Άρθρα

Το «ΟΧΙ» ως στοιχείο της ταυτότητάς μας / γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος

‘’Ένα «όχι» που βγήκε από μια βαθιά πεποίθηση, είναι πολύ καλύτερο – και πιο μεγαλειώδες – από ένα «ναι» που ειπώθηκε για να ευχαριστήσει ή χειρότερα, για να αποφύγει φασαρίες’’. (Μαχάτμα Γκάντι)

Αποτελεί σπάνιο φαινόμενο – αν δεν είναι το μοναδικό – ένας λαός να αυτοπροσδιορίζεται, να επαίρεται για τον ηρωισμό του και να ταυτίζει το αδούλωτο και ελεύθερο πνεύμα του με μια λέξη, το «όχι». Κι αυτό γιατί το «όχι» ως άρνηση εμπεριέχει στοιχεία θάρρους, αποφασιστικότητας και μια βαθιά αίσθηση του χρέους προς ό,τι αποκαλούμε εθνική αξιοπρέπεια και εθνικό γόητρο. Ένα «όχι» που δεν εκφράστηκε από έναν δυνατό προς τον αδύναμο, αλλά από έναν λαό που στρατιωτικά και πληθυσμιακά ήταν υποδεέστερος του αντιπάλου.

Για πολλούς αυτή η στάση που εμπεριέχεται στο «όχι» συνιστούσε μια υπέρβαση και πρόκληση της λογικής, που ξεπερνά το ανθρώπινο μέτρο, όπως το ορίζουν οι στατιστικές, τα μαθηματικά και η «τέχνη του πολέμου» (Σουν Τσου). Ωστόσο, αυτή η στάση δεν εμπεριείχε την «ύβρη» με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου. Γι’ αυτό και δεν ενεργοποίησαν οι συμπαντικές δυνάμεις τη διαδικασία «Άτις – Νέμεσις – Τίσις – Κάθαρσις». Η ήττα των Ελλήνων στο πεδίο των μαχών (τελική επικράτηση των αντιπάλων) σε ένα άλλο επίπεδο, στο ηθικό, μετασχηματίστηκε και καταγράφηκε ως νίκη. Γιατί η ήττα αφορούσε το υλικό στοιχείο, ενώ η νίκη το ηθικό, του οποίου η ανωτερότητα είναι εμφανής και συνιστά την ειδοποιό διαφορά του ανθρώπου έναντι των άλλων όντων του ζωικού βασιλείου.

Το υπόβαθρο του «ΟΧΙ»

Αν όμως, το «όχι» το αναγάγουμε σε ατομικό επίπεδο ως στάση ζωής οφείλουμε να αποκρυπτογραφήσουμε τόσο την ψυχολογία – ταυτότητα του αρνητή όσο και τα βαθύτερα κίνητρα της συμπεριφοράς του. Αυτή η ανίχνευση των επί μέρους αυτών στοιχείων θα πρέπει να λαμβάνει κάθε φορά υπόψη και τις υπόγειες διαδρομές της αντίθετης στάσης, του «ναι». Ποιον τύπο, δηλαδή, υποδηλώνει η έκφραση του «όχι» και ποιον τύπο ανθρώπου το «ναι».

Για κάποιους ψυχολόγους ή κοινωνιολόγους το «όχι» μεταφράζεται ως απόρροια δειλίας, φόβου, αδυναμίας και έλλειψης αυτοπεποίθησης μπροστά στα προβλήματα που απαιτούν συνεχή εγρήγορση και υψηλό επίπεδο ευθύνης και συνειδητότητας. Αυτή η μορφή του «όχι» αφορά όλους εκείνους που λυγίζουν κάτω από το βάρος των αναγκαιοτήτων που επιβάλλει η καθημερινότητα και εκείνους που αρνούνται να αναλάβουν πρωτοβουλίες που απαιτούν ισχυρή θέληση και αντοχή. Προτιμούν τη δοκιμασμένη και πεπατημένη οδό. Γι’ αυτό σε κάθε πρόταση για κάτι «υψηλό» ή «επικίνδυνο» διατυπώνουν ένα ηχηρό «όχι» που καταδεικνύει το μέγεθος της εσωτερικής τους κενότητας.

