Άρθρα Κοινωνία Κόσμος

Ένα παιδί εξουσιάζει τους ενήλικες: Για τα γενέθλια του #MeToo

Μπορεί να μην έσβησε κεράκια σε ένα μεγάλο πάρτι, όμως τον περασμένο μήνα το χάσταγκ #MeToo γιόρτασε τα πέμπτα του γενέθλια.

Μπορεί να μην έσβησε τα κεράκια του σε ένα μεγάλο πάρτι, όμως τον περασμένο μήνα το χάσταγκ #MeToo γιόρτασε τα πέμπτα του γενέθλια. Ήταν στις 15 Οκτωβρίου του 2017 όταν η λευκή Αμερικανίδα ηθοποιός και ακτιβίστρια Αλίσα Μιλάνο προσκάλεσε στο twitter ένα παγκόσμιο «me» γυναικών να πει ότι «και αυτό» είχε κακοποιηθεί εξαιτίας του φύλου του. Ήδη από την ηλικία των εφτά ημερών, το χάσταγκ είχε αναπαραχθεί 1,7 εκατομμύρια φορές σε 85 χώρες, με τον αριθμό να εκτοξεύεται στα 19 εκατομμύρια, όταν έγινε ενός έτους.

Παρά την μαζική αναπαραγωγή και στη χώρα μας, το ελληνικό #MeTooGR γεννήθηκε τρία χρόνια μετά, σαν σήμερα, Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών, όταν στις 25 Νοεμβρίου 2020 η ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου δήλωσε πως είχε πέσει θύμα βιασμού τη δεκαετία του ’90 από παράγοντα της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας. Το ελληνικό βρέφος βαφτίστηκε και αυτό «κίνημα» μιας «νέας εποχής» και έκανε γρήγορα τα πρώτα του βήματα στις δικαστικές αίθουσες.

Στα γενέθλια αυτά λοιπόν, ο χρόνος έχει ωριμάσει για να εξετάσουμε σε ποιο στάδιο ανάπτυξης βρίσκεται το «κίνημα». Τα πέντε έτη είναι ηλικία που το παιδί έχει ήδη αυξημένες κινητικές και γνωσιακές δεξιότητες. Το σώμα του προϊδεάζει για την ενήλικη διάπλασή του, ενώ τόσο το πεντάχρονο παιδί όσο και το δίχρονο νήπιο, ξέρουν να αρθρώνουν περισσότερες από δύο λέξεις.

Ποια είναι λοιπόν η ανατροφή, τα αιτήματα, και οι κατακτήσεις του; Τι θέλει να γίνει το #MeToo όταν μεγαλώσει;

Καταγγελία=Ενοχή

Κρίνοντας από το πόσο επιδραστικά τα εκατομμύρια κλικ και shares έχουν πλαισιώσει όχι μόνο δίκες επώνυμων αλλά, κυρίως, την νομοθεσία για την έμφυλη βία, το #MeToo όταν μεγαλώσει θέλει να ζει σε έναν κόσμο με περισσότερες φυλακές, περισσότερη αστυνόμευση και ποινικοποίηση, έναν κόσμο όπου τα κράτη θα εντείνουν την κατασταλτική αντιμετώπιση της έμφυλης βίας, χωρίς ουσιαστικό αντίλογο και αντίσταση από τα κάτω.

Ένας τέτοιος κόσμος πρέπει καταρχάς να είναι απλός. Να χωρίζεται σε υπάκουα πρόβατα, κακούς λύκους, και τσοπανόσκυλα σε μόνιμη εγρήγορση, όπου όλα τα ερωτήματα απαντώνται με «ναι» (που θα σημαίνει ναι) ή «όχι» (που θα σημαίνει όχι), ή με ένα «σε πιστεύω». Η πολυπλοκότητα της σεξουαλικότητας, της πολιτικής, του νόμου, της ιστορίας, αλλά και της βίας ως κοινωνικού φαινομένου θα καταχωνιάζεται έτσι στο πίσω μέρος ενός συλλογικού παιδικού υποσυνείδητου.

