Life Περιβάλλον

Ορειβατική Ομάδα Βέροιας “Τοτός”: Ανάβαση στη Μικρή Τζένα διασχίζοντας το Φαράγγι της “Νότια”  

——-

«Δεν μπορείς να φανταστείς τι μπορεί να ανακαλύψεις ανεβαίνοντας στα βουνά. Ακόμη και τον ίδιο σου τον εαυτό.» (Άγνωστος)

Περιγραφή-φωτογραφίες:
Οκτώβρης. Πρώτη Κυριακή του μήνα. Στο ημερολόγιο έγραφε: « 03-10-2021».

Ξεκινούσε η μέρα που για μάς είναι το καλύτερο αντίδοτο στην άχαρη ρουτίνα της πόλης και στην καθημερινότητα των ‘‘πρέπει’’.

Έτσι τις Κυριακές, εμείς που αγαπάμε το περπάτημα, την ορειβασία, την αναζήτηση ποικιλόμορφων δράσεων, την εξερεύνηση των ικανοτήτων μας, το βίωμα καινούργιων εμπειριών, την ανακάλυψη του ίδιου του εαυτού μας…επιλέγουμε τη Φύση γενικά και το βουνό ειδικά που: ήταν, είναι και θα είναι το δικό μας «καταφύγιο ανεφοδιασμού» δυνάμεων για τις μέρες της καθημερινότητας που θα ακολουθήσουν, η μοναδική δική μας «ελεύθερη γωνιά» ικανοποίησης των ‘‘θέλω μας’’.

Η απόδραση στη φύση είναι μία ξεχωριστή για μάς και με πολλά ενδιαφέροντα «εξόρμηση» στη ζωή μας.

Εκεί, οι έντονες δραστηριότητές μας συναντούν την απερίγραπτη ομορφιά της «οικοδέσποινας» φιλόξενης φύσης και η εμπειρία μας την διασκέδαση.

Αυτός ήταν και ο λόγος που ξύπνησα νωρίς και άρχισα να ετοιμάζομαι για το πολυπόθητο ραντεβού μου.

Έξω ακόμη σκοτάδι.

Τακτοποίησα στις «αποσκευές» μου όλα τα απαραίτητα για το πολύωρο «ταξίδι» μου και περίμενα την ώρα να ξεκινήσω να συναντήσω και τους υπόλοιπους συνταξιδιώτες, τα υπόλοιπα δηλαδή μέλη της Ορειβατικής μας Ομάδας Βέροιας ‘‘Τοτός’’.

Τα λεπτά της ώρας τρέχανε, όπως «έτρεχε» και η αγωνία μου να αποδράσω από τους θορύβους της πόλης.

Έφτασε η στιγμή.

Συναντηθήκαμε όλοι στο προκαθορισμένο σημείο συνάντηση και συνεπείς στην ώρα.

Τακτοποιήσαμε τα «μπαγκάζια» μας στο αυτοκίνητο και φύγαμε.

Τα ρολόγια εκείνη τη στιγμή δείχνανε 06.30΄ π.μ.

Φύγαμε από την Βέροια που ακόμη «χουχούλιαζε» στην αγκαλιά του…Μορφέα (φωτ. 1).

Αφήσαμε πίσω μας την όμορφη «κοιμωμένη» και κατευθυνθήκαμε προς Σκύδρα και στη συνέχειά της προς Αριδαία.

Ο οδικός προορισμός μας ήταν το χωριό Νότια Αλμωπίας Ν. Πέλλας.

Από εκεί θα ξεκινούσαμε την κυριακάτική ορειβατική δραστηριότητά μας που περιελάμβανε: την «Ανάβαση στην κορυφή ‘‘Μικρή Τζένα’’ ( υψ. 2.067 μ.) ανηφορίζοντας το ‘‘Φαράγγι Νότιας’’.» (φωτ. 2).

Περάσαμε τη Σκύδρα με σκοτάδι, το ίδιο και την Αριδαία.

Ανηφορίζοντας τον ασφαλτόδρομο με τα πολλά στροφηλίκια που οδηγούσε στα ορεινά χωριά της Αλμωπίας άρχισε να χαράζει.

Όλα γύρω μας άρχιζαν να σχηματίζονται να παίρνουν μορφή.

Έτσι, μπορέσαμε να δούμε να ορθώνεται μπροστά μας ένας σκουρόχρωμος σχηματισμός με ακανόνιστες μυτερές απολήξεις που έφταναν μέχρι τον ουρανό.

Στη θέα του νόμιζες ότι κάποιο αόρατο τρεμάμενο χέρι προσπαθούσε να τραβήξει με μολύβι μία ευθεία γραμμή στον ουρανό χωρίς να την πετύχει (φωτ. 3).

