Ακριβώς 20 χρόνια πριν, σ’ ένα τηλεοπτικό στούντιο, γνώρισα πραγματικά τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Με αυτόν τον πραγματικά ακαταμάχητα γοητευτικό άνθρωπο, που εξέπεμπε μια θερμή ακτινοβολία, είχαμε ξαναβρεθεί τηλεοπτικά, αλλά σ’ εκείνη την εκπομπή πρόλαβα να του πω κάτι που σκεφτόμουν χρόνια. Ότι δηλαδή υπάρχει κάτι στο οποίο συμφωνούμε άπαντες στην Ελλάδα. Όλοι αγαπάμε τον Αλεξανδράκη! Θυμάμαι πως χαμήλωσε τα μάτια και σχεδόν κοκκίνισε.
Απέναντί μου είχα έναν σπουδαίο ηθοποιό και σκηνοθέτη, αλλά κι ένα βαθιά σεμνό κι ευαίσθητο πλάσμα, έναν μαχητικό αριστερό και ενεργό πολίτη, που πλήρωσε τις ιδέες του με διώξεις, αποκλεισμούς και επιθέσεις κάθε είδους.
Όταν τον ρωτάω λεπτομέρειες για όλα αυτά, τις αποφεύγει ευγενικά και είναι λιγομίλητος.
«Δεν έχει νόημα να συζητάμε για τέτοια θέματα», λέει μόνο, «έγιναν όταν κι όπως έπρεπε να γίνουν».
«Στην Κατοχή», του λέω, «δεν πρέπει να ήσασταν πάνω από 12 χρόνων κι όμως γνωρίζατε για το ΕΑΜ και την ΕΠΟΝ».
«Κι όχι μόνο αυτό», συμπληρώνει, «ήμουν και δραστήριος, μέχρι που λίγο αργότερα έφυγα και για το βουνό, κι έμεινα μέχρι την απελευθέρωση, γιατί με έψαχναν οι Γερμανοί. Είχα ήδη συλληφθεί τρεις φορές από τους ταγματασφαλίτες. Η αλήθεια είναι πως όταν βιώνεις αυτά τα μεγαλειώδη γεγονότα, αυτό το έπος, γίνεσαι αυτόματα κομμάτι του, αγωνίζεσαι κι εσύ. Είναι αναπόφευκτο, όταν ονειρεύεσαι μια ελεύθερη Ελλάδα».
Η αλήθεια επίσης είναι πως δεν έμεινε ποτέ ήσυχος αυτός ο άνθρωπος. Δεν τον ένοιαζε απλά να κάνει τη δουλειά του, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Ποτέ δεν λούφαξε.
Τόλμησε σε άγριες εποχές, που το παρακράτος της ακροδεξιάς οργίαζε και η αυστηρή λογοκρισία απαγόρευε την ελεύθερη έκφραση, να μιλήσει, να καταγγείλει, να διαφωνήσει, να διαδηλώσει.
Συμμετείχε με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Γρηγόρη Λαμπράκη στην πρώτη Μαραθώνια Πορεία και μετά τη δολοφονία του δεύτερου, συνυπέγραψαν με τον Μίκη την Ιδρυτική Διακήρυξη της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη.Δεν ήταν ο «ζεν πρεμιέ» κι ο «εραστής της οθόνης», που τον ενδιέφεραν η δόξα, το χρήμα και οι κατακτήσεις στον έρωτα. Ήταν πάντα ένας αγωνιστής της πρώτης γραμμής. Ανήσυχος, ειλικρινής, δίκαιος και ακέραιος.
Όλα αυτά, βέβαια, ο Αλεξανδράκης τα πλήρωσε ακριβά. Ενα απ’ αυτά ήταν ότι την περίοδο της χούντας στερήθηκε το διαβατήριό του.
