Απόψεις Λογοτεχνία Πολιτισμός

Άγγελος Σικελιανός. “Πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια” της ποίησής του

——–

 «Δεν είναι τούτο πάλεμα σε μαρμαρένια αλώνια/ εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο Χάρος/ Εδώ σηκώνετ’ όλ’ η γη με τους αποθαμένους/ και με τον ίδιο θάνατο πατάει το θάνατό της. 

Κι απάνω – απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους,/ φωτάει με μιας Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος./ Η Ελλάδα σέρνει το χορό, ψηλά, με τους αντάρτες/ – χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια,- / κ’ είν’ οι νεκροί στα ξάγναντα πρωτοπανηγυριώτες».

Αριστούλα Ελληνούδη*

Εβδομήντα χρόνια συμπληρώνονται από τη μέρα που η Ελλάδα, η Εθνική Αντίσταση και η Ποίηση στερήθηκαν έναν από τους μέγιστους δημιουργούς του 20ού αιώνα. Τον Άγγελο Σικελιανό. Το εκτυφλωτικής πνευματικής και ανθρώπινης λάμψης «αστέρι» του έσβησε στις 19 του Ιούνη του 1951. Ο Σικελιανός έφυγε πικραμένος και παραγκωνισμένος από την επίσημη μετεμφυλιακή Ελλάδα, συκοφαντημένος και σαν επίτιμος πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, επειδή είχε το σθένος να συμπορευτεί με το ΕΑΜ, και μάλιστα σαν επικεφαλής του ΕΑΜ Διανοουμένων – Καλλιτεχνών. Να μην απαρνηθεί, μετά την απελευθέρωση, τα ιδανικά της Εθνικής Αντίστασης. Να μη «συνδράμει» τις προσπάθειες της αγγλοκρατίας και της άρχουσας τάξης για κατασυκοφάντηση του ΕΑΜ. Να μη «συμφωνήσει» για τις διώξεις των εκατοντάδων χιλιάδων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Είναι γι’ αυτό διπλό το χρέος μας για μια τιμητική αναφορά στον κορυφαίο αυτό δημιουργό – ποιητή της ζωής.

«Αστέρι» των αντρειωμένων

«Ακούστε, ακούστε με! Αν ετρέμανε/ στην κούνια τα βυζασταρούδια,/ εμένα με νανούρισαν,/ των αντρειωμένων τα τραγούδια./ Εμέ, λεχώνα η μάνα μου,/ στην μπόρα τη μαρτιάτικη/ που ‘χε τα ουράνια ανοίξει,/ εσκώθη και με πήρε στην αγκάλη της/ τον πρώτο κεραυνό για να μου δείξει!/ Μάνα φωτιά με βύζαξες/ κ’ είναι η καρδιά μου αστέρι;».

Στις 15 του Μάρτη του 1884, γεννιέται στη Λευκάδα το έβδομο και τελευταίο παιδί της Χαρίκλειας και του Ιωάννη Σικελιανού, δασκάλου των Γαλλικών. Το όνομα αυτού Άγγελος. Το αγόρι αυτό, που γεννήθηκε με προσωπίδα, η οποία σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία ήταν «σημάδι» ιδιαίτερης «προίκας» και «μοίρας», έγινε ένας από τους κορυφαίους οραματιστές δημιουργούς, όχι μόνον της Ελλάδας, μα του κόσμου όλου. Γι’ αυτό και προτάθηκε για το «Νόμπελ» της Ποίησης, το οποίο, όμως, δεν του δόθηκε λόγω της ύπουλης παρέμβασης «πνευματικών», λεγόμενων, φερεφώνων της επίσημης Ελλάδας, η οποία «τρώει τα καλύτερα παιδιά της», όταν αυτά – όπως ο Σικελιανός που αντιστάθηκε στην εμφυλιοπολεμική και ψυχροπολεμική πολιτική της – δεν υποτάσσουν το πνεύμα και το όραμά τους στις επιδιώξεις και πρακτικές της αντιλαϊκής εξουσίας της.

