Άρθρα Ιστορία Πολιτισμός

Η Γενοκτονία των Ποντίων. “Αναστορώ τα παλαιά” – Ταξίδι στο χρόνο και τη μνήμη” γράφει η Άννα Γαβρά

ΑΝΑΣΤΟΡΩ ΤΑ ΠΑΛΑΙΑ

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ ΚΑΙ ΤΗ ΜΝΗΜΗ

 Το μίσος ξεψυχά. Η λύρα το πολιορκεί.

Το δοξάρι βγαίνει από το θηκάρι και ξεθάβει μνήμες… στον Πόντο.

Καρά Ντενίζ το λεν τ’ αδέρφια της ψυχής.

Δε χάνεται το πνεύμα και η μνημοσύνη του γενέθλιου χώματος.

Με τις εικόνες των παλιών, τα δάκρυα, την ελπίδα… συνεχίζουμε.

Την εργασία της Άννας Γαβρά, που πρωτοδημοσίευσε τον Μάιο του 2016 η Φαρέτρα, την αναδημοσιεύει, με αφορμή την επέτειο της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.

=======================

Ελλάδα 2016

Ένα απέραντο πλήθος τρομοκρατημένων και εξουθενωμένων ανθρώπων κατακλύζει τις πόλεις και τα λιμάνια της χώρας. Τα παράλια της Μικράς Ασίας και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου πλημμυρισμένα από ανθρώπους που έφυγαν από τις χώρες τους εξ αιτίας των πολέμων. Η Ελλάδα είναι γι’ αυτούς  η  Γη της Επαγγελίας.

Τούτες τις μέρες, με τις εικόνες αυτών των δυστυχισμένων ανθρώπων, το μυαλό μας γυρίζει χρόνια πίσω, τότε που οι Έλληνες του Πόντου και της Μ. Ασίας, πήραν κι’ αυτοί το δρόμο της προσφυγιάς διωγμένοι βάναυσα από τους Τούρκους. Τα μάτια βουρκώνουν και ψάχνουν σε βιβλία, σε κειμήλια των παππούδων και πατεράδων και σε ξεθωριασμένες φωτογραφίες την απάντηση στο βασανιστικό ερώτημα:  Γιατί;

 Απρίλιος 1453. Ο Μωάμεθ ο Β΄ φτάνει με τον κύριο όγκο των δυνάμεών του, έξω από την Κωνσταντινούπολη.

Μάιος 1453. Ο Σουλτάνος ζητά από τον αυτοκράτορα να του παραδώσει την Πόλη και να φύγει ανενόχλητος. Ο Παλαιολόγος, σαν άλλος Λεωνίδας του απαντά:

«Το να σου παραδώσω την Πόλη, ούτε στις δικές μου προθέσεις είναι ούτε σε κανενός άλλου απ’ όσους κατοικούν σ’ αυτή, γιατί όλοι με κοινή απόφαση, με τη δική μας αβίαστη θέληση θα πεθάνουμε και δεν θα υπολογίσουμε τη ζωή μας».

 29 Μαϊου1453. Χαράματα. Αρχίζει η μεγάλη έφοδος των Τούρκων. Οι αμυνόμενοι κρατούν τις θέσεις τους. Μια τραγική όμως σύγχυση τους αναγκάζει να υποχωρήσουν. Μαζί τους όμως ορμά και ο εχθρός.

Ο Παλαιολόγος βλέπει πως δεν μένει πια καμία ελπίδα. Η Αυτοκρατορία χάνεται. Παίρνει την απόφαση να χαθεί μαζί της. Αγωνίζεται ηρωικά. Πληγώνεται. Πέφτει. Κανείς πια δεν τον ξανάδε.

Τρομερή κραυγή ακούγεται « Η Πόλις εάλω».

Η φρικτή είδηση απλώνεται παντού.

alosi6

Λίγα  χρόνια αργότερα, το 1461, πέφτει στα χέρια των Οθωμανών και το κράτος της Τραπεζούντας, που είχαν ιδρύσει δύο πρίγκιπες, εγγόνια του Ανδρόνικου Κομνηνού.

Το κράτος της Τραπεζούντας ξεκομμένο γεωγραφικά -καθώς κλείνεται από τα βουνά του Πόντου- μ’ εχθρούς πολλούς γύρω του, θ’ ακολουθήσει ξεχωριστή πορεία. Σαν μια Κιβωτός, στην άκρη εκείνη του Βυζαντινού κόσμου, θα παλέψει σαν Ακρίτας και θα κρατήσει την Τραπεζούντα εστία πολιτισμού και κέντρο των γραμμάτων. Αλλά και κάτω απ’ τη δουλεία, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και μετά, παραμένει κέντρο του Ελληνισμού ως το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα.

Στα 1908 οι Νεότουρκοι προσπαθούν να μειώσουν την επιρροή των Χριστιανικών πληθυσμών στο Τουρκικό κράτος, και κυρίως των Ελλήνων και των Αρμενίων. Μέχρι τότε οι κάτοικοι ζούσαν μια ήρεμη και ευτυχισμένη ζωή τηρώντας τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις του τόπου τους.

«Κοντά στο Θεό ζούσαμε, ψηλά, ανάμεσα σε κατάφυτα βουνά και ξαγναντεύαμε ολόκληρο τον κάμπο. Στις γιορτές όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα ακούγονταν ο γλυκός ήχος της λύρας. Κάτω από τα δέντρα στήνονταν χοροί Τα κορμιά ξελευτερωμένα  από τον καθημερινό μόχθο, πηδάγανε σαν φλόγες κατά τον ουρανό και τα φιλούσε το αεράκι και τα χάιδευε το φεγγάρι κι εκεί δα τά ‘βρισκε το σήκωμα του ήλιου.pontioi

Τον τούρκικο εθνικισμό υποβοηθά και η Γερμανική πολιτική στην Τουρκία. Οι Γερμανοί θεωρούσαν τους Έλληνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι οποίοι είχαν συγκεντρώσει το εμπόριο και τη βιομηχανία της υπανάπτυκτης Τουρκίας, ως σοβαρό εμπόδιο για την οικονομική τους διείσδυση στη περιοχή αυτή.

