“Εκπαίδευση και γνώση / Επαναπροσδιορισμός του ρόλου της Τριτοβάθμιας” γράφει ο Γιώργης Έξαρχος
Από αφορμή τις συζητήσεις για το τελευταίο Νομοσχέδιο που αφορά στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στη χώρα μας, το οποίο και μετά την ψήφισή του –θεωρώ ότι– θα καταστρατηγηθεί από την «ακαδημαϊκή κοινότητα» («παλιά μου τέχνη κόσκινο»), και είμαι πεπεισμένος ότι και αυτό δεν πρόκειται να αποδώσει καρπούς που η κοινωνία έχει ανάγκη, αλλά ότι θα συμβάλει στο να «παραχθούν» πτυχιούχοι από τους οποίους έχει ανάγκη η αγορά εργασίας και η παραγωγική διαδικασία. Μόνο που γι’ αυτά απαιτείται μόνον καλή «επαγγελματική κατάρτιση», ενώ ο ρόλος των ΑΕΙ είναι η «παροχή γνώσης» και η συγκρότηση επιστημόνων. Και ενόσω θα λείπουν από τα ΑΕΙ τα γνωστικά αντικείμενα που σχετίζονται με τη Φιλοσοφία και την Ιστορία, να είμαστε όλοι βέβαιοι ότι τα Πανεπιστήμια μας θα βγάζουν πτυχιούχους αλλά όχι επιστήμονες. Πολύ δε περισσότερο, που το νέο Νομοσχέδιο προβλέπει «κονδύλια» από τη συνεγασάι των Επιχειρήσεων με τα ΑΕΙ. Όλα στον βωμό του κέρδους, και της εμπορευματοποίησης! Λείπουν και τα ψηλά πνευματικά αναστήματα.
Αλλά ας περάσω στο θέμα του «τίτλου», καταθέτοντας τη θέση μου. Νομιμοποιούμαι προς τούτο από την παλαιά μου ιδιότητα ως ακαδημαϊκού δασκάλου που «δεν νέρωσε το κρασί του» στη διάρκεια της ακαδημαϊκής θητείας του, υπερασπιζόμενος υψηλά ιδανικά και ιδεώδη. Αυτά που για τους περισσότερους φαντάζουν «πράγματα άλλου κόσμου».
*****
Στις σύγχρονες κοινωνίες η εκπαίδευση θεωρείται κοινωνικό αγαθό το οποίο πρέπει να απολαμβάνει ο συνολικός πληθυσμός μιας χώρας και ενός οργανωμένου κράτους, και αποτελεί -ως αγαθό- κατάκτηση κυρίως των αστικών κοινωνιών που πρώτες φρόντισαν να προωθήσουν και να καθιερώσουν θεσμικά την εκπαίδευση στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα διά μέσου του μηχανισμού του σχολείου, ενός μηχανισμού “διεκπεραίωσης” χρήσιμων πληροφοριών και εξειδικευμένων γνώσεων σε τουλάχιστον τρία βασικά επίπεδα ή σε τρεις βαθμίδες παιδείας.
Ασφαλώς, πρέπει να διερευνηθεί το κατά πόσον στις τρεις βαθμίδες παράγεται και αναπαράγεται η γνώση, και δη η επιστημονική γνώση, διά μέσου του μηχανισμού του σχολείου, και το κατά πόσον οι εν λόγω βαθμίδες εκπαίδευσης αποτελούν οχήματα διεκπεραίωσης πληροφοριών, χρήσιμων μεν αλλά πόρω απεχουσών από την επιστημονική γνώση, με δεδομένο ότι η τελευταία παράγεται μέσα από τη θεωρητική εργασία και τις μορφές οργάνωσης αυτής.
ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Κύρια αποστολή του σχολείου -σε κάθε μία από τις τρεις βαθμίδες εκπαίδευσης- είναι να καλλιεργήσει με συστηματικό τρόπο την εμπειρία και το λογικό και κατ’ αυτόν τον τρόπο να τροφοδοτήσει τον διδασκόμενο με αληθινές γνώσεις. Κάθε προβληματισμός για τον ρόλο του σχολείου που κινείται έξω από τα δεδομένα πλαίσια της ανθρώπινης νόησης, αποτελεί κατά το μάλλον ή ήττον ανεφάρμοστη φλυαρία που αποσκοπεί στην παροχή εκδούλευσης σε άθλιες σκοπιμότητες, που συνήθως βλάπτουν ακόμα και τους ίδιους τους επινοητές τους.
Το σχολείο -στις δύο πρώτες βαθμίδες- αναζητεί τον πηγαίο τρόπο του σκέπτεσθαι των διδασκόμενων, ενώ στην τρίτη βαθμίδα αποκαλύπτει το σκόπιμο και ερευνητικά αβαθές, απογυμνώνει τον νου και του υποδεικνύει τα ουσιώδη αλλά και εκείνα που μπορούν να επιφυλάσσουν στον διδασκόμενο ρόλο ελεεινού κομπάρσου σε επιστημονικά ύποπτα, φανταστικά ή μυθικά πράγματα, ρόλο μακριά από την αλήθεια και από το πραγματικό περιεχόμενο της ζωής. Γενικά, όμως, το σχολείο αποτέλεσε και αποτελεί τον χώρο καλλιέργειας της εμπειρίας και του λογικού, διαδικασία που ολοκληρώνεται πάντοτε στην τρίτη βαθμίδα (ΑΕΙ), ανάλογα βεβαίως και με τον βαθμό ένταξης του διδασκόμενου στο σύστημα της εκπαίδευσης.
Η ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Το παραδοσιακό σύστημα λειτουργίας του σχολείου όλων των βαθμίδων και η ιδιαίτερα η παροχή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τελεί υπό καθεστώς πλήθους ποικίλων περιορισμών, γεγονός που μας οδηγεί σε καίριες επισημάνσεις και εκτιμήσεις, χρήσιμες για την αναζήτηση μέτρων βελτιωτικής παρέμβασης, όπως οι ακόλουθες:
- υφίσταται υποχρέωση και απαίτηση (έστω τυπικού χαρακτήρα) για φυσική παρουσία των διδασκόμενων (φοιτητών, σπουδαστών) στις αίθουσες διδασκαλίας’
- υφίσταται θεσμική υποχρέωση “διέλευσης” από το σύστημα “εισαγωγικών εξετάσεων”, διά μέσου ανταγωνιστικών διαδικασιών εξέτασης και αξιολόγησης, και πρόκειται για “σύστημα” που δεν αναζητεί και ούτε πιστοποιεί τον βαθμό ικανότητας του επιθυμούντος να σπουδάσει αλλά απλώς πρόκειται για σύστημα που επιβραβεύει την ικανότητα απομνημόνευσης που διαθέτει ο “υποψήφιος” ή επιβραβεύει την “φροντιστηριακή παραπαιδεία” που τελεί σε άμεση εξάρτηση από το οικονομικό υπόβαθρο του οικογενειακού περιβάλλοντος του υποψηφίου’
- υφίσταται ηλικιακός περιορισμός των διδασκόμενων, με βάση τις παγιωμένες λογικές σχετικά με το ποιες ηλικίες προσφέρονται καλύτερα για τριτοβάθμιες σπουδές’
- υφίσταται η δυνατότητα μόνο για μονοσήμαντη επιλογή του επιθυμούντος να σπουδάσει, γεγονός που οδηγεί σε παιδευτικές πορείες μονόδρομων αναζητήσεων’
- υφίσταται έλλειψη αυτοτελών παιδευτικών κύκλων, ποικίλης θεματολογίας και ποικίλης χρονικής διάρκειας, που να διασφαλίζουν επαρκή γνώση και να οδηγούν σε χορήγηση / απόκτηση τίτλων επάρκειας σε διάφορα γνωστικά πεδία’
- υφίσταται έλλειψη δομής και υποδομής για ένα σύστημα που να ικανοποιεί πλήρως και επαρκώς την αυξανόμενη αναγκαιότητα για τριτοβάθμιες σπουδές’
- υφίσταται ένα σύστημα απηρχαιωμένο με αναχρονιστικές μεθόδους διδασκαλίας, τέτοιες, που κατ’ ουσίαν αναιρούν το περιεχόμενο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και που υποβιβάζουν το επίπεδο των παρεχόμενων γνώσεων’
- υφίσταται ένα θεσμικό πλαίσιο και ένα σύστημα “προσέλκυσης” διδασκόντων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση που ευνοεί τον νεποτισμό, την κομματικοκρατία, τις συντεχνίες και τις “διαπλεκόμενες” συναλλαγές, με συνέπεια τον παραγκωνισμό της ακαδημαϊκής δεοντολογίας και την ηθική μείωση του ρόλου του ακαδημαϊκού δάσκαλου.