Το πεντάχρονο #MeToo έχει ήδη κάνει πολλά για να προετοιμάσει αυτόν τον κόσμο. Από το πρώτο κιόλας tweet, υπέταξε τη δημόσια συζήτηση σε δίπολα. Ένα τεράστιο me γυναικών έδειξε με το δάχτυλο το you των ανδρών, χωρίς τις ταξικές και φυλετικές γραμμές που περιπλέκουν τις δυο κατηγορίες. Σε αντίθεση με μια μεγάλη μερίδα του φεμινισμού που εδώ και δεκαετίες εντοπίζει και αναλύει αυτές τις γραμμές, το #MeToo τις θολώνει, επιστρατεύοντας τις πολιτικές πίστης, της πίστης δηλαδή σε κάτι ακόμα και όταν δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία.

Συγγενή χάσταγκ όπως το #BelieveWomen (=πίστεψε τις γυναίκες) και διάφορες εκδοχές του #ΕγώΣεΠιστεύω επιβάλλουν έτσι δια της μαζικής αναπαραγωγής τους μια θεμελιακή αρχή του #MeToo: πως η καταγγελία ισούται με ενοχή.

Η Αμερικανίδα συγγραφέας Τζοάνν Βιπιγιέφκσι (JoAnn Wypijewski), που έχει καλύψει για δεκαετίες σεξουαλικά σκάνδαλα, συνδέει τις πολιτικές πίστης με τη διαδοχή σεξουαλικών πανικών που ξεδιπλώθηκαν στις ΗΠΑ από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, πολύ πριν η πολιτισμική αυτή υπερδύναμη υιοθετήσει το #MeToo. «Ο σεξουαλικός πανικός ανατρέπει την τάξη που διέπει το δίκαιο όπου, τυπικά τουλάχιστον, τεκμαίρεται η αθωότητα» γράφει η Βιπιγιέφκσι.

Η συγγραφέας Τζοάνν Βιπιγιέφκσι (JoAnn Wypijewski)

«Στον πανικό όλες οι ιστορίες είναι αληθινές και οι κατηγορούμενοι είναι ένοχοι εξ ορισμού. Έχοντας κηρύξει τον νόμο ως ελαττωματικό εργαλείο για την επίτευξη δικαιοσύνης, όπως πράγματι είναι, βάζει στη θέση του την «κατονομασία και τον εξευτελισμό» [naming and shaming]. Το ότι ο εξευτελισμός πιθανότατα ενίσχυσε τα θεμέλια από τα οποία ο πανικός αναπτύχθηκε δεν χρειάζεται να εξεταστεί. Φορώντας το κοστούμι της δικαιοσύνης, οι κατηγορίες γίνονται ηθικά διδάγματα ενός θριάμβου του Καλού επί του Κακού· γίνεται έτσι όλο και πιο δύσκολο να αμφισβητηθούν. Ο πολλαπλασιασμός τους γίνεται απόδειξη νομιμότητας. Τα θύματα ενθαρρύνονται: «Πείτε την αλήθεια σας». Όλοι οι άλλοι έχουν εντολή: «Πιστέψτε».Συνήθως, ο πανικός δημιουργεί ένα άλλο αφήγημα, γραμμένο στη γλώσσα του νόμου, που τώρα αναζωογονείται ως στιβαρό όργανο δικαιοσύνης, ενισχύοντας την καταπιεστική εξουσία, αλλά προστατεύοντας τους υπόλοιπους από τα τέρατα… μέχρι τον επόμενο πανικό» (What We Don’t Talk About When We Talk About #MeToo: Sex and the Mess of Life, Verso, 2020, σελ. 46-47. Σημ: αμετάφραστο στα ελληνικά).