Με πρόσχημα την ασφάλεια των Τουρκικών πόλεων, μέρος του Ελληνικού πληθυσμού εκτοπίζεται στην  μικρασιατική ενδοχώρα. Μακριά από το Πατριαρχείο και χωρίς Ελληνικά σχολειά, αναγκάζονται να εκτουρκιστούν. Ένα άλλο μέτρο εξόντωσης είναι τα «τάγματα εργασίας» (αμελέ ταμπουρού). Αυτά βρίσκονται στα βάθη της Μ. Ασίας και όσοι υπηρετούν σ’ αυτά δουλεύουν σε λατομεία, ορυχεία, διάνοιξη δρόμων και αλλού, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πεθαίνουν από την πείνα και τις κακουχίες και άλλοι οργισμένοι από την σκληρότητα των Τούρκων αντιδρούν και σκοτώνονται ή καταφέρνουν  να φύγουν και να κρυφτούν στα βουνά και τα δάση.

Από τον Ελληνισμό της Ανατολής, μόνον οι Έλληνες του Πόντου οργανώνονται και αναπτύσσουν αντάρτικη δράση εναντίον των εγκλημάτων της τουρκικής θηριωδίας και των μαζικών εκτοπισμών που επέβαλαν οι Αρχές  στους Ελληνικούς πληθυσμούς. Πραγματικός στόχος των μέτρων είναι η μαζική εξόντωση των Ελλήνων.

Γι’ αυτό αναπτύσσεται στον Πόντο το Αντάρτικο ως δύναμη αυτοάμυνας και αυτοπροστασίας του Ελληνισμού της περιοχής.

Ο Γεώργιος Βαλαβάνης γράφει : Το ξεκίνημα του αντάρτικου στον Πόντο, έγινε από ένα περιστατικό στα τάγματα εργασίας. «Μια μέρα ένας από τους βασανισμένους Ρωμιούς μέσα σε κάποιο τάγμα που έσπαζε πέτρες, πήρε γράμμα από τη γυναίκα του… Διάβαζε ο δυστυχισμένος, τα μάτια του  βουρκώσαν  κι άρχισε να λέει στον πλαϊνό του  για τα δεινά… πείνα και δυστυχία και ξεσπίτωμα και φοβέρες των Τούρκων, ότι θα κάψουν το χωριό τους…  ώσπου νά σου τον βλέπει ο τσαούσης… τον βλαστημά  και τον βαρά με το καμτσίκι στο πρόσωπο. Οργή και πόνος έγιναν μονομιάς μπαρούτι και φωτιά μες στην ψυχή του Έλληνα, αρπάζει το τσεκούρι και το κατεβάζει στο κεφάλι του τσαούση. Ύστερα παίρνει δρόμο, φεύγει μαζί κι ο φίλος του, τρέχουν κι οι δυο, τρυπώνουν σ’ ένα δάσος, κρύβονται και μένουν εκεί μέρες και μέρες, τρώγοντας χόρτα και αγριόριζες. Αλλά από το φόβο της εκδίκησης των Τούρκων ακολούθησαν κι άλλοι κι άλλοι- έτσι κι αλλιώς ήταν χαμένοι- οι δυο γίνονται τρείς, πέντε, δέκα και όταν ξεμονάχιαζαν Τούρκο, χιμούσαν πάνω του τον γδύναν, του παίρνανε τα όπλα κι ανεβαίναν στο βουνό».

Δεν ήταν προμελετημένη η αντίσταση, ούτε και οργανωμένη, αλλά μια αυθόρμητη κίνηση απόγνωσης, ένα ξέσπασμα οργής, σχεδόν πρωτόγονο ,κάτι σαν λειτουργία ενός πανάρχαιου νόμου, των περήφανων λαών, που αντιστέκονται στους χαλασμούς των πιο τραγικών ενάντιων καιρών, κι επιβιώνουν μέσα στους αιώνες. Στην περίοδο ακμής του ήταν ενταγμένοι σ’ αυτό περισσότεροι από 18.000 ενόπλους. Μέχρι το τέλος .όμως χαρακτηριζόταν από την πολυδιάσπαση.

pontians_121

Ο αγώνας τους ήταν πολύ σκληρός. Κορυφαία στιγμή του Ποντιακού αγώνα ήταν η απόπειρα κατάληψης της Σαμψούντας, τον Δεκέμβριο του 1916.

Η επιστράτευση των Χριστιανών, η αποστολή τους σε τάγματα εργασίας, οι κρεμάλες και οι τουφεκισμοί τα κάθε είδους βασανιστήρια βιασμοί των γυναικών είναι αρκετά ώστε να ξεχειλίσει το ποτήρι να ξεσηκωθούν οι καταπιεσμένοι, να δημιουργήσουν στη αρχή ένοπλες ομάδες, ένα είδος άτακτου στρατού για την προστασία του πληθυσμού των πόλεων και των χωριών.

Τα παλικάρια του Πόντου, οργάνωσαν ένα εκπληκτικό αντάρτικο που δυσκόλεψε κατά πολύ τη ζωή του τουρκικού στρατού αλλά και κατάφερε να σώσει ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Οι πρώτες αντάρτικες ομάδες οργανώνονται κυρίως στον Δ. Πόντο, στις περιοχές της Αμισού και της Πάφρας με κύριο σκοπό την προστασία του πληθυσμού που ήταν έρμαιο των λεηλασιών, των εξευτελισμών των εκτελέσεων και των βιασμών. Από τους πρώτους που πήρε τα βουνά ήταν ο Βασίλης Ανθόπουλος ή Βασίλ-αγάς, τρόμος και φόβος των τούρκων της Αμισού.

Το αντάρτικο (του Πόντου) κρατά μια δεκαετία περίπου. Από τον 1ο Παγκόσμιο πόλεμο- με μια μικρή ανάπαυλα ενός έτους- για να αρχίσει και πάλι με την εμφάνιση του  Μουσταφά Κεμάλ στον Πόντο το1919.pontian_antartes5

Ο Δυτικός Πόντος έχει υποστεί το σκληρότερο διωγμό. Από την Αμισό (Σαμψούντα) πραγματοποιήθηκαν 9 αποστολές μαζικών εκτοπισμών. Η Αμάσεια πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος.

Στον  Ανατολικό Πόντο η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη στην Περιοχή  της  Σάντας με τα εφτά χωριά της

Το Νοέμβριο του 1916 στο όρος Αγιού Τεπέ οι αντάρτες του Παντελή Αγά συγκρούονται με χιλιάδες Τούρκους και σώζουν γυναικόπαιδα που συνόδευαν το αντάρτικο σώμα.

Στα τέλη του 1917 στο σπήλαιο της Παναγιάς νότια της Πάφρας έχουμε το ολοκαύτωμα των υπερασπιστών για την αποτροπή της ομαδικής ατίμωσης των γυναικών.

Τον Ιούλιο του 1921 ο Ιστύλ –Αγάς (Στέλιος Κοσμίδης) σώζει 6.000 γυναικόπαιδα από τα στίφη του Τοπάλ Οσμάν.

