Μαριάνθη Αλειφεροπούλου – Χαλβατζή “Η επανάσταση των παιδιών”
Παιδικό διήγημα “Η επανάσταση των παιδιών”
Μαριάνθη Αλειφεροπούλου – Χαλβατζή
Τα παιδιά δεν είχαν ξαναζήσει κάτι τέτοιο. Τα σχολεία έκλεισαν, αλλά η χαρά που πήραν, καθώς πίστεψαν πως θα είχαν πάλι διακοπές, τελείωσε από τις πρώτες μέρες. Δεν επιτρεπόταν να ιδούν τους παππούδες, να κατεβούν στη γειτονιά για μπάλα, να πάνε στα σπίτια των φίλων τους να παίξουν ή να διαβάσουν παρέα. Έπρεπε να μείνουν κλεισμένα στο σπίτι, τα μεγαλύτερα χωρίς τους γονείς τους. Αλλά και οι γονείς που δούλευαν τηλεργασία στο σπίτι, μια νέα πραγματικότητα για όλους, ήταν κλεισμένοι, σε ένα δωμάτιο, πολλές ώρες πάνω στον υπολογιστή. Και οι βόλτες το απόγευμα γύρω από το σπίτι, μακριά από τους φίλους. Κατανόησαν τη λέξη απομόνωση. Τη συνδέσανε με τη φυλακή! Είχαν ακούσει για φυλακές, αλλά δεν ήξεραν πως ήταν. Καλλίτερα να μην μάθαιναν.
Γονείς και δάσκαλοι με τα τηλεμαθήματα προσπαθούσαν να τους εξηγήσουν τι συνέβαινε. Τους ζητούσαν να κάνουν υπομονή, να μην νευριάζουν, να μη φωνάζουν, σε λίγο θα τελείωνε η πανδημία. Καινούργια λέξη! Ένα μικρόβιο, τους έλεγαν, ένας κακός αόρατος εχθρός, κυκλοφορεί ανάμεσά μας και χτυπάει πολλούς ανθρώπους ιδιαίτερα τους παππούδες και τους αδύναμους. Μερικούς τους σκοτώνει. Άλλους τους στέλνουν στα νοσοκομεία. Άλλους τους κλείνουν καραντίνα σε ένα δωμάτιο στο σπίτι και τους αφήνουν το φαγητό έξω από στην πόρτα. Αμέτρητοι τέτοιοι αόρατοι εχθροί γυρίζουν γύρω μας, σε όλο τον κόσμο και δεν ξέρουμε ούτε πώς ήρθαν. Οι επιστήμονες ψάχνουν για φάρμακα και το εμβόλιο για να τους νικήσουμε. Μέχρι τότε πρέπει όλοι να βοηθήσουμε.
Τα παιδιά ρωτούσαν με αγωνία γιατί είναι αόρατος αυτός ο εχθρός, πώς τον λένε και άλλα.
-Είναι αόρατος γιατί είναι πάρα πολύ μικρός. Τον λέμε ιό. Να φανταστείτε ούτε με το μικροσκόπιο, μπορούμε να τον δούμε. Μόνο με ειδικά μικροσκόπια, που έχουν οι επιστήμονες σε εργαστήρια, βλέπουν τους ιούς. Τους φωτογραφίζουν ή τους ζωγραφίζουν πολλές χιλιάδες φορές μεγαλύτερους και τους βλέπουμε στην τηλεόραση και σε βιβλία.