Εκτός από την επέτειο του θανάτου του, φέτος συμπληρώθηκαν και 117 χρόνια από τη γέννησή του. Μα καθώς σήμερα χρειάζεται η ποίησή του να ξαναφυσήξει στα σταυροδρόμια του κόσμου, χρειάζεται και η …αναζωπύρωση της μνήμης του.

Από την αριστοκρατία, στο λαό

Ρίζα σικελική – εξ ου και το επίθετό του – από παλιά αριστοκρατική οικογένεια, που στα τέλη του 19ου αιώνα ξεπέφτει οικονομικά, ο Σικελιανός αναθρέφεται μέσα σε ένα πνευματικό οικογενειακό περιβάλλον. Δεκατριάχρονος, ακόμα, μαθητής, γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Στα 1901 εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και γνωρίζεται με τον πρωτοπόρο ανανεωτή του νεοελληνικού θεάτρου Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, στου οποίου τη «Νέα Σκηνή» παίζει σε αρχαίες τραγωδίες, ποθώντας να γίνει ηθοποιός. Πόθος που απέτυχε, αλλά γονιμοποίησε τη δραματουργία του Σικελιανού και τη μεγαλοφυή σύλληψή του για αναβίωση του αρχαίου δράματος με τις «Δελφικές Εορτές» (χρονιά έναρξής τους το 1927).

Το 1902 δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα στα περιοδικά «Διόνυσος» και «Παναθήναια». Ακολουθούν ποιήματα στο «Νουμά» και σε άλλα περιοδικά. Ψηλός και απολλώνιας ομορφιάς ο Σικελιανός, υπερηφανεύεται για την αριστοκρατική καταγωγή του. Νιώθει ημίθεος. Σχεδόν ένας αρχαίος θεός. Ένας σύγχρονος Ορφέας. Ένας νιτσεϊκός υπεράνθρωπος, που ίπταται στα ουράνια, αλλά και στη γη, υπεράνω, όμως, των απλών ανθρώπων. Ένας γητευτής – προσωποποίηση της ποίησης, αλλά και του σαρκικού έρωτα.

Ο Αγγελος και η Εύα Σικελιανού

Με τη «θεϊκότητά» του μάγεψε το 1905 την πλούσια Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ, την πρώτη γυναίκα του, η οποία του αφοσιώθηκε ψυχή τε και πνεύματι, στηρίζοντας – και οικονομικά – όλα τα πνευματικά πετάγματα – οράματά του. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση, οι «Δελφικές Εορτές» του. Το «ημιθεϊκό» αίσθημα του Σικελιανού, ίσως, δε θα κρατούσε τόσο πολύ, αν η Εύα Σικελιανού δε σαγηνευόταν από την – όντως ημιθεϊκή – πνευματική και σαρκική μορφή του, τόσο που να υποκλίνεται και στις ερωτικές απιστίες του.

Λέγεται, μάλιστα, ότι μια μέρα, που ο Σικελιανός στο σπίτι τους στους Δελφούς είχε περιπτύξεις με άλλη γυναίκα, κάποιος ζήτησε επειγόντως να του μιλήσει. Η Εύα Πάλμερ, με τη γνωστή σ’ όσους ήξεραν το ζεύγος Σικελιανού λατρεία της για τον ποιητή, χωρίς ίχνος ιδιοκτησιακής πικρίας, απάντησε στον επισκέπτη: «Ο θεός κάνει έρωτα! Δεν μπορεί να σας δεχτεί τώρα». Το ίδιο μεγαλόψυχα αντιμετώπισε η Πάλμερ και τον έρωτά του με την Άννα Καραμάνη (1938). Έδωσε γενναιόδωρα τη συγκατάθεσή της για το γάμο τους (1940) και εξακολούθησε – όλα τα χρόνια μετά το χωρισμό τους – να τον βοηθά οικονομικά από τις ΗΠΑ και να προβάλλει διεθνώς την ποίησή του και τον ΕΑΜικό αγώνα του.