Η παράδοση της περιοχής του Καρς στους Τούρκους, με τη συνθήκη του Μπρεστ  Λιτόφσκ το 1918, δημιούργησε πολλά προβλήματα στους Χριστιανικούς πληθυσμούς. Στην περιοχή  υπήρχε πολιτική και στρατιωτική οργάνωση των Ελλήνων, όμως οι απόψεις τους ήταν αλληλοσυγκρουόμενες. Οι στρατιωτικοί πρότειναν την παραμονή του Ελληνικού πληθυσμού με οργάνωση της ένοπλης άμυνας και ένταξή τους στα τρία Ελληνικά συντάγματα της Μεραρχίας του Καυκάσου, ενώ τα πολιτικά στελέχη του Ελληνικού Κινήματος, τη φυγή.

Οι Έλληνες δεν πίστευαν ότι ήταν δυνατή η αντίσταση στον τουρκικό στρατό. Οι ειδήσεις για τις τουρκικές ωμότητες στον Μικρασιατικό Πόντο, έκαμψαν και τις τελευταίες αντιστάσεις των Εθνικών συμβουλίων. Καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για την προώθηση των προσφύγων στη Νότια Ρωσία και τα λιμάνια της Μαύρης θάλασσας. Οι κάτοικοι, ύστερα από συγκρούσεις με τους Αρμένιους, καταφεύγουν στην Τυφλίδα στο Μπακού, στο Σοχούμι και αλλού. Όσοι δεν έμειναν στις περιοχές της Ρωσίας, ήρθαν στην Ελλάδα ύστερα από μακροχρόνιες κακουχίες και βάσανα.

Οι αντάρτες συγκρούονται συνεχώς με τις οθωμανικές δυνάμεις και τους άτακτους της περιοχής καθ’ όλη τη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου Πολέμου. Στη συνέχεια, η ανακωχή του 1918 για τους Οθωμανούς, η παρουσία των μεγάλων δυνάμεων στη διαλυμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία και κυρίως η αποβίβαση του Κεμάλ στη Σαμψούντα, το 1919, δημιουργούν ένα νέο σκηνικό. Από την περίοδο που ο Μουσταφά Κεμάλ επικράτησε στο Οθωμανικό εσωτερικό, η στάση του έναντι της αντίστασης των Ελλήνων στον Πόντο γίνεται  ακόμα πιο σκληρή. Τώρα οι Τούρκοι προσπαθούν και επίσημα να εξοντώσουν τον Ελληνικό πληθυσμό του Πόντου.

 Θυμάται ο Γιώργος Ανδρεάδης: Όταν ήρθε  η σειρά του, ο Παπαγιάννης  σήκωσε τον άρρωστο αδερφό του από το κρεβάτι και πήγαν στο προαύλιο της εκκλησίας. 480 ψυχές ξεκίνησαν 16 Νοεμβρίου 1916,ώρα 11.οο, για το δρόμο του Γολγοθά. Μόλις οι τελευταίοι χριστιανοί άφηναν το χωριό παίρνοντας το δρόμο για τα βουνά, φανατισμένοι Νεότουρκοι τσέτες μαζεύτηκαν κοντά στο τζαμί… Τέσσερις μέρες πέρασαν σαν αιώνας από την ημέρα που ξεκίνησαν. Μέσα σε 4 ημέρες ο Παπαγιάννης έχασε τον αδερφό του και τον αγαπημένο του γιο, που με τόσες προσδοκίες έφερε στον κόσμο. Τίποτε πια δεν τον ενδιέφερε. Ούτε που θα πάνε, ούτε αν θα σωθούν ή αν θα χαθούν. Το ξημέρωμα βρήκε κι άλλους νεκρούς. Τα περισσότερα ήταν μικρά παιδιά. 20 άτομα πέθαναν εκείνο το βράδυ. Μετά από ταλαιπωρίες και πορείες δυόμισι μηνών τα υπολείμματα ενός ζωντανού χωριού έφτασαν στη Σεβάστεια μόνο… 38 ψυχές.

GENOKTONIA_PONTIWN_JPEG_1

Ν’ αοιλοί εμέν, να βάοι εμέν…Τ’ ομμάτια μ’ ντο ελέπνε…

Αποθαμμέν’ πώς πορπατούν κ’ εφτάγνε λιτανείαν,

Με τα’ Άγια τα ‘ξαπτέρυγα, μ αφμένα τα κερία,

Με τα ξυλένια τα σταυρά, σα λείμψανα ντ’ εβγάλνε,

Μακρέα… μαύρα… και τρανά… ψηλά άμον κυπαρίσσα.

Αρχές Μαΐου του 1919 Ελληνικά στρατιωτικά αγήματα αποβιβάζονται στη Σμύρνη και προκαλούν κύμα ενθουσιασμού στον Ελληνικό πληθυσμό, εξάπτουν όμως συγχρόνως και τον φανατισμό των Τούρκων.

Ο Κεμάλ οργανώνει επαναστατικό στρατό και αρχίζει πόλεμο φθοράς στις παρυφές των Ελληνικών θέσεων. Οι σύμμαχοι της κυβέρνησης Βενιζέλου, μετά την επάνοδο του βασιλιά Κωνσταντίνου στο θρόνο αλλάζουν την πολιτική τους απέναντι στην Ελλάδα. Οι Γάλλοι, οι οικονομικοί κύκλοι του Λονδίνου, η Σοβιετική Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες στρέφονται προς τον Κεμάλ, για τους δικούς της λόγους η καθεμιά.

Μια από τις ευθύνες της 3ης  στρατιάς  του Κεμάλ, που εδρεύει στη Σεβάστεια και της 15ης που εδρεύει στο Ερζερούμ, ήταν να διαλύσουν τις αντάρτικες ομάδες, ενώ οι ομάδες του Τοπάλ Οσμάν, μαζί με 10.000 στρατό κατέστρεφαν τα χωριά του δυτικού Πόντου και είτε δολοφονούσαν τους κατοίκους είτε τους εξόριζαν.mustafa_kemal_ataturk

Το Ποντιακό αντάρτικο δίνει πολλές και αιματηρές μάχες στη δεύτερη και πιο σκληρή μάχη του αντάρτικου.

