Βέροια Πολιτισμός Τοπικά

Βέροια – ΑποΜνημοΝεύματα της Μνήμης / γράφει ο Μάκης Λιόλιος

ΛΙΟΛΙΟΣ ΜΑΚΗΣ (απών)                           

Βέροια – Ίχνη σαφή, ήγουν: περί των κεκοιμημένων

Δεν θα έλεγα πως έχω τακτοποιήσει τους λογαριασμούς μου με το παρελθόν. Δεν μπορώ να λέω, δηλαδή, πως δεν με ενδιαφέρει ή ότι δεν στηρίζομαι σ’ αυτό. Το αντίθετο. Σέρνω εκκρεμότητες από παλιά, για μερικές από τις οποίες έχω τη βεβαιότητα ότι θα παραμείνουν εκκρεμότητες έως τέλους.

Όμως αποφεύγω το παρελθόν. Ιδιαίτερα το παρελθόν που έχει μετεξελιχθεί σε φαντασιακή κατασκευή, σε μύθευμα συνήθως ωραιοποιημένο. Θα πλάνταζα αν μου ζητούσες να ξαναζήσω ακόμη και τα καλύτερα κομμάτια του. Ακόμη και το παρελθόν το μη προσωπικό, το ιστορικό ας πούμε. Το μόνο που κρατάω λοιπόν από αυτό είναι η μαγιά του, ό,τι δηλαδή λειτουργεί ακόμη στο παρόν και είναι σε θέση να δημιουργήσει μέλλον.

Βέβαια, με στοιχειώνει το παρελθόν, αλλά αυτό γίνεται ανεπίγνωστα και χωρίς την πρόθεσή μου. Δεν είναι επιλογή μου να αυτοοργανώνομαι με υλικά του. Όμως πέρα από τη δική μου πρόθεση ή τη δική μου στραβομάρα, το παρελθόν γενικά και το προσωπικό μου παρελθόν, οικοδομούν αυτό που είμαι και αυτό που θα είμαι.

Κοντολογίς δεν είμαι ελεύθερος.

Ως δεσμώτης λοιπόν που αγάπησε τα δεσμά του, γράφω για τη Βέροια, δηλαδή τους ανθρώπους και τις πράξεις τους, παρόντες εν εμοί.

Ίχνη μεν, αλλά ίχνη σαφή

————–

Σημείωση Φαρέτρας: Ο Μάκης Λιόλιος έφυγε από τη ζωή τον Μάιο του 2023

 ————–

Ευαγγελία Χαρούση

            Ήταν η σπιτονοικοκυρά του σπιτιού στο οποίο γεννήθηκα. Το σπίτι ήταν ένα παλιό κτήριο στο κέντρο της πόλης, στην αγορά, με αποθήκες στο ισόγειο και δύο ορόφους κατοικίες από πάνω. Ανήκε στην οικογένεια Χαρούση, που το σπίτι τους, αν και ήταν χωριστό διώροφο κτήριο, επικοινωνούσε με μία μεσόπορτα με το δικό μας. Για μένα ήταν σαν να άνοιγε η πόρτα του παραδείσου κάθε φορά που πέρναγα εκείνη τη μεσόπορτα. Άνοιγε η πόρτα και βρισκόμουν από το φτωχό μας παλιόσπιτο με τη μυρωδιά από τα επεξεργασμένα δέρματα της αποθήκης που γειτονεύαμε, στο σαλόνι μιας αστικής, πλούσιας οικογένειας, με έπιπλα και στολίδια που φάνταζαν παραμυθένια.

