Άρθρα Κόσμος

“Η δίωξη κατά του Τραμπ και η βαθιά κρίση του κατεστημένου των ΗΠΑ” / γράφει ο Θέμης Τζήμας

Τελικώς, μετά από αρκετές ανακοινώσεις από την πλευρά του Τραμπ τις προηγούμενες μέρες, η επιβεβαίωση ήρθε: η εισαγγελία του Μανχάταν άσκησε διώξεις εναντίον του τέως προέδρου των ΗΠΑ με βάση κατηγορίες τις οποίες θα μάθουμε τις επόμενες μέρες, αλλά πιθανότατα αφορούν τη σχέση του με μια πρωταγωνίστρια ταινιών πορνογραφικού περιεχομένου και τη φερόμενη ως δωροδοκία της προκειμένου να μη μιλήσει, ή και κάποιες επιχειρηματικές-φορολογικές απάτες.

Δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς είναι η φερόμενη ως παράνομη πράξη, ωστόσο αν μιλούμε για την υπόθεση Στόρμι Ντάνιελς, σε σχέση με όλα όσα κάνουν οι πρόεδροι των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του ιδίου του Τραμπ, μάλλον πρόκειται για κάτι λιγότερο από πταίσμα. Να θυμίσουμε ότι την ίδια στιγμή, οι υποθέσεις της οικογένειας Μπάιντεν σε σχέση με την Ουκρανία παραμένουν στο συρτάρι των αντιστοίχων εισαγγελέων.

Δεν είμαστε αφελείς, προκειμένου να δεχτούμε ότι όλη αυτή η ιστορία έχει να κάνει με το περί δικαίου αίσθημα κάποιου εισαγγελέα. Ούτε και φυσικά ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είναι «καθαρός» και άσπιλος. Αντιθέτως θεωρούμε ότι αν η δικαιοσύνη στις ΗΠΑ ήθελε να βρει τι πραγματικά έχει κάνει ο τέως πρόεδρος θα ξεκινούσε από τις σχέσεις του με τα σιωνιστικά και άλλα, λόμπι. Ίσως εκεί να έβρισκε υλικό για σοβαρότερες κατηγορίες εναντίον του. Αλλά εκεί βεβαίως υπάρχουν άλλα «φίλτρα» προστασίας, όχι του Τραμπ αλλά των λόμπι και όσων βρίσκονται πίσω τους. Σε τέτοιες υποθέσεις θα αποκαλυπτόταν πώς και γιατί λαμβάνονται οι μείζονες αποφάσεις της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ.

Το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τον Νίξον, ο Τραμπ διώκεται αποδεικνύει ότι το κατεστημένο των ΗΠΑ βρίσκεται σε βαθιά κρίση, συνθήκη η οποία δένεται με την εσωτερική και διεθνή θέση της χώρας. Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι πρώτα και κύρια μια περσόνα. Σε ό,τι αφορά τη δημόσια εικόνα του και την πολιτική του πορεία είναι περισσότερο ένα γέννημα της κοινωνίας του θεάματος παρά του επιχειρηματικού κόσμου. Κατέδειξε δε, πόσο μακριά μπορεί να φτάσει κανείς αφενός χάρη στην κοινωνία του θεάματος, αφετέρου εκφράζοντας, έστω με αλλοπρόσαλλο τρόπο τα βαθιά ρήγματα στο εσωτερικό της κοινωνίας των ΗΠΑ, εν προκειμένω εκπροσωπώντας μια συμμαχία συντηρητικών και αντιδραστικών από ιδεολογικής απόψεως στρωμάτων. Το απλό σύνθημα ήταν ουσιαστικώς, η «βαθιά» Αμερική απέναντι στο βαθύ κράτος.

Ο Ντόναλντ Τραμπ βεβαίως δεν έκανε τίποτα το αντισυστημικό σε ό,τι αφορούσε την οικονομική και κοινωνική του πολιτική: Περαιτέρω αναδιανομή εισοδήματος υπέρ των πλουσιοτέρων, καμία ενίσχυση του κράτους ευημερίας, εξακολούθηση της απόλυτης κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος επί της πραγματικής παραγωγικής οικονομίας, βαθιές ανισότητες, κυριαρχία των μονοπωλίων και των ολιγοπωλίων. «Η απόσταση που χωρίζει τα υψηλότερα και χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια της Αμερικής αυξήθηκε κατά σχεδόν 9% ετησίως υπό τον Τραμπ. Η διεύρυνση αυτής της απόστασης είναι ταχύτερη από ό,τι σε προηγούμενες περιόδους. Από το 1990 έως το 2015 διευρυνόταν κατά περίπου 7% ετησίως – στη διάρκεια μιας περιόδου που περιελάμβανε τρεις υφέσεις» έγραφε ο ιστότοπος The Hill το 2019.

Τα στοιχεία για την οικονομική κατάσταση των στρωμάτων που θέλησε να εκφράσει ο Τραμπ κατά διάρκεια της θητείας του είναι δραματικά. Το 2019, η ιδιόκτητη στέγη ήταν μακρινό όνειρο για τους εργαζόμενους στο 70% της χώρας, 30 εκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν χωρίς ασφάλιση υγείας, των 25% του πληθυσμού χωρίς συνταξιοδοτικές αποταμιεύσεις, το 20% των παιδιών σε συνθήκες φτώχειας, ενώ το 40% δεν μπορούσε να αντέξει μια έκτακτη δαπάνη ύψους 400 δολαρίων.