Ο σχηματισμός που βλέπαμε ήταν ο ορεινός όγκος που χωρίζει δύο γειτονικά κράτη μεταξύ τους. Ένας σκουρόχρωμος όγκος που όσο προχωρούσαμε τόσο αυτός ορθωνόταν επιβλητικά μπροστά και αριστερά μας.

Ήταν το βουνό Πίνοβο που το είχαμε ορειβατήσει δύο βδομάδες πριν.

Τα χιλιόμετρα στο κοντέρ του αυτοκινήτου «τρέχανε» και η ένδειξη της εξωτερικής θερμοκρασίας στους 6,5 βαθμούς Κελσίου.

Κοντεύαμε στον οδικό προορισμό μας.

Φτάσαμε στο χωριό Νοτια Αλμωπίας.

Περάσαμε μέσα από το χωριό και προσπεράσαμε την κεντρική του πλατεία.

Βγαίνοντας από τη Νότια και σε μικρή μόλις απόσταση μετά την έξοδο, συναντήσαμε την πινακίδα με την ένδειξη: «◄‘‘Φαράγγι Νότιας’’, ‘‘Καταρράκτης Νότιας’’».

Στο σημείο εκείνο βγήκαμε από τον ασφαλτόδρομο και στρίψαμε αριστερά.

Μπήκαμε στο χαλικόδρομο που μάς οδήγησε στα τελευταία 5 – 6, σκορπισμένα στην πλαγιά, σπίτια του οικισμού.

Τα προσπεράσαμε και συνεχίσαμε την οδική πορεία μας ακολουθώντας τον ανηφορικό ορεινό δρόμο με τις πολλές του στροφές.

Ήταν σε καλή, σχετικά, κατάσταση.

Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από τα σκορπισμένα σπίτια και συναντήσαμε, στα δεξιά της πρώτης κλειστής στροφής, μία ξύλινη πινακίδα με χρωματιστά βέλη. Δεξιότερά της υπάρχει ένα κιόσκι (φωτ. 4, παλαιότερη).

Τα βέλη στη ξύλινη κατασκευή δείχνανε τις κατευθύνσεις των μονοπατιών στην περιοχή, που θα μπορούσε να ακολουθήσει κανείς από το σημείο για να φτάσει σε κάποια από τις κορυφές της επιθυμίας του ή να περάσει μέσα από το φαράγγι ή να επισκεφτεί τον καταρράκτη, που βρίσκεται λίγα μόλις μέτρα πιο πέρα από το κιόσκι (φωτ. 5, παλαιότερη).

Το κάθε μονοπάτι είχε το δικό του χαρακτηριστικό χρώμα σήμανσης.

Εκείνο δηλαδή με την ‘‘κίτρινη’’ σήμανση οδηγούσε στην κορυφή ‘‘Μικρή Τζένα’’ (υψ. 2.067 μ).

Και το άλλο με την ‘‘πράσινη’’ διακλαδιζόταν σε δυο: με το 1ο , το σύντομο, να οδηγεί στον καταρράκτη και το 2ο, το ομορφότερο, να διασχίζει το ‘‘Φαράγγι’’.

Χρειαστήκαμε μιάμιση ώρες χαλαρής οδήγησης και να διανύσουμε μία απόσταση 90 περίπου χιλιομέτρων για να βρεθούμε από την Βέροια στα 680 μέτρα υψόμετρο με το κιόσκι.

Παρκάραμε το αυτοκίνητο στους πρόποδες του βουνού και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για το αναμενόμενο ραντεβού μας με το άγριας ομορφιάς «θηλυκό» με το όνομα ‘‘Τζένα’’ –ονομασία που πηγάζει από την σλάβικη και βλάχικη ρίζα «τζεάν» και σημαίνει «φρύδι»-.

Το «θηλυκό» αυτό που, τόσο όταν Το αντικρίζεις όσο και όταν βρίσκεσαι στην «αγκαλιά» Του, σε εμπνέει να ξεδιπλώνεις τη φαντασία σου, να αφήνεις τις σκέψεις σου να εκφραστούν ελεύθερα και η μαγευτική ομορφιά Του σού εγείρει την ευχάριστη διάθεση για δράση, για εξερεύνηση και για μία ξεχωριστή εμπειρία.

Ειδικά την εποχή αυτή δεν νομίζω να υπάρχει κάποια άλλη περιοχή που να μπορείς να την χαρείς περισσότερο και να αντικρίσεις τα πιο όμορφα, τα πιο πολύχρωμα και τα πιο συγκλονιστικά φθινοπωρινά δάση.

Στη «σκιά» του ορεινού όγκου που ορθωνόταν μπροστά μας, σαν να ήταν ο γίγαντας «Γολιάθ» που τεντωνόταν προκειμένου να δείξει το τρομακτικό ανάστημά Του, ετοιμαζόμασταν εμείς, οι μικροσκοπικοί μπροστά Του «Δαυίδ», να παραβγούμε μαζί Του και να Τον νικήσουμε.

