Το πόσο διαρκεί η εμβολιαστική ανοσία απέναντι σε έναν μολυσματικό ιό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: για κάποιες ιογενείς ασθένειες η δράση του εμβολίου κρατά μια ζωή, ενώ για άλλες χρειάζεται μία ετήσια εμβολιαστική δόση, όπως π.χ. για τον ιό της γρίπης.
Για να υπάρξει μακροχρόνια ανοσία στη νόσο COVID-19, τα ανοσοκύτταρά μας που δημιουργούν τα αντισώματα θα πρέπει να διατηρούν για αρκετό χρόνο στη «μνήμη» τους την ικανότητα να παράγουν την κατάλληλη ανοσιακή απόκριση απέναντι στον νέο κορονοϊό. Μια απρόσμενα ελπιδοφόρος είδηση για τη δυνατότητα επίτευξης ισχυρής ανοσίας απέναντι στη νόσο COVID-19 και την προοπτική εξόδου από την πανδημική κρίση προέκυψε μετά τη δημοσίευση πρόσφατης έρευνας που έγινε στο Ινστιτούτο Rockefeller της Νέας Υόρκης.
Εκεί, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι αν τα άτομα που έχουν ήδη νοσήσει και αναρρώσει από τη νόσο COVID-19 υποβληθούν κατόπιν σε έναν κύκλο δύο εμβολιασμών, τότε αρχίζουν να παράγουν εξαιρετικά αποτελεσματικά αντισώματα και αποκτούν «υπερανοσία» στο ενδεχόμενο επαναμόλυνσής τους ακόμη και από τις πιο επιθετικές παραλλαγές του κορονοϊού. Σήμερα θα εξετάσουμε την ανάγκη ύπαρξης της επίκτητης «ανοσιακής μνήμης» για να υπάρξει μια μακροχρόνια και αποτελεσματική ανοσιακή απόκριση στις παραλλαγές του κορονοϊού.
Πώς εξηγείται η αινιγματική δύναμη της «υβριδικής ανοσίας» στον κορονοϊό;
H ανθρώπινη υγεία βασίζεται και, σε μεγάλο βαθμό, εξαρτάται από την καλή λειτουργία του ανοσιακού μας συστήματος, ενός πανίσχυρου και ευέλικτου βιολογικού μηχανισμού που διασφαλίζει την προστασία του οργανισμού μας από μια σειρά παθογόνους παράγοντες και ασθένειες. Η εντυπωσιακή ικανότητα ανοσίας του σώματός μας προκύπτει από την ενεργοποίηση ενός εκτεταμένου δικτύου από εξειδικευμένα κύτταρα, ρυθμιστικές πρωτεΐνες και γονίδια ειδικού σκοπού, που από κοινού συγκροτούν ένα περίπλοκο ανοσιακό δίκτυο, το οποίο εργάζεται ακάματα για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας και της προστασίας του οργανισμού μας.
Η ικανότητα του ανοσιακού συστήματος να καταπολεμά τις λοιμώδεις ασθένειες, επιτρέποντας σε έναν οργανισμό να αυτοθεραπεύεται, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα αινίγματα της έμβιας κατάστασης, πρόκειται κυριολεκτικά για ένα επίτευγμα της βιολογικής εξέλιξης των πιο σύνθετων μορφών ζωής. Δικαίως, λοιπόν, το ανοσιακό μας σύστημα θεωρείται ο θεματοφύλακας του μυστικού της καλής μας υγείας, ενός μυστικού που, μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, παρέμενε επτασφράγιστο για την επιστημονική γνώση.
Το ανοσιακό σύστημα περιγράφεται συνήθως ως μια «πολεμική μηχανή» που μας προστατεύει από τις «επιθέσεις» των μικροβίων (βακτήρια, παράσιτα και ιοί) και το οποίο ενεργοποιείται μόνο για να τους εξαλείφει. Μια απλοϊκή πολεμοχαρής περιγραφή, που παραβλέπει τις πολύπλοκες ανοσιακές λειτουργίες αυτού του αξιοθαύμαστου ταυτοποιητικού-αμυντικού μηχανισμού ζωικής αυτορύθμισης.
