«Legum servi sumus ut liberi esse possimus» (Κικέρων, «Είμαστε σκλάβοι του νόμου για να μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι»)
Η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού και το «κίνημα» των αντιεμβολιαστών ανέδειξαν πέραν όλων των άλλων ένα παλιό και τόσο διαχρονικό θέμα. Αυτό της σχέσης Νόμου και Ελευθερίας. Για κάποιους η έννοια – ιδέα της ελευθερίας του ανθρώπου «ως ον που έχει ιδίαν βούλησιν» αντιτίθεται στην ύπαρξη και υπακοή στους νόμους και κατ’ ακολουθίαν στην υποχρεωτικότητα που επιβάλλουν. Είναι αυτοί, δηλαδή, που πρεσβεύουν πως οι νόμοι – υποχρεωτικότητα λειτουργούν ως ισχυρό διαβρωτικό στην ανθρώπινη ελευθερία.
Υπάρχει, όμως, και η άποψη που διακηρύσσει εμφαντικά πως οι νόμοι λειτουργούν ενισχυτικά στην κατάκτηση και βίωση της ελευθερίας.
Η ποιότητα του πολιτισμού είναι συνάρτηση του σεβασμού των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, της ειρηνικής συμβίωσης ανάμεσα στα μέλη του κοινωνικού σώματος, της θέσπισης αποδεκτών ορίων στην εξουσία των πολιτικών αρχόντων και κυρίως του βαθμού εσωτερικής καλλιέργειας για κάθε άτομο χωριστά ως αυτόβουλης και αυτόνομης οντότητας. Όλα τα παραπάνω, όμως, επιτυγχάνονται από το ισχύον κάθε φορά νομικό πλαίσιο και τις κυρίαρχες περί δικαίου απόψεις. Οι νόμοι ως σύνολο αρχών και κανόνων κατέστησαν αναγκαίοι τόσο εξαιτίας της φύσης του ανθρώπου (homo homini lupus) όσο και λόγω της κοινωνικής ζωής. Αυτή, όμως, η αναγκαιότητα των νόμων αποτέλεσε σημείο τριβής μεταξύ των ειδικών.
Έτσι κάθε πλευρά οχυρώνεται πίσω από μία επιχειρηματολογία και με πάθος και αναφορές στην ιστορία του δικαίου και της ηθικής διατυπώνουν φανατικά τη θέση τους για τη σχέση Νόμου και Ελευθερίας. Μία αναλυτική παρουσίαση των επιχειρημάτων και των δύο θέσεων ίσως θα βοηθούσε τον πολίτη που πασχίζει να ισορροπήσει στα δύο άκρα. Κι αυτό γιατί:
«Ο άνθρωπος είναι παγιδευμένος ανάμεσα στον πόθο να ξεπεράσει τους άλλους (η νιτσεϊκή θέληση για δύναμη) και στην ανάγκη να είναι με τους άλλους (η χριστιανική κοινωνία ή ο μαρξιστικός εξισωτισμός)”. (Ζαν – Μαρκ Ντουρέ)
Ο νόμος τροφοδότης της ελευθερίας
Η παρουσία και τήρηση των νόμων συντελεί στην κατάκτηση της ελευθερίας από το άτομο σε μια οργανωμένη κοινωνία. Αυτό συμβαίνει γιατί ο νόμος ως ένα σύνολο κανόνων και επιταγών προστατεύει με ρητές διατάξεις τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών τόσο από τις αυθαιρεσίες της εξουσίας όσο κι από την αντικοινωνική δράση των άλλων. Τίθενται, δηλαδή, όρια στην άσκηση εξουσίας – δύναμης των ισχυρών πάνω στους «αδύνατους» (οικονομικά, κοινωνικά…) και έτσι αποφεύγεται η εκμετάλλευσή τους.
