Πολιτισμός

Περικλέους Επιτάφιος: Ποιητική απόδοση του Γιώργη Έξαρχου / Μια διαφορετική & ενδιαφέρουσα προσέγγιση

…………………..

Ο Γιώργης Έξαρχος, υπεύθυνος και πραγματικά χαλκέντερος  ιστορικός ερευνητής, με πάνω από 40  βιβλία του να έχουν ήδη εκδοθεί, είναι και ένας καλός κάτοχος της Αρχαίας Γλώσσας. Αυτό το έχει αποδείξει άλλωστε και με άλλες, προηγούμενες, έγκυρες μεταφράσεις του.

Ο Θουκυδίδης, πέρα από το ότι αποτέλεσε γι’ αυτόν πολλές φορές πηγή έρευνας, στάθηκε και πηγή έμπνευσης, ώστε να μεταφράσει τον “Επιτάφιο”  στον αγαπημένο του Ιαμβικό Δεκαπεντασύλλαβο, με λόγο ρέοντα και μελωδικό, που κάνει το κείμενο, χωρίς να χάνει τα υψηλά και διαχρονικά του μηνύματα, πιο προσιτό στους νέους αλλά και σε κάθε αναγνώστη.

Παραθέτοντας την ποιητική απόδοση και στη συνέχεια το αρχαίο κείμενο μέσω συνδέσμου, η Φαρέτρα δίνει την ευκαιρία στους αναγνώστες της να ξαναδούν τον “Επιτάφιο” μέσα από μια άλλη οπτική, σίγουρα ενδιαφέρουσα, σε καιρούς χαλεπούς, όπως αυτοί που διανύουμε.

Άλλωστε, ο ίδιος γράφει, πριν ξεκινήσει τη μετάφρασή του:

“Ευελπιστώ ότι θα το χαρούν οι αναγνώστες, και ότι θα κατανοήσουν το τι σημαίνει  αληθινή δημοκρατία. Γιατί η δημοκρατική ζωή είναι ωραία κι ας έχει βάσανα πολλά, πάρα πολλά!…”

 far

…………………………..

Περικλέους Επιτάφιος

ή

Δημοκρατίας Εγκώμιον

(Θουκυδίδου Ιστορίαι Β 34, 35-46)

 Μετάφραση / Ποιητική απόδοση: Γιώργης Έξαρχος

 

«Έχει γαρ επιτρέχουσαν εν αυτή χάριν

Όταν ιστορίαν λέξις έμμετρος πλέκη.»

(Σκύμνος, 185-;! π.Χ.)

 

     

 

Λόγω μεν δημοκρατία έργω δε

  υπό του πρώτου ανδρός αρχή

                                               (Θουκυδίδης, Β 65)

 

 

 

(34)

  1. Μέσα στην ίδια χειμωνιά –λοιπόν– οι Αθηναίοι

τα πατρικά τους έθιμα μ’ ευλάβεια τηρώντας,

δημόσιες έκαναν ταφές όσων έπεσαν πρώτοι

σ’ αυτόν εδώ τον πόλεμο, με τούτον δε τον τρόπο.

  1. Εκθέτοντας τα κόκαλα μονάχα για δυο μέρες

–εκείνων που σκοτώθηκαν– πάνω σε μια εξέδρα

και πρόσφερε ό,τι ήθελε καθένας στον νεκρό του.

  1. Όταν γινόταν η εκφορά, άμαξες μεταφέραν

κυπαρισσένια φέρετρα – κάθε φυλή σε ένα·

κι ήταν σε κάθε φέρετρο τα κόκαλα μονάχα

των πεθαμένων της φυλής οπού ο καθείς ανήκε.

Έν’ άδειο μόνο φέρετρο κρατούσανε στα χέρια·

το μεταφέραν σκεπαστό, τιμώντας έτσι εκείνους

τους αφανείς και άγνωστους που έπεσαν στις μάχες

και που –τυχόν– δεν βρέθηκαν να τους περισυλλέξουν.

  1. Όποιος στην πόλη έμενε κι όποιος ξένος ποθούσε

την εκφορά ν’ ακολουθεί, μετείχε στην κηδεία·

και τους νεκρούς συγγένισσες τότε μοιρολογούσαν

στον τάφο όπου τους έθαβαν, κι έκλαιγαν και θρηνούσαν.

  1. Τα φέρετρα αποθέτανε εις το νεκροταφείο

–δημόσιο κοιμητήριο–, που είναι μες στην πόλη,

στην πιο ωραία γειτονιά: ανέκαθεν κει θάβαν

εκείνους που σε πόλεμο χάνονταν και πεθαίναν·

εκτός απ’ όσους έπεσαν νεκροί στον Μαραθώνα·

γιατί κρίναν’ εξέχουσα την αρετή εκείνων,

γι’ αυτό όλους τους έθαψαν στον τόπο όπου πέσαν.

  1. Κι αφού τους έθαβαν, μετά, είς εκλεγμένος άντρας

–από της πόλης τον λαό, και που όλοι θεωρούσαν

πως ήταν σώφρων, συνετός, με σκέψη και με γνώση,

και υπερτερούσε φανερά στο κύρος απ’ τους άλλους–,

για των πεσόντων την τιμή επικήδειο εκφωνούσε,

υμνώντας τους τα πρέποντα· μετά όλοι αναχωρούσαν.

