Iδιοκτησία και αλλοτρίωση, μια μεταφυσική σχέση στη φυσική ζωή / γράφει ο Δημήτρης Αθανασιάδης
Γιατί, τί έμεινε, λοιπόν, από τις πολιτικές διαμαρτυρίες, πέρα από την πικρή γεύση μιας προσχηματικής δημοκρατίας που, σε κάθε περίπτωση, τις συντρίβει και ποιό πολιτικό ή κοινωνικό σύστημα έχει τα φιλοσοφικά θεμέλια του μαρξισμού να αναλάβει δράση και να ξεπεράσει τα προσχήματα;
Την Τρίτη 28 Μαρτίου 2023 παρακολουθήσαμε, σχεδόν, σε ζωντανή μετάδοση την εισβολή μιας στρατιάς Γάλλων και Γερμανών δικαστών στις μεγάλες γαλλικές τράπεζες για την αντιμετώπιση των μεθοδεύσεων «Cum Cum» και «Cum Ex» του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, ο οποίος με τον γνωστό κοπανιστό του αέρα και χωρίς καμία μεταφυσική ή φυσική ηθική αναστολή κατορθώνει να λεηλατεί με την ενδιάμεση συνδρομή των τραπεζών τις φορολογικές αρχές και το κοινωνικό κράτος με τις βραχυχρόνιες και εικονικές μεταβιβάσεις χρηματιστηριακών τίτλων και την αποφυγή ή την υφαρπαγή και οικειοποίηση πολλαπλών επιστροφών φόρων.
Την επόμενη μέρα, 29 Μαρτίου 2023, το πάντα φιλόξενο στην κάθε είδους διανόηση «France Culture» που έχει την ευγένεια κάθε μέρα, πάντα, την ίδια ώρα, 18.00 ώρα Γαλλίας, να με ενημερώνει με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο για τα προγράμματά του, είχε το δεύτερο, από τα τέσσερα συνολικά, επεισόδιο με θέμα «Proudhon vs Marx: la grande dispute» (Προυντόν εναντίον Μαρξ: η μεγάλη διαμάχη), σχετικά με την ιδιοκτησία με τους Anne-Sophie Chambost καθηγήτρια της ιστορίας του δικαίου στο Science Po Lyon και τον Frédéric Monferrand λέκτορα στο Paris I Panthéon Sorbonne.
Ο Προυντόν στο έργο του «Qu’est-ce que la propriété» (Τι είναι η ιδιοκτησία) του 1840 ισχυρίζεται, ότι η ιδιοκτησία δεν είναι κοινωνικό, αλλά αντικοινωνικό δικαίωμα, εξαιτίας του υπερατομικιστικού χαρακτήρα της. Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη καθιερώνει την ιδιοκτησία ως δικαίωμα του ανθρώπου να «απολαμβάνει την ιδιοκτησία των πραγμάτων με απόλυτο τρόπο», και αυτός ο απόλυτος χαρακτήρας είναι που κάνει την ιδιοκτησία αντικοινωνική σε αντίθεση με τις άλλες ιδέες που υπάρχουν στη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Ο Μαρξ επικρίνει τον Προυντόν. Πρώτα με την πολιτική κριτική, σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε την πολιτική από τη σκοπιά των πραγματικών αγώνων που προκαλούν οι σχέσεις ιδιοκτησίας που ορίζονται ως «σχέσεις εκμετάλλευσης» και ύστερα με την θεωρητική κριτική, κατά την οποία, η ιδιοκτησία δεν είναι δικαίωμα, αλλά «μια σχέση οικειοποίησης του έργου μιας κοινωνικής τάξης από μια άλλη».
Βέβαια, δεν μπορεί να κατανοήσει ή να αξιολογήσει κανείς αυτές τις σχέσεις της εκμετάλλευσης «με το μέτρο των ιδεών που υποτίθεται ότι είναι γενικές και διιστορικές», γιατί οι ιδέες αυτές δεν είναι «αυτόνομες».