Επιπρόσθετα οι νόμοι περιορίζουν ή και «ηθικοποιούν» τα πρωτόγονα ένστικτα και τις παρορμήσεις με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η αβίαστη έκφραση της αντικοινωνικής συμπεριφοράς των ανθρώπων. Οι παραπάνω, λοιπόν, λειτουργίες των νόμων κατοχυρώνουν τις προϋποθέσεις για τη βίωση της εξωτερικής ελευθερίας που ορίζεται ως απουσία κάθε εξωτερικού κινδύνου ή απειλής.
Επί πλέον με την πειθαρχία στους νόμους το άτομο εθίζεται στην αυτοσυγκράτηση και την αυτοπειθαρχία. Προάγεται ο σεβασμός προς τους άλλους και καλλιεργείται η αρετή της ανεκτικότητας, το ομαδικό πνεύμα και η κοινωνική συνείδηση. Το άτομο αφομοιώνει και ενσωματώνει στο αξιακό του σύστημα τις αρχές και τους κανόνες του δικαίου επιτυγχάνοντας έτσι την ηθική του αρτίωση. Έτσι, δομούνται και οι απαραίτητοι όροι για την «ανθοφορία» της «εσωτερικής ελευθερίας» που θεωρείται το ανώτατο στάδιο της πορείας του ανθρώπου προς την αυτοπραγμάτωση.
Στις παραπάνω θετικές λειτουργίες των νόμων μπορούν να συνυπολογιστούν και η ειρηνική επίλυση των προσωπικών και κοινωνικών διαφορών που έχει ως αποτέλεσμα την αποφυγή – μείωση των συγκρούσεων, την ενδυνάμωση του κοινωνικού ιστού και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Ζώντας, όμως, το άτομο μέσα σε τέτοιες συνθήκες νιώθει ψυχικά ασφαλές και βέβαιο και με ενδυναμωμένο το αίσθημα της αυτοπεποίθησης. Τα παραπάνω συνιστούν την αφετηρία όχι μόνο για την ασφαλή επιβίωση του ατόμου αλλά και για την ολόπλευρη ολοκλήρωσή του (πνευματική ψυχοσυναισθηματική, ηθική…). Ο ολοκληρωμένος άνθρωπος είναι και ελεύθερος.
Γίνεται, λοιπόν, καταφανής ο καταλυτικός ρόλος των νόμων στην κατάκτηση και βίωση της ελευθερίας από τον άνθρωπο μέσα στα όρια μιας πολιτικά οργανωμένης κοινωνίας. Ο ελεύθερος άνθρωπος νοείται «ελεύθερος» μόνο στα όρια μιας υγιούς και δημοκρατικής κοινωνίας και όχι στο πλαίσιο μιας σύγχρονης υπερεκτιμημένης ατομικότητας. Ο Ηράκλειτος τόνιζε σχετικά:
«Μάχεσθαι χρη τον δήμον υπέρ του νόμου ώσπερ τείχους».
(Ο λαός πρέπει να υπερασπίζεται τον νόμο σαν να είναι το τείχος της πόλης])
Η συνεισφορά των νόμων στην επίτευξη της κοινωνικής ευταξίας και μέσα από αυτήν στην πραγμάτωση της ελευθερίας πιστοποιείται και από τη διαχρονική τους παρουσία σε όλες τις φάσεις εξέλιξης του ανθρώπινου πολιτισμού. Εξάλλου, σύμφωνα με τους υπέρμαχους της παραπάνω θέσης, η ελευθερία ως βίωμα και κατάσταση επιτεύχθηκε μόνο μέσα σε νομικά οργανωμένες κοινωνίες. Η ελευθερία, λοιπόν, είναι κοινωνικά «χρωματισμένη» και προσδιορισμένη και με την έννοια αυτή βρίσκεται σε μια σχέση αλληλοτροφοδότησης με τα κοινωνικά «κρατούντα» και με το εκάστοτε νομικό καθεστώς. Ακόμη και οι αυταρχικοί νόμοι προσέφεραν στην ελευθερία τρέφοντας την εξέγερση, αφυπνίζοντας τις συνειδήσεις και συντηρώντας τη φλόγα της αλλαγής και της αμφισβήτησης.