Κανένας κατηγορούμενος για έγκλημα όμως, όσο πλούσιος και αν είναι, δεν μπορεί να συναγωνιστεί με τους πόρους του κράτους, προσθέτει. «Εάν δεν μπορούμε να κοιτάξουμε τον κατηγορούμενο, ανεξαρτήτως προσώπου, δεν μπορούμε να δούμε σωστά το κράτος – την τρομερή του εξουσία να αστυνομεύει, να διώκει και να τιμωρεί, μια εξουσία που από τη φύση της, επίσης ανεξαρτήτως προσώπων, εγκαθιδρύει μια θεμελιώδη σύγκρουση μεταξύ του κράτους και κάθε ατόμου» (σελ. 227).

Αυτή η σύγκρουση αποδεικνύεται εξαιρετικά παραπλανητική για κάποιους, ενώ για άλλους εξαιρετικά προσοδοφόρα. Όπως επισημαίνει η Βρετανίδα ακαδημαϊκός σπουδών φύλου Άλισον Φιπς, ο ακτιβισμός για τη σεξουαλική βία σε ένα καπιταλιστικό πλαίσιο μας οδηγεί να επενδύουμε το τραύμα μας σε δικτυωμένες αγορές μέσων ενημέρωσης, για να δημιουργήσουμε οργή και ορατότητα. Αποτέλεσμα: τα μέσα ενημέρωσης πλουτίζουν.

«Οι κυνικές εταιρείες πολυμέσων εκμεταλλεύονται αυτήν την αγανάκτηση» γράφει η Φιπς, «δημιουργούν ορατότητα για τα brands τους μέσω κλικ, like και κοινοποιήσεων, ενθαρρύνουν το κοινό να καταναλώσει τον πόνο μας» (Me, Not You: The Trouble with Mainstream Feminism, Manchester University Press, 2021, σελ. 1,149. Σημ: αμετάφραστο στα ελληνικά).

Η συνάντηση της ακλόνητης πίστης και μαζικής οργής με την καπιταλιστική οικονομία, χαράζει έτσι έναν μονόδρομο για τους πολίτες, που αναλαμβάνουν να τροφοδοτούν την αγορά των μέσων ενημέρωσης, την ίδια στιγμή που απευθύνονται στην εξουσία για αποκατάσταση της ηθικής τάξης.

Οι θεμελιακές διαφορές μεταξύ ατόμου-κράτους, πολίτη-καταναλωτή, ακτιβιστή-δημοσιογράφου, και επίσης αριστεράς-δεξιάς, όσον αφορά τη δομική λειτουργία της εξουσίας, προσανατολίζονται στην καλλιέργεια του φόβου για το τέρας, και του κατεπείγοντος της τιμωρίας του.

Προοδευτική απιστία

Στις ΗΠΑ, το liberal κίνημα που πάτησε πάνω στο χάσταγκ παγιδεύτηκε σύντομα ανάμεσα σε αυτή τη ρητορική των «κακών αντρών»-τεράτων, του καπιταλιστικού εμπορίου, και των δεσμών του με την εξουσία – συγκεκριμένα με τη νεοφιλελεύθερη ελίτ του Δημοκρατικού κόμματος.

Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2020, η Τάρα Ριντ, πρώην υπάλληλος του Τζο Μπάιντεν τη δεκαετία του ’90 στη Γερουσία, τον κατηγόρησε για παρενόχληση και απευθύνθηκε στην μη κερδοσκοπική οργάνωση Time’s Up για νομική στήριξη. H οργάνωση, που είχε συσταθεί μόλις μερικές εβδομάδες μετά την έκρηξη του #MeToo, αρνήθηκε όμως να αναλάβει τη Ριντ, επικαλούμενη τον κίνδυνο απώλειας της φορολογικής της εξαίρεσης και ενώ συνεργαζόταν με εταιρεία δημοσίων σχέσεων υπό τη διεύθυνση της κορυφαίας συμβούλου του Μπάιντεν. Πριν μόλις ένα χρόνο, δυο ανώτατα στελέχη της οργάνωσης παραιτήθηκαν μετά από δημοσιεύματα ότι υπέσκαψαν τις καταγγελίες γυναικών κατά του Δημοκρατικού πρώην κυβερνήτη της Νέας Υόρκης, Άντριου Κουόμο.