Άγγελος και Άννα Σικελιανού

«Ποιητής πλούσια προικισμένος, μ’ εξαιρετική δύναμη, πάνοπλος τεχνίτης, που άνοιγε τολμηρά καινούριους δρόμους, μια ποίηση με τόνους μεγαλόπρεπους και πλατιούς κυματιστούς ρυθμούς, με πρωτόφαντη αισθησιακή ευφορία, ορμητική μαζί και εκστατική», ο Σικελιανός στα νιάτα του είχε μια ολότελα δική του εξωπραγματική, ουτοπική ιδεολογία. Κι εκείνον τον είχε συνεπάρει η αναγεννητική δύναμη της Οκτωβριανής Επανάστασης. Αλλά μη έχοντας κατανοήσει πραγματικά τον ταξικό της χαρακτήρα και προορισμό, το 1920, με το πεζογραφικό του «Υπόμνημα στη Μεγαλειότητά του», στον βασιλιά Κωνσταντίνο, του προτείνει να αναλάβει την αρχηγία των Ελλήνων και των Μπολσεβίκων, για έναν «καθαρτήριο θρησκευτικό πόλεμο κατά της αμαρτωλής Ευρώπης».

Αργότερα, ο Σικελιανός συνειδητοποίησε το λάθος του, αποκήρυξε αυτό το κείμενό του και δεν το περιέλαβε στην έκδοση των Απάντων του. Επί σαράντα περίπου χρόνια, γράφοντας πολλά αριστουργηματικά ποιήματα, παραπλανήθηκε με τον ιδεαλισμό του. Και ντρεπόταν γι’ αυτό, τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του. Τα στερνά τιμούν τα πρώτα…

Η φλόγα του ΕΑΜ

Βλέποντας ο Σικελιανός το φασισμό να απλώνει πάνω από την Ευρώπη και να αρπάζει στα βρόγχια του τον χιλιοβασανισμένο ελληνικό λαό, πετά τον ιδεαλισμό, τον εγωτισμό, την ωραιοπάθειά του και στρέφει την καρδιά και το πνεύμα του στη ζωή και το λαό. Σμίγει την ποίησή του με τον απελευθερωτικό αγώνα και τους σοσιαλιστικούς πόθους του λαού.

Το 1941 εντάσσεται στο ΕΑΜ και πρωτοστατεί στην προπαγάνδισή του με πέντε χειρόγραφα ποιήματα, με τίτλο «Ακριτικά», τα οποία, εικονογραφημένα με ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου, κυκλοφορούν παράνομα. Σ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, υποφέρει όπως όλοι οι αγωνιστές του λαού, γυρίζοντας την πλάτη στη δυνατότητα να ζήσει με άνεση και ασφάλεια. Δημοσιεύει συνεχώς ποιήματά του σε ΕΑΜίτικα έντυπα για το «Νέο Εικοσιένα», όπως αποκαλεί το ΕΑΜ, στο επίγραμμά του «Ανάσταση» (25/3/1942):

«Τα χελιδόνια του θανάτου Σου μηνάν μιαν άνοιξη/ καινούρια, Ελλάδα, κι από τον τάφο Σου γιγάντια γέννα…/ Μάταια βιγλίζει των Ρωμαίων η κουστωδία τριγύρω Σου…/ Ακόμα λίγο, κι ανασταίνεσαι σε νέο Εικοσιένα».

