Μια χειμωνιά, τρεις άστεγοι, που απ’ τον πάγο σβήναν
σε μια ταβέρνα που έκλεινε μπήκαν ορμητικοί.
Κι ενώ πολύ διψούσανε, καθόλου αυτοί δεν πίναν,
αλλά το χώμα κοίταζαν κ’ οι τρεις τους σκεφτικοί.
Κι ο ταβερνιάρης που άλλοτε την ώρα αυτή σφαλούσε,
γιατί είχε σπίτι ερημικό και φαμελιά πολλή
να τους ειπεί πως πέρασεν η ώρα δεν τολμούσε
γιατί ήτανε παράξενοι και σκοτεινοί πολύ.
Κι όταν σαν άχνιζε η αυγή τον απαχαιρετήσαν
ένα κρασί τους πρόσφερε κι’ αυτός να ζεσταθούν,
ενώ από οίχτο κι ανθρωπιά τα μάτια του δακρύσαν.
Μ’ αυτοί, κ’ οι τρεις, περήφανοι, δεν πήρανε να πιουν.