Αλλά στον παράδεισο αυτόν κυριαρχούσε η αυστηρή μορφή της κυρίας Ευαγγελίας. Σκέφτομαι τώρα πως η έννοια της αυστηρότητας είναι μέσα μου χτισμένη με την εικόνα της. Μια αυστηρότητα που στοχεύει στο καλό και το σωστό. Μια αυστηρότητα του μέτρου και της δικαιοσύνης. Μαυροντυμένη, επιβλητική γυναίκα, κουμαντάριζε τα παιδιά της ‒τρεις κόρες και έναν γιο‒ και την οικογενειακή επιχείρηση, ένα μπακάλικο που της άφησε ο δολοφονημένος στον Εμφύλιο άντρας της. Επέμεινε στα γράμματα, «να μάθουν γράμματα τα παιδιά», έλεγε. Έτσι έμαθα γράμματα. Η μικρότερη κόρη της, η Ελένη, μαθήτρια γυμνασίου τότε, κάθε φορά που με πήγαινε η μητέρα μου εκεί μού διάβαζε το ίδιο «Μίκυ Μάους». Προφανώς και ήταν κάτι που το ζητούσα εγώ με την επιμονή που έχουν τα παιδιά να τους διαβάζουν οι μεγάλοι το ίδιο παραμύθι ξανά και ξανά, με αποτέλεσμα να μαθαίνουν απέξω το κείμενο. Η Ελένη πέρα από το διάβασμα αυτό καθαυτό, έβαζε και το δάχτυλό της στη λέξη που διάβαζε κι έτσι έμαθα να αναγνωρίζω γραμμένες τις λέξεις που άκουγα. Όταν πήγα νηπιαγωγείο, ήξερα να διαβάζω και να γράφω. Και η κυρία Ευαγγελία την παρακολουθούσε αυτήν τη διαδικασία λες και ήταν φυσιολογικό ένα παιδάκι τεσσάρων πέντε χρονών να μπορεί να διαβάζει. Ρωτούσε αν διαβάσαμε σήμερα ή πώς πάει η πρόοδος μου.

Η παρουσία της πρέπει να ήταν σημαντική για τη μητέρα μου. Έχω την εικόνα της μητέρας μου να μιλάει μαζί της και να την ακούει με προσοχή. Πολλές από τις αποφάσεις της, από τις συμπεριφορές της και από την καθημερινή της στάση υπαγορευόταν από την κυρία Ευαγγελία – έτσι την αποκαλούσε πάντα. Η κυρία Ευαγγελία διαμόρφωνε μια ατμόσφαιρα βίου πολύ διαφορετικού από τα μέτρα και τα όρια που υπαγόρευε η καταγωγή από την ύπαιθρο των γονιών μου. Ορεσίβιοι και οι δύο, υποχρεωμένοι από τις συνθήκες να ζήσουν σε μια πόλη. Και μάλιστα, μια πόλη με βαριά αστική παράδοση, που πήγαινε πολύ πίσω, αιώνες. Η κυρία Ευαγγελία ερχόταν από κει πίσω. Δίδασκε αρχοντιά με έναν τρόπο, ανεπίγνωστο ίσως, που σου έδινε φτερά να την ξεπεράσεις και να την πας σε άλλα επίπεδα. Την αρχοντιά εννοώ.

———–

Βέροια: Σελίδες από τα “ΑποΜνημοΝεύματα της μνήμης” κάθε Κυριακή πρωί στη Φαρέτρα

——————-

Πεταλωτήριο Καλλιγά

            Στη γειτονιά που γεννήθηκα και μεγάλωσα, δίπλα στο σπίτι μας, ήταν το πεταλωτήριο του Καλλιγά. Δίπλα στην είσοδό του ήταν η βρύση της γειτονιάς. Εκεί γέμιζε η μητέρα μου τις στάμνες και τις ανέβαζε τρία πατώματα. Εκεί ήταν και το μέρος για τα παιχνίδια μου. Για κάποιον λόγο δεν είχε άλλα παιδιά στη γειτονιά, ίσως γιατί ήταν μια γειτονιά κυρίως με εργαστήρια, χάνια και μαγαζιά. Έτσι, όταν κατέβαινα, πήγαινα στο πεταλωτήριο για να χαζέψω τον Καλλιγά να πεταλώνει άλογα. Ακόμη έχω τη μυρωδιά της αλογίσιας κοπριάς και του κάτουρου στη μύτη μου.

Φάνταζε σαν υπερήρωας ο Καλλιγάς με τη δερμάτινη ποδιά του, τα σιδερένια εργαλεία του και την άνεση με την οποία κινούνταν ανάμεσα στο αμόνι και σε ένα δύστροπο άλογο. Είχα μάθει τη διαδικασία του πεταλώματος και αναγνώριζα κάθε βήμα. Το δέσιμο του αλόγου, το δέσιμο του ποδιού, το ξεκάρφωμα του παλιού πέταλου, την ψαλίδα που έκοβε το περισσευούμενο νύχι, το καθάρισμα με την πλάνη, το ξύσιμο με τη ράσπα. Κι ύστερα το πέρασμα του καινούργιου πέταλου. Μέτρημα του πέταλου για να ταιριάζει στο πόδι, χτύπημα στο αμόνι για να στρώσει. Τα καρφιά στο στόμα, με το τετραγωνισμένο οβάλ κεφάλι τους να σχηματίζει εξωτερική οδοντοστοιχία και να αρχίζει το κάρφωμα στο νύχι με σβελτάδα. Κόψιμο του καρφιού που περίσσευε από το επάνω μέρος του νυχιού. Κι αφού τέλειωνε και με τα τέσσερα πόδια του ζώου, έβαφε με κατράμι τις οπλές του. Καινούργιο το ζωντανό και τα βήματα του ακούγονταν στο καλντερίμι λαμπερά, πάνω απ’ τις φωνές των ανθρώπων, μαζί με τον ήχο του σφυριού στο αμόνι.