Η Time’s Up σκόνταψε πάνω σε εκλεκτικές συγγένειες και το 2020, όταν η σπόνσοράς της Όπρα Γουίνφρεϊ αποσύρθηκε απ’ την παραγωγή ενός ντοκιμαντέρ που εστίαζε σε καταγγελίες μη λευκών γυναικών κατά διάσημου μουσικού παραγωγού, επικαλούμενη «ασυνέπειες» στο περιεχόμενο. Στα πρώιμα ύψη του χάσταγκ όμως, στις Χρυσές Σφαίρες (όπου έκανε πρεμιέρα και το Time’s Up στο κόκκινο χαλί) η Γουίνφρεϊ είχε ξεσηκώσει τις ανώνυμες γυναίκες της Αμερικής από το μικρόφωνο: «Σας βλέπουμε, σας ακούμε, και θα πούμε τις ιστορίες σας».

Οι προοδευτικές εκπρόσωποι του #MeToo, όπως η Γουίνφρεϊ λοιπόν (αλλά και η «μαμά» του χάσταγκ, Μιλάνο που ζήτησε μετά την καταγγελία της Reade «αμεροληψία και για τις δυο πλευρές») έδειξαν πως η πίστη τους στις γυναίκες δεν ήταν τελικά ακλόνητη.

Η επιβίωση της Time’s Up είναι όμως μάλλον εξασφαλισμένη. Μέσω μιας εννοιολόγησης της σεξουαλικής βίας στην εργασία ως αυτόνομου προβλήματος, αναλαμβάνει εκ μέρους της εξουσίας την δουλειά που δεν μπορούν πλέον να κάνουν τα αποδυναμωμένα εργατικά συνδικάτα. Στην επιβίωση της οργάνωσης, βοήθησε πρόσφατα και το αμερικανικό Κογκρέσο, όταν ψήφισε με ευρεία διακομματική αποδοχή τον Νόμο (#MeToo Bill) που ανοίγει το δρόμο για καταγγελίες εργασιακής παρενόχλησης αναδρομικά, για όσες εργαζόμενες είχαν υπογράψει «τήρηση απορρήτου» με τους εργοδότες τους.

Η Time’s Up θα συνεχίσει έτσι να αντλεί δωρεές από φιλικά celebrities για νέες μηνύσεις και οι προοδευτικές φεμινίστριες θα ελπίζουν στο ποινικό σύστημα για δικαιοσύνη… μέχρι τον επόμενο πρόεδρο και το επόμενο ντοκιμαντέρ.

Αποκαταστατική Δικαιοσύνη και Καταργητισμός

Εν τω μεταξύ, στον αντίποδα του προοδευτικού φεμινισμού, αριστερές και αναρχικές φωνές δίνουν τον δικό τους αγώνα.

Η ακτιβίστρια Ταράνα Μπερκ που ίδρυσε τον οργανισμό Me Too για τη στήριξη θυμάτων έμφυλης και φυλετικής βίας πολύ πριν το χάσταγκ, κρατά αποστάσεις από την τιμωρητικότητα. Σε πρόσφατο απολογισμό της για τα πέμπτα γενέθλια έγραψε: «Για δεκαετίες υπάρχουν νόμοι κατά της σεξουαλικής βίας. Δεν υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι οι φυλακιστικές λύσεις έχουν όντως αποτέλεσμα». Η τύχη του κινήματος, πρόσθεσε, «δεν κρίνεται ούτε στα δικαστήρια ούτε στο δικαστήριο της κοινής γνώμης».