Σ’ εκείνη την πολύωρη εκπομπή προς τιμήν του, στην οποία παρήλασε το ελληνικό θέατρο, κάποια από τα λόγια που ακούστηκαν για τον Αλεξανδράκη, από φίλους και συνεργάτες του, ήταν αυτά:
Γιάννης Βόγλης: «Αυτά που κρατάω από τον Αλέκο ήταν ότι μας έμαθε να παίζουμε σύγχρονο θέατρο, μας δίδαξε ήθος, και επαγγελματικό και προσωπικό, αλλά και την αξία τού να προσφέρεις αγάπη».
Γρηγόρης Βαλτινός: «Ένας απολύτως ερωτεύσιμος ηθοποιός. Τον ερωτεύονταν όλοι, και άντρες και γυναίκες. Ασκούσε απίστευτη γοητεία σε όλους».
Μάρθα Καραγιάννη: «Δεν τον αγαπάω απλώς, χρόνια τώρα, τον έχω βάλει στην προσευχή μου. Λέω κάθε βράδυ: “Θεέ μου, φύλαγε σε παρακαλώ και τον Αλεξανδράκη”».
Μιχάλης Κακογιάννης: «Αλέκο μου, θέλω να προσέχεις τον εαυτό σου, να είσαι γερός για να μας χαρίζεις το ταλέντο σου».Μάρω Κοντού: «Ο Αλέκος ήταν πολύ άτακτος πριν από την Νόνικα. Τον βλέπαμε όλες και λιώναμε. Ποτέ όμως δεν κυνήγησε γυναίκες. Οι γυναίκες τον κυνηγούσαν και δεν τον άφηναν σε ησυχία».
Κώστας Αρζόγλου: «Η πρώτη φορά που είδα θέατρο, ήταν το “Εγκλημα και Τιμωρία” με τον Αλεξανδράκη στο Δημοτικό Πειραιά, σε σκηνοθεσία Γιώργου Σεβαστίκογλου.
Εξαιτίας του έγινα ηθοποιός».
Κώστας Καρράς: «Η πρώτη μου ταινία, η “Δεσποινίς διευθυντής”, ήταν μαζί του.
Του χρωστάω ένα μεγάλο ευχαριστώ που για να βοηθήσει κάποτε, μια παράστασή μου που δεν πήγαινε καλά, έστειλε γράμμα στις εφημερίδες, προτείνοντάς την θερμά, και το θέατρο από την επομένη ήταν συνεχώς γεμάτο!».
Κώστας Βουτσάς: «Τον Αλέκο τον αγαπούσε η προηγούμενη γενιά, τον αγαπάει η σημερινή και, σίγουρα, θα τον λατρεύουν κι οι επόμενες γενιές».
Κάτια Δανδουλάκη: «Είναι μεγάλο μέγεθος ο Αλεξανδράκης. Ελάχιστοι στο θέατρο έχουν τέτοια μεγάλη καρδιά, τέτοια ποιότητα, ευαισθησία, γνώσεις, αγωνιστικότητα, φινέτσα και ταπεινότητα».
Αννα Συνοδινού: «Εν θεάτρω, αδελφέ μου Αλέκο, σε ασπάζομαι και υποκλίνομαι στο ταλέντο σου».
Νόρα Βαλσάμη: «Από τον Αλέκο πήρα το πρώτο κινηματογραφικό μου φιλί στην ταινία “Οι Κυρίες της Αυλής”. Θυμάμαι πως έτρεμα ολόκληρη από το τρακ, που τον είχα απέναντί μου και μετά με είχε στην αγκαλιά του».
Ελένη Ερήμου: «Και μόνο το όνομά του να λες, νιώθεις να πλημμυρίζεις από ευγένεια, λεπτότητα και ήθος».
Ερρίκος Ανδρέου: «Τον σκηνοθέτησα στην “Επιστροφή” και με αντιμετώπισε τόσο ευγενικά και ισότιμα, ακούγοντας με προσοχή τις οδηγίες ενός 23χρονου».
