Πίσω ΣΤΗ ΒΕΡΟΙΑ…
….
Αμίλητοι άνθρωποι του γύρεψαν ταυτότητα,
ξανά ταυτότητα.
….
(Από το ποίημα του Τάκη Σινόπουλου ‘Περίπου Βιογραφία’)
Tώρα γιατί ακούω την Patti Smith να τραγουδάει το « Α hard rain’s ..» κι όχι τον Bob Dylan; Υπόθεση κάνω. Ήμουν στην Στοκχόλμη όταν η Smith τραγούδησε, γατί ο Dylan είχε άλλες δουλειές- και πότε δεν έχει. Κι εκεί που το τραγούδαγε βάζει τα κλάματα. Ήταν στην γιορτή του Nobel (φυσικά τόδα στην τηλεόραση, τους διέφυγε να με καλέσουν). Και κλαίγαμε όλοι μαζί της. Θάκλαιγα εάν βρισκόμουν στην Βέροια;
Λένε διάφοροι πως η απώλεια του τόπου είναι πιο ζόρικη από την απώλεια του χρόνου. Θάλεγα: ναι. Έλα, όμως που είναι σημαντικό από που και πως φεύγεις (είναι φυγή;), πού πας, σε τι και ποιους επενδύεις, πόσο καιρό μένεις σε αυτό που λέγεται δεύτερη πατρίδα κλπ.
Η Σιμόν Ντε Μποβουάρ είπε(Google) πως ο λόγος που διατηρούμε με τόση αγάπη τις παιδικές μας αναμνήσεις είναι πως μια φευγαλέα στιγμή μας ξαναδίνουν ένα απεριόριστο μέλλον. Ένας πετεινός λαλεί στο χωριό με τις επικλινείς στέγες, που φαίνεται πέρα μακριά. Περπατώ σε ένα λιβάδι σκεπασμένο με πάχνη.»
Παραπέμπει μετά στον Ιονέσκο, « έχω φτάσει στην ηλικία που η ώρα αξίζει μονάχα λίγα λεπτά και τα τέταρτα δεν έχουν πια καμιά αξία.» Ιονέσκο είν’ αυτός, με τι ανάστημα να του πείς πως είναι και κάτι άλλα θεματάκια, όπως αυτό της ΠΛΗΞΗΣ. Δεν λέω κουβέντα. Κάτι που σκέφτηκα. Η Βέροια δεν είναι πλέον το ίδιο σημείο αναφοράς που ήταν. Βρίσκεται ανάμεσα σε ένα φθαρμένο παρελθόν και κάτι που αναμένεται να έρθει, το μελλοντικό, ανάμεσα σε κάτι που ήδη υπήρχε και σε κάτι που δεν ήρθε ακόμη αλλά είναι καθ’ οδόν. Η Βέροια έχει το δικό της γίγνεσθαι που δεν το γνωρίζω αλλά και το « γνωρίζω». Είναι κάτι «σαν» εξορία που μας αποκαλύπτει ότι η ύπαρξη είναι ένα συνεχές φαινόμενο. Ναι Κε Σωκράτη «γνώθειν σ’ευτόν», εννοείς γνώθειν χωρίς σταματημό? Είναι δυνατόν αυτό με μια τεμαχισμένη Βέροια και ένα τεμαχισμένο εαυτό? Γι’ αυτό και τόσοι πολλοί μιλούν για την ευτυχισμένη ζωή? Κι εγώ επιμένω πως η ζωή είναι μια έλλειψη, διαφορετικά γιατί να την λέγαμε ζωή? Ο καθείς και τα όπλα του, είπε ο Henry Miller και ο Σωκράτης μάς τόπε αλλιώς, Αν πιστεύεις πως έγινες φιλόσοφος, μάζευέ τα και πήγαινε σπίτι σου. Άντε να αρχίσουμε να (συ)μαζεύουμε την Βέροια που φτιάξαμε και μας έφτιαξε.
Νάμουν 6 – 7 χρονών; Έμενα στα βόρεια, κάτω από τους στρατώνες. Πηγαίνοντας προς την πόλη συναντούσα πότε πότε μια γριούλα. «Τζιέρι μου, γιαβρί μου» φώναζε από μακριά. Όταν πλησιαζόμασταν με γέμιζε με φιλιά, σάλια, αγκαλιές και ύστερα έβγαζε ένα μαύρο πορτοφολάκι, ενώ εγώ διακριτικά σκούπιζα τα σάλια, και μου έδινε κάτι τεράστια κέρματα, μεγάλα σαν τη πλατεία ωρολογίου. Με ξαναφίλαγε και μετά χωρίζαμε. Με έπιανε μια ελαφριά ζαλάδα. Μετά μια χαρά, άντε τώρα να την περιγράψεις.