Παράλληλα γράφει τα σπουδαία, επίσης αντιστασιακής πνοής, θεατρικά έργα, μεταξύ των οποίων η «Σίβυλλα» και το κορυφαίο του «Ο θάνατος του Διγενή Ακρίτα». Έργο εμπνευσμένο από τη δημοτική μας ποίηση, που υμνεί τους νέους «Ακρίτες» του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και την απελευθέρωση κάθε ανθρώπου και λαού:

«Σηκώθη η λεβεντογενιά/ φρεγάδα μ’ ανοιχτά πανιά/ στο νιον αγέρα,/ για ν’ αρμενίσει το ντουνιά/ κι ακόμη πέρα…Με το Νοτιά, με το Βοριά,/ ν’ ανοίξει απέραντη ποριά/ στη Λευτεριά, στη Λευτεριά…Με τ’ άργανα ελαφριά, βαριά,/ με το Νοτιά, με το Βοριά,/ λαλάτε την τη Λευτεριά,/ για να γιομόσει τον αγέρα,/ πριν έβγει ο ήλιος να ‘μαστ’ έτοιμοι/ τη νέα να δούμε μέρα…».Ο Σικελιανός προφητεύει ότι «Σιμώνει ένας αχός/ της Ιεριχώς σα να γκρεμίζονται τα κάστρα». Κι αφουγκράζεται:«Απ’ την αντιβίγλα των λαών κι από τα δάση/ χυμά μια απέραντη πνοή,/ πο ‘χει βουή κι αντιβουή:”Τόπο στη ζωή!… Τόπο στη Ζωή!…”Δεν αποπαίδισεν η Πλάση!».

Ο ποιητής δε θεώρησε ότι επιτελούσε το καθήκον του με το να υμνεί απλώς τον ΕΑΜικό αγώνα κλεισμένος στο σπίτι του. Τον υμνούσε και δημόσια. Διακινδυνεύοντας. Έφτασε να «χτυπήσει» με τους στίχους του, την καμπάνα του αγώνα και στην κηδεία του Παλαμά. Έβγαζε εγερτήριους λόγους σε διάφορες εκδηλώσεις. Τόλμησε σε εκδήλωση στο Ηρώδειο (Αύγουστος του 1944) να απαγγείλει με τη βροντώδη φωνή του τον αντάρτη «Αστραπόγιαννό» του. Αλλά και σε εκδήλωση μετά την απελευθέρωση (1946) ύμνησε τον αγώνα και τις ιδέες του ΕΑΜ.

Και καθώς είχε, ήδη, πει το μεγάλο «ΝΑΙ» και το μεγάλο «ΟΧΙ» του, στην πρώτη μεταπολεμική εκδήλωση της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, ως πρόεδρός της, έκανε μια μεγαλόπνοη προγραμματική ομιλία με θέμα «Προς μια αποφασιστική πνευματική στροφή». Οι ΕΑΜικές ιδέες του Σικελιανού δε λύγισαν ούτε με τον Δεκέμβρη, ούτε στα μαύρα χρόνια του Εμφυλίου. Γιατί, όπως έβαζε τον Μακρυγιάννη να λέει,

«Τη λευτεριά μας τούτη δεν την ήβραμε στο δρόμο, και δε θα μπούμεν εύκολα στου αυγού το τσόφλι, γιατί δεν είμαστε κλωσόπουλα, σ’ αυτό να ξαναμπούμε πίσω, μα εγίναμε πουλιά, και τώρα πια στο τσόφλι μέσα δε χωρούμε».

Ο Σικελιανός βλέποντας τη νέα, μετά το Δεκέμβρη, σκλαβιά των αγωνιστών, τοποθετούσε υπεράνω όλων των αγαθών τη Λευτεριά, βάζοντας τον Βλαχογιάννη να λέει:

«Τη Λευτεριά, τη Λευτεριά ως τα ύψη,/ τη Λευτεριά ως το θάνατο,/ τη Λευτεριά ως τον Αδη,/ κι απέκει τ’ άλλα είναι καλά, απάνου ή κάτου κόσμος!».

Και στο επίγραμμά του «25 Μάρτη 1821 – 25 Μάρτη 1946» έλεγε:

«Του αγώνα μας πρωτόφλεβα, καρδιά του Εικοσιένα,/ για να σε χαιρετίσουνε ορθό είναι σηκωμένοι/ γυναίκες, γέροντες,/ παιδιά κ’ εγώ στη σύναξή τους/ για βιαστικό αντροκάλεσμα, για σημερινό σημάδι.