Έμαθαν και τη λέξη “ιός”. Στην αρχή την μπέρδευαν με τον “υιό” το αγόρι δηλαδή, που όμως αγαπάει τους γονείς και τους παππούδες. Θυμήθηκαν και την εικόνα του. Στρογγυλός με κάτι κεραίες σαν χρωματιστά λουλουδάκια στο κορμί του. Πολύ όμορφος!! Πώς μπορεί να σκοτώνει;
-Οι άνθρωποι, ρωτούσαν, έχουν φτιάξει όπλα, πολύ δυνατά, κάνουν πολέμους, γκρεμίζουν πολιτείες, σκοτώνουν ανθρώπους, που δεν πρέπει. Χτίζουν φυλακές που κλείνουν τους κλέφτες και τους δολοφόνους. Καλά τώρα, δεν μπορούν να σκοτώσουν ή να φυλακίσουν αυτόν τον τόσο μικρό εχθρό;
-Όταν μεγαλώσετε, στο μάθημα της βιολογίας θα μάθετε και για τους ιούς. Τώρα με την απομόνωση και το συχνό πλύσιμο των χεριών, πρέπει όλοι να μην τους επιτρέπουμε να μπούνε στο σώμα μας, στα πνευμόνια, στην καρδιά, σε άλλα όργανα και να τα καταστρέψουν.
Πολλοί δάσκαλοι προσπαθούσαν με το τηλέφωνο, το skype, ή άλλα σύγχρονα μέσα, να είναι κοντά στα παιδιά και αυτής της ηλικίας. Μαζί με τα μαθήματα, να τους λύνουν και απορίες. Τα παιδιά μέσα από αυτή την επικοινωνία και την αναζήτηση εύρισκαν διέξοδο στην μοναξιά, έσπαζαν την απομόνωση. Όμως αρκετοί συμμαθητές τους δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα, καθώς δεν είχαν λάπτοπ και από το σχολείο δεν τους είχαν δώσει.
Τα παιδιά χωρίς να μπορούν να καταλάβουν πολλά πράγματα, ακολουθούσαν τις οδηγίες. Προσπαθούσαν να περνάνε το χρόνο τους μαθαίνοντας για τον κορωνοϊό, αλλά και πολλά άλλα πράγματα, καθώς είναι στη φύση των παιδιών, να ψάχνουν, να ρωτούν για να καταλάβουν τον κόσμο.
Οι ερωτήσεις τους γινόντουσαν όλο και πιο δύσκολες, πιο σύνθετες. Ακόμα και οι δάσκαλοι, που ξέρουν τα παιδιά, αλλά και οι γονείς, προσπαθούσαν να εξηγήσουν αυτή την παράξενη διέγερση του μυαλού τους. Οι απαντήσεις τους ήταν σα να μιλάνε σε μεγαλύτερα παιδιά.
Έτσι μέσα σε λίγο καιρό, τα παιδιά έμαθαν πολλά πράγματα για την κοινωνία και τη διάδοση αυτού του αόρατου, αλλά δυνατού, εχθρού. Έμαθαν ότι κυκλοφορούσε, πολύ πιο άνετα, στις φτωχογειτονιές, εκεί που οι άνθρωποι και τα παιδιά ζουν στριμωγμένοι σε χαμόσπιτα. Πολλοί μέσα σε ένα δωμάτιο, χωρίς ανέσεις, πολλές φορές και χωρίς φαγητό. Ιδιαίτερα στους καταυλισμούς, όπου πολλά παιδιά ζουν σε σκηνές, χωρίς τρεχούμενο νερό, βιβλία και παιχνίδια. Πολλά από αυτά χωρίς γονείς και χωρίς πατρίδα. Τα έβλεπαν άλλωστε και στην τηλεόραση.
