Ισχυρό ράπισμα από το ICOMOS για το ανάκτορο (;) στις Αιγές (;) / γράφει ο Άλκης Κόκκινος
Αμφισβητεί όχι μόνο την ποιότητα του ίδιου του αναστηλωτικού έργου αλλά και την ίδια την ερμηνεία ότι πρόκειται για το ανάκτορο του Φιλίππου
Με ένα δελτίο-κόλαφο για τους ισχυρισμούς του υπουργείου Πολιτισμού και της αρχαιολόγου Αγγελικής Κοτταρίδη σχετικά με το αναστηλωτικό έργο στην Βεργίνα, παρεμβαίνει το ελληνικό τμήμα του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS).
Στο από 3 Μαρτίου δελτίο τύπου του, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Το ανάκτορο (;) του Φιλίππου Β’(;) στις Αιγές (;)», αμφισβητεί όχι μόνο την ποιότητα του ίδιου του αναστηλωτικού έργου που εγκαινιάστηκε με διθυράμβους από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στις αρχές του περασμένου Ιανουαρίου αλλά και την ίδια την ερμηνεία που έχει δοθεί για το κτίριο, ότι πρόκειται δηλαδή για το ανάκτορο του Φιλίππου.
Κακοποίηση του μνημείου, ημιτελές έργο, πολιτική εκμετάλλευση
Συγκεκριμένα, στην μακροσκελή ανακοίνωσή του το ελληνικό ICOMOS κάνει λόγο για κακοποίηση του μνημείου, ενώ στηλιτεύει το εξαιρετικά υψηλό κόστος του έργου, που υπερέβη τα 20.000.000 ευρώ και κατά την εκτίμησή του «δεν αντιστοιχεί στο επιστημονικό αποτέλεσμα». Και τούτο διότι, όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση, η αναστήλωση περιλαμβάνει ανεπίτρεπτα μεγάλο ποσοστό νέου υλικού, ενώ παρατηρούνται τεχνικές αστοχίες, όπως το ότι λιμνάζουν τα όμβρια ύδατα. Κατά το ICOMOS οι κακοτεχνίες «μπορούν να εξηγηθούν, σε ένα βαθμό, από το γεγονός ότι το έργο διεκπεραιώθηκε από μηχανικούς χωρίς αναστηλωτικές περγαμηνές», παρατήρηση που αναμφίβολα γεννά ερωτήματα για τον τρόπο και τις διαδικασίες που επελέγησαν για την ανάθεση των εργασιών.
Το ICOMOS κάνει ακόμη λόγο για έργο που δεν έχει καν αποπερατωθεί «και είναι φανερό ότι εγκαινιάστηκε εσπευσμένα, επειδή η υπεύθυνη του έργου [σημ. η Αγγελική Κοτταρίδη] έβγαινε στη σύνταξη(;)». Τα αποτέλεσμα πάντως αυτής της βιασύνης απόδοσης στο κοινό ενός ημιτελούς έργου (λ.χ. πρόσβαση στο μνημείο απαγορευτική για ΑΜΕΑ και ηλικιωμένους, «λασπόλουτρο» και «πατινάζ» μετά από βροχή στον χωματόδρομο προσέγγισης στο χώρο, ασαφής διαδρομή του κοινού που δυσχεραίνεται επιπλέον από κατώφλια και στυλοβάτες σημαντικού ύψους), δεν είναι μόνο το ICOMOS που τα επισημαίνει.
Αιγές: Ανηφορίζοντας για μια ακόμη φορά στο Ανάκτορο του Φιλίππου
Είναι δεκάδες οι επισκέπτες του χώρου που έχουν δημόσια εκφράσει τις σχετικές τους διαμαρτυρίες. Δεν είναι, άλλωστε, λίγα τα ατυχήματα που έχουν σημειωθεί στους μόλις δύο μήνες λειτουργίας του χώρου ως επισκέψιμου, ενώ η ίδια η Εφορεία Αρχαιοτήτων έχει υποχρεωθεί να αναρτήσει στις 9 Φεβρουαρίου ανακοίνωση με τίτλο «Επισκεπτόμαστε με ασφάλεια το Ανάκτορο των Αιγών» , η οποία ξεκινά με την φράση «εισέρχεστε με δική σας ευθύνη» (sic!).
Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, το ελληνικό ICOMOS κατηγορεί το υπουργείο Πολιτισμού για βλέψεις πολιτικής «αξιοποίησης» του έργου, που το οδηγούν σε παραποίηση των ιστορικών και αρχαιολογικών δεδομένων «αποδίδοντας αυθαίρετα στο μνημείο χρήσεις και ιδιότητες που δεν αντέχουν σε επιστημονικό έλεγχο».
Για την πολιτική, αλλά και την οικονομική, αξιοποίηση/εκμετάλλευση του έργου δεν υπάρχει καλύτερη επιβεβαίωση από τη τοποθέτηση του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη, που κατά τα εγκαίνια μίλησε για έργο που «έχει πολιτιστικό και εθνικό χαρακτήρα διότι επιβεβαιώνει την ελληνική διαχρονικότητα της Μακεδονίας στο βάθος των αιώνων και μετατρέπει την περιοχή σας σε έναν πολιτιστικό πόλο, τολμώ να πω παγκόσμιας εμβέλειας».
Λανθασμένη η χρονολόγηση στα χρόνια του Φιλίππου Β’
Σοβαρά, ωστόσο, είναι και τα αναλυτικά στοιχεία που επικαλείται στην ανακοίνωσή του το ICOMOS για να τεκμηριώσει την άποψή του περί παραποίησης των ιστορικών και αρχαιολογικών δεδομένων. Συγκεκριμένα, επικαλείται τα πορίσματα σειράς επιστημόνων (Κ. Ρωμαίος, Γ. Μπακαλάκης, Μ. Ανδρόνικος, Ν. Μουτσόπουλος, Χ. Μακαρόνας) που έχουν χρονολογήσει το κτίσμα στο πρώτο μισό του 3ου αιώνα π.Χ., στα χρόνια δηλαδή της βασιλείας του Αντίγονου Γονατά ή στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ., στα χρόνια του Κασσάνδρου, σε κάθε περίπτωση στα χρόνια των επιγόνων του Αλέξανδρου, ενώ ανασκευάζει ως λανθασμένη την χρονολόγησή του στα χρόνια του Φιλίππου Β’ (μέσα 4ου αι.), την οποία υποστηρίζει η Αγγελική Κοτταρίδη και αποδέχεται το υπουργείο Πολιτισμού.
Η τοποθέτηση αυτή φέρνει εκ νέου στο προσκήνιο μια σοβαρή επιστημονική διαφωνία που υποφώσκει από δεκαετίες, με το μεγαλύτερο μέρος της επιστημονικής κοινότητας, όχι μόνο των παλαιότερων γενεών, αλλά και των σημερινών, να μην συμμερίζεται τις απόψεις της Αγγελικής Κοτταρίδη. Η διαφωνία αυτή δεν είναι, βέβαια, άνευ σημασίας για τη θέμα της αναστήλωσης του κτίσματος που θεωρήθηκε «ανάκτορο του Φιλίππου Β’». Αν το ICOMOS και η υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα έχουν δίκιο, το κτίριο που αναστηλώθηκε προφανώς δεν μπορεί να είναι ανάκτορο του Φιλίππου Β’.
Εστιατόριο (!) και όχι ανάκτορο
Ωστόσο, οι επισημάνσεις του ICOMOS δεν σταματούν ούτε σε αυτό το σημείο. Εκτιμά πως ο παραλληλισμός που έχει επιχειρηθεί (με μόνο στόχο τον εντυπωσιασμό) του κτίσματος στην Βεργίνα με τον Παρθενώνα ή άλλα κτίρια της κλασικής Αθήνας που στέγαζαν δημόσιες λειτουργίες είναι παντελώς άστοχος. Όχι μόνο διότι κατασκευαστικά δεν έχει καμία πολυτέλεια, καθώς είναι κατασκευασμένο από κακής ποιότητας πωρόλιθους και ωμές πλίνθους, αλλά και διότι λειτουργίες όπως αυτές μιας δημοκρατικής πόλης-κράτους δεν μπορούν να νοηθούν για ένα βασίλειο, όπως ήταν η Μακεδονία.
