Ιστορία Λογοτεχνία

Σελίδες απ’ τη Μικρασιατική Καταστροφή / Αφιέρωμα γραφής και μνήμης

 Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης

(Το βιβλίο της σκλαβιάς)

(απόσπασμα)

Του Ηλία Βενέζη

Ο Αργύρης τα καταλαβαίνει όλα, γιατί ξέρει τούρκικα. Μα κ’ εγώ το υποπτεύουμαι. Είναι τόσο κοντά μου, ακούγω την καρδιά του που χτυπά γρήγορα. Μα γρήγορα. Σφίγγεται πάνω μου.

– Ηλία… μουρμουρίζει συγκινημένος. Α, «αυτό» όχι! Όχι!

Κ’ εμένα μ’ έχει περιχύσει ο ίδρος απ’ το φόβο. «Αυτό» δεν το είχα υποπτευτεί, δεν το υπολόγιζα. Θυμούμαι μονομιάς ένα σωρό ιστορίες που είχα ακουστά. Μια ξαφνική αξιοπρέπεια τινάζεται σα λόχη μες από κει, απ’ το ταπεινωμένο ζο. Μια περηφάνια, μες στις μύξες, στη γύμνια, στα δάκρυα – ναι, ήταν ολότελα κωμικό.

Παίρνω αμέσως την απόφαση:

– Αργύρη, εγώ θα προτιμήσω να πεθάνω. Θα κάμω ό,τι μπορώ…

Δεν ακούγω την απάντησή του. Ίσως γιατί τρέμει. Δε θέλει ν’ αγγίσει τη βεβαιότητα πως δεν πρόκειται να ζήσουμε. Γιατί, γιατί είναι έτσι ωραία να έχεις μια θερμή καρδιά, να είναι ήλιος, η θάλασσα…

– Αλλά «αυτό» όχι… Όχι «αυτό» μουρμούρισε πάλι.

Το κερί έφταξε στον προορισμό του, στο Ιερό. Ακούμε μια στριγγιά γυναικεία κραυγή που ξεπετιέται από κει, στο βάθος· χαστουκίζει για ένα γρήγορο λεπτό τον πικρόν αγέρα. Ύστερα άλλη μια κραυγή. Μα τούτη σβήνει απότομα από κάποιο χέρι που βούλωσε το στόμα που φώναζε. Οι στρατιώτες, φαίνεται, νοιάζουνταν να μη γίνει θόρυβος.

Οι σύντροφοι σηκώνουνται σιωπηλά, με προφύλαξη, και κουνιούνται προς το Ιερό, να δουν. Σηκώνουμαι κι εγώ και πάω κοντά, τοίχο τοίχο, κρυμμένος στο μισοσκόταδο.

Η γυναίκα βαστούσε τον άντρα της με τα δυο χέρια και δεν ήθελε να ξεκολλήσει. Το παιδάκι είναι ξαπλωμένο ανάμεσά τους. Δεν ξύπνησε ακόμα. Μια μπούκλα γεμάτη σκόνη έχει κολλήσει πάνω στο πρόσωπο, πέφτει και πλάι, στο κατεβασμένο βλέφαρο. Είναι τόσο ήμερο – μια μπούκλα. Θα ονειρευόταν. Ο στρατιώτης τραβούσε τη γυναίκα, στην αρχή αδύνατα, ήθελε να είναι αβρός. Μα ολοένα δυνάμωνε, ολοένα, το τράβηγμα. Ανυπομονούσε. Τα μάτια του ήταν τεζαρισμένα απ’ την επιθυμία και, όπως η αντίσταση της γυναίκας συνεχιζόταν, μια γρήγορη λάμψη χίμηξε μέσα τους και τα’ άλειψε με φως.

Σκλάβοι στα Τάγματα Εργασίας

– Γλιτώστε με!… Γλιτώστε με!…

Ο άντρας ακούει τη γυναίκα του. Έχει ένα χαμένο ύφος, η μιλιά είναι δεμένη μες στο στόμα του, αλυχτούσε να βγει. Δεν έβγαινε.

– Κ’ εσύ δε με σκοτώνεις! Του φώναζε η γυναίκα με απελπισμένη οργή. Δε με σκοτώνεις!…

Συγκινημένος, χαμένος, κατορθώνει τέλος να ικετέψει τους στρατιώτες:

– Λυπηθείτε μας!… Λυπηθείτε μας!…

Ανασηκώθηκε λίγο προς τα μπρος, έκαμε μια προσπάθεια να κρατηθεί σ’ αυτή τη στάση της αδέξιας γονυκλισίας.

Μια κλωτσιά στα πλευρά. Ο μεγάλος όγκος του έπεσε απότομα πίσω. Κ’ η γυναίκα έχασε την επαφή μαζί του. Έκαμε να πιαστεί κάπου, κι άρπαξε το ποδαράκι του παιδιού. Κι αυτό, που ξύπνησε, ξεφώνιζε μαζί της:

– Μητερούλα!… Μητερούλα!…

Ένα μικρό διάστημα τη σέρναν. Έσερνε και το παιδάκι μαζί της. Ύστερα το παράτησε.

Βγήκαν απ’ το Ιερό. Σταμάτησαν κοντά στην είσοδο, πίσω από μια κολόνα. Ένας τους πήρε μια πλατιά σανιδένια τάβλα, που ήταν στην πόρτα, και την ακούμπησε στην κολόνα, να προφυλάξει το μέρος να μη βλέπουμε. Μα για το σκοπό τούτον η τάβλα ήταν μικρή, πιο μικρή απ’ το μπόι του ανθρώπου. Λίγα πράματα μονάχα κρύβουνταν.