Στον Α. Πόντο οι συγκρούσεις εντοπίζονται κυρίως στην περιοχή της Σάντας, με αρχηγό των Σανταίων τον ξακουστό Ευκλείδη (Κουρτίδη).Ανυπότακτοι και ατίθασοι οι Σανταίοι  αποτελούσαν πάντοτε το κόκκινο πανί για τους Τούρκους τοπικούς  άρχοντες. Όσο μάλιστα, δυσκολευόταν να τους κατακτήσουν, τόσο φούντωνε το μένος εναντίον τους Οι Σανταίοι έγραψαν σελίδες ηρωισμού, τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες, οι οποίες διακρίνονταν για το θάρρος και την τόλμη τους.

Το Σεπτέμβριο του 1921 οι αντάρτες μαζί με  δυσκίνητο  σώμα  γυναικών και παιδιών δέχτηκαν επίθεση. Η διαφυγή ήταν δύσκολη και η μόνη λύση ήταν να σταλούν μόνες οι γυναίκες και τα παιδιά σε ασφαλές σημείο. Η απόφαση συνάντησε την άρνηση των γυναικών και η κατάσταση έγινε τραγική ακόμη περισσότερο με τα κλάματα των μικρών παιδιών. Τότε  όπως περιγράφει ο Χειμωνίδης «πολλά παιδιά επειδή αι γυναίκες των δεν μπορούσαν να  σταματήσουν τας φωνάς των παιδιών και μη θέλοντας να χωρισθούν εξ ημών τα σκότωσαν και τα άφησαν επί τόπου».

Από (το) κείμενο της Ελένης Νυμφοπούλου-Παυλίδου:

« Θυμάμαι…θυμάμαι το σκοτάδι στα μάτια μου και τον κόσμο να χάνεται από τα πόδια μου και μετά τίποτε άλλο… Οι άλλες στη σπηλιά, μού παν αργότερα, πως για ώρες χτυπούσα το κεφάλι μου στα βράχια, σα να θελα να περάσω τον πόνο της ψυχής  στο κορμί μου, και να τον ελαφρύνω…Ούτε πάλι θυμούμαι τις ώρες που έκλαψα πάνω από το πληγιασμένο κορμί του άντρα μου και τον παρακαλούσα να σηκωθεί από το λήθαργο και να με βοηθήσει να διαλέξω. Ποιόν…ποιόν να κρατήσω και ποιόν να δώσω πίσω στο Θεό; Αυτόν και τα μεγαλύτερά μας ή το μωρό που βύζαινε ακόμα στο στήθος μου;  Θυμάμαι μόνο πως αργά τη νύχτα, αντάρτες με ξύπνησαν, και με τη βία μου πήραν το μωρό που έπνιξα από το σφιχταγκάλιασμα στον κόρφο μου…»

filesgenoktonia_214620552

Από τα (απάτητα) βουνά της Σάντας ο καπετάν Ευκλείδης  Κουρτίδης γράφει στο ημερολόγιό του:

«Ο στρατός όταν είδε ότι δεν είμαστε εκεί επροχώρησε μέχρι το λημέρι και το βρήκε άδειο και ανέβηκε εις το Μερτσιάν Λιθάρ, όπου βρήκε τα έξι μικρά σκοτωμένα, και αμέσως ειδοποίησε το Μέραρχο και ήλθεν επί τόπου. Και  όταν είδε τα μικρά σφαγμένα αμέσως διέταξε το στρατό να φύγει πίσω και να μαζευτούν όλοι στη Σάντα και εκείθεν να πάνε πίσω, λέγων, ότι οι άνθρωποι οι οποίοι σφάζουν τα παιδιά των είναι αδύνατον να πιασθούν, και ως εκ τούτου είναι περιττόν να μείνωμεν…».

(Η τραγωδία στο Μπέιαλαν) «Τα χαράματα στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι Τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και να αναστατωθούν οι άντρες,και όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος…. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι κατάλογοςνα δουν τι θα γίνει… Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι οι τσέτες, περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας. Τους ακολουθούσαν Τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιο τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο.. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας τους υποκοπάνους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία-αλλιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν.

Όταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κι οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρος τη δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης. Διέταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό….

Κι όταν  ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, …Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της πατριωτικής… επιχείρησης των θλιβερών ηρώων-συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δε χρειάστηκε παρά μόνο μια αγκαλιά  ξερά χόρτα ν’ ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δυο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι’ απέξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο  καπνό. Το τι ακολούθησε την ώρα εκείνη, δεν περιγράφεται.

turkish_fighters_tsetes

Τρανόν φωνήν… Τρανόν βοήν… Οργή… και Παρακάλια…

Ανοίξτεν  νέα μνήματα και παλαιά ταφία,

ανοίξτεν σιδερόπορτας τη Άδ’, αραχνιασμένα.

Ανοίξτεν κλειστά στόματα, δίχως γλώσσαν και σείλα

Ανοίξτεν σέρια άκλερα και αγκάλιας στουδένια…

Εσκέρται τ’ αίμαν το χουλέν, ντ’ εφέκετε σον κόσμον…

Ο Θάνατον και η Ζωή, αγκαλιασμέν’ ας κείνταν…

Οι μητέρες έσφιγγαν στην αγκαλιά τα μωρά τους κι έκλαιγαν, οι κοπέλες κι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, και τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους, σα να ήθελαν να δώσουν και να πάρουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους, κι άρχισαν να γλύφουν το κορμί τους οι φλόγες … Χαλασμός κόσμου, ένα κομμάτι από την κόλαση στη γη! Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν τα πρώτα λεπτά τα δυο σπίτια που τα είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες.

Μερικές απ΄αυτές  στον πόνο, τη φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα,. Οι τσέτες που  απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατίρι τους- πυροβόλησαν και τις σκότωσαν.

Δεν  κράτησε πολλά λεπτά αυτή σπαραξικάρδια  οχλοβοή, από τις άγριες κραυγές τα ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ώσπου μπορούν να φτάνουν   κραυγές, ξεφωνητά ξελαρυγγίσματα από τις τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ώσπου μονομιάς κόπηκαν κι έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι ακούγονταν μόνο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα, σωροί κάρβουνα  και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια του Μπέιαλαν.

Στην Κερασούντα φτάνουν πρόσφυγες από παντού για να ξεφύγουν από την τρομοκρατία των Τούρκων της υπαίθρου. Μηνύματα έφταναν ότι μαζεύουν όλους τους Έλληνες, και τους μεν μεγάλους τους κλείνουν στη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να τους εξορίσουν κάθε φορά που συμπλήρωνε ο αριθμός των 250 ατόμων, τους δε μικρούς τους οδηγούν με μικρά καΐκια σ’ άγνωστα μέρη.

pontgen4

«Στην  εκκλησία δεν συμπληρώθηκε ποτέ ο αριθμός 250, γιατί εκεί χωρίς φαγητό, χωρίς νερό, μέσα στις ίδιες τους τις ακαθαρσίες, σε λίγες μέρες πέθαιναν οι περισσότεροι. Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε εγώ και ο αδερφός μου να μεταφέρουν τα παιδιά λίγο παραέξω από την Κερασούντα κι εκεί να τα παραδίδουν στους άγριους  τσέτες. Αυτοί τα άρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής, μέχρι να πεθάνουν». (Από τη μαρτυρία του Ευριπίδη Τσιρκινίδη).

