Κατεβαίναμε από το βουνό
ήταν άνοιξη πόλεμος ακόμη
καθίσαμε αποσταμένοι στην πλαγιά
δίπλα μας τα όπλα πάνω στο χορτάρι
κοίτα μου λέει ο Γιάννης.
Βούιζε κάτω το ποτάμι
και την είδα εκεί να πλένει
σήκωνε το φουστάνι της ψηλά
το έδενε γύρω από τη μέση
κι έλαμπαν τα πόδια της μέσα στα νερά.
Τ’ άνθη και τα πουλιά μας λίγωναν
και πάλι μου λέει ο Γιάννης κοίτα.
Σήκω του λέω να φύγουμε
δεν έχουμε καιρό θα μας προφτάσουν.
Και πια δεν ξανακοίταξα.
……………….
(ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ, 1997)