            Νύχτωσε. Ακούω τη μάνα μου να φωνάζει το όνομά μου. Ο Καλλιγάς με ένα χαμόγελο με στέλνει σπίτι.

            Αύριο πάλι.

 ——————–

Η θεία Ευτυχία και ο θείος Κιρκόρ

Μέναμε στον δεύτερο όροφο. Στον πρώτο όροφο, κάτω από μας και πάνω από την αποθήκη του μανάβη του Ηρακλή του Σκούφια έμενε ένα ζευγάρι Αρμένηδων. Η «θεία» Ευτυχία και ο «θείος» Κιρκόρ. Δεν ήταν θείοι μου, βέβαια, αλλά η συνηθισμένη προσφώνηση προς τους μεγαλύτερους γινόταν, εκείνη την εποχή, με το «θείος», «θεία». Ο Κιρκόρ ήταν οδηγός. Οδηγούσε λεωφορείο, νομίζω των αστικών συγκοινωνιών εκείνης της εποχής, και αργότερα όταν βγήκε από τη φυλακή, ήταν οδηγός στα παγοποιεία του Καζαντζίδη. Στη φυλακή μπήκε γιατί είχε ένα ατύχημα με το λεωφορείο στον δρόμο προς την Παναγία Δοβρά, όπου νομίζω σκοτώθηκαν και άνθρωποι. Ήταν ένας μκρόσωμος, αεικίνητος άνθρωπος, με ένα βλέμμα χαμηλό, ποιος ξέρει από τι περιπέτειες βγαλμένο. Με αγαπούσε κι αυτός και η γυναίκα του, η «θεία» Ευτυχία, μάλλον γιατί δεν είχαν δικά τους παιδιά. Από τις ακριτομυθίες της μητέρας μου και από τις ψιθυριστές κουβέντες της με τις κόρες της κυρίας Ευαγγελίας, καταλαβαίνω τώρα ότι η «θεία» Ευτυχία είχε περάσει μέρος της ζωής της ως επαγγελματίας του έρωτα. Δεν μπορώ να υπολογίσω την ηλικία της στη φάση αυτή που τη θυμάμαι, αλλά μάλλον ήταν παροπλισμένη πια. Με αγαπούσε. Αυτή ήταν η πρώτη αγάπη, πέραν της αγάπης των γονιών μου, που βίωσα με τρόπο βαθύ. Το λέω με πλήρη επίγνωση. Η αγάπη αυτή δεν ήταν ένα συναίσθημα. Ήταν μια κίνηση της ύπαρξής μου προς τη γυναίκα αυτήν που απαντούσε στη δική της κίνηση προς εμένα. Δεν είναι λέξεις. Είναι ένα βίωμα που παραμένει ζωντανό μέσα μου και καθόρισε σε μεγάλο βαθμό και τη σχέση μου με τις γυναίκες αργότερα στη ζωή μου. «Γιάβρ’μ, γκουζού’μ», ήταν η προσφώνησή της όταν με έβλεπε. Μου μίλαγε πολύ. Δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτε από αυτά που μου έλεγε, αλλά έχω ακόμη στα αυτιά μου τη φωνή και την προφορά της. «Γιαβρ’μ, εσύ ντοτόρ α ένεσαι». Ήταν η ευχή και η πρόβλεψή της για το μέλλον μου. Μπορεί και αυτό να επέδρασε στην επιλογή μου του ιατρικού κύκλου την πρώτη φορά που έδωσα εισαγωγικές στο πανεπιστήμιο. Η μητέρα μου, παρά το ότι συχνά μάλωνε μαζί της, δεν ξέρω γιατί, την εμπιστευόταν να με φροντίζει όταν χρειαζόταν να λείψει από το σπίτι. Στα οκτώ μου μετακομίσαμε στο δικό μας σπίτι. Την ξαναείδα έπειτα από έντεκα χρόνια. Τη μέρα που πέρασα στο πανεπιστήμιο η μητέρα μου μου θύμισε ότι η «θεία» Ευτυχία ήθελε να με δει «ντοτόρ» και με παρακίνησε να πάω να τη βρω και να της το πω. Βέβαια, δεν είχα περάσει στην Ιατρική για να γίνω «ντοτόρ» αλλά δεν είχε σημασία. Της είπα ότι μπήκα στο πανεπιστήμιο και θα γινόμουν «ντοτόρ». Δεν έβλεπε πια. Με αγκάλιασε –«αχ γιάβρ’μ»‒ και με χάιδεψε όπως το έκανε πάντα.