Είχαν διαβάσει στα παραμύθια, για πολέμους με βασιλιάδες, ιππότες αλλά και στο σχολείο για αληθινούς πολέμους. Τώρα έμαθαν και για τους σημερινούς. Ότι τους κάνουν αυτοί που έχουν την εξουσία, για να χωρίσουν τους ανθρώπους και τους λαούς και να μπορούν έτσι πιο εύκολα να κλέβουν τον πλούτο της Γης, να είναι κυρίαρχοι. Ότι σε πολλές χώρες και λαούς κι εδώ στη γειτονιά μας, δε σκορπάνε μόνο το θάνατο, δημιουργούν τη φτώχεια, τους άνεργους , τα ορφανά, τους πρόσφυγες, τους μετανάστες. Ότι και σήμερα, τον πλούτο της Γης τον κατέχουν πάρα πολύ λίγοι. Αυτοί κυβερνάνε τον κόσμο. Τώρα δεν τους λένε άρχοντες ή αφέντες αλλά “άρχουσα τάξη”. Μάθανε και αυτόν τον όρο μαζί με τις λέξεις, ιός, πανδημία, καταυλισμός, καραντίνα. Μάθανε ότι αυτή η άρχουσα τάξη δεν έκανε ούτε όσα έπρεπε να κάνει για να σκοτώσει τον κορωνοϊό, πριν αυτός σκορπίσει σε όλο τον κόσμο. Ότι μπορεί μάλιστα να τον έφτιαξαν δικοί τους επιστήμονες στα εργαστήρια του πολέμου και τους ξέφυγε.
Μάθανε ότι τα Δημόσια Νοσοκομεία, τα φάρμακα, οι γιατροί, οι νοσοκόμες, είναι πάρα πολύ λίγοι, τόσοι που δεν φτάνουν όχι να προλάβουν τις αρρώστιες στην κοινωνία, αλλά ούτε να γιατρέψουν το λαό. Ότι υπάρχουν και ιδιωτικά νοσοκομεία. Και το χειρότερο, ότι όποιος έχει λεφτά και πληρώνει έχει και γιατρό και νοσοκομείο και φάρμακα. Όποιος δεν έχει μπορεί και να πεθάνει.
Τα παιδιά συγκλονιστήκαν, ταράχτηκαν. Κάποια πράγματα ή δεν τα είχαν μάθει νωρίτερα ή δεν τα είχαν καταλάβει. Άρχισαν να τα κουβεντιάζουν μεταξύ τους, έστω και από μακριά. Δεν είχαν ξανασκεφτεί: “Γιατί υπάρχουν ακόμα φτωχοί και πλούσιοι; Ποιος μοιράζει τον πλούτο τόσα άδικα; Γιατί κάποιος έχει ολόκληρο εργοστάσιο με χίλιους εργάτες και πολλοί άνθρωποι δεν έχουν ούτε σπίτι. Γιατί υπάρχουν άνεργοι; Γιατί πληρώνουμε για την υγεία μας; Γιατί πολλοί συμμαθητές τους δεν έχουν λάπτοπ;” Νιώθανε σα να ήτανε ο ένας δίπλα στο άλλον. Με αυτή τη συζήτηση είχαν χάσει κάθε διάθεση για παιχνίδι. Τα ερωτήματα στους γονείς και στους δασκάλους μεγάλωναν.
-Γιατί οι άνθρωποι δεν αντιδρούν; Γιατί αφήνουν όλους αυτούς, που είναι μάλιστα τόσο λίγοι, να τους κλέβουνε τον πλούτο, να κάνουν πολέμους και όλα τα κακά που μας είπατε; Αφού ο λαός είναι οι πολλοί. Δεν είναι άδικο αυτό;
-Παιδιά, όταν μεγαλώσετε θα μάθετε πολύ περισσότερα και θα καταλάβετε πολλά πράγματα για την κοινωνία, καθώς και τις δυσκολίες που υπάρχουν, τους απαντούσαν οι μεγάλοι και ίσως αισθάνονταν κάποιες ενοχές.