«Είστε υπέρ ή κατά;/ Έστω απαντείστε μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι/ Το έχετε το πρόβλημα σκεφτεί/…Μιλάτε υπεύθυνα λοιπόν. Έστω με ναι ή όχι/ Σε σας ανήκει η απόφαση….» (Μ. Αναγνωστάκη, «Η απόφαση»).

Η προτροπή του ποιητή αναντίρρητα οδηγεί σε εκείνους τους ανθρώπους που το καθαρό «όχι» φανερώνει τον πλούτο του εσωτερικού τους κόσμου αλλά και τον υψηλό βαθμό συνειδητότητας και ευθύνης. Το καθαρό «όχι» αντανακλά το εσωτερικό μεγαλείο, τη δύναμη της θέλησης αλλά και την αποφασιστικότητα μπροστά στα διλήμματα της ζωής και τις προκλήσεις που αυτή θέτει. Οι άνθρωποι του καθαρού «όχι» είναι αυτοί που συνδυάζουν τη σκέψη με τη δράση, την ευθύνη με την απόφαση. Δεν αντιδρούν με το θυμικό αλλά μετά από ώριμη σκέψη και ορθολογική επεξεργασία των δεδομένων. Το «όχι» τους δείχνει ανθρώπους που έχουν ετοιμαστεί για τις συνέπειες της άρνησης και γι’ αυτό δεν δειλιάζουν «Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος».

«ΟΧΙ» και ανυπακοή

Στην κατηγορία των ανθρώπων με το ηχηρό «όχι» ανήκουν εκείνοι που χαρακτηρίζονται από το πνεύμα της ανυπακοής και της άρνησης στις συμβατικότητες της ζωής και στις κίβδηλες αναγκαιότητες που αυτή κτίζει. Οι χαρακτήρες αυτοί διαπνέονται από το ελεύθερο πνεύμα (Ελευθερόφρονες) και αρνούνται τον εξευτελιστικό συμβιβασμό στο όνομα μιας υλικής ευζωίας που διαμορφώνουν ως πρότυπο ζωής οι δομές της σύγχρονης κοινωνίας. Είναι οι ασυμβίβαστοι και οι ανυποχώρητοι. Το δικό τους «όχι» δεν είναι ένας τρόπος να ξεχωρίσουν από τη μάζα, αλλά μια προσπάθεια – με πολλούς κινδύνους και προσωπικό πόνο – να λειτουργήσουν ως φωτεινοί σηματοδότες και αλάνθαστοι πλοηγοί μιας αγέλης ανθρώπων που αναζητούν τον ηγέτη – ποιμενάρχη τους.

Από την ομάδα αυτή των ανθρώπων αναβλύζουν οι κοινωνικοί αγωνιστές και οι επαναστάτες. Είναι αυτοί που αψηφούν τις «κανονικότητες» και αρέσκονται στην διακινδύνευση. Η προσαρμογή και η συμμόρφωση δεν τους δελεάζουν και χαίρονται να βιώνουν το αίσθημα του «απροσάρμοστου». Κατά τεκμήριο οι πολιτικοί ταγοί κρύβουν μέσα τους ένα κρυφό «όχι» που όταν εκφραστεί δημόσια τους καθιστά είδωλο για τους φοβισμένους. Στο δικό τους «όχι» το πλήθος των δειλών αναζητά τα δικά του «όχι» σε εκείνα που το καταπιέζουν και το εξουθενώνουν. Δεν είναι βέβαια οι υπεράνθρωποι αλλά οι αρνητές των αυτονόητων της ζωής που εγκλωβίζουν άτομα και κοινωνίες σε στασιμότητα και ακινησία. Είναι οι διαφορετικοί και οι ανανεωτές ακόμη με τις υπερβολές και την απολυτότητά τους.