Ο ήλιος δεν είχε κάνει ακόμη την ολική εμφάνισή του και η θερμοκρασία κοντά στους 10 βαθμούς Κελσίου.

Κοιτάξαμε πίσω μας, προς τον κάμπο, και διακρίναμε μία…λίμνη…να σχηματίζεται μεταξύ των δασωμένων λοφίσκων. Ήταν η πρωινή ομίχλη που κατέβηκε χαμηλά (φωτ. 6).

Η ετοιμασία μας ακολουθούσε τις «τυποποιημένες» κινήσεις.

Τελευταία ματιά στα σακίδια, ενεργοποίηση του GPS, συντονισμός του ασυρμάτου, οι φωτογραφικές σε ετοιμότητα και αναμονή του νεύματος του 84χρονου αρχηγού.

Με το: «πάμε!!» του Τοτού, ξεκινήσαμε.

Μπήκαμε στο βρεγμένο ανηφορικό μονοπάτι ακολουθώντας την ‘‘πράσινη’’ σήμανσή του που στη συνέχειά του συναντά σε κάποιο σημείο της διαδρομής και εκείνα με το ‘‘κίτρινο’’ χρωματισμό σημάδια (φωτ. 7).

Περάσαμε, αρχικά, μέσα από μεικτό αραιό δάσος χαμηλόκορμων δένδρων και θάμνων μέχρι να μπούμε στο Φαράγγι.

Η απόσταση σύντομη (φωτ. 8).

Δεν αργήσαμε να συναντήσουμε τα πρώτα τρεχούμενα νερά που στα δεξιά μας, όπως ανεβαίναμε, και λίγο πιο κάτω πέφτανε από ψηλά σχηματίζοντας τον γνωστό στην περιοχή ‘‘Καταρράκτη Νότιας’’ και καταλήγανε σε μία όμορφα διαμορφωμένη λιμνούλα (φωτ. 9 και η παλαιότερη 10).

Μπήκαμε στο ‘‘Φαράγγι Νότιας’’ ή ‘‘Μικρής Τζένας’’ που όσο το διασχίζαμε τόσο αυτό στένευε.

Η πορεία μας παράλληλη με την κοίτη του και αντίθετη με τη ροή του νερού που κατηφόριζε ορμητικά.

Μπήκαμε στο δάσος οξιάς, που στον ορεινό όγκο της ‘‘Τζένα’’ ξεχωρίζει από την πυκνότητά του και την απερίγραπτη ομορφιά του, ειδικά όταν το φθινόπωρο το «ντύσει» με την πολύχρωμη φορεσιά του.

Αρχίσαμε να αισθανόμαστε τη δροσιά της ατμόσφαιρας και να αναπνέουμε τον καθαρό αέρα των αχόρταγων δένδρων οξιάς που θέριευαν τρεφόμενα από τα γάργαρα τρεχούμενα νερά και με το καταπράσινο, ακόμη, πυκνό φύλλωμά τους δημιουργούσαν ένα σκοτεινό γύρω περιβάλλον.

Εικόνες που αντικρίζαμε αμέτρητες και η φωτογραφική μας είχε «ανάψει» κυριολεκτικά από τα συνεχή ‘‘κλικ’’ του κλείστρου που τις «αιχμαλώτιζε» στην μνήμη της.

Η γεωμορφολογία του μονοπατιού βήμα με βήμα, πέρασμα με πέρασμα, άλλαζε.

Δεν ήταν τίποτα το ίδιο.

Περνούσαμε δίπλα από απότομους βράχους, περπατούσαμε πάνω σε ομαλά χωμάτινα τμήματα, προσέχαμε τα πατήματά μας σε σάρες. Άλλες φορές ανηφορίζαμε την πλαγιά και κάποιες άλλες την κατεβαίναμε μέχρι την κοίτη.

Πολλές οι εναλλαγές σε ένα φαράγγι με οφιοειδή σχηματισμό (φωτ. από 11 έως και 24).

Προσπεράσαμε και έναν βράχινο σχηματισμό, μία δημιουργία της φύσης, που στο αντίκρισμά του θύμιζε ένα προϊστορικό τέρας.

«Μία γιγάντια…χελώνα, παππού!!!», όπως την αποκάλεσε ο 4χρονος εγγονός ενός από τους συνοδοιπόρους μου βλέποντας τη φωτογραφία (φωτ. 25, 26).

Διασχίζοντας το Φαράγγι ανεβοκατεβαίναμε μια τη αριστερή πλαγιά του και μια τη δεξιά, περνώντας πάνω από τα τρεχούμενα νερά της κοίτης, που ευτυχώς δεν ήταν πολλά σε ποσότητα λόγω παρατεταμένης ανομβρίας.