Άρχισα να βγαίνω πιο συχνά για να την συναντήσω και την συνάνταγα. Τόνοιωθα σαν ένα φυσικό φαινόμενο πιά, όπως βγαίνει ο ήλιος το πρωί, το φεγγάρι τις νύχτες. Κι έρχεται μια στιγμή που δεν τρελαίνεται που με βλέπει ενώ εγώ θέλω να τρελαθώ αλλά ούτε κι εγώ τρελαίνομαι. Και σηκώνει το χέρι της και μου αστράφτει ένα σκαμπίλι σαν να κατέβηκε το ασανσέρ με αστραπιαία ταχύτητα από τον δωδέκατο όροφο στο υπόγειο. Είχε μάθει πως δεν ήμουν το εγγονάκι της.
Δίπλα μας έμενε ο νονός μου, κι ο Τάκης ο γιος του και φίλος μου, πήγαινε στο τέταρτο σχολείο ενώ εγώ στο πέμπτο. Στο τέταρτο πήγαινες σε ένα τέταρτο, ενώ το πέμπτο συγκατοικούσε με την αχρονικότητα. Έλεγες πάω στο πέμπτο. Κι εγώ ρώταγα και ξαναρώταγα. «Γιατί ο Τάκης στο τέταρτο κι εγώ στο πέμπτο; καιροί και τότε..» Και τι σε νοιάζει, ποιος είναι ο Τάκης;» και μερικές σοβαρές απαντήσεις.
«Παιδί μου, ο νόμος..» Αλλά πέμπτο σήμαινε, κατηφόρα από πέτρες φτιαγμένη, εβραίϊκα, ποταμάκι με σανίδα για γέφυρα που έπαιζες με εκατοστά, να μη μακρηγορούμε με χειμώνες και πέμπτο. Κι εγώ ξαναρώταγα γιατί ο Τάκης «Τι έκανα;» ή «Πρέπει να κάνω κάτι;» Παιδί μου…
Γυμνάσιο, φυσική ιστορία. Καθηγήτρια η κα Πολυχρονιάδου, τρίτη τάξη, εξατάξιο. Κα Πολυχρονιάδου αδερφέ. Με τίποτα δεν μπορούσες να την αντιπαθήσεις. Να την συμπαθήσεις; Ναι. Μόλις σταμάταγε να μιλάει, να λέει δηλαδή ποιες σελίδες πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσουμε, γύρναγε αργόσυρτα το κεφάλι της στο παράθυρο και εκεί έμενε. Τι έβλεπε; Μπετόν. Ρέμβαζε, χουζούρευε; Μα τι; Μετά από χρόνια που είχα αρχίσει τον διαλογισμό, κατάλαβα τον τρόμο που προκαλεί το εδώ και τώρα. Η κα Πολυχρονιάδου ήταν καλοντυμένη. Δεν φόραγε ποτέ ταγιέρ γιατί κάτι της έλεγε πως ήταν παχουλούτσικη. Είχα κάποτε διαβάσει πως ο Willy Brand όταν έβγαζε λόγους κοίταζε πάντα διαγωνίως τον τελευταίο ώστε να πιστεύουν οι υπόλοιποι πως κοιτάζει αυτούς. Η κα Πολυχρονιάδου κοίταζε τον τοίχο, και γινόσουν κι εσύ τοίχος. Και στην τάξη αλλά και με τους συναδέλφους της, έβαζε το καλύτερό της φόρεμα: συμφώναγε με όλους. « Ναι ναι, φυσικά, εννοείται… «
Μπαίνει η κα Πολυχρονιάδου στην τάξη φουριόζα «Διαγώνισμα», ανακοινώνει αυστηρά. Θα της πήρε κόπο να βρει το αυστηρό της φόρεμα. Η δεύτερη της κουβέντα ήταν « Καραμπεΐδη, στο πρώτο θρανίο». Σχίζω αστραπιαία τις σελίδες και κάθομαι στο πρώτο θρανίο. Η κα Πολυχρονιάδου ρεμβάζει κι εγώ αντιγράφω στο τσάκα τσάκα. Τελειώνω και σηκώνω το κεφάλι μου να δώ γύρω μου. Η κα Πολυχρονιάδου γύρισε στην τάξη. Κι έρχεται πάλι η τρέλα. Βλέπω μια από τις σελίδες που έσχισα από το βιβλίο κοντά στην έδρα της κας Πολυχρονιάδου. Και βλέπω πως κι αυτή την βλέπει. «Ξέρεις ποια είμαι γω βρε παλιοτόμαρο; θα σε τακτοποιήσω».