Με τον ίδιο τρόπο.

Δεν την ξαναείδα.

Όταν ο Κιρκόρ μπήκε φυλακή, η «θεία» Ευτυχία τον επισκεπτόταν συχνά και του πήγαινε τα αναγκαία του, φαγητό, τσιγάρα, ρούχα πλυμένα. Μια φορά με πήρε μαζί της στο επισκεπτήριο και υποθέτω ότι της το ζήτησε ο «θείος» Κιρκόρ. Πρέπει να ήμουν τεσσάρων πέντε ετών αλλά θυμάμαι πολύ καθαρά την εικόνα της παλιάς φυλακής της Βέροιας. Η φυλακή βρισκόταν πίσω από τον χώρο των παλιών δικαστηρίων στην πλατεία Ωρολογίου, εκεί που σήμερα είναι το απομεινάρι του πύργου Ντουσάν και η Λέσχη Αξιωματικών. Μπήκαμε από μια μεγάλη πόρτα σε μια αυλή που χωριζόταν με μια τεράστια, ψηλή καγκελόπορτα από μια εσωτερική αυλή όπου αυλίζονταν οι φυλακισμένοι. Πίσω τους φαινόταν το Βέρμιο. Μπήκαμε σε ένα δωμάτιο αριστερά μας και κει συναντήσαμε τον «θείο» Κιρκόρ. Τον κοίταξα με δέος, αλλά αυτός με αντιμετώπισε όπως αργότερα στο παλιό τζιπ που οδηγούσε και με πήγαινε βόλτα αφήνοντάς με να παίζω με τους διακόπτες στο ταμπλό. Για πολύ καιρό μετά διηγιόμουν αυτήν την επίσκεψη στη φυλακή.

Με σημάδεψε η αγάπη του Κιρκόρ και της Ευτυχίας.

 —————–

Καζαντζίδης Θόδωρος

Τον έβλεπα να διασχίζει τους δρόμους της πόλης ή να κινείται σε δημόσιους χώρους και φάνταζε στο μυαλό μου σαν φιγούρα του σινεμά, σαν Αμερικάνος σε ασπρόμαυρη ταινία. Κοστούμι με γιλέκο και ανάλογη γραβάτα, χτενισμένος προσεκτικά, κρατώντας το τσιγάρο στα δάχτυλά του με τρόπο που σήμαινε ότι δεν τον ένοιαζε τόσο η εισρόφηση του καπνού αλλά το πώς θα ισορροπήσει το τσιγάρο με την υπόλοιπη εικόνα του. Το άλλο χέρι στην τσέπη του παντελονιού του με όλη του τη στάση να αποπνέει αυτοπεποίθηση. Την αυτοπεποίθηση που δίνει η χρήση συμβόλων και συμβολικών κινήσεων. Ίσως και να χρησιμοποιούσε πίπα από την οποία προεξείχε το τσιγάρο του, δεν είμαι σίγουρος. Κι εδώ θα ήθελα να πω ότι ένα από τα καλά του παρελθόντος χρόνου είναι ότι διορθώνει ή επεξεργάζεται τις εικόνες με τρόπο ανεπίγνωστο μεν, αλλά αποτελεσματικό. Κι εκεί πιθανόν να παρεμβαίνουν άλλες δομές του γνωστικού μας μηχανισμού οι οποίες προβάλλουν αυτές τις εικόνες είτε ως αριστουργήματα είτε ως εφιάλτες. Εξού και η αμφιβολία μου περί της ύπαρξης πίπας στο τελετουργικό του καπνίσματος.

Δεν είμαι βέβαιος αν τον θαύμαζα. Το σίγουρο, όμως, είναι πως η φιγούρα αυτή έγινε μέσα στο μυαλό μου ένα όριο, ένα πρότυπο. Ήταν ένα «άνω» όριο που μαζί με άλλα έχτιζαν σιγά σιγά το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφωνόταν η προσωπικότητά μου, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την εικόνα μου, την παρουσία μου. Ή θα γινόμουν σαν αυτόν, ή θα τον ξεπερνούσα. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν κατώτερο, αποτυχία.

