«Άλλο απεργία και άλλο παρανομία». Κωστής Χατζηδάκης υπουργός Εργασίας, Αθήνα 2021 μ.χ
Όπως και οι άλλες μορφές εργατικής διεκδίκησης (π.χ καταλήψεις) η απεργία παραβίασε τους κανόνες και τα συντάγματα και τους νόμους με την ορμή ενός άλλου σημαντικότερου και ισχυρότερου δικαίου: Αυτού που έχει η πλειοψηφία της κοινωνίας, δηλαδή οι άνθρωποι της μισθωτής εργασίας, να ζουν και να εργάζονται με όρους συμβατούς με τις δυνατότητες του ανθρώπινου πολιτισμού.
Από μια τέτοια «παράνομη» διαδικασία λοιπόν θεσμοθετήθηκε στις δυτικές κοινωνίες το 8ωρο, το 6ήμερο και στην συνέχεια το 5νθήμερο, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις, οι κανόνες υγιεινής και ασφάλειας. Επίσης το δικαίωμα στην συνδικαλιστική δράση που περιλαμβάνει την απεργία. Ως απότοκα των κοινωνικών αγώνων, τα δικαιώματα αυτά απέκτησαν και συνταγματικό έρεισμα. Στο ελληνικό σύνταγμα προστατεύονται από το άρθρο 23 παρ 2.
Όλη αυτή η (αυτονόητη) αναδρομή δεν θα χρειάζονταν να γίνει. Όχι αν σήμερα δεν είχαμε μια κυβέρνηση κι έναν υπουργό Εργασίας, τον Κωστή Χατζηδάκη, που θέλει να επαναπροσδιορίσει τα όρια της απεργίας και της παρανομίας. Εμφανώς προς την κατεύθυνση της …παρανομίας.
Αυτό το κάνει με ένα νομοσχέδιο που προβλέπει «αστική ευθύνη» για συνδικαλιστικούς εκπροσώπους. Ασκώντας προφανώς ατομική τρομοκρατία σε ανθρώπους που θα βρεθούν να αντιμετωπίζουν εξοντωτικές αγωγές επειδή κάλεσαν σε απεργιακή διεκδίκηση.
Επίσης με διατάξεις που μιλούν για «ψυχολογική βία» ενάντια σε όσους θέλουν να εργαστούν εν μέσω απεργίας (δηλαδή τους απεργοσπάστες). Δίνοντας έτσι την ευχέρεια σε κάθε δικαστή να κρίνει παράνομη και καταχρηστική σχεδόν κάθε πράξη ενός σωματείου.
Με μία «προσθήκη» της τελευταίας στιγμής στο νομοσχέδιο, που αφαιρεί την δυνατότητα σε δευτεροβάθμιες οργανώσεις να καλύπτουν στην κήρυξη απεργίας, σωματεία που περιλαμβάνονται στο κλάδο τους. Έτσι ώστε να καθίσταται παντελώς αδύνατη η πραγματοποίηση μιας απεργίας.
Τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις θέλησε να υπερασπιστεί άλλωστε ο Κωστής Χατζηδάκης με την περίφημη ατάκα του «άλλο απεργία, άλλο παρανομία».
Αυτά σε μια περίοδο που συντρέχουν παράλληλα τα εξής: Έχουμε ένα τεράστιο ποσοστό ανεργίας με αποτέλεσμα οι εργοδοτικοί εκβιασμοί να έχουν πολλαπλάσια ισχύ.
Επίσης διαθέτουμε μία μακρά «δικαστική παράδοση» που θέλει τις απεργίες να κρίνονται παράνομες/καταχρηστικές σε ποσοστό μεγαλύτερο του 90% . Γεγονός που έχει τεκμηριώσει στο βιβλίο του «Το δικαίωμα απεργίας και ο δικαστικός έλεγχος της άσκησής του» ο πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Χριστόφορος Σεβαστίδης, συγκρίνοντας 100αδες δικαστικές αποφάσεις.
Στην «εξίσωση» μπορεί να προσθέσει κανείς κι έναν ακόμη παράγοντα: Την «στράτευση» πρόθυμων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης ώστε σε συνεργασία με τις εκάστοτε κυβερνήσεις να συκοφαντούν απεργιακές κινητοποιήσεις. Ένα διαχρονικό φαινόμενο που εκφράζεται είτε με την αναπαραγωγή των θεωριών του κοινωνικού αυτοματισμού, είτε με τις προσπάθειες στοχοποίησης συνδικαλιστικών οργανώσεων και συνδικαλιστών. Όπως έγινε πρόσφατα με την απεργία των ναυτεργατών.
Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα ότι στον τομέα αυτό οι κυβερνήσεις Μητσοτάκη στο παρόν και το παρελθόν έχουν επιδείξει ιδιαίτερη έφεση.
Σήμερα η κυβέρνηση προσπαθώντας να ανατρέψει σε βάρος των διεκδικήσεων των εργαζομένων το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, ουσιαστικά λειτουργεί αντίθετα με το Σύνταγμα. Γιατί εξανεμίζει στην πραγματικότητα το περιεχόμενο των συνταγματικων διατάξεων που προστατεύουν την απεργία.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι καταργεί ένα στοιχειώδες δημοκρατικό δικαίωμα προκειμένου να καταστήσει την χώρα «ελκτική» για επενδυτές. Αυτό που ομολογεί εμμέσως πλην σαφώς ο Κωστής Χατζηδάκης υποστηρίζοντας πως το νομοσχέδιο αναζητά την ισορροπία ανάμεσα στην ανταγωνιστικότητα και τα εργασιακά δικαιώματα.