Στη Ελλάδα, Έλληνες συγγραφείς και διανοούμενοι με επιστολή τους, κάνουν γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο τα εγκλήματα των Τούρκων.

«Μετά βαθυτάτης συγκινήσεως, οι συγγραφείς και καλλιτέχναι της Ελλάδος, απευθύνονται προς τους διανοουμένους του πεπολιτισμένου κόσμου όπως γνωστοποιήσουν εις αυτούς την τραγωδίαν χιλιάδων οικογενειών του Ελληνικού Πόντου…

Και τελειώνουν:

Οι υπογεγραμμένοι θέτουσι τα ανωτέρω υπ’ όψιν των διανοουμένων της Ευρώπης και της Αμερικής, θεωρούντες ότι όχι μόνον τα γεγονότα ταύτα αλλά και η ανοχή αυτών αποτελεί πένθος της ανθρωπότητος.ceb5cebbceb5cf85ceb8ceadcf81ceb9cebfcf82_ceb2ceb5cebdceb9ceb6ceadcebbcebfcf82

Αθήναι 22 Νοεμβρίου 1921

Υπογραφές: Νίκος Καζαντζάκης, Κωστής Παλαμάς, Θεοδωροπούλου Αύρα, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Γεώργιος Δροσίνης και άλλοι.

Στην Αμισό, άνθρωποι του Τοπάλ Οσμάν θέλουν δώσουν  ένα μάθημα στους αντάρτες τις περιοχής. Θέλουν να κάνουν ένα περίπατο μέχρι τα βουνά τους, γιατί σαν περίπατο έβλεπαν τη σύγκρουση μαζί τους, σε τέτοιο βαθμό δεν τους έδιναν σημασία..

«Οι άνθρωποι του Οσμάν, ενώ ζύγωναν τα δάση μας κρατούσαν τα τουφέκια τους σαν γκλίτσες. Νόμιζαν ότι θα αντιμετωπίσουν γυναικόπαιδα. Με τη μακροχρόνια πείρα μας, με τις ματιές που τους ρίχναμε μέσα από τις φυλλωσιές, ζυγίζαμε την πολεμική τους ικανότητα….Ρίχναμε αραιά αραιά και νόμιζαν πως είμαστε λίγοι. Κάναμε το «Δ»,που ήταν σα μια φάκα. Δεν γλίτωσαν. Αυτά τα  υπολείμματα του Οσμάν έτσι εξοντώθηκαν».

Ενδεικτικά αναφέρουμε αρχηγούς των αντάρτικων ομάδων του Πόντου:

Αντώνιος Χατζηελευθερίου (Αντόν Πασάς) με τη γυναίκα του την Πελαγία, Βασίλειος Ανθόπουλος ( Βασίλ Αγάς), Παπαδόπουλος Αναστάσιος ή Κοτσά Αναστάς ( ο Κολοκοτρώνης του Πόντου), Κοσμίδης Στυλιανός (Ιστύλ Αγάς), Ασλανίδης Σάββας, Ευκλείδης Κουρτίδης, Ταγκάλ Γιώργης Παπάζογλου και άλλοι.

Συγκλονίζει η ιστορία του Ταγκάλ Γιώργη (Παπάζογλου).

«…Οι σφαίρες των υπερασπιστών του σπηλαίου, που υπεράσπιζαν οι πολεμιστές με 600 και πλέον γυναικόπαιδα, τελείωναν. Άλλη λύση δεν υπήρχε, παρά μόνον η παράδοση.

«Υπάρχει και άλλη λύση» φωνάζει ο αρχηγός Καραβασίλογλου Γιώργης. «Θα παραδώσουμε τα πτώματά μας στους Τούρκους. Θα σκοτώσει ο ένας τον άλλο για να σώσουμε τα γυναικόπαιδα».

Κοιτάζονται ίσα στα μάτια τα παλικάρια. Η απόφαση είναι σκληρή, είναι απόφαση υπέρτατης θυσίας. Δίνει το περίστροφο στον Ταγκάλ Γιώργη. «Θα μας σκοτώσεις όλους, και αφού σηκώσεις άσπρη σημαία θα σκοτωθείς κι εσύ».

Αγκαλιάζονται και φιλιούνται οι άγριοι πολεμιστές με δάκρια στα μάτια. «Για την Πίστη και την Πατρίδα μας» φωνάζει ο καπετάνιος. Ο Γιώργης πυροβολεί. Ο πρώτος υπερασπιστής πέφτει. Ύστερα κι άλλος κι άλλος. Φτάνει στα δυο του παιδιά. Τα κοιτάζει στα μάτια και τους ρίχνει. Δεν καταλαβαίνει τίποτα. Ρίχνει συνέχεια. Κι όταν οι τούρκοι μπαίνουν στη σπηλιά, κοιτάζει κατάματα την κάνη του περιστρόφου και πυροβολεί…»Dimitrios_Gounaris

Είναι διαπιστωμένο πλέον ότι, αν δεν υπήρχε η ένοπλη αντίσταση στο σχέδιο Γενοκτονίας, τα θύματα θα ήταν πολύ περισσότερα. Οι αντάρτες έδειξαν μια ασυνήθιστη, στην παγκόσμια ιστορία, αλλά συνηθισμένη στην Ελληνική ιστορική παράδοση στάση, όπου θυσιάζονται λίγοι για να σωθούν πολλοί.

Στην Ελλάδα επικρατεί πολιτική αναταραχή. Οι κυβερνήσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Μέσα σ’ αυτό το πολιτικό χάος  ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επισκέπτεται τη Σμύρνη και ο Κεμάλ κηρύσσει ιερό πόλεμο κατά των Ελλήνων. Το καλοκαίρι του 1921 αρχίζει η  επίθεση των Ελληνικών στρατευμάτων από τέσσερα σημεία με στόχο την κατάληψη της Άγκυρας για να πληγεί το κεμαλικό κίνημα στην καρδιά του. Ο στρατός προελαύνει και πλησιάζει στον Σαγγάριο. Εκεί σε πολύνεκρη μάχη, αναγκάζεται να διακόψει την πορεία του. Η Ελληνική κυβέρνηση δηλώνει ότι ο επιθετικός πόλεμος έχει τελειώσει Ο στρατός υποχωρεί, ενώ η Ελλάδα ζητά απεγνωσμένα τη μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων για έντιμο συμβιβασμό.