– Εδώ μέσα!… Μπρος στα μάτια μας!… μουρμουρίζει ένας με φρίκη. Τα σκυλιά!

– Σουτ! Κάνει κάποιος άλλος.

Κρυμμένοι μες στο σκοτάδι είχαμε κολλήσει τα μάτια εκεί. Οι καρδιές χτυπούσαν. Κοιτάζαμε με περιέργεια αδυσώπητη, σα λύσσα, μη μας φύγει και η ελάχιστη λεπτομέρεια. Ο ένας στρατιώτης πολεμούσε να ρίξει τη γυναίκα ανάσκελα χάμου. Δεν έπεφτε. Τότες την έπιασαν οι δυο απ’ τα χέρια κι ο τρίτος απ’ τα ποδάρια. Άφησαν πια κατά μέρος την αβρότητα. Τα χέρια τους, τα κορμιά τους δουλεύαν με γρήγορες νευρικές κινήσεις, δεν άντεχαν πια. Την ξαπλώσαν ανάσκελα. Ο μεσαίος στρατιώτης βιαζόταν να τη λευτερώσει από ένα δυο ρούχα. Οι άλλοι την κρατούσαν με τα χέρια κολλημένα πάνου στο στήθος. Για μια τελευταία φορά πολέμησε να μαζέψει τις δυνάμεις της, ν’ αντισταθεί. Ξέφυγε, στριφογύρισε σα φίδι, ουρλιάζοντας:

– Σκοτώστε με! Σκοτώστε με!

Τη φέραν πάλι στα ίδια, ανάσκελα, με κολλημένα πάνω της τα τρία ζευγάρια χέρια. Μη έχοντας πια να κάμει τίποτα άλλο, έπιασε να χτυπά το κεφάλι της απανωτά, απελπισμένα, στις πλάκες. Ο βουβός κρότος νοιαζόταν να διατηρηθεί μια στιγμή μες στις φωνές της, που ολοένα αδυνάτιζαν.

Τέλος μέρεψε οριστικά. Άκουγες μονάχα ένα σιγανό, κλαμένο μουρμουρητό, ένα παράπονο. Και πολύ αραιά, ένα δυο τελευταία χτυπήματα του κεφαλιού στις πλάκες – κάτι καθυστερημένα χειροκροτήματα μες στη λαχανιασμένη ανάσα του ζου, από πάνω της, που «εκφραζόταν».

Γύρισα τα μάτια. Δυο τρεις σύντροφοι είχαν μαζευτεί κοντά κοντά, ολόρθοι, και κάνανε ένα παραπέτασμα γύρω στον άντρα της, να μη βλέπει. Είχε ζαρώσει εκεί, κουρελιασμένος, μισόγυμνος, συντριμμένος, έσκυβε πάνου στο παιδάκι του με τις μπούκλες που βέλαζε, το ’σφιγγε.

– Πώς θα το βαστάξω;… Πώς θα το βαστάξω;… μουρμούριζε μες στα δάκρυά του.

Ένας απ’ τους δικούς μας θέλησε να τον ησυχάσει.

– Σύντροφε, δεν είναι ντροπή. Όλοι μας μια μέρα μπορούμε να το βεβαιώσουμε πόσο ήταν αδύνατο να κάμεις τίποτα…

Ο σιγανός ολολυγμός ερχόταν ολοένα πιο αδύνατος απ’ το άλλο το φτωχό μισολιποθυμισμένο πλάσμα εκεί. Περνούσε μες απ’ το προπέτασμα που κάναμε γύρω στον άντρα της, έφτανε σα λυρική νότα, ένας στίχος με σούρουπο, ένα «παρών».

– Δεν είναι ντροπή, σύντροφε…

– Μα είναι γι’ αυτό τώρα;… τινάζεται απελπισμένα. Δεν την ακούτε εκεί χωρίς βοήθεια; Τώρα τι να κάμω! Τώρα! Τώρα!

Ηλίας Βενέζης, «Το νούμερο 31328», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2011

Το βιβλίο: Ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο οποίο ο συγγραφέας περιγράφει την εφιαλτική εμπειρία από την αιχμαλωσία του και τη σκλαβιά στα εργατικά τάγματα της Τουρκίας, αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πρόκειται για το πρώτο μυθιστόρημα του Βενέζη, το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά σε συνέχειες, από τον Φεβρουάριο έως και τον Ιούνιο του 1924 δίχως ωστόσο να ολοκληρωθεί, ως επιφυλλίδα στην εφημερίδα της Μυτιλήνης «Καμπάνα» που εξέδιδε και διεύθυνε ο ίδιος ο συγγραφέας. Το μυθιστόρημα αυτό του Βενέζη έχει μεταφραστεί σε οκτώ ξένες γλώσσες. Το βιβλίο από το 1959 και εφεξής κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Ο Ηλίας Βενέζης

Ο Συγγραφέας: Ο Ηλίας Βενέζης, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ηλία Μέλλου, γεννήθηκε στο Αϊβαλί, στις 4 Μαρτίου 1904. Ανήκει και αυτός στη γενιά των Μικρασιατών λογοτεχνών που βίωσαν κι έγραψαν αυτή την εθνική τραγωδία. Από το συνολικό του έργο ξεχώρισαν τα μυθιστορήματα «Το νούμερο 31328», «Γαλήνη» και «Αιολική Γη». Έγραψε επίσης διηγήματα, ταξιδιωτικά και θεατρικά έργα. Έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών το 1957 και τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και τον Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημά του «Γαλήνη». Πέθανε το 1973 στην Αθήνα.

 topontiki.gr

banner-article

Ροη ειδήσεων