Οι “Βρυκόλακες” του Ίψεν σε μια καθηλωτική παράσταση του Ομίλου Φίλων Θεάτρου & Τεχνών Βέροιας
Πάντα μιλούσαμε για τις ερασιτεχνικές παραστάσεις στη Βέροια, που συναγωνίζονταν τις επαγγελματικές. Παραστάσεις που, καθώς δεν έχουν την αγωνία του βιοπορισμού, και διαθέτουν πάθος, φτάνουν, τις περισσότερες φορές, σε ένα αποτέλεσμα που προκαλεί το θαυμασμό.
Μετά από μία βράβευση του έργου του Στρίντμπεργκ “Δεσποινίς Τζούλια” σε πανελλαδικό Φεστιβάλ και μετά από τρία χρόνια σιωπής λόγω του covid, ο Όμιλος Φίλων Θεάτρου & Τεχνών της Βέροιας ανέβασε χθες στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών τους “Βρυκόλακες” του Ιψεν.
Γραμμένο το 1881 το έργο του μεγάλου Νορβηγού δραματουργού ήταν φυσικό να προκαλέσει αντιδράσεις στις συντηρητικές κοινωνίες της εποχής, όχι μόνο στη χώρα του, όπου δεν παίχτηκε, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Πρώτη παράσταση στην Αμερική και μετά από χρόνια στην Ευρώπη και στην πατρίδα του. Γιατί;
Γιατί τα ήθη της εποχής δεν επιτρέπουν στους θεατές να βλέπουν έργα ανατρεπτικά πάνω σε πάγιες, δεδομένες αξίες, όπως η θρησκεία, ο γάμος και η οικογένεια. Όταν μάλιστα η αρρώστια της εποχής η σύφιλη, από τη μια θερίζει, από την άλλη όμως αποσιωπάται ως μη υπαρκτή, τότε κάθε ιδέα που ξεσκεπάζει τα κακώς κείμενα θεωρείται αιρετική.
Ο Ίψεν, ρεαλιστής και μεγάλος ταυτόχρονα πορτρετίστας γυναικείων ρόλων, δίνει στις γυναίκες φωνή και ανάγεται σε μεγάλο ψυχογράφο της εποχής εκείνης, περνώντας με τα έργα του στο πάνθεον των κλασικών δραματουργών.
Τι μπορεί, όμως, να πει ένα έργο του 1881 στο θεατή του σήμερα;
Σήμερα οι επιθυμητές προσλαμβάνουσες από μια παράσταση έχουν αλλάξει. Καθώς η ζωή αλλά και η Τέχνη γενικότερα έχουν αλλάξει ρυθμούς, κινούνται σε άλλες ταχύτητες, με κυρίαρχη την εικόνα να βομβαρδίζει από παντού τον δέκτη της, οι “Βρυκόλακες” μοιάζουν εκτός τόπου και χρόνου με τους αργούς ρυθμούς τους.
Κι εδώ έγκειται η αξία του κλασικού, του άφθαρτου. Ένα τέτοιο έργο να είναι διαχρονικό, να προκαλεί το ενδιαφέρον 150 χρόνια μετά!
Αν και οι καιροί έχουν αισθητά αλλάξει, ο άνθρωπος δεν παύει να είναι αιχμάλωτος ενός πλέγματος υποκρισίας και κοινωνικών δεσμεύσεων, που του στερούν τον αυτοκαθορισμό της μοίρας του και τη χαρά της ζωής.
Και ερχόμαστε στην παράσταση, έτσι όπως στήθηκε από τον σκηνοθέτη της, τον Κώστα Αποστολίδη. Ο Αποστολίδης πήρε στα χέρια του ένα κείμενο εποχής και το άφησε να αναπνέει ελεύθερα στην ατμόσφαιρά της, σεβόμενος το άρωμα της, αλλά ενεργοποιώντας παράλληλα στο έπακρο τους διαχρονικούς κραδασμούς των μηνυμάτων του έργου.
Δούλεψε “ψιλοβελονιά” τους χαρακτήρες του, αξιοποιώντας τις σιωπές του συγγραφέα και ρυθμίζοντας τις εντάσεις έτσι, ώστε, χωρίς να μειώνει την αίσθηση του κλασικού, να πιάνει το σφυγμό και τις απαιτήσεις του σύγχρονου θεατή. Παράσταση που άφηνε την αίσθηση της σοβαρότητας, της συνέπειας και της λεπτομέρειας από τη μεριά του σκηνοθέτη.
Η κυρία Άλβινγκ της Μαίρης Μεγγιάνη, (η χήρα του έκφυλου λοχαγού Άλβινγκ), το κεντρικό γυναικείο πορτρέτο του έργου, είχε όλη την τραγικότητα του ρόλου συμπυκνωμένη στη φωνή, (καλύτερη από ποτέ άλλοτε), στις κινήσεις και στην προβολή των συναισθημάτων μέσα από ένα συγκρατημένο πάθος για όσα χάθηκαν στην καταπιεσμένη νιότη της και για όσα φοβερά την βρίσκουν τώρα, που νομίζει πως επιτέλους μπορεί να ζήσει λίγη ευτυχία με τον ερχομό του νεαρού γιου της.