Αρχές του 1922 η χώρα βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση. Οι προσπάθειες του Γούναρη για χρηματοδότηση από το εξωτερικό αποτυγχάνουν. Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι έχουν  ακυρώσει όλες τις πιστώσεις από την εποχή της επανόδου του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα. Η αντικατάσταση του Πρωθυπουργού και του αρχιστρατήγου δεν ομαλοποιούν την κατάσταση.

Τη στιγμή αυτή της Κυβερνητικής παράλυσης και της διπλωματικής απομόνωσης  επιλέγει ο Κεμάλ για να εξαπολύσει επίθεση κατά των Ελληνικών θέσεων το καλοκαίρι του 1922 στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ. Από το ρήγμα που δημιουργείται διοχετεύεται ο κύριος όγκος των Τουρκικών δυνάμεων που κατευθύνεται προς τη Σμύρνη.

«Το πρωί της 26ης Αυγούστου 1922,οι Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο της Μ Ασίας δεν ξύπνησαν από τον ήχο της σάλπιγγας.

ΠΟΡΕΙΑ 02a

Πριν καλά καλά χαράξει ο ουρανός κατά την Ανατολή και το πρώτο δειλό φως της μέρας απλωθεί πάνω στη γη, οι Ελληνικοί καταυλισμοί σείονται από τις εκρήξεις των βλημάτων του Τουρκικού πυροβολικού.

Δεν πλένονται, δεν παίρνουν ρόφημα, ξεκούμπωτοι και με λυμένα κορδόνια, αρπάζουν τα όπλα τους και πιάνουν τα χαρακώματα.

Τα πυρά των Τούρκων, για πρώτη φορά δεν προκαλούν τα συνηθισμένα ειρωνικά γέλια των στρατιωτών μας. Αυτή τη φορά είναι εύστοχα, γιατί δίπλα σε κάθε Τούρκο αξιωματικό υπάρχει κι ένας Γάλλος εκπαιδευτής.

Η Τουρκική, εγκληματική φαντασία δεν έχει όρια.

Συγκεντρώνουν τους Έλληνες που υπηρετούν σ’ εκείνα τα αξιοθρήνητα Τάγματα Εργασίας καθώς και Τούρκους αντιφρονούντες και τους αναγκάζουν υπό την πίεση των όπλων, να κινηθούν άοπλοι εναντίον των συρματοπλεγμάτων και των Ελληνικών χαρακωμάτων. Οι δυστυχείς δεν έχουν επιλογές.

 (Μια μαρτυρία). «Άρχισε ο στρατός μας να φεύγει. Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δε ντύσαμε! Οι μεγάλοι δικοί μας ξεκουμπιστήκαν και φύγανε κι αφήσαν τον κόσμο στο έλεος του Θεού. Έφταναν οι στρατιώτες ξυπόλητοι, γυμνοί κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί. Οι Τούρκοι κατεβαίναν και σφάζαν  Έλληνες, Το  ίδιο έκαναν και οι δικοί μας . Παντού φωτιά και μαχαίρι. Από τους   κατοίκους του χωριού έμειναν καμιά δεκαριά οικογένειες. Τους άλλους τους σφάξανε, τους ατιμάσανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε» .

pontgen11

Θεέ μ’! Δείξον τη δύναμη Σ’! Χριστέ μ’,  ποίσον το θάμα Σ’!

Ποίσον με ποταμόπετραν βαρύν τη καταρράχτε

Ποίσον με σπέλιας κατωθύρ, σην  Γην καταχωμένον

 Ποίσον με, αν θέλτς, μικρόν λιθάρ, αν θέλτς, ποίσο με Χώμαν.

Θεέ μ’… ποίσον με ‘ιντιαν θέλτς… Μόνον σον τόπο μ’, άφς με.

Άφς με αδά να θάφκουμαι, σον τόπον ντ’ εγεννέθα,

 σο μνήμαν  όμπου έθαψα την μάνα μ’ και τον κύρην μ’…  

«Μετρούσα και αναπολούσα στη φαντασία μου όλο αυτό το δράμα. Έλεγα να κλέψω μαζί με τους φίλους της ηλικίας μου ή να πάω στη Ρωσία; Από την άλλη μεριά έλεγα: Που είναι η Ελλάδα; Γιατί στο σχολείο ακούμε  εξυμνήσεις; Που είναι οι ήρωες;  Δεν τα ξέρουν αυτά;  Νόμιζα ότι ήταν αθάνατοι από όσα μας μάθαιναν οι γιαγιάδες μας. Πελοπίδας… Λεωνίδας…  Μολών Λαβέ .Από την άλλη μεριά έλεγα: Αυτοί οι πρόξενοι, που αντιπροσωπεύουν τα Χριστιανικά κράτη, δε βλέπουν αυτή την κατάσταση»;

Αργότερα η Ελπίδα μετατέθηκε στη Ρωσία κι ύστερα στον Ελληνικό στρατό που προχωρούσε ελευθερωτής στα χώματα της Μ. Ασίας. Ο Βενιζέλος δεν βοήθησε. Οι Πόντιοι αφέθηκαν πάλι στη μοίρα τους. Αλλά ποτέ δεν παράτησαν τα  όπλα.

pontgen17

Για μια 10ετία, οι Ελληνικοί πληθυσμοί της Μ. Ασίας και του Πόντου δοκιμάζονται από τις θηριωδίες των Τούρκων.  Σπίτια καταστρέφονται περιουσίες δημεύονται, και οι άνθρωποι σέρνονται στις εξορίες και στις κρεμάλες. Από το καταστροφικό μίσος των Νεοτούρκων και τον τυφλό φανατισμό δεν γλίτωσαν ούτε τα Μοναστήρια, τα οποία επί αιώνες είχαν σεβαστεί οι Σουλτάνοι. Τα προσκυνήματα διατηρήθηκαν, παρά της τραγικές συνθήκες, και μετά την οπισθοχώρηση του Ρωσικού στρατού και την επακόλουθη ανακατοχή του Ανατολικού Πόντου από τον Οθωμανικό. Οι ιστορικές μονές μπόρεσαν για λίγα ακόμα χρόνια να προσφέρουν στους δεινοπαθούντες χριστιανικούς πληθυσμούς φιλοξενία και ασφάλεια, μα πάνω απ όλα ηθική στήριξη και ελπίδα για καλύτερες μέρες.