Πέραν τούτου, σημειώνει το ICOMOS, «δεν θα μπορούσε να αποτελεί τη διοικητική έδρα του Φιλίππου Β΄, εφόσον η πρωτεύουσα του βασιλείου ήταν η Πέλλα, κάτι το οποίο το Υπουργείο Πολιτισμού φτάνει να αποσιωπά, διότι δεν εξυπηρετεί το αφήγημα της Βεργίνας-“Αιγών”».
Κατά το ICOMOS «τα αρχιτεκτονικά δεδομένα του κτηρίου, τα οποία περιλαμβάνουν αποκλειστικά ανδρώνες, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα εστιατόριον, ένα κτήριο δηλαδή στο οποίο πραγματοποιούνταν πολυπληθή εορταστικά συμπόσια». Ανασκευάζει, επιπλέον, ένα προς ένα τα υποστηριζόμενα από το υπουργείο Πολιτισμού περί αρχετυπικού κτηρίου, περί «του μεγαλύτερου μνημείου στον ελλαδικό χώρο», περί ενδεχόμενης απόδοσης του σχεδιασμού του κτηρίου της Βεργίνας στον αρχιτέκτονα Πύθεο κ.ο.κ., ενώ στην κατακλείδα της ανακοίνωσής του σημειώνει: «Το δήθεν ανάκτορο της Βεργίνας, που κατά το Υπουργείο Πολιτισμού υπερτερεί του Παρθενώνα, προπαγανδίζει πάνω σε μυθεύματα, αβάσιμες ερμηνείες και κοπτορραπτική των δεδομένων, την υλοποίηση ενός δήθεν μεγαλειώδους αναστηλωτικού εγχειρήματος με εθνική σημασία, δεν κατορθώνει, όμως, να συγκαλύψει την πραγματικότητα αυτού του πανάκριβου και ημιτελούς έργου και του συνόλου των θεμελιωδών προβλημάτων του αφηγήματος της Βεργίνας».
Η ανακοίνωση-κόλαφος του ICOMOS έρχεται να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα στο υπουργείο Πολιτισμού και θα υποχρεώσει τόσο την πολιτική του ηγεσία όσο και την Αγγελική Κοτταρίδη να τοποθετηθούν. Ενδεχομένως να δρομολογήσει και μιαν ευρύτερη συζήτηση της επιστημονικής κοινότητας, που στο συγκεκριμένο ζήτημα παραμένει έως τώρα βουβή, ενώ είναι γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ πως τα αρνητικά και καυστικά σχόλια για την επιχείρηση «Βεργίνα-Αιγές» δίνουν και παίρνουν.
Το πέπλο της σιωπής, υπό τον φόβο της κατηγορίας περί… ζηλοφθονίας, δεν εξυπηρετεί ούτε την επιστήμη ούτε την εικόνα της χώρας ούτε τους αδαείς επισκέπτες, Έλληνες και ξένους, που θα συρρεύσουν στην Βεργίνα στο μέλλον. Ίσως ήρθε η ώρα να παραμεριστεί.
…………………………………..
Ολόκληρη η ανακοίνωση του ICOMOS
Αθήνα, 3 Μαρτίου 2024
ICOMOS
ΕΛΛΗΝΙΚHΕΘΝΙΚΗΕΠΙΤΡΟΠΗ– HELLENICΝΑΤΙΟΝΑLCOMMITTEE – COMITÉ NATIONALHELLENIQUE
Πειραιώς 73, 10553 Αθήνα. Τηλ.: (+30)2103244821 www.icomoshellenic.gricomoshellenic@gmail.com
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Το ανάκτορο (;) του Φιλίππου Β’(;) στις Αιγές (;)
Το Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS) παρακολουθεί τα Δελτία Τύπου του Υπουργείου Πολιτισμού, καθώς και τις ανακοινώσεις και δηλώσεις της Υπουργού Πολιτισμού και της τέως Προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας, σχετικά με την αποπεράτωση του έργου αναστήλωσης του «ανακτόρου» της Βεργίνας.