Κάτω, λοιπόν, από αυτούς τους προβληματισμούς και μέσα στο νοσηρό προεκλογικό περιβάλλον της ιδεολογικής αγνωσίας, των κομματικών αγελαίων ιαχών και ανοησιών που, καθημερινά, μας βομβαρδίζουν οι συνήθεις διατεταγμένοι ηλίθιοι του καπιταλισμού (κόμματα και μέσα επικοινωνίας) της χώρας μας, αποφάσισα να ανασύρω στη μνήμη μου ένα παλιό κείμενο του Raphaël Chappé με τίτλο «En quel sens le concept marxiste de propriété est-il métaphysique ?» (Με ποιά έννοια η μαρξιστική άποψη της ιδιοκτησίας είναι μεταφυσική;) (Le Philosophie 1999/3 – No 9).
Η έννοια της ιδιοκτησίας σχετίζεται – ως μεταφυσικό αντικείμενο από τη μια – με την πραγματική ζωή: την ιστορία και μπαίνει η ίδια σε δοκιμασία ή – ως ιστορικό αντικείμενο από την άλλη – με τη φανταστική ζωή: τη μεταφυσική;
Αυτή, ακριβώς, η διαλεκτική της ιστορίας και της μεταφυσικής δημιουργεί τον προβληματισμό για το ποιά μοίρα επιφυλάσσουν οι Μαρξ και Ένγκελς στη μεταφυσική της ιδιοκτησίας.
Βέβαια, με μια πρώτη ματιά στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ η έννοια του φετιχιστικού χαρακτήρα του εμπορεύματος δίνει μια άμεση χροιά της μεταφυσικής διάστασής του, κατά συνέπεια, και της μεταφυσικής διάστασης της ιδιοκτησίας, αντικείμενο της οποίας είναι το εμπόρευμα.
Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά για τους Μαρξ και Ένγκελς που φέρουν, ακόμα, το βάρος της εγελιανής και φοϊερμπαχικής μεταφυσικής (ο Μαρξ θεωρεί τη μεταφυσική του Χέγκελ ως παράδειγμα της όλης μεταφυσικής), που τα ίχνη τους είναι έκδηλα ακόμα και στο «Κεφάλαιο», παρά το ότι αναδεικνύουν με επιστημονικό και κριτικό τρόπο τον ρόλο της πραγματικής ιστορίας, δηλαδή, αυτής των σχέσεων της παραγωγής και όχι των ιδεών στη συγκρότηση του δικαίου και, ειδικότερα, του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και των μεταφυσικών προβολών της και διέπεται από την έννοια της αλλοτρίωσης.
Όμως, παρά το ότι από τη σκοπιά του ιστορικού υλισμού οι θεμελιώδεις ισχυρισμοί της μεταφυσικής είναι πάντα απατηλοί, αφού η μεταφυσική αυτή δεν ερμηνεύει αλλά απαιτεί την εξήγησή της από κάτι διαφορετικό από αυτή και ο Μαρξ είναι αντίθετος σ’ αυτό, οι απόψεις του φαίνεται να διατρέχονται από τη μεταφυσική του παρελθόντος, όμως, τοποθετώντας τα πράγματα γύρω από την έννοια της αλλοτρίωσης (Entfremdung) που είναι το αρνητικό της έννοιας της ιδιοκτησίας.
Ποιά είναι η εγελιανή κληρονομιά και ποιά είναι η έννοια της αλλοτρίωσης σ’ αυτή με όλες τις μεταφυσικές – θρησκευτικές προεκτάσεις (Phänomenologie des Geistes, Grundlinien der Philosophie des Rechts, Enzyklopädie der philosophischen Wissenschaften) (Φαινομενολογία του πνεύματος, Βασικές αρχές της φιλοσοφίας του δικαίου, Εγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών);
Αλλοτρίωση είναι η θέση του υποκειμένου στο αντικείμενο, η αντικειμενοποίηση με την οποία ένα υποκείμενο υψώνει ένα αντικείμενο μπροστά του που έρχεται να το περιορίσει, δηλαδή, η αλλοτρίωση είναι η ενέργεια με την οποία το υποκείμενο γίνεται παθητικό σε μια εθελούσια υποβολή στο Πράγμα που αρχικά ήταν δικό του.
