Όλυμπος / Τοτός: Κυκλώνοντας το Οροπέδιο Μουσών ανεβαίνοντας το “Ανάθεμα” και κατεβαίνοντας το “Κοφτό”
«Αν δεν το τολμήσεις δεν θα μάθεις ποτέ…αν άξιζε ή όχι.»
Περιγραφή – φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Ξημέρωνε η πρώτη Κυριακή του Ιούνη.
Στο ημερολόγιο έγραφε 05-06-2022, ‘‘Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος’’.
Ξεκινούσε, για μας τους λάτρεις της Φύσης, μία καινούργια μέρα απόδρασης και μιας ακόμη κυριακάτικης δράσης στον ορεινό όγκο της επιλογής μας.
Συναντηθήκαμε, τα μέλη της Ορειβατικής Ομάδας Βέροιας ‘‘Τοτός’’, στο καθορισμένο σημείο συνάντησης.
Αφού ετοιμαστήκαμε, επιβιβαστήκαμε στο τζιπ και αναχωρήσαμε για το δικό μας «καταφύγιο» ηρεμίας και μακριά από τα «πρέπει» της άχαρης καθημερινότητας.
Φύγαμε από την Βέροια για τη δική μας «ελεύθερη γωνίτσα» ψυχικής γαλήνης και ικανοποίησης των «θέλω» μας.
Τα ρολόγια εκείνη τη στιγμή δείχνανε 06.00’ π.μ.
Οδικός προορισμός μας το Λιτόχωρο Πιερίας και στη συνέχεια η θέση ‘‘Γκορτσιά’’ του βουνού των θεών, του όλο μυστήριο μαγευτικού ‘‘Ολύμπου’’.
Χρειαστήκαμε 107 χιλιόμετρα οδικής διαδρομής και μία ώρα και 15 λεπτά χαλαρής οδήγησης για να βρεθούμε από την πρωτεύουσα της Ημαθίας στο σημείο ‘‘Διασταύρωση’’ της διαδρομής: Λιτόχωρο – ‘‘Πριόνια’’.
Στο σημείο εκείνο αφήσαμε τον ασφαλτόδρομο και στρίψαμε δεξιά, ακολουθώντας τον ανηφορικό νεροφαγωμένο και σύντομο δασικό δρόμο.
Στα 100 περίπου μέτρα μετά τη διασταύρωση, βρεθήκαμε σε ένα μικρό πλάτωμα του τοπωνύμιου ‘‘Γκορτσιά’’ Ολύμπου με τα ξύλινα τραπεζοκαθίσματα για τους επισκέπτες και τις σταυλικές εγκαταστάσεις του αγωγιάτη που τροφοδοτεί τα καταφύγια με τρόφιμα και μεταφέρει με τα μουλάρια του όλα εκείνα τα απαραίτητα για τη συντήρησή τους υλικά.
Τα τετράποδα την ώρα της άφιξής μας ξεκουράζονταν μέσα στον κατάλληλα περιφραγμένο χώρο των ξυλόκτιστων εγκαταστάσεων περιμένοντας να «πιάσουν» δουλειά.
Από δω ξεκινά, για όσους φυσικά επιλέξουν τη θέση, και το μοναδικό μονοπάτι για τις κορυφές του βουνού των θεών (φωτ. 1).
Δεν ήμασταν οι μοναδικοί επισκέπτες, από την προηγούμενη έχουν έρθει και άλλοι ορειβάτες.
Αυτοκίνητα υπήρχαν πολλά.
Σταθμεύσαμε το δικό μας σε σημείο που να μη εμποδίζει και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε.
Ο καιρός καλός.
Ο ουρανός χωρίς σύννεφα και η πρωϊνή γύρω ατμόσφαιρα καθαρή..
Η θερμοκρασία στα 1.120 μέτρα υψόμετρα ήταν ό,τι πρέπει. Ούτε κρύο-ούτε ζέστη.
Η διάθεσή μας ευχάριστη και τα πειράγματα μεταξύ μας να…δίνουν και να παίρνουν.
Όμορφες στιγμές, χαρούμενες εικόνες.
Στα σακίδιά μας τα πιο απαραίτητα.
Άνοιξα τον ασύρματο επικοινωνίας και ενεργοποίησα το GPS.
Με τη φωτογραφική σε ετοιμότητα περίμενα το νεύμα του αρχηγού για την εκκίνηση.
Ο 84χρονος Τοτός, Θεόδωρος (Τοτός) Σαρόγλου, δεν άργησε να πεί το: ‘‘Πάμε!!’’.
Τον ακολούθησα.
«Έσβησα» όλα τα…άχρηστα…που βάρυναν μέχρι εκείνη τη στιγμή το μυαλό μου και το «ξεκίνησα» να «αποθηκεύει», στον ελεύθερό του πλέον χώρο, όλες εκείνες τις εικόνες που θα αντικρίζαμε και τις στιγμές που θα βιώναμε κατά τη διάρκεια της πολύωρής μας δραστηριότητας στον ορεινό όγκο της «κατοικίας των θεών».