Το Υπουργείο Πολιτισμού χαρακτηρίζει την επέμβαση ως «μεγάλο τεχνικό έργο». O χαρακτηρισμός αναφέρεται, μάλλον στο κόστος, που ήταν πράγματι πολύ μεγάλο, καθώς υπερέβη τα είκοσι εκατομμύρια ευρώ, ποσόν που ασφαλώς δεν αντιστοιχεί τουλάχιστον στο επιστημονικό αποτέλεσμα. Ως αναστηλωτική πρόκληση, μόνο «μεγάλο» δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, αφού η αναστήλωση περιλαμβάνει ανεπίτρεπτα μεγάλο ποσοστό νέου υλικού, κυρίως τραβερτίνη (αντί του αρχαίου πωρολίθου) και τσιμέντου με πρόσμικτα. Σε μεγάλο μέρος οι τοίχοι έχουν αποκατασταθεί με νέο υλικό επάνω από τη θεμελίωση, αποκαθιστώντας τις κατώτατες στρώσεις των τοίχων, καθώς τα υπερκείμενα τμήματα στην αρχική κατασκευή ήταν από ωμές πλίνθους. Αντίστοιχες εργασίες έγιναν και σε κίονες.
Τεχνικές αστοχίες στην επέμβαση γίνονται ήδη εμφανείς, καθώς τα όμβρια ύδατα λιμνάζουν πάνω σε δάπεδα των ανδρώνων και του περίστωου, όπου έχουν μπει τσιμέντα, τα οποία η τέως έφορος Ημαθίας τα παραλλήλισε με τα τσιμέντα που μπήκαν στην Ακρόπολη των Αθηνών, «για τα οποία κάποιοι κάνουν φασαρίες». Συνακολούθως, η διατήρηση μιας τεράστιας βελανιδιάς μέσα σε ανδρώνα με βοτσαλωτό δάπεδο, είναι εξαιρετικά επιζήμια για το μνημείο, καθώς οι ρίζες της θα συνεχίσουν να λειτουργούν καταστροφικά, δοθέντος ότι το δένδρο συνεχώς θα μεγαλώνει. Φαίνεται, μάλιστα, ότι δεν υπάρχει πρόθεση κοπής της βελανιδιάς, καθώς έχει οριοθετηθεί ο χώρος γύρω από αυτήν, για την περαιτέρω ανάπτυξή της. Οι κακοτεχνίες, βεβαίως, μπορούν να εξηγηθούν, σε ένα βαθμό, από το γεγονός ότι το έργο διεκπεραιώθηκε από μηχανικούς χωρίς αναστηλωτικές περγαμηνές.
Παρά την εγκαινίαση, το έργο δεν έχει αποπερατωθεί και είναι φανερό ότι εγκαινιάστηκε εσπευσμένα, επειδή η υπεύθυνη του έργου έβγαινε στη σύνταξη(;). Ως εκ τούτου, η πρόσβαση στο μνημείο είναι απαγορευτική για ΑΜΕΑ, ηλικιωμένους και παιδικά καροτσάκια, ενώ όταν έχει βρέξει η προσέγγιση του μνημείου περιλαμβάνει «λασπόλουτρο» και «πατινάζ» στο χωματόδρομο. Ακόμη, η διαδρομή του κοινού δεν είναι σαφώς καθορισμένη και οριοθετημένη, και δυσχεραίνεται από κατώφλια και στυλοβάτες σημαντικού ύψους, τα οποία οι επισκέπτες πρέπει να δρασκελίζουν για να κυκλοφορήσουν.
Ανάλογης ποιότητας είναι και η συνέντευξη της τέως εφόρου Ημαθίας στο κρατικό κανάλι, όπως και η ξενάγησή της με ντουντούκα (υπάρχει στο διαδίκτυο), που χαρακτηρίζονται από μίξη δεδομένων και επινοήσεών της. Φαίνεται, μάλιστα, να αγνοεί τη σχετική ορολογία. Για παράδειγμα, χαρακτηρίζει υποτομές λίθων (σκοτίες) σαν «σκαλοπατάκια», μολονότι τα σκαλοπάτια έχουν το «πάτημα» οριζόντιο και το «ρίχτι» κατακόρυφο και όχι αντιστρόφως.