Για τη σύγχρονη Ανοσολογία, αντίθετα, το ανοσιακό σύστημα εξελίχθηκε και αναπτύσσεται διαρκώς ως η πρώτη βιολογική μαθησιακή μηχανή για την αναγνώριση του «ιδίου» από το «ξένο» και μόνο όταν είναι απαραίτητο λειτουργεί ως πολεμική μηχανή για την εξάλειψη των πιο «δύστροπων», απροσάρμοστων και άρα απειλητικών εισβολέων.
Ως πολύπλοκοι πολυκύτταροι οργανισμοί, οι άνθρωποι διαθέτουν δύο διαφορετικές αλλά συμπληρωματικές μορφές ανοσίας: μια πρώτη «έμφυτη ανοσία», που τίθεται σε λειτουργία αμέσως μόλις εισβάλει στον οργανισμό μας ένας ξένος και δυνητικά επικίνδυνος μολυσματικός παράγοντας. Υπάρχει ωστόσο και μια δεύτερη, πολύ πιο επιτήδεια «επίκτητη ανοσία», η οποία ενεργοποιείται κατόπιν, όταν η έμφυτη ανοσία δεν επαρκεί.
Στη δεύτερη περίπτωση, κάποια ανοσοκύτταρα (τα λεμφοκύτταρα) παράγουν ειδικά πρωτεϊνικά μόρια, τα περίφημα «αντισώματα», η αποστολή των οποίων είναι αφ’ ενός να αναγνωρίζουν τους μολυσματικούς παράγοντες (τα λεγόμενα «αντιγόνα») και αφ’ ετέρου να πυροδοτούν τις κατάλληλες ανοσιακές αποκρίσεις για την εξάλειψη των μολυσματικών παραγόντων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα λεμφοκύτταρα είναι διαφορετικοί τύποι λευκών αιμοσφαιρίων που υπάρχουν στο αίμα και διαιρούνται σε τρεις βασικές ομάδες ή τύπους: τα Β-λεμφοκύτταρα και τα Τ-λεμφοκύτταρα που συμμετέχουν στην επίκτητη ανοσία και τα ΝΚ-λεμφοκύτταρα που είναι τα κύτταρα-δολοφόνοι της άμεσης έμφυτης ανοσίας.
Ο ρόλος της μνήμης των Β-λεμφοκυττάρων
Προφανώς, για να υπάρξει μακροχρόνια ανοσία στην COVID-19, τα Β-λεμφοκύτταρα που παράγουν τα πρώτα αντισώματα θα πρέπει να διατηρούν για αρκετό χρόνο την ικανότητά τους να προκαλούν την κατάλληλη ανοσιακή απόκριση απέναντι στον νέο κορονοϊό. Η παρουσία αυτής της επίκτητης «ανοσιακής μνήμης» είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσει να ενεργοποιηθεί, στο μέλλον, η ίδια ανοσιακή απόκριση του ανθρώπινου οργανισμού αν μολυνθεί εκ νέου από το ίδιο στέλεχος ή από κάποια παραλλαγή του κορονοϊού SARS-CoV-2.
Στην αρχική φάση της λοίμωξης από τον κορονοϊό της νόσου COVID-19, τα Β-λεμφοκύτταρά μας «μαθαίνουν» να αναγνωρίζουν τις πρωτεΐνες του κορονοϊού -π.χ. την τρισδιάστατη χημική δομή των ακίδων του- και έτσι παράγουν πλήθος αντισώματα. Ωστόσο, μετά την ανάρρωση από τη νόσο, η παραγωγή αντισωμάτων μειώνεται προοδευτικά, επειδή τα «εκπαιδευμένα» Β-λεμφοκύτταρα για την παραγωγή αυτής της ανοσιακής απόκρισης τείνουν να εξαφανιστούν.
Ευτυχώς, ορισμένα από αυτά τα διαφοροποιημένα Β-λεμφοκύτταρα αποθηκεύουν τη «μνήμη» της χημικής δομής των αντισωμάτων και άρα διατηρούν, για πολλούς μήνες μετά την αρχική λοίμωξη από τον κορονοϊό, την ικανότητά τους να πυροδοτούν την κατάλληλη ανοσιακή απόκριση. Με άλλα λόγια, φαίνεται πως από πρόσκαιρα λεμφοκύτταρα έχουν μετατραπεί σε πιο μόνιμα πλασματοκύτταρα. Πρόκειται για τα λεγόμενα «Β-λεμφοκύτταρα μνήμης», τα οποία παραμένουν ενεργά στα άτομα που έχουν νοσήσει και αναρρώσει από την COVID-19.