Ακολουθήσαμε το όμορφα διαμορφωμένο φαρδύ μονοπάτι, που στη συνέχειά του ολοένα στένευε όσο εμείς απομακρυνόμασταν από το μικρό πλάτωμα.
Η πορεία μας ανηφορική.
Τα περάσματά μας μέσα στο δάσος, που είχε «ξυπνήσει».
Όλο το γύρω τοπίο «μιλούσε».
«Μιλούσε» με την πολυχρωμία του, με το απαλό ευχάριστο αεράκι του, με το πρωϊνό χαρακτηριστικό άρωμά του, με τις εναλλασσόμενες εικόνες του, με τα ασταμάτητα τιτιβίσματα των λογής-λογής πουλιών κ.α.
Οι εικόνες που αντικρίζαμε βήμα-βήμα δεν έμοιαζαν μεταξύ τους. Η καθεμιά της είχε τη δική της ξεχωριστή σύνθεση και απερίγραπτη ομορφιά.
Η χλωρίδα διέφερε από περιοχή σε περιοχή, το ίδιο και η γεωμορφολογία του μονοπατιού.
Κάθε βήμα μας και κάτι το διαφορετικό, κάθε πέρασμά μας και κάτι το ξεχωριστό.
Στην αρχή περνούσαμε μέσα από μικτά δάση (φωτ. 2).
Σε πολλά σημεία της διαδρομής οι γυμνές ρίζες των δένδρων χρησίμευαν σαν σκαλοπάτια στο ανέβασμά μας.
Συνεχίζαμε.
Μπήκαμε στο δάσος με τα πανύψηλα μαυρόπευκα.
Ακολουθούσαμε το ευδιάκριτο, το καθαρό και με πολύ καλή σήμανση μονοπάτι, που όσο ανηφορίζαμε γινόταν αρκετά απαιτητικό.
Άλλαζε γεωμορφολογικά.
Από χωμάτινος γινόταν πετρώδες και με μεγάλη κλίση. Απαιτούσε στην ανάβασή του αντοχή και γερά πόδια ( φωτ. 3).
Η πορεία μας οφιοειδής, «ζιγκ-ζάγκ» στο μεγαλύτερο κομμάτι της διαδρομής.
Τα κόκκινα σημάδια, της σήμανσης, παντού. Τα συναντούσαμε στο πέρασμά μας τόσο στους κορμούς των δένδρων, όσο και στους βράχους διάφορων μεγεθών.
Κοντεύαμε στη θέση με το τοπωνύμιο: ‘‘Μπάρμπα’’.
Χρειαστήκαμε 50 λεπτά της ώρας συνεχούς ανηφορικής πορείας για να φτάσουμε, από τη ‘‘Γκορτσιά’’, στο μικρό πλάτωμα-ξέφωτο με το κιόσκι και το πετρόχτιστο ημικυκλικό παγκάκι.
Η ολιγόλεπτη στάση ήταν απαραίτητη.
Υγρά με ηλεκτρολύτες, μπισκότα και μπάρες δημητριακών, ήταν ό,τι πρέπει στα 1.450 μέτρα υψόμετρο.
Κάποια στιγμή ήρθε η ώρα να ξεκινήσουμε, είχαμε πολλή δρόμο ακόμη για τη συνέχεια.
Ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και μπήκαμε στο μονοπάτι που οδηγούσε προς ‘‘Πετρόστρουγκα’’ (φωτ. 4).
Περπατούσαμε μέσα σε ένα πανέμορφο δάσος οξιάς με την καταπράσινη πυκνή κώμη των πανύψηλων δένδρων από πάνω μας.
Και κάτω, τα πεσμένα καφετί χρωματισμού παλιά φύλλα να κάνουν τη διαφορά…λες και η Φύση φρόντισε να «απλώσει» το πολύχρωμο χαλί για να το πατήσουμε στο πέρασμά μας.
Εικόνες που αντικρίζαμε απερίγραπτες, μαγευτικές, παραμυθένιες.
Και εμείς ήμασταν, εκείνη τη στιγμή, ένα κομμάτι του παραμυθιού.
Ήμασταν το κομμάτι που συμπλήρωνε το όλο σκηνικό.
Προχωρώντας, οι εναλλαγές ήταν συνεχείς.
Δάσος οξιάς – ελατόδασος – δάσος οξιάς – ελατόδασος κ.ο.κ.
Δεν ήταν μόνο η εναλλαγή του είδους των δένδρων που αντικρίζαμε σε κάθε μας βήμα, ήταν και η εναλλαγές της μορφολογίας του μονοπατιού.
Όλο ανηφόρα, τα επίπεδα τμήματα…έτσι για κάπως χαλαρό περπάτημα…λιγοστά.
Σε αρκετά τμήματα της διαδρομής περνούσαμε ανάμεσα από βράχους και κάποιους ογκόλιθους διάφορων σχηματισμών και διαστάσεων.
Προσπεράσαμε ένα δευτερεύον μονοπάτι, που το συναντήσαμε στα δεξιά μας και οδηγούσε στην πηγή μέσα στο ρέμα.