Σαν να μην έφτανε η κακοποίηση του ίδιου του μνημείου, το Υπουργείο Πολιτισμού, αποβλέποντας στην πολιτική «αξιοποίηση» του έργου, παραποιεί τα ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα, αποδίδοντας αυθαίρετα στο μνημείο χρήσεις και ιδιότητες που δεν αντέχουν σε επιστημονικό έλεγχο. Λόγω της σοβαρότητας του θέματος, παραθέτουμε τα αρχαιολογικά και ιστορικά τεκμήρια που αποδεικνύουν ως έωλες τις απόψεις, που προβλήθηκαν με την ευκαιρία των εγκαινίων.
1) Η ανέγερσή του μνημείου αποδίδεται από το Υπουργείο Πολιτισμού στον Φίλιππο Β΄. Ωστόσο, χρονολόγηση του κτηρίου στο διάστημα 350-336 π.Χ. και συσχετισμός του με τον Φίλιππο Β΄, δεν ευσταθούν. Ας εξετάσουμε τα πράγματα με τη σειρά: Το κτήριο αυτό, μετά την πρώτη έρευνα του 1861 από τον L. Heuzey (και όχι 1865 όπως αναφέρεται σε επίσημες ανακοινώσεις), ήλθε στο φως ως αποτέλεσμα μακροχρόνιας συστηματικής έρευνας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (όπως και το σύνολο των άλλων μνημείων της Βεργίνας) και όχι του Υπουργείου Πολιτισμού, το οποίο επενέβη στην ανασκαφή του Πανεπιστημίου, το απομάκρυνε και δεν συνεργάστηκε μαζί του, ώστε να λάβει τεχνογνωσία και να ωφεληθεί από την εμπλοκή των κορυφαίων ειδικών του στο εν λόγω έργο, διότι αυτοί μάλλον δεν θα υιοθετούσαν απόψεις άνευ επιστημονικής βάσης.
Οι επιστήμονες που επί χρόνια ανέσκαψαν και αποκάλυψαν το κτήριο, καθηγητές Κ. Ρωμαίος, Γ. Μπακαλάκης, Μ. Ανδρόνικος, Ν. Μουτσόπουλος, και ο Έφορος Αρχαιοτήτων Χ. Μακαρόνας, βασισμένοι στα αρχιτεκτονικά του στοιχεία, κυρίως στα κιονόκρανα, αλλά και σε νόμισμα Λυσιμάχου, που βρέθηκε στη θεμελίωση του ανατολικού τμήματος και χρονολογήθηκε από τη νομισματολόγο Ειρήνη Βαρούχα-Χριστοδουλοπούλου στα 306-281 π.Χ., το χρονολόγησαν στο πρώτο μισό του 3ου αι. π.Χ. και συγκεκριμένα στα χρόνια της βασιλείας του Αντιγόνου Γονατά, που βασίλεψε μετά το 274 π.Χ.
Αργότερα, ο Χ. Μακαρόνας, ανασκαφέας της Πέλλας, βρήκε ότι κέραμοι στέγης από τις πολυτελείς οικίες «του Διονύσου» και «της αρπαγής της Ελένης» της Πέλλας ήταν σφραγισμένες με την ίδια σφραγίδα που είχαν σφραγιστεί και κέραμοι του κτηρίου της Βεργίνας, ενώ και τα ανθέμια των ηγεμόνων κεράμων της Βεργίνας ήταν παραπλήσια με των δύο πολυτελών οικιών της Πέλλας. Οι δύο οικίες της Πέλλας χρονολογούνται με βεβαιότητα από κεραμικά και νομισματικά ευρήματα, που βρέθηκαν στο υπόστρωμα των ψηφιδωτών τους δαπέδων, στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. και εξής, οδηγώντας στα χρόνια του Κασσάνδρου. Με αυτό το δεδομένο, οι Χ. Μακαρόνας και Μ. Ανδρόνικος θεώρησαν ότι το κτήριο της Βεργίνας χρονολογείται στην εποχή του Κασσάνδρου. Αυτήν την άποψη υιοθέτησε αργότερα και ο νομισματολόγος Ι. Τουράτσογλου.