Μέχρι να τον συναντήσω εκ του σύνεγγυς διατηρούσα αυτήν την αίσθηση του προτύπου. Βέβαια δεν άλλαξαν και πολύ τα πράγματα όταν τον συνάντησα στο γραφείο του εργοστασίου του σαν μέλος μιας μικρής ομάδας φοιτητών που ζητήσαμε τη συνδρομή του σε κάποια δραστηριότητα του Συλλόγου Φοιτητών. Εκεί τον είδα όχι πια μόνον σαν φιγούρα κινούμενη στην πόλη, αλλά σαν έναν άνθρωπο με επίγνωση ευθυνών και διαχείρισης αποφάσεων. Συναντηθήκαμε έπειτα από μερικά χρόνια σαν συνεργάτες στη διαδικασία ίδρυσης του Μακεδονικού Θεάτρου. Μπορούσα πια να αντιληφθώ πιο συγκεκριμένα τον άνθρωπο και την ικανότητά του να αντιλαμβάνεται τη θέση του στην κοινωνία της πόλης μας, να κινείται με την άποψή του ανάμεσα στις απόψεις των άλλων, συμβάλλοντας, με πλήρη αντίληψη του ποιος είναι, στη διαμόρφωση μιας κοινής στάσης.

Αρχοντικές στιγμές.

—————-

Καλαμάτας Παντελής

            Τον γνώρισα σ’ αυτήν τη διαδικασία ίδρυσης του Μακεδονικού Θεάτρου και επιβεβαιώθηκε η άποψη που είχα γι’ αυτόν ότι επρόκειτο για μια προσωπικότητα που δεν ήταν τυχαίο πως έπαιζε έναν σημαντικότερο ρόλο στην πόλη από αυτόν ενός εμπόρου γεωργικών φαρμάκων και εφοδίων. Ισχυρή προσωπικότητα, στιβαρή παρουσία και αποφασιστικότητα. Χαρακτηριστικά που είχαν βέβαια πολλοί άνθρωποι γύρω μου, αλλά ένα γεγονός που συνέβη μεταξύ μας συμπλήρωσε την εικόνα μου γι’ αυτόν με έναν τρόπο αναπάντεχο.

            Με επισκέφθηκε μια μέρα στο γραφείο μου για να συζητήσουμε ιδιαιτέρως θέματα που αφορούσαν στο θέατρο. Πολύ γρήγορα όμως η συζήτηση εξελίχθηκε σε έναν εξομολογητικό μονόλογο από μεριάς του. Κράτησε πολλή ώρα. Κι έτσι γνώρισα μια πλευρά του που δεν την περιμένεις από έναν άνθρωπο με έντονη επιχειρηματική και κοινωνική δραστηριότητα. Κατέρρευσε μέσα μου η εικόνα ενός σκληρού ανθρώπου που φυλάγει απόλυτα τον μέσα κόσμο του για να μη δει κανείς την αδυναμία του και αποκαλύφθηκε μια προσωπικότητα πιο λαμπερή, πιο ενδιαφέρουσα. Τον άκουγα με πολλή προσοχή. Δεν θυμάμαι τίποτε από αυτά που έλεγε, αλλά ήταν μάθημα υψηλού επιπέδου για μένα, πως, όταν ακούς με προσοχή τον άλλον, τότε διαλύονται τα σύνορα που ορθώνονται συνήθως ανάμεσα στους ανθρώπους. Μιλάω για τα όρια που υπήρχαν μέχρι εκείνη τη στιγμή ανάμεσα σ’ εμένα κι εκείνον και αφορούσαν στη διαφορά ηλικίας που είχαμε, στη χαώδη οικονομική μας απόσταση και στη θέση μας στην κοινωνία της πόλης. Νεαρός στο ξεκίνημά του εγώ, φτασμένος επιχειρηματίας αυτός. Κι όμως, καθόταν εκεί μπροστά μου και μου μιλούσε για τον εαυτό του, για τα μέσα πράγματα που τον απασχολούσαν, σαν να ήμουν ο μεγάλος του αδελφός.

Δεν ξέρω τι αξία είχε γι αυτόν η κουβέντα μας. Για μένα όμως ήταν μάθημα διπλό. Από τη μια έζησα την αξία του να παραδίδεις στον Άλλον το μέσα σου. Κι από την άλλη κατανόησα την αξία του να υποδέχεσαι το μέσα του Άλλου. Πορεύομαι με αυτά τα μαθήματα. Ανεπιτυχώς τις περισσότερες φορές.