Ο πάστορας Μάντερς του Λευτέρη Κορυφίδη, κλασική φιγούρα της εποχής, με συμπυκνωμένη στο πρόσωπό του τη δικαστική, και πολλές φορές καταδικαστική, εξουσία πάνω στους πιστούς του, με την πρώτη ματιά δίνει την εντύπωση του άψογου και αμόλυντου θεματοφύλακα των θεσμών, γρήγορα όμως αποκαλύπτεται μέσα από δυσδιάκριτες αλλά υπαρκτές ρωγμές η υποκρισία του ρόλου του, που αποδεικνύεται ολοφάνερα στο τέλος μετά από ένα παιχνίδι ισορροπιών ανάμεσα στο ψέμα και την αλήθεια. Ρόλος εξαιρετικά δύσκολος και απαιτητικός για τον Λευτέρη Κορυφίδη, που τον ανέδειξε.
Εντυπωσιακός ο Άρης Ορφανίδης στο ρόλο του ξυλουργού Έγκστραντ. Ντυμένος την πονηριά και την υποκρισία του λαϊκού περιθωριακού ανθρώπου, που γι’ αυτόν όλα πουλιουνται και αγοράζονται στην κατάλληλη τιμή, ανέδειξε τον ρόλο στο έπακρο με μία φυσικότητα που έπεισε τους πάντες,( κινήσεις, φωνή, βλέμμα), προσθέτοντας τη δική τουσαρκαστική πινελιά σε μια κοινωνία των ευγενών που σαπίζει μέσα στα πλούτη της και την ηθική παρακμή της.
Ο Θανάσης Μπιζέτας, ο γιος που επιστρέφει στην πατρίδα μετά από πολλά χρόνια απουσίας, ο Όσβαλντ Άλβινγκ, πολυαγαπημένος της μητέρας του, είναι φορτωμένος από το στίγμα της πατρικής αμαρτίας, κουβαλώντας τη σύφιλη, που θα του στερήσει την όποια χαρά της νιότης του, αλλά και την ίδια του τη ζωή. Ο νεαρός ηθοποιός, που ενσάρκωσε το ρόλο, έδωσε πετυχημένα τις ψυχικές μεταπτώσεις του Όσβαλντ και την τελική και μοιραία του απόγνωση.
Η Ρεγγίνα της Δέσποινας Γιάγκογλου, απόλυτα πειστική, αέρινη και λαμπερή, όταν είναι με τον Όσβαλντ, τον έρωτά της, σκληρή και ειρωνική, όταν είναι με τον πατριό της, θύμα κι αυτή των “βρυκολάκων” που κυκλοφορούν μέσα στο σπίτι, υπηρέτρια και ψυχοκόρη του σπιτιού, το εγκαταλείπει όταν μαθαίνει ότι δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι στα χέρια της μοίρας και μιας κοινωνίας χωρίς φραγμούς. Πανέμορφη αλλά και πειστική στο ρόλο της, μια τραγική παρουσία με τη λάμψη της νιότης.
Κι όλα αυτά να διαδραματίζονται μπροστά σε ένα σκηνικό όχι μόνο λειτουργικό αλλά και εμπνευσμένο, που αντανακλούσε την ατμόσφαιρα της εποχής, με το μεγάλο παράθυρο της σάλας να αφήνει υποδόρια να περνά η αίσθηση του συννεφιασμένου σκανδιναβικού τοπίου ή φανερά την καταστροφή της πυρκαγιάς, που το κοκκινίζει, καίγοντας το ίδρυμα της κυρίας Άλβινγκ, που αποτελούσε και την αφορμή για τη συνάντηση των πέντε πρωταγωνιστών. Η δουλειά, σκηνογραφική και ενδυματολογική, της Ισαβέλλας Κωνσταντούδη άριστη.
Το βιολοντσέλο του Δημήτρη Ρογάρη στην άκρη της σκηνής υπογράμμισε ζωντανά και εύστοχα τις σκηνές που χρειάζονταν ιδιαίτερο συναισθηματικό βάρος.
Αν προσθέσουμε σε όλα τα παραπάνω και τον κόσμο που παρακολούθησε τις δύο παραστάσεις, απογευματινή και βραδινή, χθες στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών της Βέροιας, (ποτέ δεν είδαμε τόσο κόσμο στην είσοδο της Στέγης στην εναλλαγή των δύο παραστάσεων), μιλάμε για μια επιτυχία που δεν θα έπρεπε να μείνει εδώ. Δεν θα έπρεπε να τη δουν τουλάχιστον η Νάουσα και η Αλεξάνδρεια;
Φωτογραφίες: faretra.info
…………………………..
Συντελεστές της παράστασης
Σκηνοθεσία: Κώστας Αποστολίδης
Ρεγγίνα: Δέσποινα Γιάγκογλου
Έγκστραντ: Άρης Ορφανίδης
Μάντερς: Λευτέρης Κορυφίδης
κυρία Άλβινγκ: Μαίρη Μεγγιάνη
Όσβαλντ: Θανάσης Μπιζέτας
Βιολοντσέλο: Δημήτρης Ρογάρης
Τα σκηνικά και τα κοστούμια επιμελήθηκε η Ισαβέλλα Κωνσταντούδη
………………………..