Παιχταράς ο Εμπαπέ. Ασυζητητί. Αδιανόητα αυτά που έχει κάνει ο Κριστιάνο Ρονάλντο, στη διάρκεια της καριέρας του. Δεν χωράει αμφιβολία. Τυχεροί όσοι έχουμε δει τον Μέσι στα πρώτα του χρόνια, αλλά και στη σημερινή, ώριμη εκδοχή του. Πλην όμως, σε προσωπικό επίπεδο, η λατρεία για το ποδόσφαιρο ξεκίνησε όταν ο «Θεός» κατέβηκε στη Γη. Η αυτού εξοχότητα που φέρει το όνομα Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Τα… όργια που έκανε μέσα στα γήπεδα και η ασυναγώνιστη ερωτική του σχέση με τη στρογγυλή θεά σημάδεψαν τα εφηβικά χρόνια των σημερινών 40 plus. Δεν γινόταν διαφορετικά.
Ο Ντιέγκο δεν ήταν γρήγορος. Δεν ήταν ψηλός. Δεν ήταν ποτέ απόλυτα «fit». Ίσα ίσα. Ήταν κοντός και συνήθως υπέρβαρος. Δεν είχε καν «δυο πόδια». Είχε… ένα αριστερό. Θαυματουργό.
Δεν ήταν ποτέ καθωσπρέπει. Το άκρως αντίθετο. Ήταν «αληταράς». Το αίμα του έβραζε. Άλλαζε τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα. Έκανε καταχρήσεις. Τα έβαζε με τις ομοσπονδίες. Με τις διοικήσεις. Με όλους και με όλα και έβγαινε σχεδόν πάντα νικητής. Ακόμη κι όταν η ομάδα του έχανε. Με τα τωρινά μυαλά, ομοιάζει με το απόλυτο (εξωαγωνιστικό) αντιπαράδειγμα.
Σε εκείνες της ηλικίες, όμως, όταν βράζει το αίμα σου, ισοδυναμεί με την απόλυτη ηδονή. Την υπέρτατη ηδονή. Ντιέγκο ο «Θεός» της μπάλας, Ντιέγκο ο επαναστάτης, Ντιέγκο ο ασυμβίβαστος, ο Τσε Γκεβάρα του ποδοσφαίρου. Εβλεπες την Αργεντινή στην τηλεόραση, σου άρεσε ο Κανίγια, ο Μπουρουσάγκα, γούσταρες τον Μπατιστούτα, αλλά ο Ντιέγκο ήταν το κάτι άλλο.
Μία ομάδα μόνος του. Έπαιζε με την ψυχή του, με την προσωπικότητά του, με τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα του και σκορπούσε απλόχερα ηδονή σε εκατομμύρια ανθρώπους. Αυτό το μοναδικό συναίσθημα δεν επαναλαμβάνεται. Με όλο τον σεβασμό στις νεότερες γενιές.