Τούτες οι επισημάνσεις – αλήθειες έχουν οδηγήσει τους σκεπτόμενους και ενεργούς πολίτες των προηγμένων οργανωμένων κοινωνιών στο να θέτουν -τα τελευταία χρόνια- επιτακτικά για συζήτηση το θέμα του επαναπροσδιορισμού του ρόλου και του περιεχομένου σπουδών των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων, αλλά και του ρόλου και του τρόπου απασχόλησης των διδασκόντων σε αυτά, αφού είναι κοινός τόπος πια το γεγονός ότι τα τριτοβάθμια ιδρύματα δεν εκπληρούν στο ακέραιο τους τιθέμενους από την κοινωνία και την πολιτεία σκοπούς.
Ιδεώδες σύστημα εκπαίδευσης ήταν και παραμένει εκείνο που δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες σε όλους αυτούς που επιθυμούν σπουδές και γνώσεις τρίτης βαθμίδας, και που διασφαλίζει την ελεύθερη πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο, με σκοπό να εκ-παιδευτούν σε αυτό όσοι πράγματι διαθέτουν όλες τις απαιτούμενες και αναγκαίες προϋποθέσεις.
Η εμπειρία της τελευταίας τριακονταπενταετίας πιστοποιεί ότι ο προλεχθείς στόχος για ένα “ιδεώδες σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης” δεν έχει ευδοκιμήσει και δεν έχει αποφέρει τους προσδοκόμενους από την κοινωνία καρπούς, και τούτη η διαπίστωση είναι πλέον κοινή για όλον τον αναπτυγμένο κόσμο.
Η ΓΝΩΣΗ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Έχει τονιστεί ήδη ότι η γνώση παράγεται μέσα από την θεωρητική εργασία και τις μορφές οργάνωσης αυτής και υπό αυτήν την έννοια μπορούν να υπάρξουν οι ακόλουθες διαπιστώσεις:
- η γνώση παράγεται τυχαία μέσα από την καθημερινή εμπειρία και τις καθημερινές δραστηριότητες των ανθρώπων’
- η γνώση παράγεται μέσα από την συστηματική θεωρητική εργασία που εκτελείται αποκλειστικά στα τριτοβάθμια ιδρύματα και αποτελεί προϊόν διαδικασιών της σκέψης μεμονωμένων επιστημόνων’
- η γνώση παράγεται μέσα από τη συστηματική και συλλογικά οργανωμένη θεωρητική εργασία επιστημόνων που εργάζονται επί τούτου για την παραγωγή νέας γνώσης σε ερευνητικά Ιδρύματα και Ινστιτούτα ή που συμμετέχουν σε διαδικασίες βελτίωσης του συστήματος παραγωγής (επιδιώκοντας την αύξηση της παραγωγικότητας ή της αποτελεσματικότητας) σε βιομηχανικές δραστηριότητες του ιδιωτικού τομέα.
Η νέα επιστημονική γνώση, λοιπόν, δεν παράγεται εξ ορισμού μόνον στα τριτοβάθμια ιδρύματα και ούτε αναπαράγεται μόνο σε αυτά, γεγονός που σημαίνει ότι ως προς το θέμα γνώση τα Πανεπιστήμια έχουν απέναντί τους, σε ανταγωνιστικό ή συμπληρωματικό ρόλο, και τις πρόσπάθειες της ατομικής πρωτοβουλίας αλλά και τις προσπάθειες κρατικών ή ημικρατικών φορέων και κέντρων επιστημονικής έρευνας.