Αυτή τη θεμελιώδη ικανότητα του ανοσιακού μας συστήματος να διακρίνει και να «θυμάται» τους μολυσματικούς παράγοντες με τους οποίους έχει έλθει σε επαφή, εκμεταλλεύονται όλα τα εμβόλια που δημιουργήσαμε μέχρι σήμερα για να προστατευτούμε από τον κορονοϊό που προκαλεί την πανδημική νόσο COVID-19.
Το πόσο διαρκεί η εμβολιαστική ανοσία απέναντι σε έναν μολυσματικό ιό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: για κάποιες ιογενείς ασθένειες η δράση του εμβολίου κρατά μια ζωή, ενώ για άλλες χρειάζεται μία ετήσια εμβολιαστική δόση, όπως π.χ. για τον ιό της γρίπης.
Δυστυχώς, στο αποφασιστικό ερώτημα πόσο διαρκεί η ανοσία μας κατά του νέου κορονοϊού -είτε ύστερα από νόσηση είτε ύστερα από εμβολιασμό- η απάντηση δεν είναι καθόλου σαφής, δεδομένου ότι ο νέος κορονοϊός εισέβαλε στη ζωή μας μόλις πριν από σχεδόν δύο χρόνια. Πάντως, σύμφωνα με συγκριτική μελέτη των ερευνητών του Yale School of Public Health, η ανοσία στον κορονοϊό δεν κρατάει πολύ: το πολύ δύο χρόνια για τη φυσική ανοσία και μόλις μερικούς μήνες για την εμβολιαστική ανοσία.
Ωστόσο, μια απρόσμενα ελπιδοφόρος είδηση για τη δυνατότητα άμεσης επίτευξης ισχυρής ανοσίας στη νόσο COVID-19 και η προοπτική εξόδου από την πανδημική κρίση προέκυψε μόλις τον προηγούμενο μήνα, με τη δημοσίευση στο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό «Nature» μιας πρόσφατης έρευνας που υποστηρίζει ότι αν τα άτομα που έχουν ήδη νοσήσει και αναρρώσει από τη νόσο COVID-19 υποβληθούν κατόπιν σε έναν κύκλο δύο εμβολιασμών, τότε τα «Β-λεμφοκύτταρα μνήμης» αρχίζουν να παράγουν εξαιρετικά αποτελεσματικά αντισώματα και αποκτούν «υπερανοσία» στο ενδεχόμενο επαναμόλυνσής τους ακόμη και με τις πιο επιθετικές παραλλαγές του κορονοϊού!
Το μυστήριο της υβριδικής ανοσίας
Το ζήτημα της ανοσίας στη νόσο COVID-19 αποτελεί ένα ιδιαίτερα καυτό και αμφιλεγόμενο ζήτημα, τόσο από επιστημονική όσο και από κοινωνικοπολιτική άποψη. Οι ατέλειωτες διαμάχες γύρω από τη διάρκεια, τη φύση, την αποτελεσματικότητα της εμβολιαστικής ανοσίας στις συχνές περιπτώσεις επαναμόλυνσης ή για το αν χρειάζεται να εμβολιαστούν όσες και όσοι έχουν ήδη νοσήσει από τον κορονοϊό, αποτελούν τον τελευταίο χρόνο θέματα σφοδρών διενέξεων.