Τι τώρα σμίγει το αίμα Σου στην πιο πλατιά του κοίτη/ μ’ όσο αίμα χύθηκεν εχτές, και δες το, ξεχειλίζει/ να μπει ποτάμι ακράταγο με τα ποτάμια τ’ άλλα/ των Λαών ορμάν στη Λευτεριά π’ ανοίγεται μπροστά τους/ Ανθρωποθάλασσα της Ζωής, σ’ Εσέ, Δημοκρατία!».

Τιμωρημένος αλλά περήφανος

Δεν του τα συγχώρεσε όλα αυτά η μεταπολεμική σκοταδιστική εξουσία. Γι’ αυτό και σαμποτάρισε τρεις φορές την υποψηφιότητά του για το Νόμπελ, την οποία έθεσε η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών. Τον πολέμησε και για έναν ακόμα λόγο. Επειδή η ΕΑΜοθραφείσα ΕΕΛ το 1947 τον ανακήρυξε τιμητικά ως επίτιμο πρόεδρό της. Το αντιδραστικό κατεστημένο κατηγόρησε την ΕΕΛ ότι προπαγανδίζει το δεύτερο αντάρτικο. Το «επιχείρημα» ήταν ότι στην πρωτοχρονιάτικη γιορτή της ΕΕΛ (Γενάρης του ’48), την ώρα που ο επίτιμος πρόεδρος της εταιρίας έκοβε την πρωτοχρονιάτικη πίτα, ο Μάρκος Αυγέρης του ευχήθηκε «Να ζήσει σαν τα Ψηλά Βουνά», προπαγανδίζοντας, υποτίθεται, έτσι, τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Με αυτήν την κατηγορία μπήκε μπροστά η «μηχανή» τρομοκράτησης του πνευματικού κόσμου. «Μηχανή», που χώρισε τους λογοτέχνες σε «εθνοπροδότες» και «εθνικόφρονες» και διέσπασε το παλαιότερο σωματείο της χώρας, την ΕΕΛ, με τη δημιουργία της «Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών».

«Απόγονος» του Σολωμού και του Κάλβου

Ποιητής «απόγονος» του Σολωμού και του Κάλβου. «Θηλασμένος» με τους μύθους και το απολλώνιο κάλλος της αρχαιοελληνικής ποίησης. «Μεθυσμένος» με τον ήλιο και τη φύση της υπαίθρου. «Ανδρωμένος» με την κυριαρχούσα την εποχή της νιότης του νιτσεϊκή φιλοσοφία. «Γητεμένος» από την ποιητική μεγαλαυχία του Ντ’ Ανούστσιο και τον εκθαμβωτικό αισθητισμό του Κλωντέλ, αλλά και «ομοαίματος» του Παλαμά, ο Σικελιανός νιώθοντας σαν ημίθεος – Ηνίοχος, άνοιξε με το μεγαλόπνοο, οραματικό, επικολυρικό «άρμα» της ποίησης και της «Δελφικής Ιδέας» του για αδελφοσύνη και ειρήνη των λαών, νέους δρόμους στα Ελληνικά Γράμματα του 20ού αιώνα.

«Δρόμοι», που όσο κι αν κατά την πρώτη και δεύτερη δημιουργική του περίοδο δεν οδηγούσαν κατευθείαν στο λαό και για την προκοπή του λαού (όπως, αντίθετα, καθυστερημένα βέβαια, αλλά αταλάντευτα μέχρι το τέλος της ζωής του, συνέβη με την τρίτη και τελευταία δημιουργική του περίοδο), προικοδότησαν όμως – και αυτοί – για πάντα την πνευματική μας κληρονομιά.