Τα παιδιά, που έχουν μεγάλη διαίσθηση, καταλάβαιναν το δισταγμό και την αμηχανία τους και αυτό μεγάλωνε πιο πολύ την αγωνία και τα ερωτήματά τους. Κάθε μέρα, μέσα από τα λάπτοπ, τα skype, τα τηλέφωνα, είχαν ξεχάσει τα μαθήματα, ακόμα και τα παιχνίδια. Με το δικό τους παιδικό μυαλό, που σκορπάει τις δυσκολίες και έτσι χτίζουνε ελεύθερα τα όνειρά τους, δεν μπορούσαν να καταλάβουν, γιατί οι γονείς τους, οι δάσκαλοι, οι παππούδες τους δεν αντιδρούσαν. Γιατί δεν έκαναν τη δική τους επανάσταση, όπως τα δίδασκαν στο σχολείο, πχ πολύ παλιά οι δούλοι, το 1821 οι πρόγονοί μας, ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης και άλλοι λαοί που αγωνίστηκαν και νικήσανε αυτοκράτορες, βασιλιάδες, κατακτητές;
“Ίσως”, έλεγαν, “για να μας προστατέψουν. Ίσως φοβούνται ότι οι ισχυροί, που έχουν τα όπλα και τους στρατούς, μπορεί να κάνουν κακό, να σκοτώσουν και εμάς τα παιδιά τους”. Ήταν ο μόνος λόγος που τους δικαιολογούσαν. Αυτό όμως μεγάλωνε την ευθύνη τους.
Έτσι τα παιδιά ύστερα από πολλές συζητήσεις, μέσα σε λίγες μέρες πήραν τις δικές τους αποφάσεις. Έπρεπε να αντιδράσουν, να ταρακουνήσουν τον κόσμο, αλλά κυρίως αυτούς που κυβερνάνε. Είχαν καταλάβει, ότι σαν παιδιά δεν μπορούσαν να κάνουν την επανάσταση που έπρεπε να κάνουν οι μεγάλοι. Ούτε μπορούσαν όμως να περιμένουν πότε θα μεγαλώσουν.
Σε λίγο θα άνοιγαν και τα σχολεία. Άρχισαν να κουβεντιάζουν πολλές ιδέες για το τι έπρεπε να κάνουν. Κατάληξαν στη σκέψη που είχε μια ομάδα παιδιών από την τελευταία τάξη του δημοτικού. Είχαν γράψει μάλιστα και το κείμενο.
Αφού δεν μπορούσαν να κάνουν την πραγματική επανάσταση, θα την έκαναν, τουλάχιστον, σαν θεατρική παράσταση. Θα έκαναν μια μεγάλη συγκέντρωση, αμέσως μετά την απομόνωση, όπως αυτές που κάνουν οι δάσκαλοι και οι γονείς τους. Σε αυτή τη συγκέντρωση θα έπαιζαν την επανάσταση απάνω σε μια εξέδρα. Στην Αθήνα, στο Σύνταγμα, στις άλλες πόλεις στις κεντρικές πλατείες.
Τώρα δεν θα έλεγαν τίποτα , ούτε στους γονείς τους ούτε στους δασκάλους, γιατί από αγάπη, ίσως και από φόβο, μπορεί να μην τους άφηναν. Θα το έλεγαν όταν θα ήταν έτοιμοι.
Χωρίς καθυστέρηση τα παιδιά, κλεισμένα στα σπίτια τους, άρχισαν όλη την προετοιμασία. Κουβέντιασαν και με τους μαθητές που δεν συμμετείχαν στις συζητήσεις, σε κάποια σχολεία. Τους είπαν όλα όσα είχαν μάθει για τον ιό και κυρίως για τα άσχημα της κοινωνίας, που δεν τα ήξεραν και ζήτησαν τη συμμετοχή τους. Εκείνες τις μέρες λάπτοπ, skype και τηλέφωνα πήραν φωτιά. Τα παιδιά όχι μόνο συμφώνησαν, αλλά ήταν ενθουσιασμένα, είχαν και καινούριες ιδέες. Έφτιαξαν το σχέδιο. Μοίρασαν τους ρόλους. Υπουργοί, εργοστασιάρχες, αστυνόμοι, φαντάροι, αξιωματικοί και οι μαθητές. Έκαναν πρόβες, έβγαλαν επιτροπές, όρισαν τους υπεύθυνους. Στις μικρότερες πόλεις θα έκαναν μόνο συγκέντρωση και σε μια οθόνη θα έδειχναν μέσα από skype με μεγάφωνα, το θέατρο της Αθήνας.