Οι ερευνητές στο Πανεπιστήμιο Rockefeller δημιούργησαν βιοτεχνολογικά έναν αριθμό από «χιμαιρικούς κορονοϊούς», δηλαδή συνθετικούς ιούς που στο γονιδίωμά τους είχαν ενσωματώσει 20 από τις χειρότερες μεταλλάξεις των γονιδίων για την πρωτεΐνη της ακίδας, γεγονός που καθιστούσε ιδιαίτερα επιθετικό τον κορονοϊό-χίμαιρα. Κοντολογίς, ο καθηγητής Ιολογίας Πολ Μπιενιάζ (Paul Bieniasz) μαζί με τη στενή συνεργάτιδα και σύζυγό του δρα Θεοδώρα Χατζηιωάννου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιολογίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο, προσπαθούσαν εδώ και έναν χρόνο να δημιουργήσουν μια τερατώδη-χιμαιρική εκδοχή του κορονοϊού, ικανή να παραπλανά και να ξεφεύγει από τα αντισώματα του ανοσιακών μας κυττάρων, και τα κατάφεραν.
Με αυτόν τον τρόπο αυτοί οι ερευνητές μπόρεσαν να μελετήσουν στο πλάσμα του αίματος εθελοντών το πώς αντιδρά το ανοσιακό σύστημα των ανθρώπων που είχαν ήδη ανοσία -είτε μέσω εμβολιασμού είτε μέσω φυσικής λοίμωξης- στον πολυμεταλλαγμένο κορονοϊό.
Το απρόσμενο και ανεξήγητο ιολογικά αποτέλεσμα των ερευνών τους ήταν ότι τη μέγιστη ανοσία στην ακραία εκδοχή του κορονοϊού που είχαν δημιουργήσει στο εργαστήριο την παρουσιάζουν όχι όσοι είχαν ήδη νοσήσει και αναρρώσει από COVID-19, ούτε όσοι είχαν εμβολιαστεί πλήρως, αλλά οι εθελοντές που, ενώ είχαν νοσήσει, κατόπιν εμβολιάστηκαν κατά του κορονοϊού!
Εν αναμονή των νέων, πιο επιθετικών παραλλαγών του κορονοϊού, η έρευνα αυτή μεταθέτει τους ανοσολογικούς στόχους από τη μέχρι σήμερα τυφλή εμβολιαστική ανοσία στην αυριανή εξατομικευμένη «υπερανοσία».
Η υπερανοσία ή «υβριδική ανοσία», όπως προτιμούν να την αποκαλούν οι ιολόγοι, οφείλεται, εν μέρει, στα «Β-λεμφοκύτταρα μνήμης», δηλαδή στα ανοσοκύτταρα των ανθρώπων που έχουν ήδη νοσήσει από την COVID-19: αυτά τα σπάνια ανοσοκύτταρα ενεργοποιούνται εκ νέου από τον εμβολιασμό και πολλαπλασιάζονται με τρόπο εκρηκτικό. Με αποτέλεσμα να συσσωρεύουν πλήθος μεταλλάξεων στα γονίδιά τους, αυτές οι μεταλλάξεις τούς επιτρέπουν να ανιχνεύουν εγκαίρως τις νέες παραλλαγές του κορονοϊού και με τα πανίσχυρα αντισώματά τους πυροδοτούν την εξάλειψή τους.
Το επόμενο βήμα αυτών των ερευνών θα είναι να χαρτογραφηθούν επακριβώς οι διαφορές μεταξύ της ανοσίας από φυσική λοίμωξη και της εμβολιαστικής ανοσίας, με αυτόν τον τρόπο οι ερευνητές ελπίζουν να ανοίξουν νέους δρόμους για την επίτευξη μιας «ανώτερης», δηλαδή ευρύτερης και αποτελεσματικότερης προστασίας κατά του κορονοϊού.
Συνοψίζοντας τα βασικά συμπεράσματα αυτής της πρωτοποριακής έρευνας στο περίφημο Εργαστήριο Ρετροϊών του Πανεπιστημίου Rockefeller, ο Πολ Μπιενιάζ δήλωσε: «Η ανοσία σε άτομα που μολύνθηκαν από COVID-19 τον περασμένο χρόνο και κατόπιν έλαβαν εμβόλια mRNA είναι εντυπωσιακά ευρεία. Αυτό μας δείχνει ότι μολονότι η φυσική μόλυνση ή τα εμβόλια οδηγούν, από μόνα τους, σε κάποια ανοσία, δεν επαρκούν σε καμία περίπτωση για να εξαντλήσουν τις δυνατότητες του ανθρώπινου ανοσοποιητικού συστήματος να ενισχύει την άμυνά του ενάντια σε αυτόν τον ιό».