Ο νόμος διαβρώνει την ελευθερία
Από την άλλη πλευρά, όμως, προβάλλεται η άποψη πως οι νόμοι συνιστούν παράγοντα ακυρωτικό της ελευθερίας του ανθρώπου. Οι θεωρητικοί αυτής της άποψης εδράζουν τα επιχειρήματά τους πάνω στο γεγονός ότι οι νόμοι έχουν έναν επιτακτικό χαρακτήρα που αποκλείει και αφαιρεί το δικαίωμα της επιλογής και της αίρεσης. Το τελευταίο, όμως, αποτελεί τον πυρήνα της ελευθερίας και κάθε απώλεια του δικαιώματος ελεύθερης επιλογής και αίρεσης διαβρώνει την ίδια την ουσία της ελευθερίας.
Επίσης, οι νόμοι συνοδεύονται από ένα σύνολο υποχρεώσεων, περιορισμών και δεσμεύσεων. Επιβάλλουν καθήκοντα προς τους άλλους και «απαιτούν» τον απόλυτο σεβασμό σε αρχές και κανόνες που όχι σπάνια εκφράζουν και εξυπηρετούν συμφέροντα των ολίγων ή των «δυνατών». Τα γνωρίσματα αυτά, όμως, των νόμων αφυδατώνουν τα δικαιώματα του πολίτη, τον οδηγούν σε μια στάση «ακρισίας» και κοινωνικής παραίτησης. Παύει, δηλαδή, να λειτουργεί ως αυτοδύναμη προσωπικότητα και ενεργεί μόνο «κατ’ επιταγήν». Όλα αυτά αλλοιώνουν την ελευθερία και εξυφαίνουν τον ιστό της ανελευθερίας.
Επιπρόσθετα οι νόμοι προϋποθέτουν την «τυφλή» πολλές φορές πειθαρχία κα υποταγή, αφού το άτομο εξαναγκάζεται να δράσει σύμφωνα με το ασφυκτικό πλαίσιο που αυτοί ορίζουν. Η αμφισβήτησή τους προβάλλεται ως αντικοινωνική πράξη και έτσι οι πολίτες εθίζουν σε μια στάση «εθελοδουλείας» που για κάποιους, κατ’ ευφημισμό, αισθητοποιεί το υψηλό επίπεδο εσωτερικής πειθαρχίας και ελευθερίας. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, είναι το άτομο να χάνει την «αυτονομία» του, το «αυτεξούσιό» του τίθεται υπό αμφισβήτηση και η «αυτοβουλία» του εξοστρακίζεται. Όταν, όμως, ο άνθρωπος σκέπτεται και δρα όχι σύμφωνα με τη δική του βούληση αλλά κάτω από το βάρος ξένων εντολών τότε παύει να είναι ελεύθερος. Γιατί ελεύθερος νοείται ο «έχων ιδίαν βούλησιν».
Υπέρμαχοι δε της απόλυτης ελευθερίας τονίζουν με έμφαση πως κάθε περιορισμός ή εξαναγκασμός – άσχετα από τους στόχους που εξυπηρετεί – διαβρώνει την ελευθερία. Ενισχυτικό στοιχείο στην παραπάνω άποψη είναι και το γεγονός της διαμόρφωσης της ατομικής και κοινωνικής συνείδησης σύμφωνα με τα κελεύσματα των κυρίαρχων αξιών και προτύπων που πολλές φορές παίρνουν τη μορφή νομικών κανόνων. Έτσι, οι νόμοι λειτουργώντας ως ηθικοποιητικοί και κοινωνικοποιητικοί παράγοντες αναστέλλουν την ελεύθερη ανάπτυξη του ανθρώπου και την κατευθύνουν – εν αγνοία του – σε μια προδιαγεγραμμένη τάξη πραγμάτων, μέσα στην οποία νιώθει ελεύθερος όντας «δούλος».