  1. Έτσι θάβανε τους νεκρούς. Αλλά και στου πολέμου

τον χρόνο όταν τύχαινε, αυτοί πάντα κρατούσαν

κάθε πατροπαράδοτο έθιμο της πατρίδας.

  1. Για να τιμήσουν τους νεκρούς αυτούς που πρωτοπέσαν,

διαλέχτηκε ο Περικλής, του Ξάνθιππου το τέκνο,

λόγο επικήδειο να πει για όλους τους πεσόντες.

Όταν η ώρα έφτασε, ανέβηκε στο βάθρο,

που ’χε στηθεί ψηλό – ψηλό, να τον ακούνε όλοι,

κι άρχισε με βροντολαλιά να λέει τα λόγια τούτα:

(35)

  1. Οι πιο πολλοί που μίλησαν ως τώρα, επαινέσαν

αυτόν που θεσμοθέτησε τον επιτάφιο λόγο,

γιατί φρονούν, είναι καλό τέτοιος να εκφωνείται,

για να τιμούμε τους νεκρούς που πέφτουν σε πολέμους.

Για μένα είναι αρκετό, για έμπρακτα γενναίους

στην πράξη, ν’ αποδίδονται τιμές όπως ετούτες,

που –βλέπετε– οργανώθηκαν στον τάφο με φροντίδα

δημόσια για την ταφή, ώστε να μην υπάρχει

ποτέ κανένας κίνδυνος οι πράξεις των γενναίων,

που ’ναι οι περισσότεροι, να γίνουν απ’ τον λόγο

μονάχα όλες πιστευτές, που εκφωνεί ένας άντρας,

είτε μιλήσει αυτός καλά είτε κακολογήσει.

  1. Είναι λιγάκι δύσκολο κάποιος για να μιλήσει

χωρίς να πει υπερβολές για ένα τέτοιο θέμα,

που δύσκολα ξέρει κανείς ποια είναι η αλήθεια.

Γιατί, όποιος προσωπικά τα πράγματα γνωρίζει

και είναι σαν ακροατής καλόβουλος ν’ ακούσει,

ίσως ποτέ να νόμιζε πως λιγοστά δεν είναι

απ’ όσα ο ίδιος πιθυμά ή που τυχόν γνωρίζει·

ενώ αυτός που τίποτα δεν άκουσε, δεν είδε,

ίσως μπορούσε για να πει από ζήλεια και φθόνο,

ότι παρουσιάζονται κάποια διογκωμένα,

αν παραπάνω άκουγε απ’ όσα ο νους του στέργει.

Διότι όταν λέγονται έπαινοι για τους άλλους,

σ’ έναν βαθμό τ’ ανέχονται και μέχρι ενός σημείου.

σ’ ό,τι πιστεύει ο ακροατής ότι μπορεί να πράξει

κι αυτός με τις δυνάμεις του απ’ όσα έχει ακούσει.

Τα όσα βλέπει υπερβολή, αυτά δεν τα πιστεύει,

και τότε διακατέχεται μονάχα από φθόνο.

  1. Όμως απ’ τους παλιότερους ορθά αυτά κριθήκαν,

γι’ αυτό και πρέπει τώρα εγώ το έθιμο να τηρήσω,

να κάνω μια προσπάθεια να ικανοποιήσω

του καθενός την πεθυμιά, την άποψη, τη γνώμη,

σε όσο μεγαλύτερο βαθμό τα καταφέρω.

(36)

  1. Αρχίζω να εξιστορώ πρώτα τα των προγόνων·

διότι, είναι δίκαιο, μα κι επιβεβλημένο,

σε καταστάσεις σαν κι αυτή, τούτους να τους τιμούμε,

και να τους μνημονεύουμε· κάτι γι’ αυτούς να πούμε.

Γιατί αυτοί στην πόλη μας μόνιμα κατοικώντας,

από γενιά σ’ άλλη γενιά, σε μας την παραδώσαν

ως μια πατρίδα ελεύθερη, χάρη στη λεβεντιά τους.

  1. Όλοι αυτοί είν’ άξιοι δημόσιου επαίνου,

κι ακόμα περισσότερο, όλων οι πατεράδες·

διότι όσα απόχτησαν κι όσα κληρονομήσαν

τώρα να ηγεμονεύουμε και να ’χουμε με κόπο,

σ’ εμάς τα κληροδότησαν, στους ζωντανούς τού τώρα.

  1. Αυτή μας την κληρονομιά –στο πιο μεγάλο μέρος–,

όσοι τώρα βρισκόμαστε σε ώριμη ηλικία,

κι άλλο την αυγατίσαμε· έτσι μ’ όλα τα μέσα

την πόλη κάναμε ισχυρή, να μη της λείπει κάτι,

να βρίσκεται σ’ αυτάρκεια σε πόλεμο και ειρήνη.

  1. Τα έργα τα πολεμικά αυτών θα επαινέσω,

γιατί μ’ αυτά αποκτήθηκε το καθετί στην πόλη,

όταν εμείς ή οι γονείς πάντα με προθυμία

κάθε εχθρό αποκρούσαμε, Έλληνες ή βαρβάρους,

τότε που επιτίθεντο σε μας και στην πατρίδα·

όμως να μη μακρηγορώ μπρος σ’ όσους το γνωρίζουν,

οπότε επιτρέψτε μου για να τα παραλείψω.