Μέχρι τότε το άκουγα από άνδρες « Ξέρεις με ποιόν μιλάς, ξέρεις ποιος είμαι εγώ..» Ε πείτε μου, έχουν άδικο οι ψυχοθεραπευτές που μας μιλάν για την αρσενική και θηλυκή πλευρά σε άνδρες και γυναίκες; Πρώτη φορά έβγαλε το ανδρικό της η κα Πολυχρονιάδου. Και ήταν τόσο ζωντανή. Στο απολυτήριο με έβαλε 17. Όταν διόρθωνε τα γραπτά είχε ξαναγυρίσει στον τοίχο. Αχ η ζωντάνια, δεν παίζεται.
Μου αρέσει ο όρος του Αριστοτέλη ΑΝΑΧΡΟΝΙΣΜΟΣ. Από ποιους χτίστηκε η Ακρόπολις και τα άλλα, όπως έλεγε ο παππούς μου. Εσείς έπρεπε να περάσετε μια κατοχή για να καταλάβετε». Για μένα ήταν κατοχικό όταν πήγα να περάσω ‘περιοδεύων’ και στην ερώτηση: τι σκοπεύεις να κάνεις τους είπα πως ήθελα να σπουδάσω φιλοσοφία και ξεκαρδιστήκαν ανάβοντας ο ένας μετά τον άλλον τα όπως τα έβλεπα τότε, τεράστια πούρα τους: και δεν ξέρεις πως ο πατέρας σου είν’ αριστερός; Λοιπόν θα διαιωνίζουμε το τι τραβήξαμε; Και κάνει τόσο καλό κάτι τέτοιο, η αυτοθηματοποιίησή μας στα νέα παιδιά;
Βέροια: Σελίδες από τα “ΑποΜνημοΝεύματα της μνήμης” κάθε Κυριακή πρωί στη Φαρέτρα
Φεύγω για Θεσσαλονίκη στην Τετάρτη γυμνασίου. Μετά δυό τρείς μέρες, ακούω, «ρε βλάχο;» Δεν κατάλαβα. «Από την Βέροια είμαι», τους λέω. «Άσε μας ρε Ουρσιζίδη», το όνομα ενός ποδοσφαιριστή τότε της Βέροιας. Το αναφέρω στον γαμπρό μου, ελαφριά κατάθλιψη, «άστους» μου λέει, δηλαδή, άσε με. Πώς θα τους άφηνα; Πλησιάζω τον ένα μετά τον άλλον τους αλήτες της τάξης και καπνίζουμε τόσο κρυφά ώστε να το ξέρουν όλοι. Αυτό ήταν. Μάλιστα, ρώτησα κάποτε ένα καθηγητή να μου επιτρέψει να βγω για μια στιγμή έξω. Μετά έμαθα από τους φίλους μου πως είπε «αυτός έχει νικοτιδείαση», λέξη που δεν την είχα ξανακούσει, αλλά έβλεπα να ανεβαίνει το στάτους μου, τάδινα όλα γι αυτό. Νικοτιδείαση, εγώ που όταν έπαιζε Εδεσσαϊκός- Βέροια, πήγε η μισή Βέροια στην Έδεσσα γιατί από αυτό το παιγνίδι θα κρινόταν αν η Βέροια, αυτή η βασίλισσα του βορρά, θα έμπαινε στην πρώτη εθνική. Και βάζει γκολ η Βέροια και γίνεται πανζουρλισμός. Εγώ ήμουν από τα καλά παιδιά, δηλαδή τα τρομαγμένα, ποτέ δεν είχα βρίσει, και φώναξα πρώτη φορά.
« Γαμώ τοοοοοοο».
Βέροια, Ιούλιος 2022