Περιχαρακώνοντας, λοιπόν, οι νόμοι τα όρια σκέψης και δράσης του ανθρώπου τον εγκλωβίζουν σε ένα καθεστώς ανελευθερίας. Οι θεωρητικοί αυτής της άποψης θεωρούν πως ο περιορισμός της ατομικής ελευθερίας συνιστά την αναγκαία προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία ή και «σωτηρία» της κοινωνίας. Θεωρούν, δηλαδή, πως αξιολογικά και οντολογικά η κοινωνία υπερέχει έναντι των ατομικών ελευθεριών. Ο Νίτσε τόνισε σχετικά:
«Ελευθερία είναι να μπορείς να έχεις μία κάποια απόσταση από τους άλλους».
Επιμύθιο
Παρόλο, όμως, τις επιφυλάξεις και το σκεπτικισμό πολλών για τον ιστορικό ρόλο και την αναγκαιότητα των νόμων κανείς δεν διανοείται να προτείνει ή να φανταστεί μια μελλοντική κοινωνία χωρίς αυτούς. Ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι ταυτισμένος με τον αγώνα του ατόμου για θέσπιση νόμων και κανόνων δικαίου πάνω στη βάση της εξασφάλισης των αναγκαίων συνθηκών για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας και την αβίαστη εξωτερίκευση της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Η ιστορία, όμως, δικαίωσε εκείνους που με την ανυπακοή τους στους θεσπισμένους νόμους τροφοδότησαν τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές και άνοιξαν νέους ορίζοντες στη σκέψη, στην έννοια του δικαίου και έδωσαν νέο περιεχόμενο στη δημοκρατία.
Οι νόμοι, λοιπόν, τότε μόνο δικαιώνονται ως παράγοντες προωθητικοί της κοινωνικής αυταξίας και της ανθρώπινης ελευθερίας στο βαθμό που ικανοποιούν τον πόθο του ατόμου να ξεπεράσει τους άλλους (νιτσεϊκή θέληση για δύναμη) και ταυτόχρονα την ανάγκη να είναι με τους άλλους (χριστιανική κοινωνία). Η εξισορρόπηση των δύο αυτών τάσεων προάγει τον ανθρώπινο πολιτισμό, ενισχύει τους κοινωνικούς δεσμούς και συμβάλλει θετικά στην εσωτερική ολοκλήρωση του ανθρώπου. Χρέος επομένως των νομοθετών είναι η εναρμόνιση των δύο αυτών γνωρισμάτων της ανθρώπινης φύσης με την ελευθερία.
Όταν ανατρέπονται οι εύθραυστες ισορροπίες ανάμεσα στον πόθο για ελευθερία και στην αναγκαιότητα των νόμων, τότε προκύπτουν κοινωνικές τερατογενέσεις που υποθάλπουν πολιτικούς τυράννους και αυταρχικές συμπεριφορές. Θύμα οι ατομικές ελευθερίες και η ακύρωση πολλών ατομικών δικαιωμάτων. Στόχος κάθε δικαιϊκού συστήματος είναι να μεγιστοποιεί και να εμπλουτίζει τις ανθρώπινες ελευθερίες και όχι να τρέφει το κράτος Λεβιάθαν ή να δυναμώνει την εξουσία κάποιων νάρκισσων. Ο Ζαν – Ζακ Ρουσσώ το είχε διαπιστώσει από παλιά:
«Κανείς δεν είναι αρκετά δυνατός για να είναι πάντοτε ο κυρίαρχος αν δεν μεταποιήσει τη δύναμή του σε νόμο και την υπακοή σε καθήκον».
*ΠΗΓΗ: Blog, “ΙΔΕΟπολις”, Ηλία Γιαννακόπουλου