Πώς ’μείς τα κατορθώσαμε και τα ’χουμε πετύχει,

με ποιο ακριβώς πολίτευμα, του βίου ποιους κανόνες,

ώστε σ’ αποτελέσματα λαμπρά να ’χουμε φτάσει;

Θα τ’ αναφέρω απ’ την αρχή· μετά θα συνεχίσω

στον έπαινο για τους νεκρούς που βρίσκονται εμπρός μας,

γιατί θαρρώ πως ταιριαστό είναι να ειπωθούνε,

σε τούτη την περίσταση, και όλοι να τ’ ακούσουν,

ντόπιοι, ξένοι με προσοχή· συμφέρει όλο το πλήθος.

(37)

  1. Πολίτευμα ’μείς έχουμε, που δεν ζηλεύει άλλων

τους νόμους, κι ούτε προσπαθεί να μιμηθεί εκείνους,

αλλ’ αντιθέτως είμαστε παράδειγμα για κάποιους,

κι όχι των άλλων μιμητές· και όλοι το γνωρίζουν.

Και τ’ όνομά του –επειδή στους λίγους δεν πατάει,

αλλά μονάχα στους πολλούς– είναι δημοκρατία.

Και με τους νόμους σύμφωνα, εδώ έχουνε όλοι

τα ίδια δικαιώματα τις διαφορές να λύνουν·

και σ’ ό,τι, όμως, αφορά του καθενός τη δράση,

μπορεί να διακρίνεται σ’ όποιον τομέα θέλει.

Έτσι, δημόσιο αξίωμα στην πόλη αυτός θα παίρνει,

όχι βάσει του κόμματος –που ανήκει ή ψηφίζει–,

μα πάντα αξιοκρατικά και βάσει ικανοτήτων·

δεν εμποδίζεται κανείς άσημος λόγω φτώχειας

ν’ ασκήσει αξιώματα δημόσια όταν ο ίδιος,

ενώ μπορεί κάτι καλό στην πόλη να προσφέρει.

  1. Ζούμε εδώ ελεύθεροι κι αυτόβουλοι πολίτες,

τόσο ως προς τις σχέσεις μας όσο κι ως προς την πόλη,

χωρίς να υπάρχει ανάμεσα καμία υποψία

στην καθημερινότητα, αλλά και στις δουλειές μας,

κι ούτε ποτέ οργιζόμαστε κατά του γείτονά μας,

εάν αυτός για ηδονή πράξει κάτι για κείνον.

Δεν κιτρινίζει η όψη μας από τέτοια συμβάντα,

εάν δεν είναι βλαπτικά για τους άλλους ανθρώπους,

κι είναι συμβάντα πάντοτε που προκαλούνε λύπη.

  1. Στον βίο τον ιδιωτικό – στις συναναστροφές μας,

δεν είμαστ’ ενοχλητικοί ποτέ μας σε κανέναν·

και στη δημόσια ζωή σεβόμαστε τους νόμους

και δεν τους παραβαίνουμε, μα πάντοτε εμπράκτως

στους άρχοντες υπακοή δείχνουμε σαν κατέχουν

δημόσια αξιώματα κι είναι στην εξουσία·

μα τον μεγάλο σεβασμό τον δείχνουμε στους νόμους

εκείνους που θεσπίζονται για τους αδικουμένους,

να τους παρέχουν δηλαδή στοργή και προστασία·

κι έχουμε μέγα σεβασμό στους άγραφους τους νόμους,

που όταν κανείς τους παραβεί, ντροπή μονάχα φέρνει.

(38)

  1. Για την ξεκούραση του νου, σκεφτήκαμε, απ’ τους κόπους,

αγώνες να οργανώνουμε, δημόσιες θυσίες,

στου έτους τη διάρκεια· μα και για τον καθένα

φροντίσαμε το σπιτικό να ’ναι καλό, δικό του·

διότι όποιος χαίρεται ετούτα κάθε μέρα,

λύπη και δυσαρέσκεια αμέσως τ’ αποβάλλει.

  1. Ακόμα, λόγω δύναμης, που έχουμε στην πόλη,

τα πάντα εισάγονται σ’ αυτήν – εκ πάσης γης τα πάντα·

όμως συμβαίνει σ’ όλους μας προϊόντα να χαρούμε

και να τ’ απολαμβάνουμε που εδώ δημιουργούμε

πάντοτε μ’ ευχαρίστηση· δεν είν’ αυτά καθόλου

σε κάτι πιο ευχάριστα στο να τ’ απολαμβάνεις,

σε σχέση με των αλλωνών ανθρώπων τα προϊόντα.

(39)

  1. Τεράστια διαφορά έχουμ’ απ’ τους εχθρούς μας,

στην τέχνη την πολεμική και στην προετοιμασία.

Γιατί σ’ εμάς είναι κοινή η πόλη στους πολίτες,

χωρίς ποτέ να διώχνουμε τους ξένους αν κανείς τους

μάθει η δει κάτι που ’μείς δεν έχουμ’ αποκρύψει,

τέτοιο που σαν το ’δεί εχθρός μπορεί όφελος να ’χει.