Κατά συνέπεια τί είμαι ως ιδιοκτήτης και σε τί αφαίρεση υπόκειμαι αν όχι του εαυτού μου;
– Μέσα από την παραγωγή των έργων μου θέτοντας τον εαυτό μου έξω από τον εαυτό μου και ζώντας με τρόπο ώστε να διασπάσω τη σχέση μου με τον εαυτό μου.
– Το σώμα μου είναι, εκ των προτέρων, μπροστά μου και δεν είναι το σώμα μου, αλλά ένα σώμα ανάμεσα στα φυσικά σώματα.
– Ο Πατέρας, αρχικά μια αφηρημένη μορφή, είναι μακριά από τον κόσμο, πριν βρει την αλλοτριωμένη μορφή του στον Άλλο του (τον Υιό).
– Το Πνεύμα με την προσπάθεια της εξωτερίκευσής του αντικειμενοποιείται και, επομένως, αλλοτριώνεται σε μια αλλοτρίωση που δεν είναι εξωγενής, αλλά παράγεται με τη συγκατάθεση του παραιτηθέντος υποκειμένου.
Έτσι, ο Χέγκελ ανταποκρίνεται στο θέμα της επανιδιοποίησης ή αλλοτρίωσης της αλλοτρίωσης (la réappropriation ή l’aliénation de l’aliénation):
– Μέσω της εργασίας που καθιστά κάποιον ενεργό σε αντίθεση με το αφεντικό του οποίου η απόλαυση χαρακτηρίζεται, εξ ολοκλήρου, από παθητικότητα.
– Αναγνώριση από συνήθεια σταδιακά της κυριότητας του σώματος εσωτερικεύοντας τους μηχανισμούς του, όπως εσωτερικεύονται οι επιθυμίες με τη ψυχή.
– Μέσω του Υιού του, ο Πατέρας δίνει στον εαυτό του ένα αποτελεσματικό περιεχόμενο ως Άγιο Πνεύμα.
– Με την εξωτερίκευσή του στη φύση, το Πνεύμα βρίσκει τον εαυτό του ή καλύτερα ανακτά τον εαυτό του ως κάτι ζωντανό και ξεπερνά τον εαυτό του ως μια αφηρημένη, ψυχρή, ανατολίτικη μορφή.
Η θεμελιώδης αυτή αλλοτρίωση, κατά τον Χέγκελ, έχει μια θρησκευτική τάξη και προέλευση: είναι μια αλλοτρίωση της πνευματικής θεότητας που γίνεται κόσμος και όχι του ανθρώπου σε πνευματική θεότητα, όπως αντιμετωπίζεται από τον Φόιερμπαχ. Η αλλοτρίωση είναι αλλοτρίωση του ανώτερου στο κατώτερο, της συμμετοχής στον μετέχοντα (με την πλωτίνια έννοια) και η υπέρβαση της αλλοτρίωσης πραγματοποιείται από το ανώτερο, περισσότερο ως υποκείμενο παρά ουσία – το Πνεύμα (Geist).
Έτσι, το υποκείμενο της ιδιοκτησίας είναι το Πνεύμα που αρχικά στερήθηκε τις ιδιότητες με την αφαίρεση της Ουσίας και στη συνέχεια γεμίζει με πραγματικό περιεχόμενο (wirklich):
– (Μέσω του ατόμου) ενός έργου που είναι δικό του.
– (Μέσω της φύσης) ενός κατάλληλου σώματος.
– (Μέσω του Χριστού) της συμβολικής σάρκας.
– (Μέσω του Άλλου του), κυρίως, ενός κόσμου δικού του.
