«Όλυμπος: Μια απρόσμενη αυθημερόν ανάβαση στο Μύτικα» / γράφει ο Δημήτρης Τσιμούρας
Η συντροφιά δυο ατόμων. Ο γράφων και ο φίλος παπά Βασίλης Δραγατσίκης από τη Λάρισα, πολύ καλός γνώστης του Ολύμπου και δεινός ορειβάτης, χωρίς να αποχωρίζεται το ράσο ούτε για ένα δευτερόλεπτο στο βουνό.
Τετάρτη, 4 Οκτωβρίου. Ο καιρός πολύ καλός. Ξεκινήσαμε σχετικά πρωί από τα Πριόνια, 1.100 μ. υψόμετρο, για να αποφύγουμε τη ζέστη. Μ’ ακολουθούσε αγόγγυστα κάνοντας υπομονή, μιας και ο δικός μου ρυθμός ήταν αργός. Τις προτροπές μου, για να φύγει μπροστά, δεν τις συζήτησε καν.
Μετά από σχεδόν τρεις ώρες ανάβαση φτάσαμε στο Καταφύγιο «Σπήλιος Αγαπητός», 2.100μ. Με το χαμόγελο μας καλωσόρισαν η Μαρία και ο Διονύσης, οι φύλακες του καταφυγίου, κι ο καφές κερασμένος.
Λίγη ώρα για ξεκούραση και πάλι τα σακίδια στις πλάτες. “Να ανέβουμε σήμερα Μύτικα” μού προτείνει,” μας παίρνει η ώρα, αν και βραδιάζει γρήγορα τώρα.”” Συμφωνώ” του απάντησα.
Αν και η επιθυμία του ήταν να ανέβουμε από το Κοφτό, ακολουθήσαμε το μονοπάτι από τα Ζωνάρια, γιατί ήταν καλύτερο για τα δικά μου μέτρα.
Από τον «Σπήλιο Αγαπητό» και πάνω αρχίζει η αλπική ζώνη. Τα πανύψηλα ρόμπολα, όσο ανεβαίνουμε, κονταίνουν όλο και περισσότερο και γίνονται θάμνοι, μέχρι να εξαφανιστούν.
Ο αρχικός μας στόχος ήταν το Καταφύγιο «Γιώσος Αποστολίδης» στα 2.700 μ. υψόμετρο και στη συνέχεια, με μια σχετικά μικρή επιστροφή, από το Λούκι θα ανεβαίναμε στο Μύτικα.
Η δυσκολία της ανάβασης από τη μια και το μοναδικό τοπίο από την άλλη δημιουργούνε συναισθήματα, που ίσως σε κανένα άλλο βουνό κάτι ανάλογο δεν συμβαίνει.
Σε ένα υψόμετρο πάνω από τα 2.600 μ. είχαμε στην παρέα μας αγριοκάτσικα, που μόνο άγρια δεν ήταν. Φιλικά μαζί μας, βοσκούσαν δίπλα μας χωρίς να ενοχλούνται στο ελάχιστο από την παρουσία μας.
Η κούραση για μένα αρκετή, ο παπά Βασίλης δεν καταλαβαίνει από τέτοια, αλλά το χειρότερο δυο τραβήγματα στο αριστερό πόδι μ’ ανησύχησαν.” Σήμερα δεν θα τα καταφέρω για Μύτικα” του λέω. “Αύριο”.
Τελειώνουν τα Ζωνάρια, περνούμε κάτω από το Θρόνο του Δία και πριν από τις τέσσερις το απόγευμα φτάνουμε στον «Αποστολίδη».
Η ευχάριστη έκπληξη! Μια τετραμελής ομάδα φίλων και συμπατριωτών από το Λιτόχωρο, από τους πιο έμπειρους ορειβάτες, τουλάχιστον για τον Όλυμπο. Ο Μιχάλης ο Κάκκαλος (εγγονός του Μπάρμπα Χρήστου, του πρώτου Έλληνα ορειβάτη που πάτησε τον Μύτικα), ο Γιώργος Κούκουλης, ο Γιώργος Λάμπρος, και ο Γιάννης Σβάρνας.
Ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν για την κορυφή. Η επιμονή τους να ανέβουμε όλοι μαζί έκαμψε τις όποιες αντιρρήσεις μου. Παρ’ όλη την κούραση αισθάνθηκα δυνατός και δεν έχασα την ευκαιρία.
Το ανέβασμα στο Λούκι θέλει ιδιαίτερη προσοχή, εκεί δεύτερη ευκαιρία δύσκολα υπάρχει.
Πίσω μου ο Γιώργος ο Λάμπρος με καθοδηγούσε και με ενθάρρυνε, όπως και πριν πενήντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια -ήταν Σεπτέμβρης του 1969- όταν κάναμε μαζί την ίδια ανάβαση, την πρώτη για μένα. Παιδιά, δεκαπέντε χρονών εγώ τότε και δεκαεπτά εκείνος, μαθητές του Γυμνασίου Λιτοχώρου. Τότε που τα κορίτσια μάς κοιτούσαν με θαυμασμό, ύστερα από ένα τέτοιο κατόρθωμα. Πειστήρια οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες μας.
Για την Κορυφή τι να πω! Έχουν γραφεί πολλά, αλλά δεν μεταφέρονται εύκολα τα συναισθήματα. Το ότι πατάς στο πιο ψηλό σημείο του ελλαδικού χώρου και έχεις την αίσθηση της απεραντοσύνης αλλά και απολαμβάνεις τη μαγεία της δύσης είναι λίγο; Η αίσθηση του κατορθώματος αλλά και η αίσθηση της ασημαντότητάς σου μπροστά στο μεγαλείο της Φύσης είναι δυο συναισθήματα που ταυτόχρονα κυριαρχούν. Έχω ανέβει πολλές φορές και κάθε φορά είναι σαν την πρώτη, κάθε φορά σε καθηλώνει το ίδιο δέος.
Αυτονόητο ότι την ίδια μεγάλη προσοχή θέλει και το κατέβασμα. Μπροστά μου ο Μιχάλης ο Κάκκαλος. Ο τρόπος με τον οποίο κατέβαινε ο 73χρονος αυτός ορειβάτης ήταν υποδειγματικός, κυριολεκτικά μάθημα. Το ήθος του ορειβάτη φανερό σ’ όλη την ομάδα.
Κατεβήκαμε με απόλυτη ασφάλεια και σε λίγο, γύρω στις έξι, είχαμε επιστρέψει στο «Γιώσο Αποστολίδη”.Ήδη τα φώτα του καταφυγίου είχαν ανάψει.
Θέλω να τους ευχαριστήσω όλους και τον παπά Βασίλη από καρδιάς για την υπομονή τους, αλλά και την επιμονή τους στην πρόταση γι’ αυτήν την απρόσμενη για μένα ανάβαση.
Κι ας κρατήσουμε αυτό -όλοι και ιδιαίτερα οι νέοι, που ευτυχώς ανεβαίνουν πολλοί τώρα- ότι το βουνό χρειάζεται σεβασμό.
Την επόμενη μέρα η κατάβαση έγινε μέσω Σκούρτας και Πετρόστρουγκας.
Δημήτρης Τσιμούρας
…………………
Φωτογραφίες: faretra.info