Το τοπωνύμιο στο σημείο εκείνο της ρεματιάς: ‘‘Κολοκυθιές’’.
Για να φτάσει κάποιος στην πηγή θα χρειαστεί δέκα μόλις λεπτά πορείας από τον μεταλλικό σωλήνα της σήμανσης, που υπάρχει στο σημείο της διασταύρωσης των μονοπατιών.
Ανεβαίναμε.
Κοντεύαμε στη θέση με το τοπωνύμιο: ‘‘Κόκα’’ ( το γράφει με μπλε γράμματα στον κορμό ενός κωνοφόρου ).
Χρειαστήκαμε 40 λεπτά ανηφορικής πορείας για να φτάσουμε, από τη θέση ‘‘Μπάρμπα’’, στο σημείο με τα ξύλινα παγκάκια, που κατασκευάστηκαν κοντά στην άκρη μιας απότομης βραχώδους πλαγιάς.
Ολιγόλεπτη στάση.
Αναμνηστική φωτογραφία και φύγαμε (φωτ. 5 και 6).
Από δω και πέρα συνεχίζαμε στο πιο απαιτητικό μονοπάτι της διαδρομής, που περνούσε από βραχώδη τοπία.
Βρισκόμασταν μέσα στο ελατόδασος.
Κάπου-κάπου συναντούσαμε και κανένα ακέφαλο ρόμπολο, που ξεχώριζε με το επίπεδο τελείωμά του σε σχήμα ομπρέλας.
Τα βήματά μας αργά.
Γύρω μας η απόλυτη ησυχία.
Εδώ το δάσος σιωπούσε και έτσι σιωπηλό παρακολουθούσε την απαιτητική προσπάθειά μας της ανάβασης.
Ακούγονταν μόνο οι ανάσες μας και τα «κλικ» των κλείστρων των φωτογραφικών μας μηχανών.
Ανηφορίζαμε.
Σε ένα βράχο, στα αριστερά μας όπως ανεβαίναμε, είδαμε κολλημένη μια ολόλευκη μαρμάρινη πλακέτα, που μάς κίνησε την περιέργεια.
Πήγαμε προς τα εκεί.
Είχε χαραγμένα πάνω της τα εξής: «Κάτι του ψιθυρίσανε τα σύννεφα / Κάτι του αποκάλυψε ο άνεμος / Απροσδόκητα αναχώρησε Κώστας Τζιβελέκας»
Ήταν αφιερωμένη στον Έλληνα κατακτητή του Έβερεστ, που στα 67 του «ανέβηκε» ακόμη πιο ψηλά, εκεί στον ουρανό, ηττημένος από την ανίατη ασθένειά του.
Στο βραχώδη εκείνο κομμάτι της διαδρομής υπάρχει ένα άνοιγμα που βλέπει προς το καταπράσινο ‘‘Μαυρόλογγο’’ και τις απέναντι ψηλότερες κορυφές του «…. Παρθενώνα της ελληνικής φύσης…», όπως αποκαλούσε τον Όλυμπο ο ζωγράφος Ιθακήσιος.
Πλησιάσαμε στο χείλος του απόκρημνου βράχου για να θαυμάσουμε, από ψηλά, όλη την εικόνα που «ξεδιπλωνόταν» μπροστά μας και κάτω από τα…πόδια μας.
Βλέπαμε την μακρινάρι κορυφογραμμή με τις κορυφές της σχεδόν να «ακουμπούν» τα σύννεφα: ‘‘Σημαιοφόρος’’ (υψ. 2.382 μ.), ‘‘Πάγος’’ (υψ. 2.677 μ.), ‘‘Καλόγερος’’ (υψ. 2.701 μ.), ‘‘Καλόγερος Β΄’’ (υψ. 2.700 μ.), ‘‘Μεταμόρφωση’’ και ‘‘Αγ. Αντώνιος’’ (υψ. 2.815 μ.).
Και κοιτάζοντας χαμηλά, βλέπαμε όλο εκείνο το χάος του δασοσκέπαστου μαγευτικού ‘‘Μαυρόλογγού’’ (φωτ. 7).
Φωτογραφίες και συνεχίσαμε.
Κοντεύαμε στα 1.900 περίπου μέτρα υψόμετρο.
Θέλαμε λίγο ακόμη για το τοπωνύμιο ‘‘Στράγγος’’.
Κάποια στιγμή φτάσαμε.
Χρειαστήκαμε κοντά στα 20 λεπτά ανηφορικής πορείας, με στάσεις, για να βρεθούμε από τη θέση ‘‘Κόκα’’ στο σημείο με τη μεγάλη τσιμεντένια δεξαμενή, που έχει στη μια πλευρά της ζωγραφισμένη την γαλανόλευκη.
Πριν τη δεξαμενή, όπως ανεβαίνουμε, μία μεταλλική πινακιδούλα στον κορμό του κωνοφόρου ενημερώνει τον ορειβάτη για τις επιλογές που μπορεί να κάνει, όπως:
Α. ή να ακολουθήσει το μονοπάτι, στα αριστερά, που οδηγεί στη σπηλιά του Βασίλη Ιθακήσιου (1878-1977).
[Για να φτάσει κάποιος στην βραχοσκεπή, μία εσοχή στο βράχο, εκεί δηλαδή που έζησε τα καλοκαίρια ο πιο πάνω ζωγράφος του Ολύμπου θα χρειαστεί λιγότερα από 10 λεπτά πορείας από τη δεξαμενή].
Β. ή να ακολουθήσει ένα δεύτερο μονοπάτι, και αυτό στα αριστερά, που οδηγεί στην ‘‘Πηγή Στράγγο’’ και στη συνέχειά του στο ‘‘Γομαρόσταλο’’.
[Για να φτάσει κάποιος στην ‘‘Πηγή Στράγγο’’, την μοναδική πηγή στην ανώτερη ζώνη του Ολύμπου, δεν θα χρειαστεί παραπάνω από 15 λεπτά πορείας από τη διασταύρωση μονοπατιών που βρεθήκαμε].
Γ. ή να συνεχίσει το κύριο μονοπάτι που ακολουθούσαμε και οδηγεί στο καταφύγιο ‘‘Πετρόστρουγκα ’’ και στη συνέχειά του στο ‘‘Οροπέδιο Μουσών ’’ περνώντας από την κορυφή ‘‘Σκούρτα’’.
Στη δεξαμενή δεν καθυστερήσαμε καθόλου.
Βγήκαμε από το κλασικό κύριο μονοπάτι και ακολουθήσαμε εκείνο, στα αριστερά μας, της ‘‘Β’’ επιλογής για ‘‘Γομαρόσταλο’’.
Οι νεαροί ορειβάτες, που συναντήσαμε στο σημείο, συνέχισαν για ‘‘Πετρόστρουγκα’’ (φωτ. 8).
Ανηφορίζοντας φτάσαμε σε μία άλλη διασταύρωση μονοπατιών.
Του δικού μας που ακολουθούσαμε με ένα άλλο που: στα αριστερά του συνέχιζε για ‘‘Γομαρόσταλο’’ και στα δεξιά του για ‘‘Πετρόστρουγκα’’.
Συνεχίσαμε ευθεία, μπαίνοντας στο κομμάτι με το τοπωνύμιο ‘‘Ανάθεμα ’’ (φωτ. 9).
Ακολουθήσαμε δηλαδή το λιγότερο περπατημένο μονοπάτι στη ζώνη του Ρόμπολου, του γιγάντιου δηλαδή σε διαστάσεις, σχήμα και ύψος ακέφαλου κωνοφόρου.
Είναι ένα μονοπάτι με αρκετά απαιτητικά περάσματα που απαιτούν πολλή κουράγια, συνεχή αντοχή και δύναμη στα πόδια.
Ανηφορίζει μία πετρώδη πλαγιά με μεγάλη κλίση και λόγω της δυσκολίας του στην ανάβαση οι ορειβάτες δεν το προτιμούν σχεδόν καθόλου.
Η μη ανανέωση-φρεσκάρισμα της σήμανσης αυτό ακριβώς «μαρτυρούσε».
Άρχισαν τα δύσκολα.
Εμείς, όμως, συνεχίζαμε ακάθεκτοι και σε πολλά σημεία του μονοπατιού προχωρούσαμε σχεδόν «σκαρφαλώνοντας» τους βράχους με τα…τέσσερα (φωτ. 10).
Στο μοναδικό σημείο-άνοιγμα καταφέραμε να βγάλουμε μία αναμνηστική φωτογραφία.
Ήταν το μόνο επίπεδο στα 2.070 μέτρα υψόμετρο (φωτ. 11).
Συνεχίσαμε.
Τα γιγάντια παράξενων σχηματισμών κωνοφόρα άρχιζαν να αραιώνουν.
Κοντεύαμε στο γυμνό της Αλπικής ζώνης.
Το μαρτύριό μας στο…ντερέκι…με το τοπωνύμιο ‘‘Ανάθεμα’’ έφτανε στο τέλος του.
Κάποια στιγμή βγήκαμε στο γυμνό του ορεινού όγκου.
Χρειαστήκαμε μία ώρα και 15 λεπτά δύσκολης ανάβασης για να βγούμε από το πιο απαιτητικό κομμάτι της διαδρομής και να βρεθούμε επιτέλους κοντά στα…σύννεφα.
Στην Αλπική ζώνη ολιγόλεπτη στάση (φωτ. 12).
Δεν καθυστερήσαμε καθόλου.
Είχαμε πολλή δρόμο ακόμη μπροστά μας για να ολοκληρώσουμε την κυριακάτική μας προγραμματισμένη δραστηριότητα.
Αφού ξεκουραστήκαμε, ξεκινήσαμε για την κορυφή ‘‘Σκούρτα’’.
Στο κομμάτι εκείνο της διαδρομής απουσίαζαν τα δένδρα και οι θάμνοι που συναντούσαμε ήταν σκόρπιοι από δω και από εκεί.
Κυριαρχούσε το γκριζωπό της γεωμορφολογίας του τοπίου και κάπου-κάπου η παρουσία του πρασίνου χρώματος ορεινού χορτολίβαδου έκανε τη διαφορά.
Ακολουθούσαμε τους ξύλινους πασσάλους της σήμανσης του μονοπατιού και τους πέτρινους «κούκους», τις τοποθετημένες δηλαδή πέτρες τη μια πάνω στην άλλη από ανθρώπινο χέρι.
Φάνηκε η κορυφή (φωτ. 13).
Συνεχίζαμε.
Αρχίσαμε να αισθανόμαστε την ψυχρούλα του υψόμετρου.
Το αεράκι μάς «ανάγκασε» να φορέσουμε μακρυμάνικα.
Πέρα στο βάθος και πάνω από το ‘‘Οροπέδιο Μουσών’’ τα σκουρόχρωμα σύννεφα πηγαινοέρχονταν άλλοτε κρύβοντας και άλλοτε εμφανίζοντας τις ψηλότερες κορυφές του βουνού των θεών.
Δεν αργήσαμε να φτάσουμε στην ‘‘Σκούρτα’’
Από τα 2.476 μέτρα υψόμετρο καταφέραμε να δούμε, όσο φυσικά μάς το επέτρεπαν τα παιχνιδιάρικα σύννεφα: το υπόλοιπο της διαδρομής μέχρι το ‘‘Όροπέδιο’’, το ‘‘Στεφάνι’’ –τον ‘‘θρόνο’‘ δηλαδή ‘‘του Δία’’-, την ψηλότερη κορυφή ‘‘Μύτικας’’, τον ‘‘Πρ. Ηλία’’, που σε σχήμα κώνου ορθωνόταν πάνω από το ‘‘Οροπέδιο’’ (φωτ. 14).
Κοιτάζοντας πίσω μας και χαμηλά βλέπαμε τον ‘‘Θερμαϊκό Κόλπο’’, την Κατερίνη, τον κάμπο της, τα χωριά της Πιερίας, τα παράλιά της.
Στην κορυφή δεν καθυστερήσαμε. Φωτογραφίες και φύγαμε.
Η πορεία μας κατηφορική. Η κατηφόρα όμως σύντομη.
Φτάσαμε στο τοπωνύμιο ‘‘Λαιμός’’.
Συνεχίσαμε στην κόψη του. Και από τη μια και από την άλλη είχαμε τις απόκρημνες βραχώδεις πλαγιές που κατέληγαν στο χάος των ρεματιών (φωτ. 15).
Φτάνοντας στα ‘‘Καγκέλια’’ άρχισαν πάλι τα δύσκολα. Ανεβαίναμε μία απαιτητική βραχώδη πλαγιά με μεγάλη κλίση.
Η πορεία μας οφιοειδής. Τα «ζιγκ-ζαγκ» πυκνά.
Δεν αργήσαμε να φτάσουμε κοντά στο απότομο ‘‘Πέρασμα Γιώσου’’.
[Το τοπωνύμιο πήρε το όνομα του Γιώσου (Ιάσωνα) Αποστολίδη για την πρωτοβουλία του της κατασκευής του περάσματος και λόγω του τραυματισμού του στον απότομο εκείνο βράχο κατά τη διάρκεια των εργασιών ].
Στο σημείο υπάρχουν δύο επιλογές για να βρεθεί κανείς στο ‘‘Οροπέδιο Μουσών’’:
Α. ή να ‘‘σκαρφαλώσει’’ το απότομο βράχινο τοίχος, όπως έκανε ο Γιώσος.
[Στο πέραμα υπάρχει σήμερα βοηθητικό συρματόσχοινο ]
Β. ή να παρακάμψει το απότομο και να ακολουθήσει το μονοπάτι με τη λιγότερη δυσκολία, που δημιουργήθηκε στα δεξιά, όπως ανεβαίνουμε, του ‘‘Περάσματος Γιώσου ’’.
Εμείς επιλέξαμε την «Α» επιλογή, αποφασισμένοι να κάνουμε ολόκληρη τη διαδρομή του μονοπατιού από τη ‘‘Σκούρτα’’ μέχρι το ‘‘Οροπέδιο’’, όπως ακριβώς τη χάραξε και δημιούργησε ο ΣΕΟ με πρωτοβουλία του Ιάσωνα.
Φτάνοντας στο συρματόσχοινο κοίταξα προς τα πίσω και «περπάτησα» με τη ματιά μου την διαδρομή που είχαμε κάνει λίγα μόλις λεπτά της ώρας νωρίτερα (φωτ. 16).
Δεν καθυστερήσαμε. Το «ταξίδι» της ματιάς μας ήταν γρήγορο.
Ξεκινήσαμε το «σκαρφάλωμα». Πιανόμασταν από το συρματόσχοινο και πατούσαμε στις εσοχές του γιγάντιου σχεδόν κάθετου βράχου.
Κάθε εσοχή είχε και το…«όνομά» της: ‘‘θέληση’’, ‘‘αποφασιστικότητα’’, ‘‘τόλμη’’, ‘‘προσπάθεια’’, ‘‘κατόρθωμα’’…
Δεν αργήσαμε να βγούμε από το ‘‘Πέρασμα’’ και να βρεθούμε στο απέραντο αλπικό χορτολίβαδο, το ‘‘Οροπέδιο Μουσών’’.
Απέναντί μας, πέρα στο βάθος, ορθωνόταν ο επιβλητικός «θρόνος του Δία», το ‘‘Στεφάνι’’ (υψ. 2.912 μ).
Φαινόταν καθαρά και η ψηλότερη κορυφή του βουνού των…θεών, ο ‘‘Μύτικας’’ (υψ. 2.918 μ.), που ξεχώριζε στα αριστερά του γιγάντιου τοίχους μετά από ένα κενό που παρεμβάλλεται μεταξύ τους.
Βλέπαμε επίσης τις κορυφές: ‘‘Πρ. Ηλίας’’ με το κτισμένο στα 2.788 μέτρα υψόμετρο ομώνυμο εκκλησάκι, την ‘‘Τούμπα’’ και το πέρασμα ‘‘Πόρτες’’.
Μπορέσαμε να διακρίνουμε και το καταφύγιο ‘‘Χρ. Κάκαλος’’, που φαινόταν σαν ένα μικρό σπιτάκι πάνω σε λοφίσκο.
Ο «κάτοχός» του «θρόνου»…απουσίαζε. Απουσίαζαν και οι…Μούσες.
Μόνο ένα χαριτωμένο αγριοκάτσικο του Ολύμπου μάς «υποδέχτηκε» ξαφνιαζόμενο.
Δεν ήταν μακριά μας. Βρισκόταν σε μία απόσταση των 20 με 25 μόλις μέτρων.
Κοίταξε στιγμιαία προς τη μεριά μας και συνέχισε να βόσκει αμέριμνο, συνηθισμένο στην ανθρώπινη παρουσία.
Με την πιο πάνω εικόνα προχωρούσαμε (φωτ. 17).
Στη διασταύρωση μονοπατιών ακολουθήσαμε το ανηφορικό, εκείνο δηλαδή που οδηγούσε στο καταφύγιο ‘‘Αποστολίδη’’.
Το άλλο, κατηφορίζοντας στην αρχή του, οδηγούσε στο καταφύγιο ‘‘Χρ. Κάκαλος’’.
Κοντεύοντας στον προορισμό της ορειβατικής μας δραστηριότητας πατήσαμε χιόνι (φωτ. 18).
Φτάσαμε.
Στα 2.760 μέτρα υψόμετρο συναντήσαμε μία μεγάλη ομάδα νεαρών ορειβατών.
Τα κορίτσια και τα αγόρια, που διανυκτέρευσαν στο καταφύγιο ‘‘Αποστολίδη’’ ετοιμάζονταν εκείνη τη στιγμή για την επιστροφή τους στα ‘‘Πριόνια’’.
Μπήκαμε στο καταφύγιο που πήρε το όνομα του ιδρυτή του, του Γιώσου Αποστολίδη μετά το θάνατό του από ορειβατικό ατύχημα στο ‘‘Λούκι του Μύτικα’’ το Πάσχα του 1964.
Ο Τοτός μόλις έγινε αντιληπτός έτυχε θερμής υποδοχής από τους ορειβάτες-διαχειριστές του χώρου (φωτ. 19).
Ο 84 χρονος Αρχηγός μας ορειβατώντας πάνω από 50 χρόνια έγινε γνωστός στους περισσότερους ορειβάτες.
Η ματιά μου «κατευθύνθηκε» προς το εντοιχισμένο ρολόϊ της τραπεζαρίας.
Εκείνη τη στιγμή οι δείκτες του δείχνανε 13.05’.
Χρειαστήκαμε δηλαδή 5 ολόκληρες ώρες και 45 λεπτά ανάβασης και περνώντας από το αρκετά απαιτητικό ‘‘Ανάθεμα’’ για να βρεθούμε από τη θέση ‘‘Γκορτσιά’’ στα 2.760 μέτρα υψόμετρο (φωτ. 20).
Αποφασίσαμε να κάνουμε την κύρια στάση μας. Στάση να ξεκουραστούμε και να κολατσίσουμε συζητώντας με τους νεαρούς διαχειριστές του καταφύγιου.
Ο ζεστός τραχανάς με φέτα και η μακαρονάδα με κιμά ήταν ό,τι πρέπει εκείνη τη στιγμή μετά την πολύωρη απαιτητική ανάβαση.
Η ώρα περνούσε, τα λεπτά τρέχανε.
Είχαμε πολύ δρόμο ακόμη για την ολοκλήρωση της κυριακάτικής μας ορειβατικής δραστηριότητας.
Αποφασίσαμε λοιπόν να πάρουμε το μονοπάτι της επιστροφής.
Η σχεδόν μία ώρα ξεκούρασης ήταν υπεραρκετή για να «γεμίσουν» οι…μπαταρίες μας για τη συνέχεια.
Ολιγόλεπτη σύσκεψη και αποφασίσαμε να επιστρέψουμε από άλλη διαδρομή.
Καταλήξαμε στην απόφαση να κατηφορίσουμε για το Καταφύγιο ‘‘ Σπ. Αγαπητός’’ (ή ‘‘Ζολώτα’’) ακολουθώντας το μονοπάτι με το τοπωνύμιο ‘‘Κοφτό’’ και από το καταφύγιο να συνεχίσουμε για τα ‘‘Πριόνια’’.
Ξαναφορτωθήκαμε τα κάπως ελαφρύτερα πλέον σακίδιά μας, χαιρετήσαμε τα νεαρά παιδιά και ξεκινήσαμε.
Κατηφορίζοντας το ‘‘Οροπέδιο Μουσών’’ προσπεράσαμε το Καταφύγιο ‘‘Χρ. Κάκαλος’’, που το βλέπαμε στα αριστερά μας.
Στα δεξιά μας ορθωνόταν ο επιβλητικός γιγάντιος ‘‘θρόνος του Δία’’, το ‘‘Στεφάνι’’, που η κορυφογραμμή του «ακουμπούσε» τα…σύννεφα.
Μπήκαμε στο ‘‘Κοφτό’’ και συνεχίζαμε.
Το μονοπάτι με αρκετά απαιτητικά κομμάτια, στενό και με σάρα.
Απαιτούσε αρκετή προσοχή στο κατέβασμά του και δύναμη στα γόνατα.
Οι εικόνες που αντικρίζαμε ήταν άγριας ομορφιάς.
Μπροστά μας η κορυφογραμμή του νοτιοδυτικού κομματιού του βουνού με τις κορυφές του να ξεπερνούν τα 2.400 μέτρα υψόμετρο.
Στα αριστερά μας το χάος της ρεματιάς ‘‘Μαυρόλογγος’’ και στα δεξιά μας η σχεδόν κάθετη βραχώδης πλαγιά με τις ακανόνιστες μυτερές απολήξεις της, που στο αντίκρισμά τους σου θύμιζαν ένα…σεληνιακό τοπίο.
Σε κάποιο σημείο, εκεί χαμηλά, της δασοσκέπαστης ρεματιάς καταφέραμε να διακρίνουμε και το καταφύγιο του προορισμού μας (φωτ. 21).
Συνεχίζαμε με προσεκτικά πατήματα και χωρίς καμιά χαλάρωση της προσοχής.
Συναντήσαμε την νεολαία, την ομάδα δηλαδή των νεαρών αγοριών και κοριτσιών που ετοιμάζονταν να κατηφορίσουν τη στιγμή που φτάναμε εμείς στο Καταφύγιο του ‘‘Αποστολίδη’’.
Τους προσπεράσαμε.
Στις μικρές ρεματιές της διαδρομής μας πατήσαμε πάνω σε συγκεντρωμένα χιόνια.
Κάποια στιγμή βρεθήκαμε στην διασταύρωση με το Ευρωπαϊκό μονοπάτι ‘‘Ε4’’.
Το ακολουθήσαμε με κατεύθυνση στα αριστερά.
Η πορεία της στα δεξιά οδηγούσε στις κορυφές και στα ‘‘Ζωνάρια’’ (ήταν η κλασική διαδρομή).
Δεν αργήσαμε να φτάσουμε στο Καταφύγιο ‘‘Σπ. Αγαπητός’’ (‘‘Ζολώτα’’).
Χρειαστήκαμε μία ώρα και 45 λεπτά προσεκτικής κατάβασης από το ‘‘Κοφτό’’ για να βρεθούμε από τα 2.760 μέτρα υψόμετρο στα 2.100.
Από το καταφύγιο ρίξαμε μια ματιά ψηλά, προς την κορυφογραμμή, και στη συνέχεια την «τρέξαμε» στο απότομο κομμάτι της διαδρομής που την περπατήσαμε κάποια λεπτά νωρίτερα (φωτ. 22 και 23).
Κόσμος αρκετός. Άλλοι ξεκουράζονταν στα ξύλινα τραπεζοκαθίσματα και κάποιοι άλλοι ήταν έτοιμοι για κατάβαση.
Ολιγόλεπτη ξεκούραση και ξεκινήσαμε και εμείς.
Κατηφορίζαμε το ‘‘Ε4’’.
Εικόνες γνώριμες, αλλά με διαφορετικά χρώματα και γωνία φωτισμού.
Τις έχουμε συνηθίσει πλέον μετά από τις πολλές δεκάδες επισκέψεις μας στο βουνό των θεών.
Κάποιες μικρομεταβολές από τον φθοροποιό χρόνο μάς γίνονταν αντιληπτές.
Προχωρούσαμε ακολουθώντας το πολυπερπατημένο Ευρωπαϊκό μονοπάτι, το κλασικό.
Στη διαδρομή μας συναντήσαμε πολλούς ορειβάτες και αρκετούς περιπατητές.
Άλλοι, οι περισσότεροι από αυτούς, κατηφόριζαν και κάποιοι άλλοι ανηφόριζαν (φωτ. από 24 έως και 28).
Κοντεύοντας στα ‘‘Πριόνια’’ συναντήσαμε και γονείς μαζί με τα μικρής ηλικίας παιδιά τους. Περπατούσαν χαλαρά το μονοπάτι μέχρι ένα σημείο του. Μπράβο τους.
Έτσι μόνο τα παιδιά αυτά θα αγαπήσουν το περπάτημα, θα γνωρίσουν από κοντά τη Φύση και θα μάθουν να σέβονται το περιβάλλον.
Κάποιοι στιγμή φτάσαμε στα ‘‘Πρόνια’’.
Αυτοκίνητα στο αφαλτοστρωμένο parking, που δημιουργήθηκε στο τελείωμα της διαδρομής: Λιτόχωρο-‘‘Πριόνια’’, πολλά.
Παρ’ όλη την προχωρημένη ώρα, 18.00’ και κάτι, είδαμε αρκετό κόσμο.
Άλλους να ετοιμάζονται κοντά στα αυτοκίνητά τους για την αναχώρηση και κάποιους άλλους που αποφάσισαν να έρθουν οδικώς στα 1.100 μέτρα υψόμετρο για να χαρούν και να θαυμάσουν τη μαγεία του τοπίου.
Υπήρχαν και οι «κουλ», εκείνοι δηλαδή που προτίμησαν να απολαύσουν τα κρασοτσιπουρομεζεκλίκια στο μοναδικό μαγαζάκι και στη δροσιά του υψόμετρου παρακολουθώντας τα πήγαινε-έλα των ορειβατών (φωτ. 29).
Αυτό που αντικρίζαμε μπροστά μας μάς θύμιζε πραγματικό πανηγύρι.
Ο καθένας με τα «θέλω» του. Ό,τι το καλύτερο από τα «πρέπει» της άχαρης καθημερινότητας.
Ολιγόλεπτη στάση
Μάς απέμεινε το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής μέχρι το τοπωνύμιο ‘‘Γκορτσιά’’, εκεί που το πρωϊ είχαμε σταθμεύσει το τζιπ.
Δροσιστήκαμε και συμπληρώσαμε τα παγούρια μας με το δροσερό νερό της πετρόχτιστης πηγής κοντά στην είσοδο-έξοδο του μονοπατιού ‘‘Ε4’’.
Ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε.
Η πορεία μας, αυτή τη φορά, πάνω σε ασφαλτόδρομο με τα πολλά στροφηλίκια του.
Άχαρη από την άποψη της εικόνας και της αίσθησης της ασφάλτου.
Όμορφη όμως στη θέα του όλου γύρω σκηνικού με το πυκνό ελατόδασος.
Προχωρούσαμε.
Με τη συζήτηση δεν καταλάβαμε για πότε διανύσαμε την απόσταση των 5 περίπου χιλιομέτρων και βρεθήκαμε από τα ‘‘Πριόνια’’ στο τοπωνύμιο ‘‘Διασταύρωση’’ ή γνωστό σαν ‘‘Γκορτσιά’’.
Χρειαστήκαμε 5 ώρες (συνολικός χρόνος με στάσεις) κατηφορικής πορείας για να βρεθούμε από τα 2.760 μέτρα υψόμετρο στα 1.120.
Φτάνοντας στο αυτοκίνητο αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στη Βέροια.
Την ώρα εκείνη είχε ολοκληρωθεί με επιτυχία η κυριακάτικη δραστηριότητά μας.
Μία όμορφη εμπειρία έφτασε στο τέλος της.
Αποφασίσαμε να «κυκλώσουμε» το ‘‘Οροπέδιο Μουσών’’ και το πραγματοποιήσαμε.
Δοκιμάσαμε τις αντοχές μας σε μονοπάτια απαιτητικά, εκείνα που θέλανε κουράγιο – υπομονή – θέληση – επιμονή – δύναμη στα πόδια – γερά γόνατα, και τα καταφέραμε.
Στην επιτυχία του τολμήματός μας συνέβαλε και ο καταπληκτικός καιρός που επικράτησε σε όλη τη διάρκεια της παραμονής μας στο βουνό.
Αφού ετοιμαστήκαμε, επιβιβαστήκαμε στο τζιπ και ξεκινήσαμε για την πρωτεύουσα της Ημαθίας με τις καρδιές μας γεμάτες από έντονα συναισθήματα και στις άκρες του μυαλού μας «φωλιασμένες» εκατοντάδες εικόνες που αντικρίσαμε κατά τη διάρκεια της πολύωρης δραστηριότητάς μας στο βουνό των θεών και εκείνες των δεκάδες στιγμών που ζήσαμε στον ορεινό του όγκο.
« Το να επιστρέφεις εκεί που ξεκίνησες, δεν είναι το ίδιο με το να μην έχεις φύγει ποτέ.»