Βιβλιοπωλείον.
Ο Δημήτριος Βικέλας, όπως μαρτυρεί ο ίδιος, επισκέφτηκε άπαξ όσο ζούσε τη γενέτειρα πόλη τού πατρός του. Εμφανίστηκε πάντως ξαφνικά και κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’80 στην πόλη ως μικρό, ξεχωριστό Βιβλιοπωλείο, το οποίον έφερε το όνομα -πώς αλλιώς;- …Δημήτριος Βικέλας, ιδρυθέν και λειτουργών υπό του Δημητρίου Π. επί της οδού …Δημητρίου Βικέλα…
Γιάννης Καισαρίδης
Κατά το διάστημα των ελάχιστων ετών που διέμεινε στην πόλη ο Δημήτριος Π., άλλαξε τον ρουν της ιστορίας της:
-εγνώρισε σε ορισμένους εξ ημών, σημαντικούς σύγχρονους ποιητές και πεζογράφους,
-επηρέασε την εξέλιξή μας. Μάλιστα, κάποιοι εστράφησαν στη γραφή, άλλοι ασχολήθηκαν με το βιβλίο γενικότερα,
-στάθηκε η βασική αιτία έλευσης στην πόλη τον Μάϊο του 1992 τής μεγάλης ποιήτριας Κ. Δ.
Όταν για λόγους προσωπικούς έκλεισε το Βιβλιοπωλείο κι επέστρεψε στην Αθήνα, πολλοί πολύ γρήγορα κατάλαβαν ότι ήταν ο άνθρωπος που τους άνοιξε τα μάτια.
Χρόνια μετά την αναχώρησή του έχασε για ένα διάστημα το φως του.
Όταν εμφανίστηκε στην πόλη το ξεχωριστό Βιβλιοπωλείο τού Δημητρίου Π., το Μπικελάδικο σπίτι δεν υπήρχε. Η περίφημη κατοικία της οικογενείας Βικέλα, αφού χρησίμευσε κατ’ επανάληψη για τη στέγαση προσφύγων και πυροπαθών Μακεδόνων, βαθμηδόν καταστράφηκε. Μόνον στο πίσω μέρος του οικοπέδου περήφανο δέντρο είχε απομείνει από τους χρόνους του σπιτιού και της οικογενείας, πανύψηλη φτελιά.
Αργότερα τη θέση του οικοπέδου κατέλαβε κακόγουστον κτίσμα, στο κάτω μέρος του οποίου διατηρεί σήμερα την έδρα του Γραφείο Τελετών.
«Είναι πράγματι λυπηρόν να μην προφυλάσσωνται από την καταστροφήν οικίαι, αποτελέσασαι ιδιοκτησίαν οικογενειών, εξ ων κατάγονται εκλεκτοί γόνοι, πολλαπλώς διακριθέντες κατά την σταδιοδρομίαν των», εγράφη τότε, κατά την κατάρρευσιν του Μπικελάδικου σπιτιού, εις τον τοπικόν τύπον.
Η φτελιά στέκει ακόμη.
Στη φωτογραφία ο ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΒΙΚΕΛΑΣ, ο εξαίρετος Δημήτριος Πιπίνης, είναι το παλικάρι με το άσπρο πουκάμισο (Εξ αριστερών, στη φωτογραφία: Κώστας Μπεσίνας, Σούλης Λιάκος, Γιάννης Καισαρίδης, Γιώργος Χιονίδης).
Βέροια: Σελίδες από τα “ΑποΜνημοΝεύματα της μνήμης” κάθε Κυριακή πρωί στη Φαρέτρα
Χιονάνθρωπη Αφροδίτη
Τον χειμώνα του ’63, με το μεγάλο χιόνι, φύγαμε από τα ενοίκια, αγοράσαμε σπίτι. Στο ύψος τής στάσης Φόρος επί της οδού Πιερίων, νότια έξοδος της πόλης.
Το πρώτο που θυμάμαι στη νέα γειτονιά είναι το εξής: ο απέναντι γείτονας -λάτρης, θαυμαστής μεγάλος, όπως μαρτυρείται ακόμη, των πάσης φύσεως καρπών, των χυμών της γης, των υψωμάτων- σαν έκοψε ο χιονιάς, βγήκε κι έπλασε την Αφροδίτη της Μήλου. Καλύτερη απ’ αυτήν στο Λούβρο∙ δεν την απέδωσε ακρωτηριασμένη, της έδωσε πίσω τα χεράκια της. Και στους γλουτούς της, εκεί που πέφτουν οι πτυχώσεις του ενδύματός της, βάθυνε ακόμη περισσότερο τη σχισμή. Ζωντανή, πειρασμός, πρόκληση. Από πάγο, η θερμότερη!
Η Αφροδίτη του είναι ροζ την επομένη. Μαγουλάκια, βυζάκια, κωλαράκια. Και στο αριστερό της χέρι, εκεί όπου άλλοι μελετητές τοποθετούν το μήλο-προσφορά τού Πάρη κι άλλοι καθρέφτη, στριφογυρίζει ο χιονιάς ένα φουρφούρι.
Πλησίον μας κατοικούσε ο Αντώνης, μεσήλιξ καλοκάγαθος, παιδαριώδους πνεύματος∙ τα χειροποίητα φουρφούρια του σε ένα καλάθι, στο δεξί χέρι το καλύτερο από αυτά να το κουνάει πέρα δώθε μπροστά στα μάτια των πιτσιρικάδων που έκοβαν βόλτες κυριακάτικες με τους γονείς τους στο πάρκο της Ελιάς, αγναντεύοντας τον μεγάλο κάμπο, πουλούσε, τρόπος του λέγειν, με μόνιμο χαμόγελο αδιευκρίνιστου συμβάντος, την πραμάτεια του μουρμουρίζοντας σκοπούς αυτοσχέδιους. Παρότι η περιβολή του απωθούσε, ένα ενδυματολογικό στοιχείο ξεχώριζε, προκαλώντας έκπληξη, θαυμασμό και απορία∙ φορούσε πάντα γάντια ροζ.