Δεν ήταν μία φορά, δεν ήταν δεύτερη….ήταν καμιά δεκαριά φορές που τα περάσαμε από πάνω.

Σε κάποια σημεία μάλιστα τα περνούσαμε με πολύ προσοχή για την αποφυγή ανεπιθύμητου τραυματισμού (φωτ.  από 27

έως και 30).

Παλαιότερα υπήρχαν κατασκευασμένα από κλαδιά και κορμούς γεφυράκια, που τα τελευταία χρόνια δεν υπάρχουν.

Λίγο πιο πάνω, υψομετρικά, αρχίσαμε να κάνουμε τα «ζιγκ-ζάγκ» περνώντας πάνω από την άνυδρη κοίτη.

Επιφανειακό νερό στα σημεία εκείνα δεν υπήρχε, το «ρουφούσε» λαίμαργα το πετρώδες της κοίτης και το «ανάγκαζε» σε υπόγεια ροή.

Και εδώ τα «ζιγκ-ζαγκ» περάσματα ήταν καμιά δεκαριά (φωτ. 31).

Από ένα σημείο και μετά άρχιζαν τα δύσκολα.

Το μονοπάτι γινόταν απαιτητικό, τα περάσματά μας σε πλαγιά με μεγάλη κλίση.

Απαιτούσε δύναμη στα πόδια, επιμονή, κουράγιο και συνεχή προσπάθεια.

Απομακρυνόμασταν από την κοίτη, που την είχαμε πλέον συνέχεια στα δεξιά μας (φωτ. 32, 33, 34, 35).

Βγήκαμε από το Φαράγγι και ακολουθούσαμε τα ‘‘κίτρινα’’ πλέον σημάδια της σήμανσης του πολύ απαιτητικού μονοπατιού που ανηφόριζε περνώντας ανάμεσα από τα πανύψηλα δένδρα του πανέμορφου δάσους οξιάς.

Τα μεγάλα πετρώδη τμήματα απουσίαζαν και ανηφορίζαμε πατώντας πάνω στο χρυσοκίτρινου χρωματισμού «χαλί» από πεσμένα φύλλα.

Μερικές φορές νομίζαμε ότι περπατάμε σε μονοπάτι-δρόμο.

Ο χαρακτηριστικός ήχος της ροής των ορμητικών νερών δεν μας συντρόφευε πια.

Τον αντικατέστησε ο ήχος από το θρόϊσμα των φύλλων που τα πατούσαν τα βαριά πατήματα στο πέρασμά μας.

Όλα γύρω μας μύριζαν τόσο γήινα και η μυρωδιά της αποσύνθεσης της φυτικής ύλης κάπου-κάπου ήταν αισθητή στα υγρά σημεία της διαδρομής. Δεν μας ενοχλούσε όμως. Ο καθαρός αέρας υπερίσχυε.

Εδώ αντικρίζαμε διαφορετικές εικόνες από τις προηγούμενες που αντικρίσαμε στο πέρασμά μας.

Από πάνω μας τα καταπράσινα φύλλα των πανύψηλων δένδρων, τους κορμούς των οποίων φώτιζαν οι ακτίνες του ήλιου. Φωτεινές ακτίνες που είχαν καταφέρει να περάσουν μέσα από τα πυκνά φυλλώματα των κλαδιών (φωτ. 36).

Επιφανειακά τρεχούμενα νερά συναντούσαμε πολλά όσο ανεβαίναμε.

Κάποια στιγμή συναντήσαμε έναν παλιό δασικό δρόμο που δεν χρησιμοποιείται απ’ ότι έδειχνε η κατάστασή του και η διάβρωσή του από τα τρεχούμενα νερά.

Τον ακολουθήσαμε περνώντας με δυσκολία από τμήματά του με πυκνές φτέρες, με χόρτα που φτάνανε μέχρι το μπόϊ μας και σχεδόν μάς κάλυπταν.

Υπήρξαν όμως και πολλά σημεία με πεσμένους κορμούς και συσσωρευμένα κομμένα από υλοτόμους κλαδιά που μας δυσκόλεψαν ακόμη περισσότερο στο πέρασμά τους.

Όλα αποτέλεσμα του υγρού περιβάλλοντος στην περιοχή και την εγκατάλειψη χρήσης του. Πραγματική ζούγκλα (φωτ. 37, 38, 39, 40).

Ψηλότερα, ανηφορίζοντας το δρόμο-μονοπάτι, συναντήσαμε παλιό σωλήνα ύδρευσης.

Αντικρίσαμε όμως και κάποια άδεια πλαστικά μπουκάλια και άλλα αντικείμενα μιάς χρήσης πεταμένα δίπλα σε θέσεις συγκέντρωσης και αηδιάσαμε στη θέα τους.

