Αναγνώστες Βέροια Κοινωνική ζωή

“Γονυκλισία στο φέρετρο της μάνας” του Γ. Ξ. Τροχόπουλου  

Υπάρχει ένα λαϊκό τραγούδι –λαϊκό ρέκβιεμ θα έλεγα- σε μουσική Β. Τσιτσάνη και στίχο Γ. Μητσάκη με τίτλο « Ο Νικόλας ο ψαράς» . Με απλά λόγια , συνοδεία εξαιρετικής μουσικής , ο στίχος ξεδιπλώνει την ιστορία του Νικόλα του ψαρά που πνίγηκε κατά τη διάρκεια ομαδικού βραδινού ψαρέματος με πολλά τρεχαντήρια και δεν γύρισε στη στεριά. Η μάνα του περιμένει στην παραλία με αγωνία και η ανησυχία της μεγαλώνει βλέποντας τους ψαράδες συναδέλφους του να βγαίνουν ένας-ένας  στην ακροθαλασσιά με τα καΐκια τους. Όλοι γνωρίζουν τι συνέβη όμως κανείς δεν τολμάει να αναφέρει το γεγονός στη μάνα, το κρατούν μυστικό. Και κλείνει το τραγούδι με τον εξής συγκινητικό στίχο:

«Πέρασαν μήνες πέρασαν
και η μάνα του Νικόλα
με την ελπίδα στην καρδιά
τον περιμένει ακόμα
στη στεριά.

Το τραγούδι αυτό είχε μπει στο μυαλό μου και με βασάνιζε για πολλούς μήνες και και θα με βασανίζει για πολύ καιρό ακόμα ,θα εξηγήσω το γιατί.

Το Μάη του 2021 χάσαμε από τον Covid τον μικρότερο αδερφό μας τον Δημήτρη. Η μάνα μας ήταν καθηλωμένη στο κρεβάτι του πόνου έχοντας δύο γυναίκες να τη φροντίζουν σε 24ωρη βάση ,βαριά περίπτωση. Όταν συνέβη το μοιραίο για τον αδερφό μας  τον Δημήτρη, σκέφτηκα να μη το πούμε στη μάνα μου και συμφώνησαν και τα άλλα δυο μου αδέρφια. Άλλωστε τι θα ωφελούσε να μάθαινε την αλήθεια ; Ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση σωματικά και ίσως η είδηση ότι είχε φύγει από τη ζωή ο μικρότερος της γιός, ο αγαπημένος της Δημήτρης, θα ήταν το τελειωτικό χτύπημα.

Θυμόμουν τη σκηνή στην κηδεία του που όταν βάλανε τον Δημήτρη στο χώμα ο Κώστας ο αδερφός μου σήκωσε τα χέρια του σπαρακτικά και φώναξε « Μάνα έλα να δεις που βάλανε τον Δημήτρη». Ήξερε την αγάπη που έτρεφε η μάνα για τον Βενιαμίν της οικογένειας, τον «Τράκη» όπως τον φώναζε χαϊδευτικά.

Είχε ασθενήσει από μηνιγγίτιδα ο Δημήτρης όταν ήταν βρέφος και όπως έλεγε η μάνα μου, ο πατέρας μας  (ένας άνδρας σκληρός) έκλαιγε σαν μικρό παιδί νιώθοντας το θάνατο να ζυγώνει το βλαστάρι τους. Τόσο πολύ τον αγαπούσαν οι γονείς μου.

Πήγα να τη δω λίγο καιρό μετά την κηδεία, με γνώρισε με δυσκολία και αφού άρχισε να  καταλαβαίνει σιγά-σιγά, με ρώτησε με αδύναμη φωνή, που είναι ο  Δημήτρης. Κατάπια τη γλώσσα μου, ένιωσα να χάνομαι δεν ήξερα τι να πω και μέσα στη σαστιμάρα μου φώναξα τη γυναίκα που τη φρόντιζε ,δήθεν, ότι κάτι την ήθελε η γιαγιά και έφυγα σαν κυνηγημένος. Δεν ξαναπήγα να τη δω όσο και αν με δυσκόλευε το γεγονός να μη  βλέπω τη μάνα μου. Πέρασα πολλές φορές κάτω από το σπίτι που έμενε, όμως δίσταζα ν’ ανέβω από φόβο μήπως με ρωτούσε για τον Δημήτρη. Με τον καιρό η άνοια της προχώρησε, πλέον δεν γνώριζε κανένα. Υπέργηρη ,98 χρόνων , το βράδυ της 25ης Μαρτίου μας άφησε για πάντα.