Χριστόφορος Παπακαλιάτης: «Ακόμα δεν έχω συνειδητοποιήσει ότι έπαιξα μαζί με τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Είναι απίστευτο το πόσο πολλά μαθαίνεις, δουλεύοντας μαζί του, αλλά και το πόσο καλά περνάς».Βίκυ Βολιώτη: «Δεν θα ξεχάσω ποτέ με πόση δύναμη, σθένος και υπομονή πέρασε τις ταλαιπωρίες των γυρισμάτων της ταινίας μας, σ’ έναν φάρο στην Ικαρία, όταν όλοι εμείς οι νεότεροι βογκούσαμε, αλλά και το βαθύ και σύγχρονο παίξιμό του».
Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης: «Είναι τόσο ευγενής και γενναιόδωρος και δοτικός, όχι μόνο στη διάρκεια της δουλειάς, αλλά και στην καθημερινότητά του».
Δεν αγαπήθηκε τυχαία τόσο πολύ αυτός ο άνθρωπος. Ήταν ευλογημένος με σπάνια δώρα χαρακτήρα, ευγένειας, γενναιοδωρίας και χιούμορ.
Γιος εύπορου δικηγόρου από τη Μάνη, με ρίζες από τη Ρωσία, ο Αλέκος Αλεξανδράκης γεννήθηκε στις 27 Νοέμβρη 1928 στην Αθήνα. Φοίτησε στα καλύτερα σχολεία της εποχής κι είχε σπουδαίους δασκάλους. Ο πιο αγαπημένος του ήταν ο Νίκος Σβορώνος. Δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό του να γίνει ηθοποιός (ντρεπόταν, μάλιστα, να λέει ποιήματα στις γιορτές του σχολείου). Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η σκηνοθεσία κινηματογράφου. Είχε μάλιστα πείσει τους γονείς του να τον στείλουν να σπουδάσει στο Λος Αντζελες.
Ταυτόχρονα, έκανε αγώνα, όταν ήταν μαθητής, να τον λένε Αλέξανδρο κι όχι Αλέκο. Τελικά τον έλεγαν Αλεξ.Μου έλεγε πως μεγάλωσε μέσα σε μια οικογένεια πνευματικών ανθρώπων και σ’ ένα σπίτι γεμάτο βιβλία, με την καθημερινή παρουσία σ’ αυτό συγγραφέων, ποιητών, εικαστικών, μουσικών, ηθοποιών, σκηνοθετών. Δίπλα τους ανακάλυψε το μεγαλείο της Τέχνης και της αφοσιώθηκε. Αυτή ακριβώς η αφοσίωσή του στο θέατρο, αλλά και η καλλιέργειά του, τον οδηγεί σε αξιοθαύμαστες ερμηνείες κλασικών έργων που αφήνουν εποχή και συμβαδίζουν με τη μεγάλη επιτυχία των ταινιών που πρωταγωνιστεί.
Λέγεται πως ο Δημήτρης Χορν εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από το λαμπερό ταλέντο του νεαρού Αλέκου στις εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο, που στοιχημάτισε ανοιχτά υπέρ του.
«Αν κάποιος μου λείπει περισσότερο από το θέατρο, είναι ο Χορν», μου είχε πει στην εκπομπή. «Ήταν δάσκαλός μου στο Εθνικό, ήταν φίλος μου, ήταν συνάδελφος στο θέατρο. Με πίστεψε, μ’ εμπιστεύτηκε. Πάντα τον θυμάμαι με αγάπη, αλλά μου λείπει πολύ».
Έρχεται, λοιπόν, η στιγμή – πριν καν ξεκινήσει η δεκαετία του ’50 – που μπαίνουν μια για πάντα στην άκρη και το ταξίδι στην Αμερική, οι σπουδές του στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και φυσικά η ξιφασκία, στην οποία διαπρέπει, αφού από τα 15 του είναι μέλος της Εθνικής ομάδας.