Η Α. Κοτταρίδη, λαμβάνοντας υπόψη την άποψη του W. Hoepfner, συγκρίνοντας τα κιονόκρανα του κτηρίου τη Βεργίνας με κιονόκρανα επιλεγμένων κτηρίων που χρονολογούνται περί τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. (ναός Αλέας Αθηνάς, πώρινος ναός Προναίας Δελφών, θόλος Επιδαύρου και μαυσωλείο Αλικαρνασσού), το χρονολόγησε στην εποχή του Φιλίππου Β΄. Ένα άλλο επιχείρημα, στο οποίο βάσισε αυτήν τη χρονολόγηση, ήταν η αντιπαραβολή φυτικών διακοσμητικών θεμάτων από το ψηφιδωτό του «ανακτόρου» με διακοσμητικά θέματα κτερισμάτων του Τάφου ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας, του λεγόμενου τάφου του Φιλίππου Β΄. Ωστόσο, παραλείφθηκε η σύγκριση των κιονοκράνων του «ανακτόρου» της Βεργίνας με κιονόκρανα κτηρίων των οποίων η χρονολόγηση δεν εξυπηρετεί τις θέσεις της, συγγενεύουν, όμως, σε μεγαλύτερο βαθμό μορφολογικά, όπως είναι αυτά του ναού του Διός στη Νεμέα, η χρονολόγηση του οποίου τοποθετείται μετά το 330-320 π.Χ. Επίσης, η χρονολογική αξιοποίηση των ομοιοτήτων της φυτικής διακόσμησης ψηφιδωτού του «ανακτόρου» με ανάλογη ευρημάτων του Τάφου ΙΙ, οδηγεί σε επιβεβαίωση της χρονολόγησης του «ανακτόρου», μετά το 317 π.Χ., δεδομένου ότι είναι, πλέον, ευρέως αποδεκτό ότι ο Τάφος ΙΙ χρονολογείται οπωσδήποτε μετά το 317 π.Χ. και άρα δεν είναι ο τάφος του Φιλίππου Β΄. Το Υπουργείο Πολιτισμού φαίνεται να μη λαμβάνει υπόψη τη δημοσίευση σχετικής μελέτης, από το 2007, όπου αποδεικνύεται ότι ο Τάφος ΙΙ κτίστηκε μετά το 317 π.Χ. (S. Rotroff, ReviewofDrougou, Τα πήλινα αγγεία της Μ. Τούμπας, AmericanJournalofArchaeology 111.4, 2007, 809-810). Αξίζει, με την ευκαιρία, να σημειωθεί ότι η ανασκαφή της τούμπας της Βεργίνας δεν έχει ολοκληρωθεί, εφόσον, για παράδειγμα, δεν έχουν ανασκαφεί σε βάθος θεμελιώσεως κανένα από τα κτίσματα. Οι τάφροι θεμελιώσεων των κτηρίων περιλαμβάνονται στους πλέον έγκριτους μάρτυρες χρονολόγησης και τυχόν ανασκαφή τους μάλλον θα απορρίψει και με νέα στοιχεία το αφήγημα περί βασιλικών τάφων.