Καθότι εμείς πιστεύουμε, πιότερο απ’ ό,τι άλλο,

όχι στις προπαρασκευές πολέμων ή σε κόλπα

–πολεμικά τεχνάσματα– κι άλλα τέτοια παρόμοια,

μα μόν’ στη γενναιότητα που απ’ την καρδιά πηγάζει,

την ώρα που στον πόλεμο είν’ αναγκαία η δράση.

Γι’ αυτό και στην εκπαίδευση επίπονα ασκούνται

οι νέοι μας κι επιζητούν να διακριθούν σ’ ανδρεία,

ενώ εμείς κι αν άνετο διάγουμε τον βίο,

ριχνόμαστε στον κίνδυνο, όσο κι αν είναι μέγας,

όχι λιγότερο απ’ αυτούς, για λεύτερη πατρίδα.

  1. Και νά-την η απόδειξη γι’ αυτά που αναφέρω:

Και οι Λακεδαιμόνιοι ποτέ τους μοναχοί τους,

μα με συμμάχους πάντοτε εκείνοι εκστρατεύουν

ενάντια στη χώρα μας· όπως κι εμείς, σαν πάμε

σε άλλων χώρα με στρατό – πολεμική εκστρατεία,

παρ’ όλο που μαχόμαστε –σαφώς– σε ξένη χώρα,

νικούμε τούτους εύκολα, παρότι πολεμούνε

κι αμύνονται να σώσουνε τα πάτρια εδάφη.

  1. Κανείς στρατός δεν μπόρεσε ως τώρα να νικήσει

συνολικά τη δύναμη που έχει ο στρατός μας·

γιατί φροντίσαμε πολύ πρώτα το ναυτικό μας,

μα και γιατί εις τη στεριά και σε πολλά σημεία

στέλναμε ολιγάριθμο στρατό από μας τους ίδιους.

Όταν νικούσαν οι εχθροί –στην όποια σύγκρουσή μας–,

ενώ νικούσαν μερικούς, καυχιόνταν ότι τάχα

όλους μας κατατρόπωσαν κι όλους μας αποκρούσαν,

αν και ήταν στον πόλεμο λίγοι δικοί μας άντρες.

  1. Εάν στ’ αλήθεια θέλουμε άνετα για να ζούμε,

χωρίς επίπονη άσκηση, εκπαίδευση ή αντρεία,

κάτι που δεν ορίζεται ντε και καλά απ’ τους νόμους,

μα μόνο απ’ τις συνήθειες – τους τρόπους της ζωής μας,

πρέπει το πλεονέκτημα απέναντι στους άλλους

όλοι να το γνωρίζουμε, και το επισημαίνω:

Εμείς δεν κουραζόμαστε ποτέ εκ των προτέρων,

γιατί, αλλιώς, πολεμικά δεινά θα μας προσμένουν·

κι όταν πια αντιμέτωποι μ’ αυτά εμείς βρεθούμε,

για την πατρίδα όλοι μας μ’ αγάπη πολεμούμε·

γινόμαστε πιο τολμηροί, σε σύγκριση μ’ εκείνους

που προσπαθούν αδιάκοπα καλά να οργανωθούνε,

ώστε να ’χουν καλό στρατό σ’ άλλους να επιτεθούνε.

Ως προς αυτό η πόλη μας θαυμάζεται απ’ τους άλλους,

κι αξίζει να θαυμάζεται και ως προς όλα τ’ άλλα.

(40)

  1. Το όμορφο και τέλειο εμείς καλλιεργούμε,

χωρίς δε μαλθακότητα πάντα φιλοσοφούμε·[1]

τον πλούτο τόνε βλέπουμε μόνο σαν ευκαιρία

έργα να πραγματώνουμε, κι όχι σαν μια αιτία

να βγαίνουμε δημόσια να κομπορρημονούμε,

τι βιος και πλούτο έχουμε και πόσο πλούσια ζούμε.

Όταν τη φτώχεια του κανείς δημόσια δηλώνει,

αυτό δεν είναι για ντροπή. Αλλά σαν το βουλώνει,

είν’ μεγαλύτερη ντροπή αν προσπαθεί με τρόπο

να αποφύγει τη δουλειά, τον κάματο, τον κόπο.

  1. Υπάρχει η δυνατότητα οι ίδιοι εμείς, συγχρόνως,

στο να καταπιανόμαστε –όχι ο καθένας μόνος–

με τα δικά μας πράγματα, μ’ όλες τις υποθέσεις,

για θέματα πολιτικά και όλων μας τις σχέσεις.

Στα δε επαγγελματικά αυτό που ένας κάνει,

είν’ εντελώς αλλιώτικο απ’ ότι ο άλλος φτιάχνει·

αλλ’ όμως τα πολιτικά πράγματα και οι δύο

άπταιστα τα γνωρίζουνε σαν άσμα από ωδείο.

Κοινή έχουμε φρόνηση πως όποιος δεν μετέχει

σε πράγματα πολιτικά ή πως δεν τα κατέχει,

δεν πάει να πει ότι ’ναι αυτός φιλήσυχος πολίτης·

ίσως να ’ναι ένας άχρηστος, αγύρτης και αλήτης.