Αυτή η ιδιότητα της ιδιοκτησίας έχει μεταφυσικό χαρακτήρα και, αν έχει κάποια ιστορική βάση, συγχωνεύεται με την ιστορία της ζωής του Πνεύματος και η οποία ιστορία δεν είναι τόσο η υλική και η οικονομική ιστορία της ιδιοκτησίας, όσο η ιστορία της πρόνοιας του πνευματικού Περιεχομένου που έρχεται στον εαυτό της ως μια εσχατολογική ιστορία.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφέρουμε την άποψη του Spinoza «Hominem homini Deum esse» (Ο άνθρωπος είναι Θεός για τον άνθρωπο), όπως, επίσης και την άποψη του Thomas Hobbes από το έργο του «Leviathan» (1651) που αναφέρει ο Μαρξ στο «Salaire, prix et profit» («La force de travail») (1865) (Μισθός, τιμή και κέρδος) (Η δύναμη της εργασίας ή Η εργατική δύναμη), ότι «Η αξία ενός ανθρώπου, η εκτίμησή του, είναι, όπως με όλα τα άλλα πράγματα, η τιμή του, δηλαδή ακριβώς, αυτό που δίνει κανείς για τη χρήση της δύναμής του» («La valeur d’un homme, son estimation, est, comme pour toutes les autres choses, son prix, c’est-à-dire exactement ce qu’on en donne pour l’usage de sa force») (Από τη γαλλική μετάφραση του έργου του Μαρξ).
O Φόιερμπαχ με το έργο του «Das Wesen des Christentums» (Η ουσία του Χριστιανισμού) (1841) και ο νεαρός Μαρξ βρίσκονται κάτω από κοινές μεταφυσικές επιρροές με έκδηλη την παρουσία του Spinoza που ο Φόιερμπαχ τις εντοπίζει στη σχέση Θεού και ανθρώπινης ουσίας, το θεϊκό συναίσθημα και την ανάστροφη σχέση του υποκειμένου με το κατηγόρημα, που δίνει ένα ισχυρό εννοιολογικό σχήμα, λογικά θεμελιωμένο στους μαρξιστές, αλλά και τον Νίτσε, που έχουν στη βάση τους τις έννοιες, ότι το απόλυτο ον, ο Θεός του ανθρώπου είναι η ίδια του η ουσία ως ανθρώπινο γένος, πέρα από τον μεμονωμένο άνθρωπο και ό,τι βεβαιώνει ο άνθρωπος για τον Θεό, το βεβαιώνει, αληθινά, για τον εαυτό του, ενώ το συναίσθημα είναι, εξ’ αρχής, θρησκευτικό που σημαίνει ότι η θρησκευτική πηγή του συναισθήματος βρίσκεται στο ίδιο το συναίσθημα («Το συναίσθημα είναι καθαγιασμένο, απλώς, γιατί είναι συναίσθημα, το θεμέλιο της θρησκευτικότητάς του είναι η φύση του συναισθήματος, βρίσκεται μέσα στο ίδιο το συναίσθημα. Γι’ αυτό το συναίσθημα δεν προφέρεται ως το απόλυτο, το ίδιο το θείο; Αν το συναίσθημα είναι από μόνο του καλό θρησκευτικό, δηλαδή, ιερό, θεϊκό, δεν έχει τον Θεό μέσα του;» (« Le sentiment est sanctifié simplement parce qu’il est sentiment ; le fondement de sa religiosité est la nature du sentiment, il se trouve dans le sentiment lui-même. N’est-ce pas pour cela que le sentiment est prononcé comme l’absolu, le divin lui-même ? Si le sentiment est par lui-même bon, religieux, c’est-à-dire sacré, divin, n’a-t-il pas en lui-même son Dieu ? » (Από τη γαλλική έκδοση).