Βέβαια, η γνώση δεν είναι έτσι απλά το προϊόν κάποιου μεμονωμένου ανθρώπου αλλά ένα κοινωνικό προϊόν που “ανταλλάσσεται” διά της επικοινωνίας και που “μεταφέρεται” συστηματικά με τον θεσμό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Κατ’ εξοχήν παραγωγός επιστημονικής γνώσης είναι ο επιστήμων εκείνος που κατά την έρευνα επιδίδεται στο να συνδυάσει τα παραγωγικά μέσα, την εργασία και τα υλικά, με τέτοιο τρόπο που να μετασχηματίζονται αυτά και έτσι να προκύπτουν νέες έννοιες, νέες θεωρίες, νέες τεχνικές, νέες μέθοδοι και εξειδικευμένοι άνθρωποι στις νέες επιστημονικές γνώσεις. Αυτή η διαδικασία μετασχηματισμού προϋποθέτει:
- τεχνολογικά όργανα και τεχνικές παρατήρησης και καταγραφής της υφιστάμενης πραγματικότητας’
- εννοιολογικά συστήματα και θεωρίες (που να στηρίζουν αυτόν τον μετασχηματισμό) τα οποία διασφαλίζουν την ανάλυση και την κωδικοποίηση των παρατηρήσεων’
- μεθόδους και εργαλεία ανάλυσης που να χρησιμεύουν στην επεξεργασία των δεδομένων.
Ώστε, η επιστημονική έρευνα ως υποκείμενο είναι είτε ατομική είτε συλλογική, αφού η νέα επιστημονική γνώση είναι “προϊόν” ενός ανθρώπου που σκέφτεται με βάση τις γνώσεις που κατέχει και είναι οικείο χτήμα του ή είναι “προϊόν” μιας επιστημονικής ομάδας που εργάζεται συστηματικά και επιδίδεται στον συνδυασμό των παραγωγικών μέσων (εργασίας και υλικών) για τον μετασχηματισμό τους.
Η χρήση οργάνων μιας ιδιαίτερης τεχνολογίας και τα θεωρητικά εργαλεία εξελίσσουν την επιστήμη με το να παράγουν νέα γνώση, τέτοια που απαιτεί όλο και μεγαλύτερη εξειδίκευση αλλά και εμπλοκή περισσότερων ειδικοτήτων, συλλογικότερη οργάνωση της έρευνας, καλύτερες υποδομές, συστηματικότερη καθοδήγηση των παρατηρήσεων και άλλα συναφή.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, προκύπτουν από τη μία χρήσιμες πληροφορίες και από την άλλη νέες επιστημονικές γνώσεις. Ως πληροφορία (-ες) μπορούμε να θεωρήσουμε κάθε στοιχείο που μπορεί να μεταδοθεί από ένα οποιοδήποτε σύστημα επικοινωνίας (και εν προκειμένω από τα ΑΕΙ), ασχέτως από το εάν αυτή (-ές) αποτελεί (-ούν) ή όχι γνώση. Η γνώση, όμως, είναι οπωσδήποτε αποτέλεσμα επιστημονικής κατάρτισης του παράγοντος αυτήν, και πάντοτε παράγεται μέσα στο πλαίσιο κάποιας θεωρητικής πρακτικής. Η γνώση δεν ταυτίζεται πάντοτε με την επιστημονική γνώση, όπως μπορεί να διαπιστωθεί κυρίως σε ανθρώπους που απομνημονεύουν θεωρίες χωρίς ωστόσο να έχουν άποψη γιατί τις αποδέχονται, γεγονός που τους κατατάσσει στους χρήστες ή χειριστές πληροφοριών και γνώσεων που τους επιτρέπουν μεν να αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα προβλήματα (τέτοιοι είναι στην μέγιστη πλειονότητά τους οι πτυχιούχοι των ελληνικών ΑΕΙ), δεν τους παρέχουν όμως τη δυνατότητα μετασχηματισμού αυτής της γνώσης σε άλλη νέα γνώση αφού δεν “καταπιάνονται” με τον συνδυασμό των παραγωγικών μέσων (εργασίας και υλικών) του επιστημονικού τους πεδίου.