Η πολυπόθητη μέρα, επιτέλους ήρθε. Τα παιδιά ήταν σε εγρήγορση και πανέτοιμα. Παρ’ ότι στα σχολεία, συνεχιζόντουσαν κάποια μέτρα πρόληψης, όχι αγκαλιές, όχι φιλιά, όχι συνωστισμός, μεγάλες παρέες κλπ υπήρχε ένας ενθουσιασμός, αλλά και κάτι σαν συνωμοτικότητα, που παραξένεψε τους δασκάλους. Την παραμονή το μεσημέρι τα παιδιά ζήτησαν να κουβεντιάσουν μαζί τους. Τους ενημέρωσαν ότι αύριο δεν θα πήγαιναν σχολείο, γιατί είχαν κάτι πολύ σοβαρό να κάνουν. Ένα μεγάλο σχέδιο. Είχαν κάνει θέατρο το όνειρο που έπλασαν στην απομόνωση και ζήτησαν τη συμπαράστασή τους. Δεν τους είπαν ούτε το θέμα, ούτε καμία άλλη λεπτομέρεια. “Αύριο το πρωί θα δώσουμε ραντεβού στο Σύνταγμα. Εμείς θα είμαστε στην πλατεία και εσείς λίγο πιο πίσω από εμάς. Θέλουμε τη βοήθειά σας για μια εξέδρα”, τους είπαν. Στις άλλες πόλεις το ραντεβού ήταν στις πλατείες έξω από τα Δημαρχεία. Οι περισσότεροι δάσκαλοι, αξιολογώντας τη σοβαρότητα των παιδιών, δεν ήθελαν να τους χαλάσουν το σχέδιο και δέχτηκαν, ίσως με κάποιο δισταγμό. Το ίδιο έγινε και με τους γονείς τους. “Θέλουμε και τη δική σας βοήθεια” τους είπαν. Πολλοί αντέδρασαν, δεν είχαν την ίδια κατανόηση με τους δασκάλους, αλλά όταν έμαθαν ότι θα είναι και οι δάσκαλοι μαζί τους, ηρέμησαν. Εκείνη τη νύχτα βέβαια, γονείς και δάσκαλοι δεν κοιμήθηκαν από την αγωνία τους. Για άλλους λόγους και τα παιδιά.
Το πρωί, την ίδια ώρα, χιλιάδες παιδιά, αγόρια και κορίτσια, στα πόστα τους στο Σύνταγμα και στις άλλες πλατείες. Ο κόσμος τα είχε χάσει, νόμισαν ότι είναι κάποια εκδήλωση. Όταν δόθηκε το σήμα από τους υπεύθυνους, στην εξέδρα, που είχαν και μεγάφωνα, ανέβηκαν οι ηθοποιοί, υπουργοί, επιχειρηματίες, εργοστασιάρχες και κάθισαν με ύφος στα γραφεία τους. Τα άλλα παιδιά από κάτω άνοιξαν τα πλακάτ και με δυνατά συνθήματα τους ζητούσαν τα κλειδιά από τα υπουργεία, τα εργοστάσια, τις επιχειρήσεις και τη φαρμακοβιομηχανία για το εμβόλιο και τα φάρμακα κατά του κορωνοϊού. Η πλατεία σειόταν. Λίγο μακρύτερα οι γονείς και οι δάσκαλοι δεν πίστευαν στα μάτια τους. Άλλοι με θαυμασμό, άλλοι με αγωνία, άλλοι έντρομοι παρακολουθούσαν, αλλά δεν ήξεραν τι να κάνουν. Οι ηθοποιοί στην εξέδρα έπαιζαν πολύ ωραία. Οι υπουργοί και τα αφεντικά, έδειχναν τρομαγμένοι, φώναξαν την αστυνομία.
-Τι θα πει ότι είναι παιδιά και μάλιστα τόσο μικρά; Ο νόμος είναι για όλους, είπαν με φωνή που προσπαθούσαν να την κάνουν αυστηρή και μεγαλίστικη.