Φωτισμένοι Δεσπότες, στο πλευρό των Ανταρτών, παλεύουν με νηφαλιότητα να διαφυλάξουν το ποίμνιό τους, Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, από τη φωτιά και το μαχαίρι

Ανάμεσά τους  ο Μητροπολίτης Αμασείας  Γερμανός (Καραβαγγέλης) Τραπεζούντας Χρύσανθος, Σμύρνης Χρυσόστομος και ο Επίσκοπος Ζήλων Ευθύμιος.

Λίγο πριν την είσοδο των τουρκικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, ο μητροπολίτης Χρυσόστομος στη τελευταία του επιστολή προς τον Βενιζέλο γράφει:

Screenshot_10

«Ο Ελληνισμός της Μ. Ασίας, Το Ελληνικό κράτος αλλά και σύμπαν το Ελληνικό έθνος, καταβαίνει πλέον εις τον Άδην, από του οποίου καμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθεί να το αναβιβάσει και να το σώσει. Της αφαντάστου ταύτης καταστροφής βεβαίως αίτιοι είναι οι πολιτικοί και προσωπικοί σας εχθροί, αλλά πλην και υμείς(εσείς) φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος».

Τον Αύγουστο του 1922 τα στρατεύματα του Κεμάλ μπαίνουν στη Σμύρνη. Την είσοδό τους ακολουθεί πυρπόληση της πόλης και σφαγή των κατοίκων μπροστά στα απαθή βλέμματα των ξένων στρατιωτών, Γάλλων Άγγλων Αμερικανών και Ιταλών.

Χύνονται μέσα στην πόλη σφάζοντας, αρπάζοντας. Μες την παραζάλη, μανάδες χάνουν τα παιδιά, ο άντρας τη γυναίκα. Οι ξένοι, κάνουν μια ακόμα επαίσχυντη πράξη. Τα καράβια τους σαλπάρουν, χωρίς να σώσουν τους δύστυχους τους  Χριστιανούς που πηδάνε στο νερό παρακαλώντας για βοήθεια.

Κι αν πρόκανε κανένας και κρεμάστηκε από μια κουπαστή, ή από καμιά σκάλα καραβιού του λύνουνε τα χέρια με το ζόρι, με τον κόπανο, ίσως με το μαχαίρι. Θηριωδίες θα πεις ανάκουστες. Φοβήθηκαν τάχα οι ξένοι καπεταναίοι να μη βουλιάξουν τα καράβια τους από το παραφόρτωμα;

Όπως το αντιτορπιλικό ξεμάκραινε από τη φοβερή σκηνή και το σκοτάδι απλωνόταν, οι φλόγες που φυσομανούσαν πια σε μεγάλο μέρος της πολιτείας, λάμπανε όλο και περισσότερο, δημιουργώντας ένα σκηνικό απαίσιας και μακάβριας ομορφιάς. «Μια στο βρόντο οβίδα, που θα έσκαγε πάνω από την τουρκική συνοικία, θα συγκρατούσε τη  θηριωδία των τούρκων». Μα η οβίδα αυτή δε ρίχτηκε. Τα συμφέροντα είχαν στομώσει τις μπούκες των κανονιών του πανίσχυρου συμμαχικού στόλου.

sugkinisi-sti-smurni-agiasmos-ton-udaton-meta-apo-94-xronia-binteo-me-tis-sugklonistikes-stigmes

Από τη Σμύρνη έφτανε στο Κορδελιό η ανταύγεια της φωτιάς και αντανακλούσε στις προσόψεις των κτιρίων και κοκκίνιζαν σαν το αίμα που χύνονταν στη Σμύρνη….Το θέαμα ήταν τρομακτικό, ακούγαμε το μουγκρητό της φωτιάς, τις φωνές εκατοντάδων χιλιάδων  γυναικόπαιδων που ζητούσαν βοήθεια.

Στέκαμε στη γραμμή για να μπαρκάρουμε. Ότι είχαμε, μπόγους, βαλίτσες, τα πετούσαν για να περάσουν. Πέρασε η μητέρα μου, η αδελφή μου έπεσε κάτω, ο κόσμος την πατούσε, δεν μπορούσε να σηκωθεί. Ένας στρατιώτης, καθώς βάσταγε το μωρό της, το τρύπησε με την ξιφολόγχη. Το πέρασε από τη μια άκρια της φασκιάς, ως την άλλη .Τι να κάνει; Το ‘βαλε σε μιαν ακρούλα. «Ζήσε, κόρη μου, για τα άλλα σου παιδιά» της είπε η μάννα μας.

…Η μητέρα πήρε τη Μαρία από την πλάτη της Χριστοδούλας και την κράτησε στην αγκαλιά της, καθώς τα δάκρυά της έπεφταν στο άψυχο προσωπάκι. Ύστερα ,έσφιξε το σώμα της Μαρίας στο στήθος της… Μετά περπάτησε μέχρι το μεγάλο πέτρινο τοίχο που χώριζε το δρόμο από την πόλη και σήκωσε τη Μαρία για να την ακουμπήσει πάνω στον τοίχο, σαν σε βωμό κάποιου Θεού. Η εικόνα του κορμιού της, ακουμπισμένου στον τοίχο, σαν προσφορά σε παγανιστική τελετή, με ακολούθησε στα όνειρά μου, όλες τις επόμενες μέρες.

Βάλθηκαν να φύγουν κυνηγημένοι απ’ το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου

Ενάμισι εκατομμύριο ,άνθρωποι βρέθηκαν ξαφνικά έξω από την πατρογονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δέντρα, φαγητό στη φουφού, τη σοδειά στη αποθήκη, το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων  στους τοίχους. Και λογίζονταν τυχεροί που αντάλλαξαν το έχει τους, την πατρίδα τους, το παρελθόν τους με μια στάλα σιγουριά. Άρπαξαν βάρκες, σχεδίες, βαπόρια και πέρασαν τη θάλασσα σ’ έναν ομαδικό φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν από βραδύς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, άστεγοι, ζητιάνοι στα λιμάνια της Μαύρης θάλασσας και της Μεσογείου.