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Προκύπτει από την ανάλυση μας ότι ο ζητούμενος ρόλος των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων σήμερα είναι ακριβώς αυτός: να οργανωθούν από άποψη δομών και υποδομών και να στελεχωθούν από άποψη ανθρώπινου επιστημονικού δυναμικού, προς την κατεύθυνση της παραγωγής νέας επιστημονικής γνώσης, αποφεύγοντας τον εκούσιο ή ακούσιο “νωχελικό ρόλο” που έως τώρα έχουν διαδραματίσει στο εκφυλιστικό πεδίο της απλής διεκπεραίωσης / κυκλοφορίας κάποιων επιστημονικών γνώσεων του παρελθόντος. Οι γνώσεις του χτες που παρέχονται σήμερα για να κατακτηθεί το αύριο, δεν είναι επαρκείς για τις κοινωνίες που θέλουν να έχουν “παρών” στην νέα πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης, και προς αυτήν την κατεύθυνση το Ελληνικό Πανεπιστήμιο οφείλει (και μέλλει) να δώσει πολλά επαναπροσδιορίζοντας τον ρόλο του.
ΚΑΙ ΔΥΟ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
1) Στα χρόνια της δικής μου «θητείας ως φοιτητή», στις απογευματινές ώρες διδασκαλίας και παρακολούθησης των μαθημάτων, οι αίθουσες και τα αμφιθέατρα ήταν γεμάτα από «ακροατές», ήτοι ενήλικες οι οποίοι ήταν εργαζόμενοι και παρακολουθούσαν τις «πανεπιστημιακές παραδόσεις» για την προσωπική τους μόρφωση και ολοκλήρωση και την απόκτηση νέων γνώσεων για πάρτη τους, και όχι για την απόκτηση κάποιου πτυχίου. Τούτη η τυπολατρεία στην απόκτηση ακαδημαϊκών τίτλων, κρύβει και άλλους πόθους και σκοπούς για… κοινωνική αναρρίχηση, δυστυχώς, και δεν επιβεβαιώνει κανένα βάθεμα ή πλάτεμα της γνώσης. Εύχομαι να γεμίσουν και πάλι οι ακαδημαϊκές αίθουσες από ακροατές και όχι από… τιτλοκυνηγούς ακαδημαϊκών τίτλων.
2) Στα χρόνια της δικής μου «θητείας ως φοιτητή», αν κάποιος φοιτητής είχε περάσει όλα τα μαθήματα, στο τελευταίο μάθημα, μετά από δύο «αποτυχημένες εξετάσεις» ο καθηγητής έβαζε στον φοιτητή «κόκκινο πέντε», δηλ. χαριστικό βαθμό, να πάρει το πτυχίο και να φύγει… Σήμερα, διάφοροι φωστήρες ακαδημαϊκοί «δάσκαλοι», περνούν στα γραπτά τους φοιτητές τους σε πέντε και παραπάνω εξεταστικές περιόδους με προβιβάσιμους βαθμούς, και τους κόβουν μετά στα προφορικά με 4 ή 4,5 ή και 4,8… Τούτος ο ακαδημαϊκός φασισμός πρέπει να τελειώνει και οι όποιοι «συμπλεγματικοί καθηγητές» συμπεριφέρονται έτσι, μάλλον σε άλλα πράγματα αποσκοπούν και όχι στην προώθηση της γνώσης. Μη κρατούν τέτοια στάση, γιατί της δικαιοσύνης ο ήλιος ο νοητός, κρίνει και αυτούς και το τσουβάλι τους που το θεωρούν τήβεννο!…
Μένω σε αυτές τις δύο προτάσεις, που νομίζω ότι έχουν να συνδράμουν στην βελτίωση των σπουδών και της μάθησης στη χώρα μας.