Άργησε τρεις μήνες το υπουργείο Πολιτισμού να ορίσει πρόεδρο στο Λαογραφικό Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας Θράκης, πέτυχε όμως με έναν διορισμό δύο στόχους: και από την «αποδόμηση της εθνικής μας συνειδήσεως» μας προφυλάσσει και από τον κορονοϊό, συστήνοντας όχι τα εμβόλια –οποία οπισθοδρόμηση– αλλά την προσευχή, αφού «δεν έχουμε άλλη δυνατότητα πέραν της Θείας βοηθείας», όπως έχει δηλώσει ο νέος πρόεδρος. Διότι ποιος άλλος από έναν συνταξιούχο θεολόγο θα μπορούσε να προΐσταται του Λαογραφικού Μουσείου;
Στη συμπλήρωση σχεδόν τριών μηνών από την παραίτηση δέκα μελών του Δ.Σ., ανάμεσα στα οποία ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος (Βασίλης Νιτσιάκος, καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννης Μάνος, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, αντίστοιχα), το υπουργείο Πολιτισμού ήρθε να επιβεβαιώσει με τον πιο εμφατικό τρόπο τις καταγγελίες και το δημοσίευμα της «Εφ.Συν.» (5.10.2021, «Λαογραφία της εθνικοφροσύνης»), τοποθετώντας πρόεδρο τον θεολόγο Μιχαήλ Τρίτο, ομότιμο καθηγητή του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου.
Υπονόμευση
«Από την περίοδο των εκλογών του 2019 δρούσαν “μηχανισμοί” εντός και εκτός μουσείου, με διαρκείς καταστάσεις υπονόμευσης του έργου και των επιλογών του Διοικητικού Συμβουλίου», μας έλεγε τότε ο κ. Μάνος, σημειώνοντας ότι «πρόκειται για άτομα που θεωρούν εαυτόν θεματοφύλακες της ελληνικότητας, “ιδιοκτήτες” του μουσείου, όπως λέγαμε μεταξύ μας, σαν οδηγοί ενός τρένου πάνω στο οποίο επιλέγουν αυτοί ποιος θα ανεβεί και όποιος ανεβεί δεν μπορεί να έχει άλλη άποψη από τους οδηγούς, οπότε τον κατεβάζουν από την αμαξοστοιχία». Ο κ. Τρίτος ανταποκρίνεται πλήρως σε αυτές τις προδιαγραφές.
Το τελευταίο συγγραφικό του πόνημα με τίτλο «Θέματα Εθνικής Αυτοσυνειδησίας» έχει συγκεκριμένη στόχευση καθώς, όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο, «τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια προσπάθεια αποδομήσεως της εθνικής συνειδήσεως» και για αυτό αναλύει θέματα όπως το Βορειοηπειρωτικό, το Κουτσοβλαχικό, το Μακεδονικό, σε πνεύμα τέτοιο που σπεύδουν να τον προλογίσουν ο περιφερειάρχης Ηπείρου Αλέξανδρος Καχριμάνης και ο Στέλιος Παπαθεμελής. Είναι επιμελής σε αυτά τα καθήκοντα ο κ. Τρίτος.
Παλαιότερα έσπευσε να υπερασπιστεί τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμο όταν είχαν εκδηλωθεί έντονες διαμαρτυρίες για την αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του ΑΠΘ και έκανε ό,τι μπορούσε για να μη δημιουργηθεί στη Θεολογική Σχολή, της οποίας υπήρξε κοσμήτορας, τμήμα Ισλαμικών Σπουδών, καταθέτοντας το επιχείρημα πως «μια τέτοια συστέγαση στη Θεολογική είναι πολύ επικίνδυνη. Αύριο ένας θερμοκέφαλος δικός μας μπορεί να κάψει ένα Κοράνι ή να βρίσει τον Μωάμεθ και να μας κάνουν στάκτη!
Σαφώς είμαστε υπέρ της εκπαιδεύσεως αυτών των ανθρώπων από την ελληνική κυβέρνηση, ώστε να μην έχουμε παρεμβολές από άλλες χώρες, αλλά όχι στον χώρο της Θεολογικής, κάπου αλλού, ώστε να αποφευχθούν αυτές οι εκτροπές». Πάντως, και παρά τις δηλώσεις του, ας σημειωθεί ότι ο κ. Τρίτος δεν είχε συνυπογράψει την προσφυγή στο ΣτΕ εναντίον της ίδρυσης του τμήματος.
Ερωτήματα
Σε άλλες εποχές θα ρωτούσαμε το υπουργείο Πολιτισμού αν εξέλιπαν οι εθνολόγοι και οι λαογράφοι από τη Θεσσαλονίκη και την υπόλοιπη χώρα, αλλά στις μέρες μας έχει αποδειχθεί μάταιο και μόνο να θέτουμε ερωτήματα όπως «τι δουλειά έχει ένας θεολόγος σε λαογραφικό μουσείο». Γι’ αυτό άλλωστε ο τέως πρόεδρος του Μουσείου κ. Νιτσιάκος είναι τόσο ευγενικά διαφωτιστικός και υποδειγματικά ιοβόλος στη δήλωσή του: «Η υπουργός Πολιτισμού διόρισε αντικαταστάτη μου στο Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο τον θεολόγο κ. Μιχαήλ Τρίτο! Του εύχομαι καλή επιτυχία στο έργο του, που είναι η αποκατάσταση της εθνικής χριστιανορθόδοξης ορθότητας…».
Για «εξυπηρέτηση των μικροπολιτικών συμφερόντων της κυβέρνησης με όρους πελατειακών σχέσεων» έκανε λόγο σε ανακοίνωσή της η τομεάρχης Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Σία Αναγνωστοπούλου. Σχολιάζοντας την επιλογή θεολόγου αντί εθνολόγου, η κ. Αναγνωστοπούλου αναφέρει ότι αυτή «αποδεικνύει ότι η υπουργός στηρίζεται σε κομματικά κριτήρια και, στο όνομα μιας εθνικοφροσύνης άλλων εποχών, σίγουρα δεν εξυπηρετεί ούτε το έργο ούτε τη λειτουργία ενός φορέα που χρειάζεται εξωστρέφεια και ανάπτυξη για την ενίσχυση της λαογραφικής και εθνολογικής παράδοσης».
Επιτίθεται δε στην κ. Μενδώνη τονίζοντας πως «συνεχίζει ακάθεκτη το έργο της συστηματικής υποβάθμισης και απαξίωσης των πολιτιστικών φορέων. Αδιαφορεί και παρακάμπτει θεσμικές διαδικασίες – λειτουργίες, αλλά κυρίως την ίδια την κοινωνία και τον πολιτισμό. Οι πρακτικές αυτές θυμίζουν άλλες εποχές, τις οποίες δυστυχώς αναβιώνει συνολικά η κυβέρνηση που τη διόρισε υπουργό Πολιτισμού».