Το ερώτημά μας εκείνη τη στιγμή ήταν: «Καλά, αυτοί οι κυνηγοί τα ανέβασαν μέχρι εκεί γεμάτα κουβαλώντας όλο το βάρος τους και τους ήταν τόσο μεγάλο βάρος να τα κατεβάσουν κάτω…άδεια;;;!!! Ντροπή τους!!! Το ίδιο κάνουν και στα σπίτια τους;;;!!».

Ακολουθούσαμε τα ‘‘κίτρινα’’ σημάδια σήμανσης.

Βγήκαμε σε κανονικό δασικό δρόμο και τον ακολουθήσαμε. Δεν διανύσαμε μεγάλη απόσταση και τον εγκαταλείψαμε για να μπούμε σε μονοπάτι που συναντήσαμε στα δεξιά μας, όπως ανηφορίζαμε.

Το μονοπάτι αυτό μάς ξανάβγαλε σε χωμάτινο δρόμο κοντά σε ξέφωτο (φωτ. 41, 42, 43, 44).

Το προσπεράσαμε και ακολουθήσαμε έναν άλλο δρόμο-μονοπάτι, δημιούργημα υλοτόμων.

Αυτή τη φορά μαζί με τα ‘‘κίτρινα’’ σημάδια συναντούσαμε και τα άλλα, εκείνα με την ‘‘κόκκινη γραμμή σε λευκό πλαίσιο’’, που σηματοδοτούσαν το μονοπάτι που οδηγούσε στη ‘‘Μεγάλη Τζένα’’. Οδηγούσαν στην κύρια δηλαδή κορυφή του ορεινού όγκου (φωτ. 45, 46, 47).

Συνεχίζαμε την απαιτητική ανηφορική πορεία μας.

Ανεβαίναμε υψομετρικά. Κοντεύαμε στην υποαλπική ζώνη.

Το δάσος άρχιζε να αραιώνει και η κορυφή του προορισμού μας φάνηκε κάποια στιγμή μέσα από το άνοιγμα των δένδρων (φωτ. 48).

Βγήκαμε από το δάσος οξιάς και μπροστά μας ξεδιπλώθηκε η απεραντοσύνη των ορεινών χορτολιβαδικών εκτάσεων της υποαλπικής ζώνης. Ήμασταν κοντά στα 1.600 μέτρα υψόμετρο.

Τα διάσπαρτα πεύκα παραχωρούσαν όσο ανεβαίναμε τη θέση τους στους θάμνους και αυτοί με τη σειρά τους στην ποώδη βλάστηση.

Στο πλάτωμα κοντά στην έξοδο από το δάσος είδαμε δύο στημένες σκηνές και κάποια νεαρά άτομα να συζητούν μεταξύ τους καθισμένα στο χορταράκι. Τα καλημερίσαμε και συνεχίσαμε την ανηφορική πορεία μας.

Κοιτάζοντας μπροστά και δεξιότερα «τρέξαμε» με τη ματιά μας τη διαδρομή που μάς υπολειπόταν μέχρι την κορυφή (φωτ. 49, 50).

Φτάναμε στο σημείο της υποαλπικής ζώνης με την χαρακτηριστική μοναχική οξιά, που στεκόταν εκεί όρθια, αντιστεκόμενη στις αντίξοες καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή.

Κοντεύαμε δηλαδή εκεί που, κάποτε, οι τσοπαναραίοι της περιοχής συγκέντρωναν τα γάλατά τους.

Το τοπωνύμιο της θέσης εκείνης: ‘‘Τυροκομείο’’ (υψ. 1.630 μ.) [φωτ. 51].

Παντού, γύρω μας, βλέπαμε τα απέραντα χορτολίβαδα, το διάσελο του προορισμού μας, καθώς και την κορυφή ‘‘Μικρή Τζένα’’, που φαινόταν πλέον καθαρά στα δεξιά μας.

Από το σημείο ξεκινούσε το προτελευταίο απαιτητικό κομμάτι του μονοπατιού μέχρι το πλάτωμα του διάσελου.

Σταματήσαμε για λίγο κοντά στο ρυάκι με το τρεχούμενο νερό, που έρεε σε μικρή απόσταση από την μοναχική οξιά. Συμπληρώσαμε τα παγούρια μας και συνεχίσαμε.

Η ανάβαση απαιτούσε σωματικό κουράγιο, δύναμη στα πόδια και προσοχή για την αποφυγή τραυματισμού.

Το μονοπάτι σε πλαγιά με μεγάλη κλίση και σαθρό.

Ο ήλιο από πάνω μας έκαιγε. Η μέρα ήταν φανταστική και ο…Αίολος…είχε κλειστό το σάκο του με τα «πολλά μποφόρ». Δυνατοί αέρηδες δεν φυσούσαν. Μόνο το απαλό αεράκι μάς υπενθύμιζε κάπου-κάπου το υψόμετρο που βρισκόμασταν.