Ο Τραμπ δεν ήταν ο πρόεδρος της μεσαίας και εργατικής Αμερικής, αλλά άλλος ένας πρόεδρος των πλουσίων. Αυτό όμως είναι και το ζήτημα. Ο Τραμπ δεν τα δημιούργησε όλα αυτά. Απέτυχε να τα αντιμετωπίσει και τα επιδείνωσε. Δεν «αποξήρανε τον βάλτο», όπως έταζε αλλά βούτηξε σε αυτόν. Ακολούθησε όμως ο Μπάιντεν, ο οποίος αποτυγχάνει δραματικά, αφού κοντά σε όλα τα παραπάνω χρεώνεται (όχι εντελώς αδίκως) τον πληθωρισμό και την έρπουσα τραπεζική κρίση. Επιπλέον, με το να περιγράφουν τα μέσα ενημέρωσης τον Ντόναλντ Τραμπ ως υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνο για τη δημοκρατία στις ΗΠΑ (μια δημοκρατία την οποία ελάχιστοι πια πιστεύουν, αφού η ολιγαρχική της δομή και λειτουργία δεν κρύβεται) τον έβγαλαν σε μεγάλο βαθμό έξω από το κάδρο των ευθυνών. Το να είσαι ή να περιγράφεσαι ως αντισυστημικός αποτελεί πλέον πλεονέκτημα, ιδίως αν ξέρεις να το χειριστείς.

Ο Τραμπ βεβαίως προσπάθησε κατά ένα μέρος να τροποποιήσει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, διατηρώντας τον αντιδραστικό της χαρακτήρα με επίκεντρο την περαιτέρω προώθηση των σιωνιστικών σχεδίων και τον αντικομμουνισμό, αλλά αποδεικνυόμενος πολύ λιγότερο επεμβατικός σε παγκόσμια κλίμακα από ό,τι οι προκάτοχοί του. Η σκέψη του να αποσπάσει τη Ρωσία από την Κίνα και να επικεντρωθεί μόνο στην τελευταία ήταν σωστή σε ό,τι αφορά τα συμφέροντα των ΗΠΑ, αλλά για πολλούς λόγους στάθηκε αδύνατο να την υλοποιήσει. Η πολιτική του έμοιαζε περισσότερο με έναν κυνικό, αλλά συνεννοήσιμο προαγωγό για τους συμμάχους του και λιγότερο με τη γερακίσια πολιτική των Δημοκρατικών.

Αν δούμε λοιπόν με υλικούς όρους τι εκφράζει ο πρώην πρόεδρος, είναι δύσκολο να τον κατατάξει κανείς ως οτιδήποτε άλλο πέρα από ένα βαθιά συστημικό υποψήφιο. Και όμως. Η κρίση του συστήματος εξουσίας στις ΗΠΑ είναι τόσο βαθιά, ώστε δεν μπορεί να διαχειριστεί ούτε μια περίπτωση όπως αυτή του Τραμπ ή ακόμα και να τον περιορίσει εκλογικώς μέσα σε ένα περιβάλλον ομαλότητας. Η δίωξη του Τραμπ δείχνει ότι το κοινωνικό και ιδεολογικό χάσμα σε αυτό το ιδιόμορφο πολιτικό εργαστήριο που είναι οι ΗΠΑ βαθαίνει δραματικά σε ευθεία αντιστοίχιση με τις διαλυτικές επιπτώσεις του νεοφιλελευθερισμού και των συνεπειών του αλλά και με τη φθορά της ισχύος των ΗΠΑ και με τη συμπεριφορά τους σαν «rogue state», ικανό να προκαλέσει ακόμα και πυρηνικό πόλεμο.

Η κοινωνική σύγκρουση προφανώς είναι πολύ πιο σύνθετη από ό,τι μια απλή διάκριση, «βαθιάς» και «φιλελεύθερης» Αμερικής περιγράφει. Προφανώς δε, υπήρξε κομβικό το γεγονός ότι η εξ αριστερών αμφισβήτηση του κατεστημένου δια του Μπέρνι Σάντερς αποκλείστηκε με τη χρήση διαφόρων μορφών νοθείας, στο πλαίσιο της σύγκρουσής του με τη Χίλαρι Κλίντον. Με όλα αυτά ως δεδομένα, οι Δημοκρατικοί αποφασίζουν να παίξουν με τη φωτιά. Έχοντας απεκδυθεί κάθε έννοια προοδευτισμού, όντας εξίσου κόμμα του πολύ μεγάλου πλούτου όσο οι Ρεπουμπλικανοί, απειλούνται με πανωλεθρία εφόσον ο Τραμπ κατέλθει στις επόμενες προεδρικές εκλογές. Οι δε ΗΠΑ συνολικώς απειλούνται με πολιτική έκρηξη στον πυρήνα του κατεστημένου τους. Θα δούμε το επόμενο διάστημα αν θα υπάρξει συνδιαλλαγή ή όξυνση της εσωτερικής κρίσης.

banner-article

Ροη ειδήσεων