Αλίσα Μιλάνο και Ταράνα Μπερκ

Ο στόχος θα πρέπει λοιπόν να είναι το «ξερίζωμα» της σεξουαλικής βίας, με πρόληψη και κοινωνική μέριμνα. Η Μπερκ συμμετέχει ήδη από το 2020 σε πρωτοβουλία οργανώσεων με ευρεία ατζέντα αιτημάτων: σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, εγγυημένη ψυχική περίθαλψη, ανακούφιση ενοικίου κ.ά. Παρά κάποιες ρεφορμιστικές προτάσεις, η ατζέντα κάνει μνεία και σε εναλλακτικές του ποινικού συστήματος, όπως η αποκαταστατική δικαιοσύνη και εξωθεσμικές πρωτοβουλίες μετασχηματιστικής δικαιοσύνης (transformative justice) από τοπικούς οργανισμούς και κοινότητες.

Σε ακόμα πιο επαναστατικό τόνο, ο καταργητικός φεμινισμός των ΗΠA καταγγέλλει σθεναρά την ποινική αντιμετώπιση της έμφυλης βίας και τις «ψεύτικες λύσεις του ρεφορμισμού» που οδηγούν στα νύχια του ποινικού συστήματος χιλιάδες μη λευκές γυναίκες, μετανάστριες και queer άτομα, ακόμα και όταν καταγγέλλουν ενδοοικογενειακή κακοποίηση. Οι καταργητικές οργανώσεις γνωρίζουν πως οι λευκές, ετεροφυλόφιλες, cis γυναίκες, που έχουν τη μεγαλύτερη ορατότητα στην κάλυψη των μέσων ενημέρωσης, δεν κινδυνεύουν από τη βία της αστυνομίας. Εστιάζουν έτσι στη στήριξη όσων γίνονται στόχος του αστυνομικού κράτους. Ανάμεσά τους και οι θύτες.

Όταν η εμβληματική καταργητική φεμινίστρια και διανοούμενη Άντζελα Ντέιβις επισκέφθηκε την Ελλάδα το 2017, επαίνεσε πρωτοβουλίες όπως ο οργανισμός Generation Five, που φέρνει κοντά θύματα και θύτες για να σπάσει ο κυκλικός χαρακτήρας της έμφυλης βίας. Πρέπει να αποδεσμευτούμε από τη λογική πως η λύση είναι να πηγαίνουν οι θύτες στη φυλακή, είπε η Ντέιβις (πηγή: OmniaTV, 09:35).

Ενώ λοιπόν το προοδευτικό #MeToo αναλώνεται στο πεδίο της διακομματικής αντιπαράθεσης Δημοκρατικών-Ρεπουμπλικανών για το ποιος τιμωρεί καλύτερα, οι καταργητικές φεμινίστριες απαιτούν δομικές αλλαγές και απορρίπτουν κάθετα την φυλακιστική λογική.

Ελληνικό #MeToo, Φυλακιστικός Φεμινισμός

Μια ματιά στην εξέλιξη του ελληνικού #MeToo δείχνει προφανείς αναλογίες με τις πολιτικές πίστης: η καταγγελία ισούται με ενοχή, τα ρεπορτάζ προηγούνται και προκαταλαμβάνουν τις εισαγγελικές διώξεις, η τηλεοπτικοποίηση ποινικών δικών αλληλεπιδρά με την ποινικολαγνεία των τηλεοπτικών εκπομπών, το οργισμένο ακροατήριο συμμετέχει.

Υπάρχει όμως μια βασική διαφορά. Οι πολιτικές πίστης ελληνοποιούνται χωρίς οργανωμένες φεμινιστικές αντιστάσεις. Το ελληνικό φεμινιστικό κίνημα έχει κατά κύριο λόγο επιδείξει τα ανακλαστικά του προοδευτικού, φυλακιστικού φεμινισμού.