Οι ολιγόλεπτες στάσεις για ανάσα υποχρεωτικές μετά την κούραση της πολύωρης συνεχούς απαιτητικής ανάβασης. Ήτανε οι ευκαιρίες να χαζέψουμε καλύτερα τη γύρω θέα από το μονοπάτι.

Κοιτάζοντας πίσω μας και χαμηλά, βλέπαμε ένα κομμάτι του πυκνού δάσους οξιάς που περάσαμε, ένα τμήμα της δασωμένης πλαγιάς του Φαραγγιού που διασχίσαμε και ακόμη πιο χαμηλά τον κάμπο της Αλμωπίας. Εστιάζοντας καλύτερα καταφέραμε να διακρίνουμε και το χωριό Νότια.

«Ταξιδεύοντας» τη ματιά μας ψηλότερα του κάμπου το βλέμμα μας «σκόνταφτε» στον ορεινό όγκο του Πάϊκου με την κορυφή του να παίζει…κρυφτούλι. Μια κρυβόταν, μια εμφανιζόταν μέσα από τα σύννεφα που πηγαινοέρχονταν (φωτ. 52).

Φτάσαμε στο πλάτωμα του διάσελου.

Μάς «υποδέχτηκαν» τα γαβγίσματα των μεγαλόσωμων τσοπανόσκυλων.

Είχαν αφήσει για λίγο τις αγελάδες, που προστάτευαν, να συνεχίζουν να βόσκουν στις πλαγιές της γειτονικής χώρας των Σκοπίων και ανέβηκαν στο πλάτωμα να ξαποστάσουν.

Χρειαστήκαμε τρείς ώρες και 35 λεπτά συνεχούς ανηφορικής πορείας για να φτάσουμε από την είσοδο στο Φαράγγι στα 1.800 μέτρα υψόμετρο του διάσελου (φωτ. 53).

Στο σημείο υπάρχει μία μεταλλική πινακίδα κίτρινου χρωματισμού.

Ήταν ενημερωτική και κατατοπιστική: «t Κορυφή Όρους ‘‘Τζένα’’ 2.182 m 1h» – «Κορυφή ‘‘Μικρή Τζένα’’ 2.067 m 1h u».

Αντικρίζοντάς την, όμως, λυπήθηκα πολύ. Την βρήκαμε διάτρητη από τις σφαίρες κάποιων ασυνείδητων «κυνηγών-σκοπευτών».

Μέλη του Ορειβατικού Συλλόγου της Αριδαίας την τοποθέτησαν εκεί με πολύ μεράκι και κόπο για να διευκολύνουν τους επισκέπτες ορειβάτες-περιπατητές.

Τους ασυνείδητους εκείνους «σκοπευτές» σε τι τους ενοχλούσε η παρουσία της;;!!

Θα τους κάνω μία πρόταση: «Εάν θέλετε ‘‘κύριοι’’ , εσείς που αποκαλείτε τους εαυτούς σας κυνηγούς, να εκτονωθείτε ή να εξασκηθείτε στην σκοποβολή, πάρτε τους ασημένιους δίσκους από το σαλόνι του σπιτιού σας και χρησιμοποιείστε τους σαν στόχους στην αυλή σας. Θα διαπιστώσετε τότε, ότι θα έχετε τις καλύτερες επιδόσεις: 10/10» (φωτ. 54).

Στο διάσελο κάναμε ολιγόλεπτη στάση να αποφασίσουμε για τη συνέχεια.

Ακούστηκαν όλες οι απόψεις και αποφασίσαμε να ανηφορίσουμε για τη ‘‘Μικρή Τζένα’’ και επιστρέφοντας, εάν είχαμε φυσικά αρκετό χρόνο στη διάθεσή μας, να συνεχίσουμε και για τη ‘‘Μεγάλη Τζένα’’.

Κοιτάξαμε προς τη ράχη που θα ανεβαίναμε, πήραμε βαθιές ανάσες, ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας, «πατήσαμε» το κουμπί ‘‘κουράγιο’’ και μπήκαμε στο μονοπάτι, στα δεξιά μας, με την ‘‘κίτρινη’’ σήμανση.

Η κλίση μεγάλη, η ράχη πετρώδης και με σάρα σε κάποια τμήματά της.

Ανεβαίναμε.

Τα βήματά μας αργά και σταθερά.

Κοιτάζοντας πίσω μας βλέπαμε χαμηλά: ένα τμήμα της ανηφορικής διαδρομής που κάναμε, το πανέμορφο πυκνό δάσος οξιάς που άρχιζε να «βάζει» τη φθινοπωρινή φορεσιά του και ένα τμήμα του Φαραγγιού που διασχίσαμε.