2) Το κτήριο ερμηνεύεται από το Υπουργείο Πολιτισμού ως ανάκτορο, πρυτανείο, διοικητική έδρα του Φιλίππου Β΄, ιερό, δικαστήριο, πολιτική αγορά, πινακοθήκη, μητρώο, βιβλιοθήκη, χώρος συνελεύσεων κ.ά. Τα πάντα σε ένα, όπως αναφέρθηκε, και όχι ένα εδώ κι άλλο εκεί, όπως στην Αθήνα. Παραλληλίζεται, συνακολούθως, με κτήρια της κλασικής Αθήνας (Παρθενών, Αγορά των Αθηνών, Ποικίλη στοά, Βασίλειος στοά, στοά του Αττάλου κ.ο.κ.), ώστε να συνδεθεί μαζί τους χρονολογικά και ποιοτικά, χωρίς στην πραγματικότητα να έχει οποιαδήποτε σχέση με αυτά. Αποβλέποντας στον εντυπωσιασμό φτάνει να αντιπαραβάλλεται με τον Παρθενώνα και βρίσκεται να υπερτερεί αυτού σε μέγεθος και σημασία, ενώ επρόκειτο για μια κατασκευή από ευτελή υλικά, κυρίως από κακής ποιότητας πωρολίθους και ωμές πλίνθους. Μάλιστα τα μεγάλα κενά των πωρολίθων είχαν καλυφθεί με βύσματα, τα οποία εν συνεχεία απεκρύβησαν, κατά την αρχαιότητα, από επιχρίσματα. Παρόλα αυτά, τα υλικά αυτά χαρακτηρίζονται από το Υπουργείο Πολιτισμού ως «πολυτελή», ενώ φειδωλή είναι η χρήση μαρμάρου σε κατώφλια. Δεν υπάρχουν στοιχεία υψηλής τέχνης, που είναι απαράμιλλη στον Παρθενώνα. Επίσης, του αποδίδονται λειτουργίες της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, π.χ. λειτουργίες Πρυτανείου, πολιτικής αγοράς, ανοιχτών δικαστικών διαδικασιών κ.λ.π., οι οποίες εντούτοις χαρακτηρίζουν τις δημοκρατικές πόλεις-κράτη και όχι τη Μακεδονία που ήταν βασίλειο, όπου ο βασιλιάς είχε απόλυτη εξουσία και οι υπήκοοι δεν μετείχαν στα κοινά. Δεν θα μπορούσε, επιπλέον, να αποτελεί τη διοικητική έδρα του Φιλίππου Β΄, εφόσον η πρωτεύουσα του βασιλείου ήταν η Πέλλα, κάτι το οποίο το Υπουργείο Πολιτισμού φτάνει να αποσιωπά, διότι δεν εξυπηρετεί το αφήγημα της Βεργίνας-«Αιγών».
Η ερμηνεία του υπόψη κτηρίου ως ανακτόρου δεν υποστηρίζεται από τα ερείπιά του, τα οποία είναι πολυάριθμοι ευρύχωροι ανδρώνες (αίθουσες συμποσίων), με τους προθαλάμους και τους χώρους εξυπηρέτησής τους, οι οποίοι αναπτύσσονται γύρω από μια περίστυλη αυλή, και δεν υπάρχουν χώροι με άλλη λειτουργία. Ο υποτιθέμενος δεύτερος όροφος, στον οποίο θα βρίσκονταν οι χώροι διοίκησης, δεν τεκμηριώνεται από τα ευρήματα. Μολονότι στα ανάκτορα κατοικεί ο άναξ, η Α. Κοτταρίδη, λόγω έλλειψης τεκμηρίων που αντιστοιχούν σε χώρους κατοικίας, διατύπωσε την ευφάνταστη θεωρία ότι η κατοικία του άνακτος ήταν αλλού και εξ αυτού συνέκρινε το κτήριο αυτό με το κτήριο Μαξίμου, όπου παρομοίως δεν κατοικεί ο πρωθυπουργός της χώρας!
Οι βάσεις των πώρινων πεσσών στη νοτιοανατολική πλευρά του οικοδομήματος, σε μη κεντροβαρικό σημείο, ενδεχομένως προορίζονταν για τη στήριξη μικρής ξύλινης κλίμακας επίσκεψης της στέγης. Δεν υπάρχουν κλιμακοστάσια πρόσβασης σε ανώτερο όροφο. Σε ένα ανάκτορο, μάλιστα πολυτελές, τα κλιμακοστάσια προς τον όροφο θα ήταν ωσαύτως πολυτελή, ευμεγέθη, προφανώς μαρμάρινα (όπως τα κατώφλια του κτηρίου), σε κεντρικά και εμφανή σημεία, οδηγώντας στους χώρους κατοικίας του βασιλέως, τους χώρους διοίκησης και τους χώρους όπου ο βασιλεύς υποδεχόταν τους υψηλούς επισκέπτες.