Εάν η βάφτιση του βρέφους #MeTooGR έγινε το 2020, η κυοφορία του είχε ξεκινήσει το 2019, όταν το κίνημα πέτυχε μια σημαδιακή νίκη με την ένταξη του όρου «συναίνεση» στο Άρθρο 366 του Ποινικού Κώδικα για το βιασμό, από την τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

Στο κίνημα της συναίνεσης συμμετείχαν φεμινιστικές οργανώσεις όλων των πολιτικών αποχρώσεων, που πανηγύρισαν την ένταξη του όρου στο νόμο, μαζί με την αύξηση ποινών για τα σεξουαλικά αδικήματα. Το κίνημα όμως σιώπησε δυο χρόνια αργότερα, όταν η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ψήφισε περαιτέρω αυστηροποίηση, με ισόβια για βιασμό ενηλίκων και ανηλίκων και αύξηση των κατώτατων ορίων ποινών και του χρόνου πραγματικής έκτισης.

Η αυστηροποίηση της ΝΔ δεν σταμάτησε εκεί. Τον περασμένο Απρίλιο η κυβέρνηση προκάλεσε μαζική αποχή δικηγόρων από τις δικαστικές αίθουσες όταν τροποποίησε το Άρθρο 187, με το οποίο πρωτόδικα καταδικασμένοι για πλημμελήματα θα οδηγούνταν κατευθείαν στη φυλακή. Το ανακριβές φεμινιστικό σύνθημα του 2019, το οποίο αναπαρήγαγαν πρόθυμα και τα τότε αντιπολιτευτικά μέσα ενημέρωσης, ότι δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ θα «έκανε το βιασμό πλημμέλημα» απέκτησε μια διάσταση τραγικής ειρωνείας. Με την νέα τροποποίηση, πλημμελήματα κατά ανηλίκων μπήκαν στο ίδιο τσουβάλι με τη φθορά ξένης ιδιοκτησίας, που διευκολύνει τη φυλάκιση διαδηλωτών, κάνοντας τύποις το πλημμέλημα κακούργημα.

Νωπή η ειρωνεία (και η σιωπή) και για τον νέο Σωφρονιστικό Κώδικα που καταπατά άγρια τα δικαιώματα των κρατουμένων, αλλά και για την μόλις προ εβδομάδος ψήφιση διάταξης σύμφωνα με την οποία θα εγγράφεται στο δελτίο ποινικού μητρώου η δίωξη για σεξουαλικά εγκλήματα κατά ανηλίκων, πριν τη δίκη. Μόνο το ΜΕΡΑ25 καταψήφισε την απαράδεκτη διάταξη. Ο ΣΥΡΙΖΑ, μαθημένος πλέον στην αυστηροποίηση από το 2019, και δεσμευμένος από τον ποινικό λαϊκισμό των μέσων ενημέρωσης στον οποίο συμμετέχει, υπερψήφισε, ως ένας γονιός που φοβάται ότι το αριστερό παιδί θα φωνάξει και θα τον ντροπιάσει μπροστά στους συντηρητικούς μουσαφιραίους.

Κάποιοι ερμήνευσαν σωστά τη διάταξη ως υποχώρηση στον ποινικό λαϊκισμό. Μια συμπληρωματική παρατήρηση όμως θα ήταν ότι η διάταξη νομοθετεί το χαστάγκ #ΕγώΣεΠιστεύω. Το ελληνικό #MeToo εξελίσσεται ταχύτατα σε ένα ρητορικό πλαίσιο για δεξιά στροφή στην ποινική δικαιοσύνη.

Το κίνημα προτάσσει φυσικά αιτήματα πρόνοιας και ρίχνει φως στις έμφυλες διαστάσεις της βίας. Η προτεραιοποίηση όμως της ποινικής αντιμετώπισης βρίσκεται πάντα στο προσκήνιο, όπως για παράδειγμα, με την ποινικοποίηση του «λόγου μίσους» και την ένταξη του κοινωνιολογικού όρου «γυναικοκτονία» στη νομοθεσία: η κατανόηση και πρόληψη των κοινωνικών αιτίων της έμφυλης βίας οφείλει πάντα να συμβαδίζει με την εξέλιξη της ποινικής τιμωρίας. Υπονοείται έτσι ότι η ποινή συνιστά πρόληψη.