«Ταξιδεύοντας» τη ματιά μας ψηλότερα βλέπαμε τις κορυφές του βουνού Πίνοβο, από τα αριστερά προς τα δεξιά: ‘‘Βίσογκραντ’’, ‘‘Δοκάρι’’, ‘‘Καλόγερος’’. Η ψηλότερη κορυφή του η ‘‘Κορφούλα’’ δεν διακρινόταν.

Στα δεξιά, όπως κοιτάζαμε, φαινόταν καθαρά η κύρια κορυφή του ορεινού όγκου που μάς «φιλοξενούσε», η ‘‘Μεγάλη Τζένα’’ ή αλλιώς ‘‘Πόρτες’’ και δεξιότερά της το Χιονοδρομικό της γειτονικής χώρας των Σκοπίων (φωτ. 55, 56, 57, 58, 59).

Φτάσαμε στην κορυφή.

«Συναντηθήκαμε» επιτέλους με τη ‘‘Μικρή Τζένα’’.

Για να φτάσουμε στο…ραντεβού μας με το άγριας ομορφιάς «θηλυκό» που μάς περίμενε στα 2.067 μέτρα υψόμετρο ατενίζοντας, μοναχικό και με περηφάνια, όλες τις γύρω κορυφές των ορεινών όγκων, χρειαστήκαμε συνολικά τέσσερις ώρες συνεχούς απαιτητικής ανάβασης από την είσοδο στο Φαράγγι .

Τα συναισθήματα πολλά και τα επιφωνήματα θαυμασμού ασταμάτητα.

Αναμνηστικές φωτογραφίες δίπλα στο τσιμεντένιο κολονάκι της ΓΥΣ (Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού) [φωτ. 60 και 61].

Καθίσαμε να απολαύσουμε το κολατσιό μας με την απερίγραπτη θέα κάτω από τα πόδια μας.

Από τα ψηλά και από τα όσα αντικρίσαμε κατά την διάρκεια της πορείας μας διαπιστώσαμε γιατί το βουνό που μάς φιλοξενούσε ξεχωρίζει από τους άλλους ορεινούς όγκους.

Τη διαφορά κάνουν: το έντονο ανάγλυφό του, οι πολλές ρεματιές, το Φαράγγι, οι καταρράκτες, τα πολλά τρεχούμενα νερά, το πυκνό δάσος οξιάς, οι απότομες κορυφές, οι μεγάλες σάρες και οι απέραντες εκτάσεις των ορεινών χορτολίβαδων της τεράστιας υποαλπικής ζώνης.

Τα συννεφάκια πηγαινοέρχονταν, κάτω χαμηλά, κρύβοντας και αποκαλύπτοντας τα χωριά Περίκλεια και Αρχάγγελος (φωτ. 62, 63).

Βλέποντας όλα τα παραπάνω δεν ήθελες να φύγεις από το σημείο.

Η ώρα όμως περνούσε, τα λεπτά της ώρας τρέχανε.

Το «ταξίδι» μας είχε πολύ δρόμο ακόμη.

Συμμαζέψαμε τα απλωμένα πράγματά μας, ξαναφορτωθήκαμε τα κάπως ελαφριά σακίδιά μας και ξεκινήσαμε.

Το μονοπάτι γνώριμο, το είχαμε ανηφορίσει κάποια λεπτά της ώρας νωρίτερα.

Το ίδιο και οι εικόνες που αντικρίζαμε. Διέφεραν μόνο ως προς τη γωνία φωτισμού τους (φωτ. 64, 65, 66).

Κατεβαίνοντας συναντήσαμε νεαρά άτομα που ανέβαιναν. Ήταν εκείνα που είχαν διανυκτερεύσει σε σκηνές στα 1.600 μέτρα υψόμετρο.

Φτάσαμε στο πλάτωμα του διάσελου (φωτ. 67).

. 67

Στο σημείο κάναμε ολιγόλεπτη στάση να αποφασίσουμε για τη συνέχεια.

Θέλαμε περίπου 2,5 ώρες συνολικά πήγαινε-έλα προς και από τη ‘’Μεγάλη Τζένα’’.

Στο πρόγραμμά μας προβλεπόταν η επιστροφή να γίνει από το κλασικό μονοπάτι με σκοπό να κάνουμε κυκλική διαδρομή και να μη ξαναπερπατήσουμε το μονοπάτι που διασχίζει το Φαράγγι.

Με τα όσα αντικρίσαμε μέσα στο δάσος ανεβαίνοντας δεν ήμασταν σίγουροι για την ποιότητα του μονοπατιού σε μια περιοχή με μικρή σχετικά επισκεψημότητα και μετά από τη διετή σχεδόν αχρηστία του λόγω της πανδημίας.

Η ώρα περασμένη, δεν επέτρεπε υπερβάσεις και λεονταρισμούς.

Η λογική έλεγε να επιστρέψουμε και αυτό κάναμε.

Δεν καθυστερήσαμε καθόλου.