Σε λίγο τα κύκλωσαν οι ηθοποιοί αστυνομικοί, στην αρχή με το καλό, αλλά όσο τα παιδιά συνέχιζαν, όλο και πιο άγρια. Εκείνα όμως άφοβα σήκωναν πιο ψηλά τα πλακάτ και τους φώναζαν.
-Με ποιους είσαστε εσείς; με τα αφεντικά, τους υπεύθυνους για τα κακά που τραβάμε ή με τους γονείς, τα αδέρφια σας και εμάς τα παιδιά σας;
-Δεν κάνουμε τίποτα κακό. Ζητάμε τα κλειδιά για να κυβερνάνε οι δάσκαλοι και οι γονείς μας το κόσμο, με δικαιοσύνη ειρήνη, ισότητα και φροντίδα για το λαό. Να πάρουν τον πλούτο που αυτοί και εσείς δημιουργείτε, να τον χαρούμε και εμείς, τα παιδιά σας. Ελάτε μαζί μας.
Οι ηθοποιοί αστυνόμοι έδειχναν πως τα είχαν χάσει. Εκτός από λίγους, κυρίως ανώτερους, οι περισσότεροι στάθηκαν δίπλα στα παιδιά και φώναζαν και αυτοί ενθουσιασμένοι.
-Μαζί σας παιδιά να πάρουμε τα κλειδιά.
Οι κυβερνήτες και οι βιομήχανοι, από την εξέδρα έδειχναν σαν να μην πίστευαν στα μάτια τους. Τσιμπιόντουσαν για να ξυπνήσουν.
– Αυτό που φοβόμαστε και είχαμε πάρει τα μέτρα μας να μην γίνει ποτέ πραγματικότητα, τώρα γίνεται μπροστά στα μάτια μας, φώναζαν τρομαγμένοι. Έφεραν και το στρατό, τους ηθοποιούς βέβαια.
Οι φωνές των παιδιών έγιναν πιο δυνατές, τάραζαν όλες τις πόλεις και ιδιαίτερα την Αθήνα. –
-Και σεις στρατιώτες με ποιους είσαστε; (μερικά τους έκλειναν και το μάτι). Με τα αφεντικά ή με τους γονείς σας, τα αδέρφια και εμάς τα παιδιά; Δεν είμαστε εχθροί σας. Είμαστε παιδιά, αγόρια και κορίτσια, που θέλουμε να κάνουμε το όνειρό μας πραγματικότητα. Δεν έχουμε όπλα σαν και εσάς Όπλα μας είναι το δίκιο, η αγάπη και το όνειρό μας.
Η τηλεόραση είχε αρχίσει να δείχνει τις πρώτες εικόνες. Ο κόσμος παρακολουθούσε ξαφνιασμένος.
Πολλοί από τους ηθοποιούς φαντάρους με πλαστικά κλόμπς και κάποιοι αξιωματικοί, αγκάλιαζαν τα παιδιά και τα σήκωναν ψηλά.
-Μπράααβο , είμαστε μαζί σας φώναζαν.
Εντύπωση έκαναν και οι στολές τους, με χάρτινα αυτοκόλλητα σήματα στους ώμους, στα πέτα και στα καπέλα. Ο στρατός και οι αστυνομικοί είχαν χωριστοί στα δύο. Οι περισσότεροι ήταν με τα παιδιά, αρκετοί όμως ήταν με τα αφεντικά και τους κυβερνήτες. Η μάχη μεταξύ τους είχε αρχίσει. Τα αφεντικά και οι κυβερνήτες από τη εξέδρα παρακολουθούσαν έντρομοι και συνέχιζαν να δίνουν εντολές.
Σε λίγο η μάχη τελείωσε . Οι φαντάροι και οι αστυνομικοί που ήταν με τα παιδιά είχαν αφοπλίσει τους αντίπαλους. Αφού συλλάβανε τους αρχηγούς τους, συνέλαβαν και τους υπουργούς, τους εργοστασιάρχες και επιχειρηματίες από την εξέδρα, και τους έκλεισαν όλους σε ένα στρατόπεδο. Ήταν τόσο λίγοι που χωρούσαν και σε ένα κτίριο.