Πιθανόν ο Αντώνης -ξεπερνώντας μελέτες και ειδικούς, που ακόμη και σήμερα ερίζουν για το ποια χρώματα καταβρόχθισε ο πανδαμάτωρ από το παριανό κορμί της Αφροδίτης- να βρήκε, κατ’ άλλους δια της κάψας του για τη γυμνοπαγωμένη γυναίκα – κατ’ άλλους διά των παιδαριωδών παρορμήσεών του, τη λύση, υποδεικνύοντας το βασικότερο που τόσους αιώνες αγνοείται, το αιδήμον ροζ.
Ο ξύλινος Ζάννας με τα Μωρά στην Ανάσταση
(του αδερφού μου, Κώστα)
Το πόδι του έστεκε απέναντι και τον κοιτούσε∙ θα κατέβουμε – δεν θα κατέβουμε;
Δύο ορόφους πιο κάτω, μες στο υπόγειο κλαμπ του Σούκσου, μόλις μετά την Ανάσταση, τα Μωρά και ο Παυλάκης είχαν αρχίσει να βαράνε.
“Θα πας ή θα κατέβω εγώ”, του είπε και του ξαναείπε η γυναίκα του αγριεμένη.
Μέχρι πρότινος ο Ζάννας διατηρούσε τη δική του υπόγα, ντίσκο, ένα δρόμο παραπάνω: μόλις έβγαινε από το μαγαζί του, κατηφόριζε την Ελιάς και στο τέλος της μικρής αυτής κεντρικότατης οδού της πόλης, επί του αριστερού άκρου του ομώνυμου πάρκου, βρισκόταν η πανύψηλη πολυκατοικία επί τής Ανοίξεως όπου διέμενε, από το δεύτερο μπαλκόνι τής οποίας συχνά, σχίζοντας με τα μάτια του όλο τον κάμπο που απλωνόταν από κάτω, διέκρινε τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων να γυαλίζουν καθώς διήρχοντο έμπροσθεν του Λευκού Πύργου! Ο Ζάννας δεν έκλεισε το μαγαζί λόγω μείωσης της πελατείας, ούτε γιατί δεν μπορούσε πια να ανεβοκατεβαίνει μόνος τα σκαλιά∙ τον τελευταίο καιρό, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής από τη ντίσκο του στο σπίτι, το ξύλινο ποδάρι του, αποδίδοντας εντελώς ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στον βηματισμό του, συνεχώς έστρεφε προς την αντίθετη από τον προορισμό τους κατεύθυνση, ανεξάρτητο τελείως τραβούσε προς τον κάμπο.
Φωτιά. Δυο-τρεις ξέμπαρκοι απόκληροι, Παυλάκης και Μωρά κι ένας ανάπηρος με τη φυσαρμόνικά του τα ’σπασαν για τον Αναστημένο ως τη Δεύτερη Ανάστασή του στην υπόγεια φάτνη Χάουζ τού σουρωμένου Σούκσου, που τύφλα πίσω από τον πάγκο του να πίνει και να κερνάει αβέρτα. Ο Ζάννας ήταν ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο που θα του έλεγε να χαμηλώσει τη μουσική. Καιρό τώρα, και κυρίως από τότε που έκλεισε την ντίσκο του, τον είχε αναγορεύσει ενδομύχως διάδοχό του, λες και τον άφηνε στο πόδι του ένιωθε – αυτό που του έλειπε, να πούμε.
Και το Ξύλινο απέναντί τους τα ’πινε κι αυτό μαζί τους, σκόραρε απόψε με τον τρόπο του όπως παλιά το ζωντανό, στα νιάτα…
Κάποιοι μες στην πόλη μαρτυρούν ακόμη πως είχαν δει εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό, μετά τη Δεύτερη Ανάσταση, ανήσυχη του Ζάννα τη γυναίκα να κατευθύνεται στο παγκάκι της Ελιάς, όπου άντρας της και Ξύλινο καθισμένοι έβλεπαν τύφλα σουρωμένοι στα βάθη του υγρού κάμπου ντυμένο λαμπριάτικα να παίζει ποδόσφαιρο παιδί και με τα δυο του πόδια τον Ζάννα κάτω από το δέντρο που από κλαδί του έγινε το ξύλινο, ύστερα όμως το κλαδί να γίνεται χαρτί που στροβιλίζει ο αέρας μακριά, όπως ο καπνός από ένα τρένο που σφυρίζει μες στον κάμπο, προς τα εκεί όπου ένα χέρι περιμένει να γράψει στο κορμί του τούτη την ιστορία.
Ακόμη λένε πως ένεκα όσα έζησε ο Παυλάκης εκείνη τη νύχτα της Άνοιξης στη φάτνη του Σούκσου, βάπτισε μετά από χρόνια τη δεύτερη μπάντα του, Ξύλινα.
Φωτιά. Αναστέναξε η Ανοίξεως – άνθισαν σε μια νύχτα όλες του κάμπου οι ροδακινιές και φώτισαν Ανάσταση ίσαμε την Θεσσαλονίκη.
——————-
Συνέντευξη του Γιάννη Καισαρίδη στη Φαρέτρα μπορείτε να διαβάσετε ανοίγοντας τον σύνδεσμο που ακολουθεί: