Ράινερ Μαρία Ρίλκε “Οι φτωχοί”
[…]
Οι φτωχοί είναι σιωπηλοί σαν πράγματα,
κι αν έρμαια των δρόμων μια εστία τους υποδεχτεί
παίρνουν μια θέση ταπεινά σαν πρόσωπα οικεία
κι ανακατεύονται στις ακαθόριστες σκιές του σκηνικού,
σβήνοντας στη λησμονιά σαν εργαλεία παρατημένα.
Μοιάζουν με κείνους τους φύλακες αγαθών
που δεν τα αντίκρισαν ποτέ με τα μάτια τους·
περιπλανιούνται χαμένες σχεδίες πάνω από βάραθρα
και σε σεντόνια ύφασμα απλωμένα στους κάμπους
κείτονται ανυπεράσπιστοι, εκτεθειμένοι σ’ όλους τους ανέμους.
Πάσχουν από εκείνη τη μοναδική και μεγάλη οδύνη
την οποία ο άνθρωπος μετέτρεψε σε μικρομέριμνες·
κι αποδέχονται την ύπαρξή τους με πολλή αγάπη,
που θε να ‘χε τη γλύκα του χόρτου ή τη σκληράδα της πέτρας.
Και πηγαίνουν στο χώρο που αγκαλιάζει το βλέμμα σου
όπως τα χέρια πάνω στις χορδές της άρπας.
Σώσε τους μόνο από την αμαρτία των μεγάλων πόλεων
όπου το μίσος κι η σύγχυση βαραίνουν πάνω τους.
Οι μεγάλες πόλεις σκέφτονται μονάχα τον εαυτό τους
και παρασέρνουν τα πάντα στην αδηφάγα τους βιάση·
θραύουν τη ζωή των ζώων σαν ξύλο ξερό
αναλώνουν λαούς ολόκληρους στη βάσανό τους.
[…]