Τώρα όλα έχουν αλλάξει. Είναι πλέον ηθοποιός! Ενας λαμπερά δημιουργικός και ευρηματικός καλλιτέχνης, που χαρακτηρίζεται από κάποιους ο «Ζεράρ Φιλίπ της Ελλάδας», αλλά και – λίγο αργότερα – «Πασπαρτού» από τον Αλέξη Μινωτή, γιατί μπορούσε να παίξει τα πάντα.
Συνεργάζεται με όλους τους σπουδαίους ηθοποιούς της εποχής, Κοτοπούλη, Κυβέλη, Βεάκη, Μυράτ, Μινωτή, Παξινού, Κατράκη, Κωνσταντάρα, Λαμπέτη, Ζαβιτσιάνου, Βαλάκου, Συνοδινού, Διαμαντίδου, Αρώνη, Φέρτη κ.ά., σε μια μεγάλη γκάμα έργων από Ευριπίδη, Σοφοκλή και Αισχύλο, μέχρι Σαίξπηρ, Τσέχοφ, Πιραντέλο, Μίλερ, Κοκτό, Γκολντόνι, Ανούιγ, Αλμπυ, αλλά και Γιαλαμά – Πρετεντέρη, κ.ά.
Στο Εθνικό παίζει σε όλα τα έργα, δουλεύει ατέλειωτες ώρες, «Δεν άντεχα όμως», μου έλεγε, «κάθε 20 μέρες είχα κι από μια πρεμιέρα, κουράστηκα πολύ εκείνα τα χρόνια, κι έτσι αποφάσισα να φύγω».
Στα 24 χρόνια του, παίζει τον Ιππόλυτο στην Επίδαυρο κι όλοι συμφωνούν πως είναι εκπληκτικός (παρά τους φόβους του και τη σθεναρή άρνησή του να το κάνει), οι δε κριτικές είναι αποθεωτικές.
Νωρίτερα είχε εισπράξει και μια διθυραμβική κριτική, που ακόμα συζητιέται. Η Ειρήνη Παπά, το 1949, του είχε προτείνει να πάει να τον ακούσει η Κατερίνα Ανδρεάδη που ετοίμαζε την «Φθινοπωρινή παλίρροια». Πάει στο σπίτι της μαζί με την Αννα Συνοδινού, που ήταν συμμαθήτριά του, και μια ωραία ανθοδέσμη. Οχι μόνο παίρνει τον ρόλο, αλλά αφήνει τόσο καλές εντυπώσεις σε κοινό και κριτικούς, ώστε ο Αιμίλιος Χουρμούζιος γράφει στην «Καθημερινή»: «Παρουσιάστε όπλα! Επιτέλους ένας εραστής στο ελληνικό θέατρο».
«…Είτε έπαιζε τραγωδία είτε κλασικό δράμα είτε μοντέρνο θέατρο είτε κωμωδία ηθών είτε φάρσα είτε μπουλβάρ, επέβαλλε τον κωδικό του, τον έξοχο εσωτερικό του ρυθμό, τη λιτότητα των μέσων που η συμπύκνωση της πείρας απέδιδε πολλαπλάσια μιμητικά σήματα, επέβαλλε στους συμπαίκτες του ένα ευγενές γούστο που διέκρινε την εν γένει αγωγή του και προσέδιδε στους ρόλους του ένα βάθος και μια στοχαστική διάσταση», γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στον πρόλογο του λευκώματος «Αλέκος Αλεξανδράκης. Ευχαριστώ» (εκδ. «Αγκυρα»).
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίζεται στις ταινίες «Εκείνες που δεν πρέπει ν’ αγαπούν» των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου, δίπλα σε θηρία όπως η Καλουτά κι ο Κωνσταντάρας, και στους «Δυο κόσμους», ως μαθητής ακόμη της Δραματικής Σχολής.