Το «όχι», λοιπόν, διακρίνει τους ξεχωριστούς. Αυτοί που αψηφούν τις συμβατικότητες και χάρη στην αρραγή ατομικότητά τους ορθώνουν το ανάστημά τους απέναντι στις μυλόπετρες της ομοιομορφίας και του κοινωνικού ισοπεδωτισμού.

«Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα/ που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο όχι/ Να πούνε……/ Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,/ όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει/ εκείνο τ’ όχι  – το σωστό – εις όλην την ζωή του»(Κ. Καβάφης)

Οι άνθρωποι του ΝΑΙ

Ο Κ. Καβάφης σωστά διείδε πως το «όχι» δεν αφορά την ολότητα των ανθρώπων, αλλά κάποιους, τους «εκλεκτούς» που με «απόφαση και τόλμη» νομίζουν πως θα αλλάξουν τη φορά των πραγμάτων,

Οι εχθροί του «όχι» υποστηρίζουν πως αυτό πολλές φορές προκαλεί σοβαρούς κινδύνους στην κοινωνική ισορροπία και αποδιοργανώνει  τους συνεκτικούς δεσμούς του κοινωνικού οικοδομήματος. Οι υπέρμαχοι αυτής της θέσης ανήκουν στο συντηρητικό στρατόπεδο που αρέσκονται να πρεσβεύουν πως η καλύτερη μορφή κοινωνίας είναι αυτή που ζούνε. Αυτοί είναι οι άνθρωποι του «ναι» που έχουν αναγάγει τη «συμμόρφωση» σε ατομική και κοινωνική αξία.

Σύμφωνα με τον Cooley «ο βαθμός συμμόρφωσης ενός ατόμου είναι άμεση συνάρτηση της ψυχολογικής του ευπάθειας: συμμορφώνεται επειδή φοβάται μην απορριφθεί από τους άλλους… από διανοητική οκνηρία ή από έλλειψη αυτοπεποίθησης». Στους ανθρώπους του «ναι» ανήκουν όσοι έχουν απωλέσει την ατομικότητά τους και την ελευθερία της βούλησης. Αδυνατούν οι άνθρωποι να αναλάβουν πρωτοβουλίες και να αντιδράσουν στην εξουσία του πλήθους και της «συνήθειας». Αυτοί είναι οι κύριοι εκπρόσωποι του συντηρητισμού.

«Φανερώνεται αμέσως όποιος το χει/ έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα/ πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησή του» (Κ. Καβάφης)

Στη ζωή μας πλεονάζουν τα «Ναι» κι αυτό γιατί η τάση για πειθαρχία και συμμόρφωση διδάσκεται ως κοινωνική αρετή, ενώ το «Όχι» ενοχοποιείται εύκολα και αποδίδεται στους ψυχολογικά απροσάρμοστους και στους επαγγελματίες της αμφισβήτησης.

Αυτό το «όχι», όμως μας απελευθερώνει από τις εθελούσιες αιχμαλωσίες μας, τα κοινωνικά στερεότυπα και μας βοηθά να γκρεμίσουμε τα πολυποίκιλα τείχη που άλλοι έχτισαν «και μας έκλεισαν ανεπαισθήτως έξω».

            Το «όχι» αποτελεί το δοξαστικό του ανθρώπου στον αγώνα του για ελευθερία, αξιοπρέπεια και αυτονομία. Για πολλά «ναι» θα μετανιώσουμε στη ζωή μας, ενώ για λίγα «όχι» θα νιώσουμε ντροπή.

«Μετανιώνω που τρόχισα τόσα «όχι» για να πω τελικά τόσα «ναι» που με μαχαίρωσαν» (Κική Δημουλά).

banner-article

Ροη ειδήσεων