Η λογική του Φόιερμπαχ έχει διαλεκτικό χαρακτήρα: από τη μια επιβεβαιώνει μια αντιστροφή που πραγματοποιείται, εξίσου, από τη συνηθισμένη συνείδηση και από την εγελιανή εικασία και από την άλλη απαιτεί ως αντάλλαγμα την αντιστροφή αυτής της αντιστροφής. Αν το θείο ον είναι, μόνο, η φανταστική προβολή της γενικής ουσίας του ανθρώπου και το συναίσθημα που έχει ως αντικείμενο το θείο είναι, μόνο, η διαστρεβλωμένη έκφραση του θεϊκού χαρακτήρα του ίδιου του συναισθήματος για τον ίδιο λόγο και στις δύο περιπτώσεις κάθε φορά πιστώνουμε αδικαιολόγητα την πραγματικότητα στο θείο υποκείμενο σε βάρος των σημασιολογικών ιδιοτήτων του, των λογικοσημασιολογικών κατηγορημάτων, των οντολογικών ιδιοτήτων, με μια λέξη, των ιδιοτήτων του. Παίρνουμε για το πραγματικό υποκείμενο αυτό που είναι, μόνο, το αποτέλεσμα (ο Θεός) και, αντίθετα, κρατάμε ως δευτερεύον και παράγωγο ό,τι είναι πραγματικά ενεργό (ποιότητες, κατηγορήματα, ιδιότητες), με αποτέλεσμα υποκείμενο και κατηγόρημα να διακρίνονται, μόνο, ως ύπαρξη και ουσία και η άρνηση των κατηγορημάτων να είναι η άρνηση του υποκειμένου, αναδεικνύοντας το ερώτημα: Τί μένει από τον άνθρωπο, αν αφαιρεθούν οι ανθρώπινες ιδιότητες;
Το ερώτημα αυτό μου φέρνει στο νου το συχνό ερώτημα του Jean-Paul Sartre, αν η ύπαρξη προηγείται της ουσίας ή η ουσία της ύπαρξης, για το οποίο έδινε την απάντηση, ότι «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας» («l’existence précède l’essence»).
Ο Μαρξ, στα τέλη του 1842 με άρθρο του στη Rheinische Zeitung και, ιδιαίτερα, για τις αρχές του δικαίου σχετικά με την κλοπή του ξύλου («Les débats sur la loi relative aux vols de bois») (Από τη γαλλική μετάφραση) προσγειώνει τη μεταφυσική της αλλοτρίωσης και της ιδιοκτησίας από τη μεταφυσική στη φυσική και, κυρίως, την ταξική σχέση των πραγμάτων, πχ με τα κληρονομικά οικογενειακά δικαιώματα, γεγονός που, πέρα από τις πολιτικές νομιμοποιήσεις, συνδέεται με την παντοδυναμία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και την εξουσία που ασκεί η αφηρημένη ιδιωτική ιδιοκτησία στο πολιτικό κράτος, ρωτώντας ποιά είναι η εξουσία του πολιτικού κράτους επί της ιδιωτικής εξουσίας, παρά η ίδια η δύναμη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας που προωθείται στην ύπαρξη και αναλογιζόμενος τί απομένει στο πολιτικό κράτος σε αντίθεση με αυτή την ουσία, παρά μόνο, η ψευδαίσθηση ότι είναι αυτό που καθορίζει, ενώ είναι αυτό που είναι καθορισμένο, διασπώντας, ίσως, τη θέληση της οικογένειας και της κοινωνίας, αλλά, μόνο, για να δώσει ύπαρξη στη βούληση της ιδιωτικής ευαισθησίας που δεν γνωρίζει ούτε οικογένεια, ούτε κοινωνία, αναγνωρίζοντας αυτή την ύπαρξη ως την υψηλότερη ύπαρξη του κράτους, ως την υψηλότερη ύπαρξη της ηθικής ζωής.
Έτσι, κατά τον Μαρξ, η ιδιωτική ιδιοκτησία τίθεται σιωπηρά ως απόλυτο υποκείμενο έναντι του κράτους και της οικογένειας, ενώ, αργότερα, θα δείξει ότι ο έλεγχος των εμπορευμάτων ξεφεύγει από τον ίδιο τον καπιταλιστή, μόλις αυτά μπουν στην αγορά, προβάλλοντας, στην ουσία, αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αντιστροφή του ακινήτου, γιατί ο Μαρξ αναφέρεται στην ιδιοκτησία της γης, παρά τη βούληση του ιδιοκτήτη.
