Έντβαρτ Μουνκ, ο ζωγράφος της «Κραυγής» και της υπαρξιακής αγωνίας
Η «Κραυγή»του Έντβαρτ Μουνκ θεωρείται ο διασημότερος πίνακας μετά τη «Μόνα Λίζα» του Ντα Βίντσι. Γιατί; Επειδή, για τους περισσότερους, έγινε σύμβολο της υπαρξιακή αγωνίας, που εκφράζεται στον πίνακα με μοναδική ένταση και μοναδική σύλληψη.
Ο ζωγράφος της, ο Νορβηγός Έντβαρτ Μουνκ, δε φτάνει καθόλου τυχαία στην απόδοση μιας τέτοιας ψυχογραφικής σύλληψης και απόδοσης του θέματος, αφού η ζωή του τον οδηγεί στην αποτύπωση ανάλογων θεμάτων, που τον χαρακτηρίζουν ως καλλιτέχνη.
Γεννημένος στο χωριό Άνταλσμπρουκ της Νορβηγίας, στις 12 Δεκεμβρίου 1863, μεγαλώνει στο Όσλο σε μια οικογένεια που τη διακρίνει από τη μια η καλλιέργεια – ο πατέρας του είναι στρατιωτικός γιατρός και στην πορεία ανώτερος στρατιωτικός υπάλληλος- και από την άλλη η αυστηρή πειθαρχία και το καταπιεστικό θρησκευτικό πνεύμα των απαγορεύσεων, που η παραβίασή τους, κατά τον πατέρα, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην κόλαση.
Χάνοντας στα πέντε του χρόνια τη μητέρα του από φυματίωση, στερημένος από τη στοργή της, μεγαλώνει αυτός και τ’ αδέλφια του κάτω από την προστασία και τη βαριά σκιά του πατέρα, που η στάση του θα προκαλέσει πλήθος συμπλεγμάτων στον νεαρό Έντβαρτ.
Οι σπουδές του στη ζωγραφική αλλά κυρίως η ψυχοσύνθεση και τα βιώματά του, παρόλο που ζει στην εποχή του Μεταϊμπρεσσιονισμού, τον οποίο και διδάσκεται, τον οδηγούν σε άλλους δρόμους, αυτούς του Συμβολισμού και του Εξπρεσιονισμού, του οποίου είναι πρόδρομος.
Οι φιγούρες του αναδίδουν μελαγχολία, απόγνωση -με χαρακτηριστικότερη αποτύπωσή της την «Κραυγή»- και τοποθετούνται μέσα σ’ ένα ζωγραφικό φόντο αποδίδοντας έντονα καταστάσεις του μυαλού και της ψυχής, αντικαθιστώντας τη στατικότητα με μια μοναδική εσωτερική δράση.
Για το πώς εμπνεύστηκε την περίφημη «Κραυγή», 1890, την οποία απέδωσε σε τέσσερις εκδοχές, γράφει στο ημερολόγιό του:
Περπατούσα σ’ ένα μονοπάτι με δυο φίλους – ο ήλιος έπεφτε – ξαφνικά ο ουρανός έγινε κόκκινος σαν αίμα – σταμάτησα, νιώθοντας εξαντλημένος, και στηρίχτηκα στο φράχτη – αίμα και γλώσσες φωτιάς πάνω από το μαύρο-μπλε φιόρδ και την πόλη – οι φίλοι μου προχώρησαν, κι εγώ έμεινα εκεί τρέμοντας από την αγωνία – κι ένιωσα ένα ατέλειωτο ουρλιαχτό να διαπερνά τη φύση.
Καλεσμένος το 1892 από την Ένωση Καλλιτεχνών στο Βερολίνο, που αποτελεί τότε το Κέντρο των Γραμμάτων και των Τεχνών, εκθέτει προκαλώντας αντικρουόμενα σχόλια.
Εκεί, πέρα από την περιρρέουσα καλλιτεχνική ατμόσφαιρα, έρχεται σε επαφή με μεγάλες προσωπικότητες, όπως ο Αύγουστος Στρίνμπεργκ, του οποίου κάνει και το πορτρέτο. Διάσημο πορτρέτο φοβερής εσωτερικής έντασης κι αυτό του Φρειδερίκου Νίτσε. Απελευθερωμένος από τη σκιά του πατέρα, τουλάχιστον τυπικά, ζει εκεί μια ζωή κόντρα στο παρελθόν του, όπου το αλκοόλ κι ο ελεύθερος έρωτας – φοβάται να κάνει οικογένεια, την οποία έχει ταυτίσει με το θάνατο, την αρρώστια και τις απαγορεύσεις- τον οδηγούν μετά από χρόνια σε νευρολογική κλινική, όπου νοσηλεύεται.
Ο ερχομός του Ναζισμού στη Γερμανία θα χαρακτηρίσει την τέχνη του εκφυλισμένη, αφαιρώντας τα έργα του από τα μουσεία και αναγκάζοντας τον ίδιο να επιστρέψει βαθιά πληγωμένος, γιατί είχε αγαπήσει το Βερολίνο, στο Όσλο.
Ζει απομονωμένος δουλεύοντας στο εργαστήριό του. Πεθαίνει στα 80 του χρόνια, στις 23 Ιανουαρίου του 1944.
Παρόλο που και άλλα έργα του, όπως η περίφημη «Μαντόνα» -συνδυασμός της εκρηκτικής γυναικείας σεξουαλικότητας με τη μητρότητα αλλά και τον πόνο, σωματικό και ψυχικό- ή η «Μελαγχολία», θεωρούνται κορυφαία, η «Κραυγή» έχει ταυτιστεί με τον Μουνκ, αποτελώντας την προμετωπίδα της τέχνης του.
………………….
Οι «Παρενθέσεις» είναι μικρά κείμενα, μικρές πινελιές σε θέματα πολιτισμού ή ζωής, που φωτίζουν γωνιές από μεγαλύτερα θέματα, λειτουργώντας σαν παρ-εν-θέσεις.
……………………