Ζήσαμε μαζί στο σπίτι μου για 5 περίπου χρόνια πριν καθηλωθεί στο κρεβάτι. Κοιμόμασταν λοιπόν στο σαλόνι σε κρεβάτια αντικριστά για να την προσέχω το βράδυ που σηκωνόταν για τη φυσική της  ανάγκη με την περπατούρα της.

Δεν είχε την αίσθηση του χρόνου επειδή όλη τη μέρα κοιμόταν και ξυπνούσε, οπότε με ξύπναγε το βράδυ στις 3-4 η ώρα τα ξημερώματα με τη βροντερή φωνή της, να μου διηγηθεί κάποια ιστορία από τα παλιά ή ένα περιστατικό από την παιδική μου ηλικία. «Κοιμήσου μάνα της έλεγα αφού τελείωνε,, το πρωί έχω να πάω στη δουλειά.» Δεν μιλούσε αλλά φαινόταν θυμωμένη. Το πρωί που ξυπνούσα για να φύγω, κοιμόταν βαθιά. Αχ Μάνα, πόσο αναπολώ αυτές τις στιγμές!

Δράττομαι της ευκαιρίας με αφορμή αυτό το σημείωμα, να ευχαριστήσω δημόσια τη γυναίκα μου Αναστασία που «κοίταξε» τη μάνα μου σαν να ήταν δικιά της μάνα. Ομολογώ ότι ήταν κοπιώδης η προσπάθεια της να περιποιείται κάθε μέρα τη μάνα μου , πέραν του ότι δούλευε (Λυκειάρχης γαρ) και επιβεβαίωσε την άποψη που είχα γι αυτήν ,για το μεγαλείο της ψυχής της και τη δυνατή της προσωπικότητα. Της φιλώ τα χέρια.

  • Πολύ με συγκίνησες που γονάτισες στο φέρετρο της μάνας σου στην εκκλησία όταν πήγες να την χαιρετίσεις, μου είπε η ξαδέρφη μου η Δέσποινα μετά την κηδεία.
  • Δέσποινα, αγαπημένη μου ξαδέρφη, είχα τύψεις, από μέρους μου τουλάχιστον,που της κρύψαμε τον θάνατο του Δημήτρη. Τώρα που το σκέφτομαι, παρότι είμαι πιο ψύχραιμος ,δεν μπορώ να αξιολογήσω ποια θα ήταν η καλύτερη επιλογή, που το κρύψαμε ή όχι ,δηλαδή.

Γονάτισα στο φέρετρο της μάνας μου από σεβασμό στον άνθρωπο που μ έφερε στη ζωή άλλα κυρίως για να ζητήσω συγχώρεση γι αυτό που της έκρυψα, το θάνατο του Δημήτρη. Συγκινούμαι με τη σκέψη ότι η μάνα μου περίμενε και αυτή, σαν τη μάνα του Νικόλα του ψαρά που λέει το τραγούδι, να έρθει ο γιός της να τη δει. Περίμενε επι ματαίω όμως και γι αυτό νιώθω υπεύθυνος, τι τραγικό αλήθεια! Σκίζεται η καρδιά μου όταν το σκέφτομαι.

Ο νεκρός πεθαίνει όταν τον ξεχνάς, είμαστε Χριστιανοί Ορθόδοξοι και αυτό είναι ένα από τα πιστεύω μας. Θα σε έχω στο μυαλό μου πάντα μάνα μου.

Αμήν

Γ. Ξ. Τροχόπουλος

18/04/23

banner-article

Ροη ειδήσεων