Έτσι, η αναστροφή της θέσης του υποκειμένου – ιδιοκτησίας γίνεται υποκείμενο του ιδιοκτήτη της: «”Το αναπολλοτρίωτο” της ιδιωτικής ιδιοκτησίας είναι ταυτόσημο με την αλλοτρίωση της ελευθερίας της βούλησης και της ηθικής ζωής στην καθολικότητά τους, ενώ η περιουσία δεν είναι πια εδώ με την έννοια ότι “βάζω τη θέλησή μου σ’ αυτή, αλλά, αντίθετα, η θέλησή μου υπάρχει, εφόσον βρίσκεται στην ιδιοκτησία και δεν είναι η θέλησή μου που κατέχει, αλλά που κατέχεται».
Έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε τον Μαρξ ως έναν επιστήμονα της πολιτικής οικονομίας που αποκάλυψε το έγκλημα της εκμετάλλευσης του καπιταλισμού και μάλιστα οι κάθε είδους ανόητοι, κυρίως, πολιτικοί που διακονούν τα συμφέροντα του καπιταλισμού του αποδίδουν μετά βδελυγμίας αυτά που έπρεπε να αποδώσουν στους ίδιους τους εαυτούς τους, τη στιγμή που, πρώτα απ’ όλα, ο Μαρξ είναι φιλόσοφος και, μάλιστα, ένας καθαρός ουμανιστής που, σε αντίθεση με τους «ουμανιστές» του ιδεαλισμού που μεταθέτουν στη μεταφυσική κοσμογονία τον ανθρωπισμό τους, αυτός τον θεωρεί ηθικό παράγοντα της εγκόσμιας τάξης.
Έτσι, με το έργο του «Die Ökonomisch-philosophischen Manuskripte aus dem Jahre 1844» (Τα οικονομικά-φιλοσοφικά χειρόγραφα του έτους 1844) ο Μαρξ, παραμένοντας στο αυστηρό πλαίσιο του ουμανισμού, αναδεικνύει με μεγαλύτερη πρωτοτυπία από τον συγγραφέα του «Das Wesen des Christentums» (Η ουσία του Χριστιανισμού), Φόιερμπαχ, θέματα, προικίζοντας τη φιλοσοφία του Φόιερμπαχ για τον άνθρωπο με οικονομικό και κοινωνικό περιεχόμενο, όπως για παράδειγμα την αλλοτρίωση του ανθρώπου στην εργασία στο πρώτο χειρόγραφο για την τοπικά αλλοτριωμένη εργασία και την ιδιωτική ιδιοκτησία:
– Πρώτα απ’ όλα, ο Μαρξ αναδεικνύει την παράμετρο της αλλοτρίωσης του εργάτη από τα προϊόντα της εργασίας του, ενώ ο ίδιος ανάγεται στην τάξη του εμπορεύματος, καθώς έχει πουλήσει την εργατική του δύναμη για να παραχθεί το εμπόρευμα του εργοδότη του και βλέπει το προϊόν της εργασίας του να στέκεται μπροστά του σαν ξένο, σαν μια δύναμη ανεξάρτητη από τον παραγωγό και αντικειμενοποιείται ως μια απώλεια της πραγματικότητας από τον εργαζόμενο και υποδούλωσή του σ’ αυτό.