 —————

 Βιβλιοπωλείο Μήτσιου

Στην οδό Κεντρικής, κοντά στην πλατεία Αγίου Αντωνίου, ήταν το βιβλιοπωλείο του κ. Μήτσιου. Μυθικός τόπος. Ράφια από το πάτωμα ως το ταβάνι φορτωμένα βιβλία και είδη σχολείου. Από κει ψωνίζαμε τα σχολικά μας τετράδια, βιβλία, μολύβια, μπογιές, εργαλεία ξυλοκοπτικής και χαρτοκοπτικής. Στο πάτωμα στοίβες με περιοδικά και εφημερίδες που πρακτόρευε το κατάστημα. Στα ράφια ατελείωτες σειρές από ίδια βιβλία, όχι όπως στις βιβλιοθήκες, αλλά αντίτυπα του ίδιου βιβλίου. Συνήθως σχολικά. Και δίπλα ο μεγάλος θησαυρός των νεανικών περιοδικών: «Μάσκα», «Μυστήριο», «Μικρός Ήρωας» αυτά που θυμάμαι. Ρίχναμε κλεφτές ματιές στο περιεχόμενο περιμένοντας να μας εξυπηρετήσουν για το στυλό ή το τετράδιο που αγοράσαμε. Τις πιο κρυφές ματιές τις ρίχναμε στα εξώφυλλα των περιοδικών, γιατί εκεί φανέρωναν τα αφανέρωτα γυναίκες πανέμορφες και μιας και δεν ήταν δυνατόν να τα αγοράσουμε, κλέβαμε με τα μάτια ό,τι ήταν για κλέψιμο.

Το μαγαζί το θυμάμαι πάντα γεμάτο και τα αδέλφια Μήτσιου να τρέχουν πάνω κάτω με το βλέμμα του πατέρα τους στην πλάτη. Είχαν ένα ύφος απροσπέλαστο, δεν μπορούσα να καταλάβω τι σκεφτόντουσαν ή ακόμη περισσότερο τι αισθανόντουσαν. Ένιωθα λίγο δέος εξαιτίας αυτού του ύφους, γιατί με έπειθε ότι κάνουν κάτι πολύ σπουδαίο όταν πακετάρουν ένα βιβλίο ή ψάχνουν ένα μολύβι που τους ζήτησα.

Αυτό που θα μου μείνει αξέχαστο είναι η μυρωδιά του μαγαζιού. Αυτή η ανάκατη μυρωδιά χαρτιού και μελάνης που νόμιζα ότι έβγαινε από παντού, ότι είχε ποτίσει τα πάντα, ακόμη και τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί. Είναι από κείνες τις μυρωδιές που σημαδεύουν έναν τόπο, μια στιγμή του χρόνου και χτίζουν μέσα μας έναν δεσμό με αυτό που έχουμε μέσα μας ως παρελθόν.

Αυτή η ατμόσφαιρα χρωμάτων, μυρωδιάς, ανθρώπινων βλεμμάτων, αυτά τα παραθυράκια στον κόσμο που άνοιγαν στα εξώφυλλα, αυτή τέλος πάντων η συμπύκνωση αισθήσεων, φαίνεται πως βοήθησε να αγαπήσω τα βιβλία. Να τα αγαπήσω σαν όντα και σαν πύλες γνώσης. Δεν λέω, στην αγάπη μου για τη γνώση συνήργησε αποτελεσματικά ο πατέρας μου, όταν από μικρό, πριν ακόμη μάθω να διαβάζω, μου διάβαζε την εφημερίδα «Εμπρός», από την οποία διάλεγε τα άρθρα που αναφέρονταν κυρίως σε επιτεύγματα της επιστήμης. Ποιος ξέρει πώς σχηματίζεται το μονοπάτι μας και πού οδεύει.

Ζήτησα πριονάκια ξυλοκοπτικής και πλήρωσα με τις δραχμές που κρατούσα σφιχτά στο χέρι και έφυγα γρήγορα για να ξεφύγω από το παγωμένο βλέμμα της κυρίας Μήτσιου, θυγατέρας. Άλλωστε, είχα να κόψω στο κόντρα πλακέ μια εταζιέρα γωνιακή και έτρεχα να προλάβω πριν νυχτώσει.