Ακολουθούν άλλες 75, «Η Αγνή του λιμανιού», «Οι ουρανοί είναι δικοί μας», «Το νησί των γενναίων», «Δάκρυα για την Ηλέκτρα», «Η Μαρία της σιωπής», «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», «Εύα», «Τα παιδιά της χελιδόνας» και πολλές άλλες. Ξεχωρίζει στη «Στέλλα» δίπλα στην Μελίνα, ενώ εκπληκτικός είναι και στις ταινίες «Δεσποινίς διευθυντής» και «Μια τρελή – τρελή οικογένεια» με την Τζένη Καρέζη, «Η σοφερίνα» και το «Δόλωμα» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη» με την Μάρω Κοντού, «Η κόμισσα της Κέρκυρας» με την Ρένα Βλαχοπούλου.
Στην τηλεόραση, μεταξύ άλλων, παίζει στον «Παράξενο Ταξιδιώτη», στον «Γιούγκερμαν», στην «Αίθουσα του θρόνου», στο «Να με προσέχεις» και τους «Μυστικούς Αρραβώνες».
Ο Αλεξανδράκης σκηνοθετεί πολλά θεατρικά έργα και τις ταινίες «Θρίαμβος» (με τον Καρύδη – Φουκς, 1960) και «Συνοικία το όνειρο» δικής του παραγωγής, το 1961. Παίζουν μαζί του ο Μάνος Κατράκης, η Αλίκη Γεωργούλη και η Αλέκα Παΐζη. Ενα έργο – σταθμός στον ελληνικό κινηματογράφο, που εξαγριώνει πολύ τότε την υπηρεσιακή κυβέρνηση του Δόβα και την απαγορεύει.
Στη συνέχεια, η ταινία δημιουργεί πολιτική θύελλα στην κυβέρνηση Καραμανλή, και μόνο μετά από έντονες διαμαρτυρίες του Τύπου, επιτρέπει την προβολή της, αλλά την πετσοκόβει.
«Ηταν απίστευτα πετσοκομμένη», έλεγε ο Αλεξανδράκης. «Την έβλεπα τις προάλλες στην τηλεόραση και δεν την αναγνώριζα. Πάρα πολύ πετσοκομμένη! Προσπάθησαν με τα κοψίματα να μην φανεί ότι αυτή η συνοικία ήταν μέσα στην Αθήνα κι ότι αυτά τα πράγματα δεν τα κάνουν οι Ελληνες…».
Αστυνομικοί έστηναν τότε καραούλι έξω από τους κινηματογράφους και σημείωναν όσους έμπαιναν.
Η παρακολούθησή της μετατρέπεται σε αντιστασιακή πράξη.
Συχνά διακόπτουν και την προβολή της, γιατί κρίνουν πως παραείναι «ανατρεπτική». Μάλιστα, ένας αστυνομικός διευθυντής, που είχε σταματήσει την προβολή, τους είχε πει: «Τι πράγματα είναι αυτά που δείχνετε; Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πεινασμένοι ούτε τρελοί που να κυκλοφορούν ελεύθεροι. Κάνετε κομμουνιστική προπαγάνδα».
Ο τότε υφυπουργός Τύπου της ΕΡΕ, Τριανταφυλλάκος, έλεγε πως ο Αλεξανδράκης δυσφημεί την εικόνα της ευημερούσας Ελλάδας.
Η αλήθεια της διαλυμένης κι εξαθλιωμένης μετεμφυλιακής χώρας, που την είχαν ρημάξει, που ήταν γεμάτη πολίτες β΄ κατηγορίας, δεν βολεύει την εξουσία που ψάχνει επενδυτές από το εξωτερικό.