Αλλά ακόμα και σ’ αυτή την καθαρά κοινωνικοοικονομική παράμετρο της αλλοτρίωσης, ο Μαρξ δεν αφήνει στο περιθώριο τη μεταφυσική διάσταση, όπως αυτή περιγράφεται από τον Φόιερμπαχ στο έργο του «Das Wesen des Christentums», καθώς αναφέρει ότι «όσο περισσότερο ο εργάτης αφοσιώνεται στην εργασία, τόσο περισσότερο ο ξένος, αντικειμενικός κόσμος, που δημιουργεί μπροστά του γίνεται ισχυρός, όσο περισσότερο φτωχαίνει και όσο φτωχότερος γίνεται ο εσωτερικός του κόσμος, τόσο λιγότερα κατέχει. Το ίδιο συμβαίνει και με τη θρησκεία. Όσο περισσότερα πράγματα προβάλλει ο άνθρωπος στον Θεό, τόσο λιγότερα κρατάει για τον εαυτό του».
– Η δεύτερη παράμετρος της αλλοτρίωσης, κατά τον Μαρξ, εντοπίζεται στην ίδια την παραγωγική δραστηριότητα, στην πράξη της παραγωγής, όπου το προϊόν είναι μια επιτομή της δραστηριότητας της παραγωγής και αν το προϊόν της εργασίας είναι προσμετρήσιμο, τότε η ίδια η παραγωγή είναι προσμετρήσιμη, οπότε αναφερόμαστε σε καταμέτρηση της δραστηριότητας ή δραστηριότητα της καταμέτρησης, εννοιολογικός χιασμός που αναδεικνύει τη διαλεκτική πρόθεση του Μαρξ, γεγονός που αποκαλύπτει όχι μόνο την αλλοτρίωση από το αντικείμενο – προϊόν, αλλά και του ίδιου του εαυτού του εργαζόμενου (αυτοαλλοτρίωση).
– Η τρίτη παράμετρος της αλλοτρίωσης εντοπίζεται στη σχέση με το ανθρώπινο είδος ως γενική ουσία. Στο βαθμό που ο άνθρωπος είναι ένα γενικό ον, η αλλοτριωμένη εργασία καθιστά το ανθρώπινο είδος ξένο προς τον άνθρωπο και κάνει τη γενική ζωή γι’ αυτόν μέσο της ατομικής ζωής, γιατί η ίδια η εργασία, η ζωτική δραστηριότητα, η παραγωγική ζωή εμφανίζονται στον άνθρωπο μόνο ως μέσα ικανοποίησης μιας ανάγκης, της ανάγκης της διατήρησης της φυσικής ύπαρξης, αλλά η παραγωγική ζωή είναι η γενική ζωή.
– Η τέταρτη παράμετρος της αλλοτρίωσης προσδιορίζει ότι, αν ο άνθρωπος είναι αντίθετος στον εαυτό του, είναι αντίθετος και στους άλλους και αυτό με δύο έννοιες: αφενός στο ότι οι άνθρωποι έγιναν ξένοι μεταξύ τους και αφετέρου στο βαθμό που ο καθένας τους έγινε ξένος στην ανθρώπινη ουσία.
Στο σημείο αυτό ο Μαρξ γίνεται περισσότερο ανθρωπιστής από τους Χέγκελ και Φόιερμπαχ στη διαλεκτική της αλλοτρίωσης με την αντίληψη ότι το ξένο ον στο οποίο ανήκει η εργασία και το προϊόν της εργασίας και στο οποίο ον απευθύνεται η απόλαυση των προϊόντων της εργασίας είναι, μόνο, ο ίδιος ο άνθρωπος που πρέπει να αναζητά λιγότερη αλλοτρίωση από την αυτοαλλοτρίωση και, μόνο, οι θεοί και η φύση δεν ήταν ποτέ κύριοι του έργου τους, ενώ, σήμερα, η φύση υπόκειται όλο και περισσότερο στην ανθρώπινη εργασία και τα θαύματα της βιομηχανίας καθιστούν όλο και πιο περιττά τα θαύματα των θεών και, τέλος, θα ήταν αρκετά αντιφατικό, αν από αγάπη γι’ αυτές τις θεϊκές ή φυσικές δυνάμεις, ο άνθρωπος θα έπρεπε να εγκαταλείψει τη χαρά της παραγωγής και της απόλαυσης.