———————–

Θανάσης Τσαπράζης

Ο πατέρας μου εργαζόταν ως σερβιτόρος σε εστιατόριο, αφού εγκατέλειψε το επάγγελμα του καρεκλοποιού. Ψάθινες καρέκλες. Διατηρούσε καρεκλάδικο με τον μικρότερο αδελφό του, τον Χρήστο. Φαίνεται ότι η δουλειά αυτή δεν έφτανε να ταΐσει δύο οικογένειες κι έτσι την παράτησε. Έπιασε δουλειά σαν σερβιτόρος στο εστιατόριο του Θανάση του Τσαπράζη. Κεντρικό εστιατόριο εκείνη την εποχή, βρισκόταν στη στοά του τότε ΚΤΕΛ, απέναντι από το σημερινό κατάστημα ρούχων «Άλφα» του Αντωνιάδη. Το εστιατόριο το κουμαντάριζε ο κυρ Θανάσης ο Τσαπράζης με τη βοήθεια της γυναίκας του της Τασίτσας. Όμορφος άντρας, καλοντυμένος πάντα, μερακλής κατά την κατάταξη της εποχής. Η χωλότητα στο ένα του πόδι δεν τον εμπόδιζε να είναι, τουλάχιστον στα μάτια μου, μια φιγούρα εμβληματική. Ήταν το πρώτο «αφεντικό» που γνώρισα στη ζωή μου. Νόμιζα τότε ότι τα αφεντικά είναι μια ιδιαίτερη φυλή, με ειδικές ικανότητες και διαφορετική ψυχολογία. Ότι ήξεραν κάτι που οι υπόλοιποι δεν το ξέρανε και πως είχανε ιδιαίτερες ικανότητες πέραν του ανθρωπίνου˙ των δικών μου μέτρων περί ανθρωπίνου βέβαια.

Η αλήθεια είναι ότι κάθε φορά που πήγαινα στο μαγειρείο του να δω τον πατέρα μου, με υποδεχόταν με αστειάκια και με διάθεση να παίξει μαζί μου. Αν δεν είχαν πολλή πελατεία στο μαγαζί, με έβαζε στο γραφειάκι, μια γωνίτσα δίπλα στο πάσο της κουζίνας, όπου σημείωνε τα πιάτα που σέρβιραν οι δύο σερβιτόροι, ο πατέρας μου και ο Νίκος ο Σαραφόπουλος. Ήταν σαν να με έβαζε στον θρόνο. Έτσι ένιωθα. Ήταν ο θρόνος που κάθονται τα αφεντικά. Πίσω του κρεμόταν στον τοίχο μια κιθάρα. Η χαρά μου ήταν να ανεβαίνω στην καρέκλα του και να χτυπάω τις χορδές της με μια οδοντογλυφίδα. Άλλωστε, είχα πολλές μπροστά μου, γιατί με έβαζε να γεμίζω τις ειδικές θήκες για οδοντογλυφίδες. Την κιθάρα αυτήν την άκουσα αρκετές φορές να παίζει κάποια βράδια που στο μαγαζί γίνονταν συμμαζώξεις και γλέντια και ο πατέρας μου έφερνε τη μάνα μου να διασκεδάσει κάνοντας παρέα την κυρία Τασίτσα.

Δεν μπόρεσα να καταλάβω ποτέ τη σχέση του πατέρα μου με τον κυρ Θανάση. Πολλές φορές άκουγα στις κουβέντες του με τη μάνα μου, να λέει ότι μάλωσε μαζί του. Άλλες πάλι ότι μάλωσαν και έφυγε από τη δουλειά, την παράτησε. Και μετά πάλι κάτι γινόταν και επέστρεφε. Αυτοί οι συχνοί καβγάδες δεν μας εμπόδιζαν να έχουμε οικογενειακές σχέσεις. Θυμάμαι ότι ο κυρ Θανάσης με την Τασίτσα ερχόταν στο σπίτι μας στις γιορτές και οι δικοί μου ανταποδίδανε. Σε μια από αυτές τις επισκέψεις τους, σε μια γιορτή, του Αϊ Γιαννιού ίσως, εντυπωσιάστηκα από μια μικρή παράσταση του κυρ Θανάση. Πήρε ένα νόμισμα μιας δραχμής και μου είπε πως είναι δικό μου. Αλλά έπρεπε να το κερδίσω. Το τύλιξε σε ένα χρυσόχαρτο από τα τσιγάρα του με τέτοιον τρόπο ώστε να σχηματιστεί ένα κεφάλι με μια ουρά. Στο κεφάλι κόλλησε μια μπουκιά ψίχα ψωμιού αφού τη μάσησε. Με μια κίνηση πέταξε το κατασκεύασμα προς το ξύλινο ταβάνι και αυτό κόλλησε. Έμεινε εκεί για καιρό. Δεν ήθελα με κανέναν τρόπο να το κατεβάσει η μάνα μου. Ήταν δικό μου, και το ήθελα εκεί, μέχρι να πέσει μόνο του.