Στην πόλη μας εκφράζουμε κρίσεις και αποφάσεις,

πάντοτε λογαριάζοντας και άλλων τις προτάσεις·

με σύνεση σκεφτόμαστε και δημοσίως μόνο,

προτείνοντας και πράγματα που απαιτούνε πόνο,

ή κρίνοντας των αλλωνών τις θέσεις και τα λάθη,

για τα δημόσια πράγματα. Γιατί δεν φέρνουν βλάβη

τα λόγια όταν ειπωθούν σ’ έργα που ’ναι να γίνουν.

Είναι επιβλαβέστερο οι πολίτες όταν μείνουν

χωρίς καμιά ενημέρωση – χωρίς να φωτιστούνε,

για όλα που τους αφορούν κι έχουν λόγο να πούνε,

προτού επιχειρήσουμε στην πόλη αυτά που πρέπει,

όταν ξεκάθαρη άποψη γι’ αυτά ο πολίτης έχει.

  1. Ακόμα μια διαφορά σας λέω που ’χει ουσία,

το πώς ασκείται δηλαδή εδώ κι αλλού η εξουσία.

Σκεφτόμαστε με σύνεση και πάντοτε τολμούμε

ορθά να πραγματώσουμε τα όσα επιχειρούμε.

Οι άλλοι, της αμάθειας οπλίζονται το θάρρος,

κι ο δισταγμός της σκέψης τους είναι ο μόνος φάρος.

Πρέπει να θεωρήσουμε: ψυχή γενναία έχουν

όσοι γνωρίζουν άριστα κι απόλυτα κατέχουν

τις φοβερές συνέπειες συγκρούσεων και πολέμων,

και της ειρήνης τα καλά που δίνει ο θεός – δαίμων·

και μ’ όλ’ αυτά δεν προσπαθούν κινδύνους ν’ αποφύγουν,

για την πατρίδα πέφτουνε και την ψυχή τους δίνουν.

  1. Σ’ ό,τι αφορά στην αρετή: για τους πολλούς δεν φτάνει.

Μόνον όποιος ευεργετεί μπορεί φίλους να κάνει·

γιατί ευεργετούμενοι φίλους δεν αποκτούμε,

μα μόνο χειροπόδαρα ίσως –τότε– δεθούμε.

Εκείνος που ευεργετεί μπορεί να μένει φίλος,

αληθινά όταν συμπαθεί –κι όχι από πίσω σκύλος–,

ευγνωμοσύνη εισπράττοντας και πάντα εν συμπαθεία,

για όσα αυτός προσέφερε με την ευεργεσία.

Όποιος ευεργετήθηκε χρωστάει ευγνωμοσύνη

και νιώθει πάντα άβολα – γιατί, αν υπάρχει ευθύνη,

στον ευεργέτη του κι αυτός κάτι πρέπει να δώσει,

μ’ ευεργεσία φιλική, ώστε ν’ ανταποδώσει·

όχι στον ευεργέτη του κάνοντας κάποια χάρη,

μ’ απλά εξοφλεί το χρέος του για κάτι που ’χε πάρει·

γι’ αυτό και δεν μπορεί πιστός να είναι στη φιλία·

χρωστά στον ευεργέτη του… κοτζάμ ευεργεσία!

  1. Μόνο εμείς ξεκάθαρα τους άλλους βοηθούμε,

χωρίς να υπολογίζουμε πώς θα ωφεληθούμε,

κινούμενοι απ’ το φρόνημα για την ελευθερία,

κι απ’ την αρχή «το ευεργετείν, συμβάλλει στη φιλία».

(41)

  1. Και συνοψίζω, λέγοντας πως μέσα στην Ελλάδα

η πόλη μας συνολικά είναι κέντρο παιδείας,

κι ότι ο καθένας από μας μπορεί να εμφανίσει,

ως άντρας –επαρκέστατο– παντού τον εαυτό του,

πολύ δραστηριότατο, με χάρες σ’ ό,τι κάνει,

και μ’ επιδεξιότητα αφάνταστα μεγάλη.

  1. Και μη νομίζετε αυτά είναι παχιές κουβέντες

για τούτη την περίσταση, και μόνο για το τώρα,

κι όχι πραγματικότητα – βεβαιωμένη αλήθεια,

που αποδεικνύει έξοχα τη δύναμη της πόλης·

δύναμη που αποκτήσαμε εμείς με τέτοιους τρόπους.

  1. Γιατί ’ναι η μοναδική απ’ τις παρούσες πόλεις,

αληθινά πιο ισχυρή κι από τη φήμη που έχει·

και η μόνη που ούτε στον εχθρό δικαίωμα δεν δίνει,

πώς τάχα η ίδια βλάπτεται από τέτοιους πολίτες·

και ούτε δίνει αφορμή ποτέ της στους συμμάχους,

να εκφράσουνε παράπονα για τ’ ότι τάχα εκείνοι

απ’ αναξίους άρχονται κι ανάξια κυβερνώνται.

