίνεται και για την ποιότητά της, εδώ που τα λέμε, όταν ο “Σασμός” και το “Προξενιό της Ιουλίας” αποτέλεσαν σοβαρές τηλεοπτικές καταθέσεις, πρέπει να είναι κανείς περισσότερο δίκαιος.
…………………………
Οι «Παρενθέσεις» είναι μικρά κείμενα, μικρές πινελιές, σε θέματα πολιτισμού ή ζωής, που φωτίζουν γωνιές από μεγαλύτερα θέματα, λειτουργώντας σαν παρ-εν-θέσεις.
…………………………..