Αυτή την τελευταία άποψη του Μαρξ θα πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη σημασία οι δήθεν αριστεροί οικολογοαδολεσχούντες που σε μια ιερή συμμαχία με το καιροσκοπικό κεφάλαιο απαξιώνουν τις κατακτήσεις του ανθρώπου.
Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να πούμε πολλά για το διαλεκτικό άλμα του Μαρξ από τον Ηράκλειτο, τον Πλάτωνα και τον Χέγκελ στην επιστήμη του ιστορικού υλισμού σε μια εποχή που σε μια μυστηριώδη μορφή της η διαλεκτική είχε γίνει γερμανική μόδα, εξυμνώντας την υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων και ο Μαρξ, σε αντίθεση με τον Φόιερμπαχ, βλέπει την επανιδιοποίηση της χαμένης ανθρώπινης ουσίας στη μεταμόρφωση του τρόπου εργασίας που προκάλεσε αυτή την κατάσταση, αντιμετωπίζοντας τον κομμουνισμό ως το συγκεκριμένο μέσο γι’ αυτή την αποκατάσταση της ανθρώπινης ουσίας και όχι ως έναν ουτοπικό σκοπό και σημειώνοντας στο έργο του «Randglossen zu Adolph Wagners «Lehrbuch der politischen Ökonomie»»:
«Δεν ξεκινάω από τον άνθρωπο, αλλά από την οικονομικά δεδομένη κοινωνική περίοδο».
Τέλος, θα ήθελα να αναφερθώ σε δύο ρήξεις του Μαρξ:
Για να αρνηθεί κάποιος τη θρησκευτική μορφή της αλλοτρίωσης (και την απανθρωποποίηση που συνεπάγεται), θα πρέπει, στην πραγματικότητα, να αρνηθεί την πολιτική αλλοτρίωση και, παραδόξως, να αφήσει έξω τα ουμανιστικά θέματα.
Για να αρνηθεί κάποιος την πολιτική αλλοτρίωση, θα πρέπει, στην πραγματικότητα, να αρνηθεί την οικονομική αλλοτρίωση.
Η πρώτη από αυτές τις ρήξεις οδήγησε τον Louis Althusser να μιλήσει για «θεωρητικό αντιανθρωπισμό» του ιστορικού υλισμού (Soutenance d’Amiens).
Όταν στα χρόνια του Παρισινού Μάη του ’68 είχα διαβάσει το βιβλίο «L’existentialisme est un humanisme» (Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός) του Jean-Paul Sartre, είχα σημειώσει στο εξώφυλλο, διορθώνοντας τον τίτλο του ως «Et l’existentialisme est un humanisme, parce que le marxisme est avant tout un humanisme » (Και ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, γιατί ο μαρξισμός είναι πρώτα απ’ όλα ένας ανθρωπισμός), άποψη την οποία δεν έχω αποχωριστεί μέχρι σήμερα, ιδιαίτερα, στις σημερινές μέρες της αγυρτείας του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, που έχουμε περισσότερη ανάγκη από την ηθική, ιδεολογική, κοινωνική και οικονομική στήριξη του μαρξισμού, που δεν είναι, απλώς, ένα πολιτικό ή κοινωνικό σύστημα, αλλά μια κοσμοθεωρία με φιλοσοφικό υπόβαθρο, γιατί, όπως λέει και ο Βολταίρος, «έρχεται μια στιγμή που η διαμαρτυρία δεν είναι αρκετή: μετά η φιλοσοφία, αναλαμβάνει δράση» («Il vient une heure où protester ne suffit plus : après la philosophie, il faut l’action»).
Γιατί, τί έμεινε, λοιπόν, από τις πολιτικές διαμαρτυρίες, πέρα από την πικρή γεύση μιας προσχηματικής δημοκρατίας που, σε κάθε περίπτωση, τις συντρίβει και ποιό πολιτικό ή κοινωνικό σύστημα έχει τα φιλοσοφικά θεμέλια του μαρξισμού να αναλάβει δράση και να ξεπεράσει τα προσχήματα;