“Βυζαντινό Μουσείο Βέροιας / Δημήτρης Μυστακίδης – δύο κιθάρες, μια φωνή και η πληγή του κόσμου” γράφει η Πόπη Φιρτινίδου
Το βράδυ της Παρασκευής 30 Ιουλίου ήταν ένα διαφορετικό βράδυ, ένα βράδυ βαθιάς και αληθινής ψυχαγωγίας στη Βέροια. Άσχετα από το αν ο καθένας από το κοινό που, παρά την αφόρητη ζέστη, γέμισε την αυλή του Βυζαντινού Μουσείου γνώριζε λίγα, πολλά ή τίποτα για την περιπέτεια των Ελλήνων μεταναστών στις ΗΠΑ και το μουσικό της αποτύπωμα, σίγουρα έφυγε προβληματισμένος, συγκινημένος, λίγο πιο σοφός, κάπως πιο πολιτικός. Ο Δημήτρης Μυστακίδης από την αρχή έθεσε τους όρους της παρακολούθησης της παράστασης με θάρρος: αναφέρθηκε στην περιπέτεια την μετανάστευσης και το πώς τα θύματα μπορεί να γίνουν θύτες μέσα από το πέρασμα των γενιών.
Σε ό,τι αφορά στο καθαρά μουσικό κομμάτι της εξαιρετικής εκδήλωσης, αυτό αποτελούνταν από ρεμπέτικα τραγούδια που Έλληνες μετανάστες έγραψαν στην Αμερική για να μαρτυρήσουν το παράπονό τους ή να περιγράψουν τη ζωή τους. Το ταξίδι, η μοναξιά, η φτώχια, η παρανομία (ακριβοδίκαιη η αναφορά του καλλιτέχνη-ερευνητή στην λίγο ως πολύ άγνωστη αυτή δραστηριότητα μέρους των Ελλήνων μεταναστών) και η νοσταλγία, όλα αποκτούσαν από τραγούδι σε τραγούδι σώμα και ζωή. Η ερμηνεία, η χροιά της φωνής του Δ.Μ. και η εκφορά του Λόγου, όλες λιτές και ακριβείς, βοηθούσαν να αναδειχθεί το κάθε τραγούδι και η ξεχωριστή του φύση, πράγμα πολύτιμο όσο και σπάνιο καθώς –ασχέτως μουσικού ιδιώματος- έχουμε δυστυχώς συνηθίσει να συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή να θυσιάζονται ανερυθρίαστα τα έργα για να αναδειχθούν αυτάρεσκα οι δυνατότητες των ερμηνευτών.
Από τα προσεκτικά διαλεγμένα και ταιριαστά διαβασμένα κείμενα, άλλα μας «ξενάγησαν» στην πραγματικότητα του μετανάστη μέσα από γράμματα και ντοκουμέντα, και άλλα έδειξαν με το δάχτυλο τη στάση τόσο κοινωνικών ομάδων όσο και αξιωματούχων του αμερικανικού κράτους απέναντι στους μετανάστες (κυρίως Έλληνες εν προκειμένω, αλλά όχι μόνο). Σε εξαιρετικό συνδυασμό με τις εικόνες και τα βίντεο που μιλούσαν σε όποιον μπορούσε/ήθελε να ακούσει, το σύνολο της παράστασης βοήθησε, σχεδόν υποχρέωσε, το κοινό να αναγνωρίσει αναλογίες με τη στάση που και σήμερα διατηρούν οργανωμένα συμφέροντα και άνθρωποι με καρδιές παγωμένες από την άγνοια και την αλαζονεία απέναντι στους φτωχοδιάβολους του κόσμου που θαλλασοδέρνονται ή περνάνε σαν αγρίμια τα βουνά για να βρουν μια νέα ζωή ή μια νέα πατρίδα.
Ξεχωριστή σαν αγκαλιά αποχαιρετισμού ήταν η τελευταία πρόταση του Μπρετόν που έμεινε στην οθόνη χθες βράδυ*. Ο Άλλος, ο Ξένος, ο Διαφορετικός απάγκιασαν για λίγο στην αυλή του Βυζαντινού Μουσείου και αυτό ήταν όμορφο και ελπιδοφόρο, γι’ αυτό αξίζουν ιδιαίτερα συγχαρητήρια στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Ημαθίας που μας πρόσφερε αυτήν την ιδιαίτερη βραδιά.
Φεύγοντας αντιλήφθηκα πως προσπαθούσα να περπατήσω πάνω στα 9/8 του Πινόκλη. Ψιλοσκόνταψα κάνα δυο φορές, αλλά χαλάλι. Και ο Μπρετόν θα σκόνταφτε.
(* Ο Άνθρωπος είναι η απάντηση – όποια κι αν είναι η ερώτηση)