Ο Αλεξανδράκης, όμως, δείχνει την πραγματική Αθήνα, όχι την πλαστή, την «τουριστική», με βάση το σενάριο του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη και του συγγραφέα Κώστα Κοτζιά. Η μουσική είναι του Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος μαζί με τον Τάσο Λειβαδίτη έγραψαν μερικά από τα καλύτερα τραγούδια τους, όπως το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Οι λογοκριτές είναι έξαλλοι με την …κομμουνιστική προπαγάνδα της ταινίας.
Τι άλλο θα μπορούσε να είναι παρά κομμουνιστική, αφού οι ήρωές της στη φτωχογειτονιά του Ασύρματου είναι απόκληροι της κοινωνίας, ηττημένοι και απογοητευμένοι άνθρωποι, φτωχοί και άνεργοι, περιθωριοποιημένα πλάσματα που αναζητούν μια θέση στο όνειρο;
Δεν μπορεί – σου λέει – παρά να είναι αριστερή, αφού μιλάει για κοινωνικές ανισότητες, διαφορετικές ευκαιρίες, κοινωνική αδικία, για εκμετάλλευση των αδύναμων και για άθλιες συνθήκες ζωής στις παράγκες.
Οσα χρήματα είχε βγάλει από το σινεμά, τα βάζει σ’ αυτήν την ταινία και τα χάνει. Οι οικονομίες οι δικές του και των συνεργατών του εξανεμίζονται, αλλά, τελικά, όχι μόνο αφήνει στην ταινία τη σπουδαία προσωπική παρακαταθήκη του, κάθεται και στο ίδιο τραπέζι (επίσημοι προσκεκλημένοι μαζί με την Γεωργούλη, της υπουργού Πολιτισμού της ΕΣΣΔ), στη σοβιετική τηλεόραση, παρέα με τον Φελίνι, τον Βισκόντι σε μια συζήτηση για τον ουμανιστικό κινηματογράφο!
Στη χούντα περνάει ακόμα πιο δύσκολα. Εχοντας πολλά μαζεμένα για τον «επαναστάτη γόη» (όπως τον έλεγαν), τον μετατρέπουν σε «μαύρο πρόβατο». Κόβεται από παντού. Όλες οι πόρτες είναι κλειστές γι’ αυτόν. Οι θιασάρχες δέχονταν απειλές από τους συνταγματάρχες, προκειμένου να μην παίξει «ο αριστερός» στο θέατρο.
«Δεν επέτρεπαν», λέει ο ίδιος, «ν’ αναφερθεί πουθενά το όνομά μου, σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνα, σε ταμπέλες θεάτρων. Πέρασα δυο μαύρα χρόνια με πρόβλημα επιβίωσης. Δεν μ’ έπαιρνε κανείς να δουλέψω. Ο πρώτος που τόλμησε και με πήρε ήταν ο Μπουρνέλης στο θέατρο “Παπαϊωάννου”, στην Πατησίων. Να σκεφτείς πως δεν υπήρχε το όνομά μου στη μαρκίζα, ούτε φωτογραφία μου, μόνο της Βαλάκου. Ούτε στις κριτικές των εφημερίδων με ανέφεραν…».
Ακολούθησαν ο Φίνος και η Κατερίνα Ανδρεάδη, στο σπάσιμο του χουντικού εμπάργκο, δίνοντάς του ρόλους στα έργα τους.
Παντρεύτηκε 4 φορές. Την Μαρτζ Βάλβη, την Κλοντ Σαμπαντού, την Αλίκη Γεωργούλη και την Βερένα Γκάουερ, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά.
Με την Αλίκη Γεωργούλη κάνουν θαύματα, πειραματίζονται, τολμούν και ριψοκινδυνεύουν, ανοίγοντας νέους δρόμους σε θέατρο και σινεμά. Ανεβάζουν πρωτοποριακά για την εποχή έργα, προσπαθούν να περάσουν πολιτικά μηνύματα, ν’ αφυπνίσουν τους θεατές, να αγωνιστούν με κάθε τρόπο.