Κατεβήκαμε και το υπόλοιπο κομμάτι με τη σάρα μέχρι τη θέση με το τοπωνύμιο ‘‘Τυροκομείο’’ και συνεχίσαμε μέχρι την είσοδο-έξοδο του πυκνό δάσος οξιάς.

Μπήκαμε στο δάσος και ακολουθήσαμε το κλασικό μονοπάτι με σήμανση την ‘‘κόκκινη γραμμή σε λευκό πλαίσιο’’.

Η πορεία μας κατηφορική και τα περάσματά μας εναλλασσόμενα.

Μονοπάτι-δασικός δρόμος-μονοπάτι-χωμάτινος δρόμος-μονοπάτι ανοιγμένο από υλοτόμους κλπ. (φωτ. 68, 69, 70, 71).

Καλά κάναμε που αποφασίσαμε να επιστρέψουμε από το διάσελο και να μη συνεχίσουμε για τη ‘‘Μεγάλη Τζένα’’.

Το κλασικό μονοπάτι κάπου-κάπου το χάναμε. Σε πολλά του σημεία τα σημάδια σήμανσης  δεν φαίνονταν καθόλου μέσα από την πυκνή βλάστηση, μέσα από τα πυκνά χόρτα που φτάνανε μέχρι το μπόι μας, από τους πεσμένους κορμούς και τα συσσωρευμένα κομμένα κλαδιά από υλοτόμους.

Χρειαστήκαμε δύο φορές τη συνδρομή του GPS σε ένα μονοπάτι που το είχαμε περπατήσει πολλές φορές.

Κι όμως, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με το αποτέλεσμα της αχρηστίας του όλο το διάστημα της πανδημίας (φωτ. 72, 73).

Μέσα σε όλη αυτή τη ταλαιπώρια η…επιβράβευση.

Στη διαδρομή μας οι κατάμαυροι καρποί των βατόμουρων μάς ευχαριστούσαν γευστικά και ήταν ό,τι καλύτερο εκείνη τη στιγμή μετά την πολύωρη προσπάθειά μας (φωτ. 74).

Συνεχίζαμε.

Κάποια στιγμή φτάσαμε στην είσοδο-έξοδο του κλασικού μονοπατιού που εμείς το κατηφορίζαμε.

Βγήκαμε στο χωμάτινο δρόμο.

Απέναντι από την είσοδο-έξοδο υπάρχει και ένας ξύλινος στύλος με πινακιδούλες-βέλη. Το κάθε βέλος με το χρώμα του μονοπατιού που ξεκινούσε από το σημείο (φωτ. 75, 76).

Βγαίνοντας στον χωματόδρομο τον ακολουθήσαμε με κατεύθυνση προς Νότια.

Η διαδρομή άχαρη, με πολλά στροφηλίκια και χωρίς ενδιαφέροντα σημεία.

Δεν ήταν όμως μακρινάρι.

Κάποια στιγμή φτάσαμε στο αυτοκίνητο.

Στο σημείο εκείνο το κυριακάτικο ταξίδι μας στη Φύση και το βουνό έφτασε στο τέλος του.

Με τις καρδιές μας γεμάτες από έντονα συναισθήματα και με τις «φωλιασμένες» στην άκρη του μυαλού μας εκατοντάδες εικόνες που αντικρίσαμε και άλλες τόσες στιγμές που βιώσαμε αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στη Βέροια.

Η φανταστική μέρα συνέβαλε να γνωρίσουμε ακόμη καλύτερα τον ορεινό όγκο που απλώνεται στα ΒΑ του Νομού Πέλλας και να περπατήσουμε ευχάριστα το ομορφότερο μονοπάτι του «Φαραγγιού Νότιας» με τα πάμπολλα τρεχούμενα νερά του και τον γνωστό του «Καταρράκτη».

Αφού ετοιμαστήκαμε, πήραμε τον οδικό δρόμο της επιστροφής με μία ακόμη εμπειρία μας να έχει προστεθεί στο «ορειβατικό βιογραφικό» μας.

«Δεν νικήσαμε το βουνό, αλλά τους εαυτούς μας.» (Edmund Hillary, ο κατακτητής του Έβερεστ)

Απολογισμός:

Διαδρομή:  Είσοδο στο ‘‘Φαράγγι Νότιας’’ (υψ. 680 μ.) ¦ διάσχιση φαραγγιού ¦ διάσελο στα 1.800 περίπου μέτρα υψόμετρο ¦ κορυφή ‘‘Μικρή Τζένα’’ (υψ. 2.067 μ.) ¦ επιστροφή από το κλασικό μονοπάτι

Υψομετρική διαφορά: 1. 500 μ. ( με τα ανεβοκατεβάσματα)

Χρόνος: 8 ώρες και 40 λεπτά ( συνολικός χρόνος)

Απόσταση: 22 χλμ.

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