  1. Ξεκάθαρα, χειροπιαστές δίνουμε αποδείξεις

για όλη μας τη δύναμη, με μάρτυρες που ξέρουν·

γι’ αυτό και θαυμαζόμαστε τώρα από τους πάντες,

μα και θα θαυμαζόμαστε απ’ τους επερχομένους,

χωρίς ανάγκη να ’χουμε κάποιος να μας υμνήσει·

ο Όμηρος ή υμνητής άλλος να μας παινεύει,

που με τους στίχους του μπορεί λίγο για να μας τέρψει·

ενώ τα όσα κάνουμε μπορεί να διαψευστούνε

απ’ την αλήθεια που ’χουνε πάντα τα γεγονότα,

αφού εξαναγκάσαμε και θάλασσες κι εδάφη

να υποστούν την τόλμη μας και να υποταχτούνε·

και έτσι στήσαμε παντού αιώνια μνημεία,

που να θυμίζουν σ’ όλους μας κάθε ανδραγαθία

εις τους εχθρούς ενάντια, αλλά κι υπέρ των φίλων.

  1. Για τέτοια πόλη έπεσαν μαχόμενοι γενναία,

τούτοι οι προκείμενοι νεκροί· γιατ’ έκριναν καθήκον

το να μην επιτρέψουνε να τους την αφαιρέσουν·

κι όσοι ’μαστε πια ζωντανοί με προθυμιά μεγάλη

μπορούμε να υποφέρουμε για χάρη της τα πάντα.

(42)

  1. Γι’ αυτό και μακρηγόρησα, ώστε το μεγαλείο,

που κουβαλά η πόλη μας, θέλησα να σας δείξω,

κι ότι αγωνιζόμαστε για πράγματα σπουδαία,

πολλάκις μεγαλύτερα από εκείνα όπου

οι άλλοι αγωνίζονται για να τα απολαύσουν·

μα και συνάμα θέλησα διά να καταδείξω,

με πράγματα χειροπιαστά, τον έπαινο που πρέπει,

σε άνδρες σαν κι αυτούς εδώ, που τώρα προς τιμήν τους

τούτον τον επικήδειο εκφέρω ενώπιόν σας.

  1. Τα πιο πολλά του έπαινου τα ’χω αναφέρει ήδη.

Γιατί τ’ ανδραγαθήματα αυτών και των ομοίων

δόξα και λάμψη έδωσαν πέφτοντας για την πόλη,

που έως τώρα ύμνησα για όλα τα σπουδαία,

και λίγοι μόνο Έλληνες έχουνε τέτοια φήμη,

για έργα σαν αυτά εδώ τούτων των πεθαμένων.

Νομίζω πως ο θάνατος αυτών αποδεικνύει

του κάθε άνδρα χωριστά την αρετή – το θάρρος,

ήτοι τη γενναιότητα, που σ’ όλους φανερώνει

πως πρώτη και στερνή φορά ζήσαν γι’ αυτήν την πόλη.

  1. Για τους κακούς είναι σωστό τέτοια να προβληθούνε,

για την πατρίδα ποιοι και πώς κάναν ανδραγαθίες,

και τη ζωή τους έδωσαν σε μάχες και πολέμους·

γιατί αυτοί με το αγαθό κάθε κακό αφανίσαν,

κι ωφέλησαν εις την κοινή προσπάθεια την πόλη,

απ’ ό,τι τη ζημίωσαν οι ίδιοι ως ιδιώτες.

  1. Από ετούτους τους νεκρούς κανείς δειλός δεν ήταν,

δείχνοντας την προτίμηση τον πλούτο ν’ απολαύσει,

που ενδεχομένως θα έφτιαχνε κάποια στιγμή στο μέλλον,

κι ούτε ποτέ απέφυγε κινδύνους εξ αιτίας

κάποιας ελπίδας –απ’ αυτές– οπού παρέχει η φτώχεια,

πως όποιος πάψει να ’ν’ φτωχός στο μέλλον θα πλουτίσει.

Απ’ όλα αυτά θεώρησαν εχθρών την τιμωρία,

ωσάν την πλέον ποθητή· κι έτσι απ’ τους κινδύνους

διαλέξανε τον θάνατο για να εκδικηθούνε

και τιμωρήσουν τους εχθρούς, όσο κι αν κινδυνεύουν.

Έλπιζαν δε στην έκβαση του αβέβαιου αγώνα,

γιατί χρέος μοναδικό στη μάχη θεωρούσαν

να ’χουνε στις δυνάμεις τους μεγάλη εμπιστοσύνη,

πώς ν’ αντιμετωπίσουνε αυτό που ’χαν εμπρός τους.

Κι όταν, λοιπόν, βρεθήκανε στο μέσον του κινδύνου,

έκριναν προτιμότερο στη μάχη να πεθάνουν,

παρά να υποχωρήσουνε και έτσι να σωθούνε.

Απέφυγαν κάθε ντροπή που φέρνει η δειλία,

κι αμύνθηκαν ηρωικά «σώματι και ψυχή τε»·

η δε τύχη τους άλλαξε σε μια στιγμή τον βίο·

έδιωξαν κάθε φόβο τους κι έλπιζαν να νικήσουν·

μη θέλοντας να νικηθούν, στη μάχη πέσαν όλοι·

κι είναι λαμπροστεφάνωτοι στης δόξας το περβόλι.