Όσο το θέατρο των παιδιών συνεχιζόταν, οι πραγματικοί υπουργοί και τα αφεντικά, που έβλεπαν από τα παράθυρα, ή από την τηλεόραση που έδειχνε τις πρώτες εικόνες, στην αρχή νόμισαν ότι είναι κάποιο παιχνίδι, μέσα τους όμως τρόμαξαν. Τέτοια παιχνίδια, τέτοια εποχή σε όλη τη χώρα, ποιος τα σχεδιάζει; Ποιος τα επιτρέπει; Χωρίς πολύ σκέψη και καθυστέρηση κάλεσαν την πραγματική αστυνομία. Τι θα πει ότι ήτανε παιδιά και μάλιστα τόσο μικρά; Ποιος τα καθοδηγούσε; Ο νόμος είναι για όλους, είπαν. Η πραγματική αστυνομία, που ήταν ήδη σε επαγρύπνηση λίγο μακρύτερα, έτρεξε να τα κυκλώσει. Οι γονείς και οι δάσκαλοι όμως είχαν κάνει ένα τείχος και τους κρατούσαν μακριά.
-Αφήστε τα παιδιά μας να τελειώσουν το έργο τους. Ποιόν ενοχλούν; Δεν σας επιτρέπουμε να τα πειράξετε.
Ένα μεγάλο πανηγύρι είχε στηθεί. Μαζεύτηκε και πολύς κόσμος. Οι Επιτροπές των παιδιών, με μια ευθύνη μεγαλύτερη από αυτή της ηλικίας τους, κρατώντας τα κλειδιά από τα υπουργεία, τα εργοστάσια τις επιχειρήσεις και τη φαρμακοβιομηχανία για το εμβόλιο και τα φάρμακα , ανέβηκαν στην εξέδρα και ένας εκπρόσωπος τους πήρε το μικρόφωνο .
-Αγαπημένοι μας γονείς και δάσκαλοι, εμείς τελειώσαμε το έργο μας, πολύ πιο εύκολα από ότι πιστεύαμε, γιατί είχαμε μαζί μας εσάς, τους φαντάρους και πολλούς αστυνομικούς, όχι μόνο στο θέατρο, αλλά πιστεύουμε και στην πραγματικότητα. Σας παραδίδουμε τα κλειδιά για να συνεχίσετε εσείς την επανάσταση. Κι εσάς, είπε απευθυνόμενος στους κρατούμενους, όταν έρθει η ώρα θα σας ελευθερώσουμε, γιατί στο δικό μας κόσμο δε θέλουμε φυλακισμένους.
Ύστερα γύρισε πάλι προς τους γονείς, τους δασκάλους και τον κόσμο.
-Εμείς από αύριο θα συνεχίσουμε με χαρά το σχολείο μας, αλλά δεν θα διαλύσουμε τις Επιτροπές μας. Σας εμπιστευόμαστε την επανάσταση και τα όνειρά μας.
Υστερόγραφο. Δάσκαλοι και άλλοι επιστήμονες αφού μελέτησαν την “Επανάσταση των παιδιών,” κατέληξαν, σε πολλά συμπεράσματα. Το πιο σοβαρό ίσως ήταν, ότι στη μάχη του κορωνοϊού τα παιδιά έχασαν μαθήματα, αλλά νίκησαν τον ιό της μοναξιάς και της απάθειας. Με όσα έμαθαν οργάνωσαν και πέτυχαν την επανάσταση των ονείρων τους με όπλα την αγάπη, το δίκιο, την ελπίδα, την τόλμη, την αποκοτιά και κυρίως την πίστη στο όνειρό τους. Κάποια από αυτά όμως όταν μεγαλώνουμε φθείρονται ή τα χάνουμε. Ας είναι παρακαταθήκη για όλους εμάς.
Μαριάνθη Αλειφεροπούλου Χαλβατζή
Απρίλιος 2020