Είναι αριστεροί και προοδευτικοί, κάτι που προκαλεί συνεχώς τους κυβερνώντες.
Ανεβάζουν έργα που μιλούν για όσα δεν τολμούσαν να γράψουν τότε ούτε οι εφημερίδες.
Η γυναίκα με την οποία έζησε έναν μεγάλο έρωτα – κι αυτήν τη φορά διαρκείας – φαίνεται να ήταν η Νόνικα Γαληνέα που εισέβαλε στη ζωή του το καλοκαίρι του 1969.
Παρέμεινε σύντροφός του για 21 ολόκληρα χρόνια, δίχως να παντρευτούν ποτέ. Εκείνη πίστευε πως ο άνθρωπος αυτός, τον οποίο γνώρισε στην παράσταση «Τα μεγάλα χρόνια» που έπαιζαν μαζί (και θρασύτατα ένα βράδυ, του ζήτησε να τη φιλήσει), ήταν πάντα ένα ζωντανό παράδειγμα ήθους, ευφυΐας, καλοσύνης, ταλέντου, αρχοντιάς κι αξιοπρέπειας. Ένας καλλιτέχνης γεμάτος ευαισθησίες – ίσως ο μοναδικός χωρίς εχθρούς – γεμάτος τρυφερότητα και κατανόηση για όλους. Έμαθε δίπλα του τον σωστό τρόπο ν’ αντιμετωπίζει το θέατρο και τους ανθρώπους του, ήταν ένας αξιολάτρευτος και σοφός άντρας, στον οποίο χρωστούσε τον καλό της εαυτό.
Το άστρο αυτού του φωτεινού, του σαγηνευτικού ανθρώπου, του ανεπανάληπτα εργατικού, ευγενικού και πολυβραβευμένου Αλέκου Αλεξανδράκη έδυσε, μετά από πολύμηνη σκληρή μάχη με τον καρκίνο, στις 8 Νοέμβρη του 2005. Ηταν 77 χρόνων και μέχρι τότε διατήρησε τις ιδέες του, το πάθος του, την αγωνιστικότητά του, παραμένοντας ιδεολογικά συνεπής.
Δεν ξεχνάω τις στιγμές στο Νοσοκομείο «Αγιος Σάββας» που τον επισκέφθηκα, λίγο πριν «φύγει». Ήταν πολύ αδύναμος, αλλά τα μάτια του ήταν εκείνα τα μαγικά, ολόφωτα κινηματογραφικά μάτια, που αγαπήσαμε όλοι στις οθόνες. Ελαμπαν πάλι. Κρατούσα τα αδύναμα χέρια του μέσα στα δικά μου και του έλεγα πως όταν βγει, θα πάμε μαζί στην Ελβετία να δούμε την κόρη και τα εγγόνια του. Χαμογελούσε για να μου δείξει πως με πίστευε.
Φεύγοντας, τον φίλησα στο μέτωπο και του είπα πως θα ξαναπάω σύντομα.
Μου χαμογέλασε πάλι. Ενιωσα πως συνέχιζε να μη με πιστεύει. Οχι γιατί του έλεγα ψέματα, αλλά γιατί μάλλον δεν πίστευε πως θα προλαβαίναμε να ξαναϊδωθούμε. Αποχαιρετηθήκαμε, λοιπόν, με την αίσθηση μιας παράξενης συνωμοσίας.
Βγαίνοντας στην Αλεξάνδρας, σκεφτόμουν τα λόγια του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ:
«Το απόλυτο είδος μέτρησης ενός άνδρα δεν είναι το πώς φέρεται στα εύκολα, αλλά το πώς στέκεται σε περιόδους πρόκλησης και αντιπαράθεσης».
Κι αυτός που είχα την τιμή να συναντήσω, ήταν ένας σπουδαίος άντρας, ένα αληθινό παλικάρι!
Σεμίνας ΔΙΓΕΝΗ