Τρέμαν ακόμα από το φόβο. Τα μάτια τους κόκκινα απ’ το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Και οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνον άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν φαντάσματα. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ’ αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα, κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές.genoktonia

….Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα  ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος:  « ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ»…, χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι, χωρίς Πατρίδα

 Τον Σεπτέμβριο του 1922, υπογράφεται η συνθήκη της Λωζάνης κι αποφασίζεται, ανάμεσα στ’ άλλα, η ανταλλαγή των πληθυσμών. Οι Τούρκοι της Ελλάδας να πάνε στην Τουρκιά και οι Έλληνες της Τουρκιάς να εγκατασταθούν στη γη των  αρχαίων προγόνων. Ποιοι Έλληνες όμως; Πόσοι είχαν απομείνει από το μακελειό του προγραμματισμένου αφανισμού, και που βρισκόντουσαν;  Λίγοι περισώθηκαν από τα δεινά που τους εξασφάλισε ο Τουρκικός πολιτισμός με τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής διπλωματίας.

 Είναι το μέρος της Ελληνικής τραγωδίας που λιγότερο αναφέρεται στη σύγχρονη Ιστορία μας, συνήθως με τις φράσεις  «Τουρκικές ωμότητες» και «ανταλλαγή πληθυσμών», όχι όμως το μικρότερο. Πίσω απ’ αυτές τις φράσεις κρύβεται το απέραντο δράμα ενός ολόκληρου λαού Ελληνικού, με Ιστορία 25 αιώνων, που είχε δοκιμαστεί στο σίδερο και τη φωτιά της Τούρκικης βαρβαρότητας, άντεξε, αγωνίστηκε, έγινε η κύρια οικονομική δύναμη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και τώρα ξεριζωνόταν βίαια, οριστικά για πάντα.

1alausanne1

Έτσι ξεσηκώθηκαν  τ’ απομεινάρια του πληθυσμού, από τους μακρινούς τόπους της εξορίας, ερείπια ανθρώπων,… που σχηματίζονταν ξανά σε καραβάνια εξαθλιωμένα, για να πάρουν πάλι με τα πόδια, τους ατέλειωτους δρόμους του γυρισμού. Απ’ την Τοκάτη, το Ερζερούμ, το Ερζιγκιάν, το Διαρεβεκίρ, το Χούνους, τη Κασταμονή, τα Άδανα, τη Σεβάστεια, το Ικόνιο, απ’ τις πόλεις και χωριά, όπου επιζούσαν οι σκιές των εξόριστων, κρυμμένες και χαμένες πίσω από τα πανύψηλα βουνά.

Αν ανοίξετε μια οποιαδήποτε ιστορία, θα διαβάσετε λίγες στεγνές αράδες «διά τας σφαγάς και τους διωγμούς». Θα βρείτε και μερικές στατιστικές. Άλλες θα λένε πως τα θύματα φτάνουν το1.000.000, άλλες πως  τα ξεπερνούν  και άλλες πως αγγίζουνε το  ενάμισι. Μην παραμελήσετε να ψάξετε και για τους αίτιους, γιατί αυτό το σημείο είναι πάντα μπερδεμένο. Οι συμπαγείς Χριστιανικοί πληθυσμοί που κρατούσαν στα χέρια τους τον πλούτο και τα κλειδιά της Ανατολής, έπρεπε να φύγουν απ’ τη μέση, γιατί ήταν εμπόδιο για το γερμανικό επεκτατισμό κι αργότερα για τους κεφαλαιούχους που στέκονταν πίσω από την ΑΝΤΑΝΤ. Πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή, που ξεκινούσε απ’ τη Βαγδάτη και τη Μοσούλη κι έφτανε ίσα με το λιμάνι της Σμύρνης, διασχίζοντας τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής και τα μυθικά πλούτη της Μικράς  Ασίας, εκεί πάνω κυλούσαν τα πιο άτιμα και πανούργα όνειρα της οικονομικήantartes-pontou-3ς ολιγαρχίας των ξένων μονοπωλίων. Η ιστορία για το Χρυσόμαλλο Δέρας συνεχιζότανε…

“Τόσα φαρμάκια, τόση συμφορά κι εμένα ο νους μου να γυρίσει θέλει πίσω στα παλιά.  Να ‘ταν, λέει, όλα ψέμα, και να γυρίζαμε τώρα δα στη γη μας… στα δάση μας… στις ανθισμένες κερασιές…

Αντάρτη του  Πόντου,(Κιορ Μεμέτ), χαιρέτα μας τη γη όπου μας γέννησε… Ας μη μας κρατά κακία που την ποτίσαμε με αίμα…”

Σήμερα, 100 χρόνια μετά, οι ίδιες πάντοτε δυνάμεις, στο όνομα της Δημοκρατίας, της Ελευθερίας και της Αξιοπρέπειας των λαών, εξυπηρετώντας πάντοτε τα δικά τους συμφέροντα, καταστρέφουν και  ισοπεδώνουν κράτη. Κι όπου δεν επεμβαίνουν στρατιωτικά, το κάνουν με άλλο πιο «πολιτισμένο» τρόπο. Εξαγοράζουν κυβερνήσεις, προκαλούν οικονομική ασφυξία, επιβάλλουν το δίκιο του ισχυρού.

Καθένας μας αυτές τις μέρες, οφείλει να γεμίσει την ψυχή του με μνήμες και μερικές λέξεις …

 Ποτέ πια προσφυγιά για κανέναν λαό του κόσμου.

Η Άννα ΓαβρΓά είναι Πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διατέλεσε Διευθύντρια σε Γυμνάσιο καθώς και Προϊσταμένη Εκπαιδευτικών Θεμάτων στη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ημαθίας.


Το κείμενο αποτέλεσε τη βάση εκδήλωσης, αφιερωμένης στην Ποντιακή Γενοκτονία, που οργάνωσε ο Σύλλογος Παλατιτσιωτών και  πραγματοποιήθηκε στα Παλατίτσια Ημαθίας  το Σάββατο 14 Μαΐου 2016. Το ρεπορτάζ απο την εκδήλωση μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.

Το κείμενο βασίστηκε στα συγράμματα:

α) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους

β) Β’ Παγκόσμιο Συνέδριο Ποντιακού Ελληνισμού 1988

καθώς και σε κείμενα, άρθρα, ποιήματα και μαρτυρίες από:

Βλάση Αγτζίδη
Παντελή Αναστασιάδη
Γιώργο Ανδρεάδη
Γιώργο Βαλαβάνη
Αντιγόνη Θρεψιάδου – Μπέλλου
Φίλωνα Κτενίδη
Ελένη Νυμφοπούλου – Παυλίδου
Βασιλική Ράλλη
Λένα Σαββίδου
Διδώ Σωτηρίου
Χάρη Τσιρκινίδη
Halo Thea
Κωνσταντίνο Φωτιάδη

banner-article

Ροη ειδήσεων