Η εννοιολόγηση όμως της έμφυλης βίας και του βιασμού ως ιδιαίτερα ειδεχθών εγκλημάτων που χρήζουν όλο και αυξανόμενων τιμωριών οδηγεί σε πολιτικά αδιέξοδα. Τρανταχτό παράδειγμα οι αντιδράσεις στην προσωρινή αποφυλάκιση του Δημήτρη Λιγνάδη το περασμένο καλοκαίρι μετά την καταδίκη του σε πρώτο βαθμό. Εν μέσω του κομματικού καβγά που ξέσπασε για το ποια κυβέρνηση (ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΔ) είχε θεσμοθετήσει την ευνοϊκή σχετική διάταξη, το φεμινιστικό ακροατήριο της δίκης, μαζί και δημοσιογράφοι που την κάλυψαν, κατέφυγαν στην αγαπημένη υπεκφυγή της «ατιμωρησίας», όρος χρήσιμος για όποιον δεν θέλει να ορίσει τί θεωρεί δίκαιη τιμωρία σε μια χώρα που πρωταγωνιστεί σε καταγγελίες για το σωφρονιστικό και δικαστικό της σύστημα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Μαζί με την ατιμωρησία ακούστηκαν και ψελλίσματα για την ταξικότητα της άνισης εφαρμογής ευνοϊκών διατάξεων, κάτι που παραδόξως δεν έκαμψε τα πανηγύρια του 2019: η εφαρμογή αυστηρότερων ποινών τότε, δεν είχε άραγε ταξικό πρόσημο;

Αυτά τα αδιέξοδα δεν είναι φυσικά αποκλειστικότητα της Ελλάδας. Στην Ισπανία τέσσερις κρατούμενοι για σεξουαλικά αδικήματα αποφυλακίστηκαν την περασμένη βδομάδα, λόγω αναδρομικής εφαρμογής του νόμου των Podemos που εξίσωσε το βιασμό με την σεξουαλική επίθεση, οδηγώντας όμως έτσι και σε αναλογικά κατώτερα όρια ποινών. Οι προοδευτικές διαμαρτυρίες επικαλέστηκαν, όπως και σε εμάς με την αποφυλάκιση Λιγνάδη, αιφνιδιασμό και κατέφυγαν σε κλισέ. Ξεχωρίζει η δήλωση της υπουργού Ισότητας Ιρένε Μοντέρο που κατηγόρησε τους δικαστές της χώρας (55% των οποίων είναι γυναίκες) ότι εφαρμόζουν τον νόμο λανθασμένα λόγω «ματσίλας».

Μια τεκμηριωμένη απάντηση σε όλες τις κυβερνήσεις ανά την Ευρώπη που αυστηροποιούν τις ποινές τους θα ήταν πως ο νόμος δεν μπορεί να οπισθοδρομήσει σε άλλες εποχές: οι ποινές δεν λειτουργούν αποτρεπτικά, η φυλακή δεν σωφρονίζει.

Στην εποχή του #MeToo όμως, το φεμινιστικό κίνημα αρνείται να πει τα αυτονόητα. Στο σφετερισμό της προστασίας των θυμάτων από την εξουσία, απαντά με ψελλίσματα για ατιμωρησία και ματσίλα, σαν νήπιο που δεν έχει ιστορία.

