«Ω! μάι γκοντ! Ιγίνκα κουλτουριάρα!!!»
Μιτά τα ιντατικά
κι ακραίους μιτά τα αρχιουιλληνικά
κο, γίνκα κουλτουριάρα
κι πολύ ιφιβριτικιά!
Ιφιβρίσκου όλου ιδέις
που τς κατιβάζου αφ’ ιαφτού μ’!
Αφού απουράου κι ιγώ
κι όλου μι λιέγου: Φτου! Φτού μ’!
Κι,να, φουράου κι τς τραγιάσκις
κι να του κόκκιανου φουλάρ’
καλιέ, ιγώ κι η κουλτούρα
γινκάμι ένα νταμάρ’!
Άφκα κι τς φιλινάδις μ’
μι κουλτουριάρις τριουρνώ
ικεί να δγιεις ιπίπιδου
όλου αρχαία τς αμουλνώ!
Κι ούτου ιξής κι καθιξής
ειρήσθου εν παρόδου
δε μι γιουμίζουνι του μάτ’
για … αρπαγμένις τς κόβου!
Κι όλου μιλούν δια εικαστικόν
που τα μάλα έχ’ συνεισφέρ’
όμους, καλιέ, μι φαίνιτι
πως ούτ’ η μάνα τ’ δεν του ξέβρ’!
Κι άιντις να υπάγουμι
του βράδ’ να δγιούμι τα εικαστικά τ’
Θιούλ μ, βάλ του χέρι σ’
να μη μι βγει του μάτ’!
Καλιέ είνι πουλυιπίπιδους
κι αναδεδειγμένους!
Μα μένανι μι φάνκι
λίγου χαζουφιρμένους!
-Είνι, κο, τόσου πιρισπουδαίους
ι Άλιέξ Παντραλιέξ’
που απ’ τα εικαστικά τ’
δε θα ξέρς τι να διαλιέξ’!
-Ω! Μάι γκόντ! Τι λιέγουτι;
Ι Άλιεξ Παντραλιέξ είνι ι εικαστικός;
Έκανα πως τον γνώρζα
δε γίνουνταν αλλιώς…
Αμ’ έπους, αμ’ έργου, τρέξατι
να σπεύσουμι βραδέους
να δγιω τα έργα τ’ Παντραλιέξ
κο, μι έπιασιν του δέους!
Άιντι κι καταφτάσαμι
μεσ’ τα μαύρα τα σκουτάδια
Ντιπ! Τίπουτα δεν ιγλιπάμι
μόνου κάτ’ κάδρα άδεια!
Κι σκοντάφτου παναθιό
σι κάτ’ καφάσια. Γκντουπ!!
Μα, έβγαλα του σκασμό
κο, ι Αλιέξ γίνκι μπαρούτι.
Τηρώ ζιρβά, τηρώ διξιά
Τι είνι αυτά, κορ μάνα;
Γλιέπου ένα κάδρου αδειανό
κι στ’ μεσ’ μια ζουντανή μπανάνα!
Τι ιξπρισιουνισμός, κο, είν’ αυτός!
Τι συνισθηματική αγουνία!!!
Μα, ιγώ τ’ μπανάνα ξηρουγλείφουμαν
μ’ έβαλιν η αμαρτία.
Δεν πρόλαβι απ’ τν κουλτούρα
του στουμάχι μ’ να γιουμίσ’
αλπήθκα, κο, κι τν μπανάνα
κόντιβι να μαυρίσ’.
Όλν’ ήταν απουχαβνουμέν’!
Θαυμασμού ιξιέπιμπαν λόγια!
Μα μένανι τν καψιρή
μι έκοψιν η λιόρδα.
Απλώνου κουμψά την χείρα μου
κι τν μπανάνα χάφτου
δεύτιρου γκντουπ ακούου
ι Παντραλιέξ’ ιβρέθκι κάτου.
Πάνιασι σα του φλουρί
ι Αλιέξις χαντακώθκιν
“Ω! Μάι γκόντ! ιφώναζιν
πάει, του έργου μου φαγώθκιν!”
Τουν σακάτιψα, κο, η κακούργα
τουν δόλιου Παντραλιέξ’
που τουν έφαγα τν μπανάνα
δεν μπόρισιν ν’ αντέξ’.
Άρδην κι ανυπιρθέτους τν έκαμα
μ’ ιλαφρά πηδηματάκια
καθότι τουν Άλιεξ κι τν ομήγυρις
τς άναψα τα λαμπάκια!!
………………….
προς άπαντις τς κουλτουριάρηδις
κι μη!
Η γκουστιρίτσα
……………….
* Δεν τη ρωτήσαμε, αλλά είναι εμφανές ότι η γκουστιρίτσα αυτήν τη φορά εμπνεύστηκε το κείμενό της από τα έργα του Μαουρίτσιο Κατελάν, εκ των οποίων η “Μπανάνα” του πωλείται 120.000 ευρώ! Εύγε!!