(43)

  1. Κι αυτοί εδώ αναδείχτηκαν άξια παιδιά της πόλης.

Όσοι εδώ ζείτε, να εύχεστε, το φρόνημά σας όταν

στραφεί ενάντια στους εχθρούς, μικρότερο να φέρει

κίνδυνο στον καθένα σας. Αλλά μην ανεχθείτε,

να ’ναι πιο λίγο τολμηρό μπρος στους εχθρούς, ποτέ σας,

κρίνοντας όχι μοναχά με λογική τα οφέλη,

για τα οποία δύναται κάποιος να σας μιλήσει

επί πολύ και φλύαρα – τα ξέρετε οι ίδιοι,

όταν συχνά αναφέρετε, πόσα καλά υπάρχουν

σαν αντιστέκεται κανείς εις τους εχθρούς ενάντια.

Και ξέρετε πόσα καλά υπάρχουν σαν συμβαίνει

να αποκρούονται οι εχθροί. Και κάτι παραπάνω:

Όταν κανείς καθημερνά μπορεί για να θαυμάσει

της πόλης μας τη δύναμη, για την οποία πρέπει

μέγα πάθος ερωτικό να δείξουμε κι αγάπη.

Και όταν κάποτε φανεί πως πόλη είναι μεγάλη,

δεν πρέπει να λησμονηθεί ότι αυτό συμβαίνει

αφότου άνδρες τολμηροί, που γνώριζαν το χρέος,

εις τα πεδία των μαχών, ντροπής αίσθημα είχαν·

γι’ αυτό ξαναδοκίμαζαν όταν αποτυγχάναν,

γιατί δεν έκριναν σωστό την πόλη να στερήσουν

από τη γενναιότητα που έπρεπε να δείξουν,

οπότε και προσέφεραν στην πόλη τη ζωή τους,

σαν ό,τι πιο καλύτερο και πιο ακριβό που είχαν.

  1. Διότι όλοι δίνοντας το σώμα για την πόλη,

αγέραστο έπαινο έπαιρνε ξεχωριστά ο καθένας,

και τάφο επισημότατο· και όχι σαν εκείνον,

’κεί που ’ν’ θαμμένοι οι πιο πολλοί· αλλά σε τέτοιον τάφο,

οπού κάνει τη δόξα τους αθάνατη να μένει,

και αναφέρεται ρητά σε κάθε ευκαιρία,

είτε για λόγια πρόκειται είτε για πράξεις κι έργα.

  1. Στους άνδρες τους επιφανείς η κάθε γη ’ναι τάφος·[2]

και δεν το λέει μοναχά στη χώρα τους μια στήλη,

μια επιγραφή επιτύμβια, μα και στις άλλες χώρες

–μες στην ψυχή του καθενός–, άγραφη μένει μνήμη,

όχι γι’ αυτά που έπραξαν μα για το φρόνημά τους.

  1. Αυτούς, λοιπόν, τώρα, εσείς επάξια μιμηθείτε,

μιας κι ευτυχία –ξέρετε– σημαίνει ελευθερία·

κι ελευθερία –για όλους μας– σημαίνει την ανδρεία.

Οπότε, μη δειλιάζετε μπροστά εις τους κινδύνους,

που κρύβει ένας πόλεμος, λεύτερα για να ζείτε.[3]

  1. Γιατί δεν θα ’ταν δίκαιο να χάσουν τη ζωή τους

όσοι στ’ αλήθεια δυστυχούν και δεν έχουν ελπίδα

κάποιο καλό να τους συμβεί στου βίου τους τα χρόνια·

μα κι όσοι στην υπόλοιπη ζωή τους κινδυνεύουν

στη ζήση τους για να βρεθούν σε άσχημες συνθήκες,

ακόμα πιο χειρότερες, αν τύχει κι αποτύχουν.

  1. Γιατί στον άνδρα προκαλεί πολύ μεγάλο πόνο

–στον άνδρα που ’χει φρόνημα–, πόνο οπού προκύπτει

με οδυνηρή ταπείνωση από δειλία στη μάχη,

παρά σαν έρθει ο θάνατος χωρίς να τόνε νιώσει,

την ώρα που σε έξαρση βρίσκεται πολεμώντας,

και μ’ άλλους αγωνίζεται και προσδοκεί μ’ ελπίδα.

(44)

  1. Γι’ αυτό γονείς των τωρινών νεκρών, που ’στε παρόντες,

δεν θε’ να κλαίω πιότερο, αλλά θα προσπαθήσω

με λόγια ορθά και φρόνησης να σας παρηγορήσω.

Γιατί η ζωή τους πέρασε με αλλαγές της τύχης·

και ευτυχία είναι αυτό, όταν η μοίρα δώσει

λαμπρό και τίμιο θάνατο· όπως συμβαίνει τώρα,

μ’ αυτούς εδώ, που ’ναι νεκροί· ή όταν πάλι δώσει

λύπη τόσο τιμητική, σαν τούτη που σεις ζείτε·

όμως γι’ αυτούς ο βίος τους στο τέλος έχει φτάσει,

όμως η ευτυχία τους σε τούτους έχει σβήσει,

όταν το τέλος της ζωής τον κύκλο έχει κλείσει.