Μετακομίσαμε στο δικό μας σπίτι. Το νόμισμα μάλλον έμεινε εκεί.

Δεν ξαναείδα τον κυρ Θανάση.

—————–

Στράτος Μακαρονάς

Στην κουζίνα του μαγειρείου του κυρ Θανάση του Τσαπράζη αρχηγός ήταν ο Στράτος ο Μακαρονάς. Άνθρωπος από άλλο τόπο μου φαινόταν. Τον θυμάμαι μόνιμα ντυμένο στα άσπρα του μάγειρα. Με τον σκούφο να υψώνεται πάνω από τους ατμούς της κουζίνας του. Με προσήλωση στη δουλειά του, την ίδια που νομίζω ότι είχαν όλοι οι άνθρωποι εκείνη την εποχή, μιας και η δουλειά τους σήμερα ήταν, αύριο δεν ήταν. Τον θυμάμαι να κάθεται στην καρέκλα, στα κενά της δουλειάς του, να καπνίζει το τσιγάρο του και να λέει καλαμπούρια. Τότε δεν ήξερα την ιστορία του. Την έμαθα αργότερα από τα παιδιά του, τον Αντώνη και τον Δημήτρη. Δεν ήξερα για την περιπέτεια της απόδρασης του από στρατόπεδο των Ναζί, τη φυγή του με μερικούς συγκρατούμενους στην Ελβετία και το τι σκαρφιζόντουσαν για να επιβιώσουν. Κλέψανε ένα ποδήλατο, λέει, και το βγάζανε σε λοταρίες στα χωριά από όπου περνούσαν, που τις κέρδιζαν οι ίδιοι εννοείται. Τον ερωτεύτηκε μια Ελβετίδα που τον κράτησε μέχρι το τέλος του πολέμου στο σπίτι της, όταν έφυγε για να γυρίσει στην Ελλάδα με τα πόδια. Άφησε βέβαια πίσω του τον καρπό του έρωτά τους αγέννητο. Τον γνώρισε μετά, στα γεράματα, όταν τον βρήκε –ο γιος του‒ μέσω του Ερυθρού Σταυρού και μεγάλωσε την οικογένειά του μιας και τα παιδιά του τον καλοδέχτηκαν τον καινούργιο τους αδελφό. Όταν χρειάστηκε να νοσηλευτεί με κίρρωση του ήπατος και με άσχημη πρόβλεψη για την πορεία της ασθένειάς του, τον ανέστησε κυριολεκτικά η εμφάνιση της Ελβετίδας με σορτσάκι, εμφάνιση που τον κράτησε στη ζωή για αρκετά χρόνια ακόμη.

            Αγαπούσε το τσίπουρο, την καλή παρέα και τις κουβέντες. Θυμάμαι, χρόνια αργότερα, όταν φοιτητές πηγαίναμε στο πατσατζίδικο που είχε ανοίξει και τρώγαμε πατσά. Άφηνε την κουζίνα για να καθίσει για λίγο μαζί μας να πούμε τα νέα μας. Πανέξυπνος άνθρωπος, με ένα βαθύ χιούμορ, και γνώση της πραγματικότητας επί του πεδίου. Ήταν από τη γενιά που έφαγε γράσο αντί για λίπος, όπως έλεγε αργότερα ένας καθηγητής μας. Γενιά που τίμησε τη ζωή όπως της δόθηκε.

 —————–

 Η Βέροια

            «Όταν κοιτάς Ανατολή, κρυφά παρηγοριέμαι», έγραψε ο φίλος μου ο Κώστας Μπραβάκης σε έναν στίχο του. Αυτήν την κρυφή παρηγοριά κληρονόμησα από αυτήν την πόλη. Βαριά αυτή η κληρονομιά από τη μια. Τρεις χιλιάδες χρόνια στον ίδιο τόπο, με το ίδιο όνομα, δεν είναι λίγο. Αλλά ανάλαφρο το κληροδότημα αυτού του ανοίγματος προς Ανατολάς. Σε σπρώχνει, λες, να φύγεις. Όχι για να την εγκαταλείψεις, αλλά για να κουβαλήσεις παραπέρα το αποθησαυρισμένο στους αιώνες υλικό.

Μπορείτε να δείτε όλα τα ονόματα των συγραφέων του βιβλίου ΕΔΩ

banner-article

Ροη ειδήσεων