Ο Σικελιανός παραμένει αθάνατος και κατατάσσεται στην κορυφαία τετράδα των δημιουργών του πρώτου μισού του 20ού αιώνα -Παλαμάς, Βάρναλης, Σικελιανός, Καζαντζάκης – ιδιαίτερα με το έργο της τρίτης δημιουργικής περιόδου του. Περίοδος, που μετρά από το 1941, αφ’ ότου, ιδεολογικά ξεκάθαρος και συνειδητοποιημένος πια, απαλλαγμένος από τον ουτοπικό ιδεαλισμό του, τον απόμακρο από την κοινωνική πραγματικότητα και το λαό εγωτικό «αριστοκρατισμό» του και το μότο του «αρχά των αρίστων», δεμένος πια αταλάντευτα με το λαό και τα απελευθερωτικά και σοσιαλιστικά του οράματα, εντάχθηκε στο ΕΑΜ. Το λαμπρής τέχνης, πολύμορφο συλλαβικά και διεγερτικού ιαμβικού μουσικού παλμού ποιητικό έργο του Σικελιανού, στο σύνολό του (και των δύο πρώτων περιόδων, παρά τις όποιες ιδιομορφίες του, οι οποίες επιδέχονται διάφορες πολιτικο-ιδεολογικού και αισθητικού περιεχομένου παρατηρήσεις), ιδιαίτερα όμως το ΕΑΜικό και διαχρονικής επικαιρότητας έργο των δέκα τελευταίων χρόνων της ζωής του, πρέπει να «θρέψει» και τις σημερινές και αυριανές νέες γενιές.

Γιατί; Γιατί πρόκειται για έργο, που «στο λαό και στη γη βρίσκεται η δύναμη». Έργο, που, χάρη στο «πυρίζωο πνεύμα» του δημιουργού του,

«Κρατάει σπαθί, κρατάει φωτιά, κρατάει διπλό πελέκι». Κατέχει τη δύναμη να «κρατά πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής» του λαού. Στο παρόν και το μέλλον. Ώστε:

«Ο νέος Αδάμ να γεννηθεί/ τρανός ολόφωτος Εωσφόρος,/ (…) με την αμέτρητη συμπόνια της καρδιάς/ και την πνοή του πρώτου Αντάρτη,/ να λευτερώσει το Χριστό από το Σταυρό/ τη γην ολάκερη να περπατήσει/ και μ’ όλους του τους αδελφούς/ να ξαναχτίσουμε τη χτίση».

Ως να ‘ρθει η ώρα, δηλαδή, που για κάθε «εσταυρωμένο» πριν, «λυόμενο» πλέον άνθρωπο και λαό «να φουντώσει γύρα του ο παράδεισος τ’ ανθρώπου».

Ώστε οι νέοι «Ακρίτες» στήνοντας «κλαριά μεγάλα, ν’ ανεβεί τ’ αμπέλι του Ηλιου,/ κι από παντού πουλιά κι ανθοί και λαοί να ξεκινήσουν/ καινούριου Δέντρου Ζωής τον ίσκιο να χαρούνε».

Να κάνουν, σαν να λέμε πράξη το όνειρο του «Διγενή», στον οποίο δίνει φωνή το διαλεκτικά αισιόδοξο σοσιαλιστικό όραμα του Σικελιανού, μιλώντας από το παρελθόν στο μέλλον:

«Ψεύτικοι θεοί πολλοί σαπίζουνε την πλάση,/ μ’ αυτός ο θεός που ‘ναι ο λαός θα μείνει πάντα/ στη σαπισμένη γη να φέρει την υγειά της…

Καρδιά, παιδιά… και θ’ απλωθεί ο Παράδεισος μια μέρα…».

Αριστούλα ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ

———————-

*Σημείωση Φαρέτρας: Το κείμενο για τον Άγγελο Σικελιανό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Ριζοσπάστη την Κυριακή 17 Ιούνη 2001, όταν είχαν κλείσει 50 χρόνια από το θάνατό του.

Μπορείτε να διαβάσετε ρεπορτάζ της Φαρέτρας για το σπίτι, όπου έζησε ο Σικελιανός τα πρώτα χρόνια της ζωής του, και που σήμερα είναι Μουσείο Άγγελου Σικελιανού ΕΔΩ 

banner-article

Ροη ειδήσεων