  1. Θαρρώ πως είναι δύσκολο να σας παρηγορήσω,

γι’ αυτούς εδώ που χάσατε· και πάντα θα θυμάστε,

όταν άλλους θα βλέπετε εδώ να ευτυχούνε,

και θα ’ρχεται στη μνήμη σας ότι κι εσείς οι ίδιοι

χαιρόσασταν παρόμοια. Όμως, κανείς λυπάται

όχι γιατί θα στερηθεί κάτι που στη ζωή του

ποτέ του δεν δοκίμασε, αλλά γι’ αυτό μονάχα,

που είχε και που έχασε και του ’τανε συνήθεια.

  1. Δείξτε καρτερικότητα, και έχετε ελπίδα,

πως θα ’χετε άλλα παιδιά, όσοι νιοι ’στε ακόμα,

και σ’ ηλικία γόνιμη για να τεκνοποιήστε.

Και στη ζωή του καθενός παιδιά σαν γεννηθούνε,

σε κάποιους θα ’ναι η αφορμή ώστε να ξεχαστούνε

της φαμελιάς τους οι νεκροί. Αλλά και πέραν τούτου,

η γέννηση άλλων παιδιών στην πόλη χρησιμεύει,

διπλά, θα ’λεγα, τρίδιπλα, καθότι αυτή ποτέ της

δεν πρόκειται να ερημωθεί και ασφαλής θα είναι.

Γιατί δεν είναι δίκαιο –κατά τον ίδιο τρόπο–

ν’ αποφασίζουνε αυτοί, που όταν κινδυνεύουν

να μη θέλουνε όμοια, μαζί μ’ όλους τους άλλους,

να βρίσκονται σε κίνδυνο τα τέκνα τα δικά τους.

  1. Όσοι –πάλι– γεράσατε, να θεωρείτε κέρδος

που ευτυχισμένα ζήσατε στα πιο πολλά σας χρόνια,

και ότι στα υπόλοιπα –πιο λίγα είν’ αλήθεια–

θα έχετε ανακούφιση μ’ αυτών εδώ τη δόξα.

Γιατί μες στα γεράματα ένα μονάχα μένει,

όχι δίψα για το πολύ ή το μεγάλο κέρδος

–όπως πολλάκις λέγεται από κάποιους στην πόλη–,

αλλά η δίψα για τιμές, που ευχαριστεί τους πάντες.

(45)

  1. Όσοι παρόντες είστε εδώ, τέκνα ή αδελφοί πεσόντων,

δύσκολο αγώνα δίνετε, κι αυτών φανείτε αντάξιοι,

γιατί οι πάντες τους νεκρούς συνήθως επαινούνε·

κι όση αν επιδείξετε υπέροχη ανδρεία,

ποτέ εσάς ισάξιους δεν πρόκειται να κρίνουν,

αλλά κάπως κατώτερους. Γιατί, πάντα, στους ζώντες

φθόνος μέγας επικρατεί προς τον αντίπαλό τους·

κι όποιον δεν αντιστέκεται, με εύνοια τιμούνε.

  1. Αν πρέπει –όμως– για να πω για τις γυναίκες κάτι,

κυρίως για την αρετή οφείλω να μιλήσω,

εκείνων που θα μείνουνε χήρες πια από τώρα,

έτσι με μια παραίνεση λιγόλογη τους λέω:

Μεγάλη δόξα και τιμή είναι να μη φανείτε

εσείς ποτέ κατώτερες απ’ τη δική σας φύση·

κι όσο πιο λίγο γίνεται εσάς να κουβεντιάζουν

οι άνδρες επαινετικά ή και κακολογώντας.

(46)

  1. Σύμφωνα με τα έθιμα εξέθεσα με λόγια,

όσα εγώ θεώρησα κατάλληλα πως είναι,

να τιμηθούνε έμπρακτα τούτοι εδώ οι πεσόντες,

που ήδη έχουνε ταφεί «δαπάνη δημοσία»·

κι από την άλλη η πόλη μας αναλαμβάνει τώρα

απ’ τον δημόσιο κορβανά να θρέψει τα παιδιά τους,

ώσπου να γίνουν έφηβοι, θέτοντας ως βραβείο

σε τέτοια αγωνίσματα, ωφέλιμο στεφάνι,

που στους πεσόντες δίνεται, μα και στους επιζώντες.

Γιατί όπου ορίζονται της αρετής βραβεία,

εκεί πολίτες άριστοι την πόλη κατοικούνε.

  1. Και τώρα, αφού έκλαψε ο καθένας τον νεκρό του,

περήφανα, γαλήνια, ας πάει στο σπιτικό του.

…………………….

ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ

(Θουκυδίδου Ιστορίαι Β 34, 35-46)

 

[34] [34.1] Ἐν δὲ τῷ αὐτῷ χειμῶνι Ἀθηναῖοι τῷ πατρίῳ

[1] «Φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας·»

[2] «ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος»

[3] «ους νυν υμείς ζηλώσαντες και το ευδαίμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον κρίναντες μη περιοράσθε τους πολεμικούς κινδύνους»

……………………..

Αρχαίο κείμενο: ΕΔΩ

banner-article

Ροη ειδήσεων

Ο Λόμπο