Πριν τη γέννα

Ο φεμινισμός όμως έχει ιστορία.Αυτό το κείμενο δεν έχει χώρο να την αναλύσει. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι τον περασμένο Απρίλη συμπληρώθηκαν σαράντα χρόνια από το ιστορικό φεμινιστικό Συνέδριο για τη Σεξουαλικότητα που διοργανώθηκε στο Κολλέγιο Barnard της Νέας Υόρκης το 1982 (Barnard Conference on Sexuality). Το συνέδριο αποτέλεσε αφετηρία για τους λεγόμενους Sex Wars (=πόλεμοι για το σεξ), που θα άλλαζαν την πορεία του φεμινισμού.

Εκείνο το διάστημα, οι ριζοσπαστικές δευτεροκυματικές φεμινίστριες των ΗΠΑ εναγκαλίζονταν την Χριστιανική Δεξιά για να θέσουν την έμφυλη βία (συγκεκριμένα, την ποινικοποίηση της πορνογραφίας και της σεξεργασίας) ψηλά στην ατζέντα του Ρηγκανικού δόγματος «tough on crime.» Ως απάντηση, οι (σύντομα τριτοκυματικές, sex-positive) φεμινίστριες αντιστάθηκαν με ελευθεριακή ρητορική. Και με μια ανατρεπτική πρόταση: για να κατανοήσουμε την σεξουαλική βία, πρέπει να μιλήσουμε και για την απόλαυση του σεξ.

Στον πρόλογο της έκδοσης που ακολούθησε το συνέδριο, με τίτλο «Απόλαυση και Κίνδυνος» (Pleasure and DangerRoutlege and Kegan Paul, 1984, σελ. 5 – Σημ: αμετάφραστο στα Ελληνικά), η συντάκτης του τόμου και συντονίστρια του συνεδρίου Κάρολ Βανς έγραφε: «Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της σεξουαλικότητας είναι η πολυπλοκότητά της: τα πολλαπλά της νοήματα, αισθήσεις και διασυνδέσεις. Είναι πολύ εύκολο να βάλει κανείς τη σεξουαλική εμπειρία σε ένα καλούπι, είτε ως εντελώς ευχάριστη είτε ως επικίνδυνη· ο πολιτισμός μας μάς ενθαρρύνει να κάνουμε κάτι τέτοιο. Οι γυναίκες ενθαρρύνονται να συναινέσουν στο ότι κάθε ανδρική σεξουαλικότητα που τους απευθύνεται είναι απολαυστική και απελευθερωτική: οι γυναίκες απολαμβάνουν πραγματικά να βιάζονται, αλλά δεν μπορούν να το παραδεχτούν […]».

Ως αντίσταση σε αυτήν την ισοπέδωση, έγραφε η Βανς, η φεμινιστική κριτική τονίζει την πανταχού παρουσία του σεξουαλικού κινδύνου και της ταπείνωσης στο πατριαρχικό περιβάλλον. Αυτή όμως η κριτική, πρόσθετε, «μοιράζεται τώρα την ίδια αντιδιαλεκτική και απλοϊκή εστίαση με την αντίθετή της. Η πραγματική σεξουαλική εμπειρία των γυναικών είναι πιο περίπλοκη, περισσότερο δύσκολη να τη συλλάβει κανείς, πιο απορρυθμιστική».

Το να μην μιλήσουμε λοιπόν για τον σεξουαλικό κίνδυνο, είναι εξίσου ανέντιμο με το να μην μιλήσουμε για τη σεξουαλική απόλαυση, κάτι που αναπόφευκτα μετασχηματίζει τη σεξουαλικότητα «σε ανυπολόγιστο κίνδυνο και αδιάκοπη θυματοποίηση».

Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οι σκέψεις της Βανς, και όσων συμμετείχαν στον ιστορικό τόμο, θα μπορούσαν να σπάσουν το θόρυβο του μιντιακού #ΜeΤoo. Ποιος θα μιλήσει για περίπλοκη σεξουαλικότητα όταν υπερτονίζει την πανάκεια της συναίνεσης, το τραύμα και τον φόβο, ενώ ταυτόχρονα ακονίζει τη λεπίδα του ποινικού νόμου;

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας