«Τι πρώτον εστίν έργον του φιλοσοφούντος; Αποβαλείν οίησιν∙ αμήχανον γαρ, ά τις ειδέναι οίεται ταύτα άρξασθαι μανθάνειν»
(Επίκτητος)
(Η πρώτη δουλειά αυτού που θέλει να αποκτήσει σοφία είναι, να αποβάλει την οίηση∙ γιατί δεν γίνεται να αρχίσεις να μαθαίνεις αυτά που νομίζεις ότι ξέρεις)
Είναι φορές που η συζήτηση μεταξύ φίλων οδηγεί σε τόπους απροσδιόριστους και σε συμπεράσματα που μπορούν ή να σε φοβίσουν ή να σου δώσουν πειστικές απαντήσεις για κάποια ανείπωτα ερωτήματα. Αρκεί η παρέα των φίλων να «επικοινωνεί» – με τη ριζική έννοια του όρου – και όχι απλά να ανταλλάσσει πληροφορίες. Είναι σημαντικό, δηλαδή, οι απόψεις, τα βιώματα και οι εξομολογήσεις του καθενός να αποτελούν ερέθισμα για σκέψη και να πυροδοτούν κάποιες καταχωνιασμένες στο υποσυνείδητο θέσεις που αγωνιούν και προσπαθούν να εξωτερικευτούν ενάντια στις απαγορεύσεις της συνείδησης και των κοινωνικών συμβατικοτήτων.
Σε μια τέτοια συζήτηση μεταξύ τριών φίλων στο πατάρι του βιβλιοπωλείου Ιανός στην Αθήνα, διατυπώθηκαν απόψεις για την πολιτική κατάσταση της χώρας μας – προσφιλές θέμα εξάλλου – το θέμα του Ουκρανικού πολέμου, τη διεθνή κατάσταση και το θέμα της παιδείας στην ευρύτερη έννοιά του. Δεν έλειψαν, βέβαια και οι φιλοσοφικές συζητήσεις, αφού έτσι κι αλλιώς ο χώρος του βιβλιοπωλείου έδινε τα κατάλληλα ερεθίσματα. Ο Αριστοτέλης, ο Ηράκλειτος, ο Επίκουρος και ο Επίκτητος είχαν την τιμητική τους στις αναφορές μας.
Η νεανική παρέα
Κι ενώ η συζήτηση – κάπως ακατάστατη και χωρίς συγκεκριμένο στόχο – περιστρεφόταν για το αβέβαιο της ανθρώπινης ύπαρξης και το στοιχείο της περατότητας που την διέπει, στο διπλανό τραπέζι μια άλλη παρέα φίλων – νεανικής ηλικίας – μάς προκάλεσε εντύπωση με την ακατάσχετη ευθυμία της και τους ηχηρούς και συνεχείς γέλωτες. Για μια στιγμή φάνηκε πως οι δύο παρέες αποτύπωναν με ενάργεια την πραγματικότητα (στις δύο εκδοχές της) της ζωής και την πορεία του ανθρώπου στο χρόνο.
Η χαρά, η αισιοδοξία, το γέλιο, η ευθυμία και η ελπίδα εναλλάσσονται με τη λύπη, το φόβο, την αγωνία, την απαισιοδοξία και τη μελαγχολική διάθεση. Η πορεία του ανθρώπου στο χρόνο δεν είναι ακύμαντη. Οι εναλλαγές είναι διαρκείς και όχι σπάνια έχουν βίαιο χαρακτήρα. Οι παράγοντες που την καθορίζουν είναι πολλοί. Εκείνοι, όμως, που κατεξοχήν τη διαμορφώνουν είναι ο περίγυρος με όλες τις αποχρώσεις του (κοινωνικές, οικονομικές, περιβαλλοντικές…) και ο τρόπος με τον οποίο το άτομο ως υποκείμενο αντιδρά στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος (βιοθεωρία…).
Η κατάθλιψη
Κι ενώ η ευθυμία της διπλανής παρέας κυριαρχούσε στην ατμόσφαιρα ο ένας από τη δική μας παρέα μελαγχόλησε και με ύφος ανήσυχο είπε: «Εμένα γιατί δεν μου αρέσουν τα γέλια; Γιατί πάντοτε αρέσκομαι να ακούω «λυπητερά» τραγούδια και να βλέπω ταινίες πόνου; Πολλές φορές νιώθω την ανάγκη να κλάψω, ιδιαίτερα όταν θυμάμαι τους νεκρούς γονείς μου. Η μελαγχολία είναι το δικό μου κλίμα. Μήπως είμαι καταθλιπτικός;».
Οι άλλοι δύο μείναμε άναυδοι γι’ αυτήν την απρόσμενη de profundis εξομολόγηση του φίλου μας και λίγο σαστίσαμε. Σκυθρωπιάσαμε όλοι ξαφνικά και άβολα αναζητούσαμε τρόπο διαφυγής από αυτήν την ατμόσφαιρα. Έπρεπε, όμως, να βρούμε μία πειστική απάντηση στα ερωτήματα του φίλου μας και ένα λόγο παρηγορητικό. Ήταν ο φίλος μας καταθλιπτικός ή λίγο πολύ όλοι αισθανόμαστε κάπως έτσι κατά διαστήματα;
Ο φιλόλογος της παρέας τόνισε πως αυτή η στροφή του προς το αρνητικό τοπίο της ζωής και των πραγμάτων δεν είναι μία «πάθηση» αλλά μία αντίδραση – ασυνείδητη εν πολλοίς – του ανθρώπου απέναντι στη δύναμη του κακού και στο μοιραίο (θάνατος). Εξήγησε πως δεν είναι τυχαίο πως τα λογοτεχνικά κείμενα (ποιητικά και πεζά) αλλά και τα τραγούδια στην πλειονότητά τους προβάλλουν τον πόνο και την αρνητική πλευρά της ζωής (θάνατος, κακοτυχίες, προβλήματα, χωρισμοί…).
Αυτό ερμηνεύεται ως μία προσπάθεια του ανθρώπου να ξορκίσει το κακό και να απαλλαγεί από την πίεση που ασκείται στον ψυχισμό του από τη συνειδητοποίηση της περατότητάς του ως βιολογικού όντος. Επειδή τη νομοτέλεια του θανάτου και το κακό δύσκολα μπορεί να τα αντιπαλέψει ο άνθρωπος σε πραγματικές συνθήκες, δημιουργεί ένα εικονικό πλαίσιο και με όχημα το τραγούδι και την λογοτεχνία προσπαθεί να υπερνικήσει τις ενδόμυχες φοβίες.
Αντίθετα το καλό, αν έρθει κι όταν έρχεται, είναι καλοδεχούμενο και δεν μάς αναστατώνει. Γι’ αυτό τόσο στη λογοτεχνία όσο και στο τραγούδι κατέχει μικρό μερίδιο.
Ίσως αυτή η ερμηνεία να μην έπεισε απόλυτα τον «καταθλιπτικό» φίλο μας, αλλά σίγουρα τον καθησύχασε αφού στην προσωπική του περίπτωση διείδε μία γενικευμένη και διαχρονική ανθρώπινη συμπεριφορά.
Η ερμηνεία
Ωστόσο η ερμηνεία της συμπεριφοράς του «καταθλιπτικού» φίλου μας που δόθηκε από το γιατρό της παρέας μάς φάνηκε πιο πειστική. Μία ερμηνεία που εμπεριείχε στοιχεία ιατρικής, ψυχιατρικής και φιλοσοφίας. Σημαντική παράμετρος της ερμηνείας, ωστόσο, στάθηκε και η βαθιά γνώση του χαρακτήρα και της βιοθεωρίας του φοβισμένου «καταθλιπτικού» της παρέας μας.
Αφετηριακό σημείο της ερμηνείας του γιατρού ήταν ο εντοπισμός μιας φιλοσοφικής διάθεσης του «πάσχοντος». Η τάση του να εμβαθύνει στον πυρήνα των πραγμάτων και να επιδιώκει μία εξήγηση, όχι πάντα με τα κριτήρια της συστημικής λογικής, τον οδηγεί αναπότρεπτα σε μια sui generis αντίληψη για τη ζωή όπου πλεονάζουν η φαντασία, η ευαισθησία, η ανθρωπιά και η ανασφάλεια – απορία για τη θέση του ανθρώπου στο σύμπαν. Όλα αυτά, σύμφωνα με τη γνώμη του γιατρού, γονιμοποιούν τους προβληματισμούς και ενεργοποιούν τα πνευματικά αντισώματα. Διαπλάθουν ένα αντίστοιχο αξιακό σύστημα που λειτουργεί ως αποκωδικοποιητής της πραγματικότητας.
Έτσι οι φιλοσοφικές ενατενίσεις του ατόμου αποκρυσταλλώνονται με τον καιρό σε πνευματικούς κώδικες που με τη σειρά τους διαμορφώνουν και τον εσωτερικό του κόσμο. Τα συναισθήματα καi η συμπεριφορά, προϊόν εξωγενών και εσωγενών ερεθισμάτων, συνθέτουν πλέον το βασικό πλέγμα της χαρακτηρολογικής δομής του ατόμου. Σε ένα άλλο επίπεδο, σύμφωνα και με την ερμηνεία του γιατρού της παρέας, πραγματώνεται ασυνείδητα μια σωματοποίηση όλων των προηγούμενων στοιχείων (φιλοσοφικές απορίες, πνευματικά ερωτήματα, ψυχοσυναισθηματικές αντιδράσεις – εξάρσεις).
Αυτή η διεργασία είναι που αιτιολογεί και τη μελαγχολική διάθεση του «καταθλιπτικού» της παρέας. Πάντοτε οι φιλοσοφικές αναζητήσεις και οι βαθιές πνευματικές αναλύσεις συνοδεύονται από κάποια μελαγχολικά ευρήματα για το ρόλο και τη θέση του ανθρώπου στο σύμπαν και τη ματαιότητα της ύπαρξής μας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ασπαζόμαστε απόλυτα τη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ.
Ο γιατρός, επίσης, τόνισε πως το κλάμα δεν συνιστά στοιχείο ανησυχίας ούτε γνώρισμα κάποιας ψυχολογικής ευπάθειας αλλά μία ενδογενής ανάγκη για αποφόρτιση. Οι ειδικοί, εξάλλου, επισημαίνουν τη θεραπευτική λειτουργία του κλάματος και πως αυτό δεν είναι υποχρεωτικά ίδιον γνώρισμα των γυναικών σύμφωνα με τα επικρατούντα στερεότυπα («οι άνδρες δεν κλαίνε»)
Η θεραπεία
Κάπου εδώ η συζήτηση τελείωσε με ορατά τα αποτελέσματα αφού όλοι ομολογήσαμε πως κατά διαστήματα όλοι εμφανίζουμε τάση για εσωστρέφεια και μελαγχολική αντιμετώπιση των δεδομένων της πραγματικότητας. Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος δεν είναι μία τεχνικά απόλυτα ρυθμιζόμενη μηχανή προς μία μόνιμη κι αναλλοίωτη συμπεριφορά. Αυτό για άλλους είναι η ευτυχία του και για άλλους η τραγωδία του.
Κάθε, λοιπόν, ανθρώπινη συμπεριφορά δεν καθορίζεται τόσο από τα «πράγματα» – εξωτερική πραγματικότητα αλλά από την εικόνα που έχουμε γι’ αυτά. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο, αυτήν την εικόνα να παλέψουμε να αλλάξουμε, αφού η αντικειμενική πραγματικότητα (θάνατος, προβλήματα…) μάς υπερβαίνει.
«Ταράττει τους ανθρώπους ου τα πράγματα, αλλά τα περί των πραγμάτων δόγματα». (Επίκτητος)
ΙΔΕΟπολις