Τα αρχιτεκτονικά δεδομένα του κτηρίου, τα οποία περιλαμβάνουν αποκλειστικά ανδρώνες, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα εστιατόριον, ένα κτήριο δηλαδή στο οποίο πραγματοποιούνταν πολυπληθή εορταστικά συμπόσια, που τελούνταν στο πλαίσιο της λατρείας και του εορτασμού κάποιου ιερού, το οποίο δεν μπορεί να βρίσκεται μακριά.
Επίσης, ουδέν αρχετυπικό ή πρότυπο στοιχείο παρουσιάζει το κτήριο, όπως υποστηρίζει το Υπουργείο Πολιτισμού, καθώς η διάταξη χώρων γύρω από περίστυλη αυλή, απαντά στη δημόσια και στη συνέχεια στην ιδιωτική αρχιτεκτονική από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ., και πρωτοεμφανίζεται ειδικά σε χώρους ανδρώνων, που βλέπουν προς το τετράστωο και στη συνέχεια σε ιδιωτικές οικίες προγενέστερες της βασιλείας του Φιλίππου Β΄, π.χ. στην Όλυνθο.
Χαρακτηρίστηκε επίσης, στις ανακοινώσεις του Υπουργείου Πολιτισμού, ως «το μεγαλύτερο μνημείο στον ελλαδικό χώρο», ενώ π.χ. το ανάκτορο της Πέλλας είναι ασύγκριτα πιο εκτεταμένο, όπως είναι φυσικό, δεδομένου ότι εκεί βρισκόταν η πρωτεύουσα του βασιλείου, ενώ και το κτήριο των Λευκαδίων με ανεσκαμμένο μήκος περίπου 150 μ. είναι ασφαλώς μεγαλύτερο, καθώς και το Θερσίλιον της Μεγαλοπόλεως.
Η ενδεχόμενη απόδοση του σχεδιασμού του κτηρίου της Βεργίνας στον αρχιτέκτονα Πύθεο, ο οποίος εργάστηκε στο μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, είναι επίσης ατυχής, καθόσον ο Πύθεος γεννήθηκε το πρώτο τέταρτο του 4ου π.Χ. αι. ή και πριν το 400 π.Χ., κατά τον 5ο π.Χ. αι., και όταν κτίστηκε το κτήριο της Βεργίνας θα ήταν υπεραιωνόβιος, αν ζούσε.
Η δήλωση ότι η ανακήρυξη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ως βασιλιά, πραγματοποιήθηκε, μέσα στην αυλή του συγκεκριμένου κτηρίου, κάτω από τις επευφημίες στρατιωτών, που πανηγυρίζοντας κτυπούσαν τις ασπίδες τους με τα δόρατα, όπως «άκουσαν αυτές οι κολώνες», όπως γλαφυρά περιγράφεται, είναι έωλη, δεδομένου ότι το 336 π.Χ., όταν δολοφονήθηκε ο Φίλιππος Β΄ και τον διαδέχθηκε ως βασιλιάς ο Αλέξανδρος Γ΄, το εν λόγω κτήριο δεν υπήρχε. Η δήλωση, επίσης, ότι το κτήριο αυτό έγινε η αφετηρία για την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία στερείται ιστορικότητος, δεδομένου ότι η αναχώρηση για την εκστρατεία έγινε με τελετουργικό τρόπο από το Δίον.
Το δήθεν ανάκτορο της Βεργίνας, που κατά το Υπουργείο Πολιτισμού υπερτερεί του Παρθενώνα, προπαγανδίζει πάνω σε μυθεύματα, αβάσιμες ερμηνείες και κοπτοραπτική των δεδομένων, την υλοποίηση ενός δήθεν μεγαλειώδους αναστηλωτικού εγχειρήματος με εθνική σημασία, δεν κατορθώνει, όμως, να συγκαλύψει την πραγματικότητα αυτού του πανάκριβου και ημιτελούς έργου και του συνόλου των θεμελιωδών προβλημάτων του αφηγήματος της Βεργίνας.
Για την Εθνική Επιτροπή του Ελληνικού Τμήματος του I.C.O.MO.S.