Είμαι δημοσιογράφος και μητέρα μιας υπέροχης κόρης 5,5 ετών, την οποία μεγαλώνουμε μαζί με τον άντρα μου. Είμαι ολόψυχα αντίθετη με το νομοσχέδιο που αναμορφώνει το οικογενειακό δίκαιο, γνωστό και ως νομοσχέδιο για την εξαναγκαστική συνεπιμέλεια των παιδιών μετά τη λύση του γάμου, και το οποίο πολύ φοβάμαι ότι σε λίγες μέρες θα γίνει νόμος του ελληνικού κράτους.
Αυτό που θα ακολουθήσει μου είναι επώδυνο. Αποφάσισα ωστόσο μετά από πολλή σκέψη να προχωρήσω σε μια εξομολόγηση, όχι από τη θέση της μητέρας αλλά από τη θέση του πρώην παιδιού.
Έχω υπάρξει παιδί ενός τρομακτικά συγκρουσιακού διαζυγίου. Οι γονείς μου σύρθηκαν και με έσυραν στα δικαστήρια για χρόνια. Πολλά χρόνια. Για την ακρίβεια πέρασα την πρώιμη εφηβεία μου μέχρι και τα πρώτα μου ενήλικα χρόνια σε αίθουσες δικαστηρίων και γραφεία δικαστών.
Ο πατέρας μου ήταν ένας πολλαπλά κακοποιητικός πατέρας. Μέρος αυτής της κακοποίησης, ήταν και σωματική. Χτυπούσε τη μητέρα μου και εμάς, τα παιδιά του.
Η μητέρα μου είχε πάψει να εργάζεται και ασχολήθηκε με το μεγάλωμά μας. Της ήταν, όπως καταλαβαίνετε, πολύ δύσκολο το να φύγει από αυτόν τον γάμο. Τα λεφτά τα έφερνε εκείνος. Εκείνη, ως πρώην ξεναγός, είχε βγει από την αγορά εργασίας, είχε χάσει όλες της τις επαφές με τα γραφεία, δεν την θυμόταν κανείς, παρ’ ότι μιλάει τέσσερις ξένες γλώσσες και έχει δύο πτυχία.
Άρχισε να μεθοδεύει την έξοδο βγαίνοντας και πάλι στην αγορά εργασίας. Την οριστική απόφαση την πήρε μετά από ένα βράδυ άγριου καυγά. Ήμουν πια 13 ετών και μπορούσα να βάλω το σώμα μου μπροστά για να την προστατεύσω. Ούρλιαζα. Πήγα μαζί της στο αστυνομικό τμήμα αφήνοντας πίσω την μικρότερη αδελφή μου. Την αφήσαμε μαζί του. Ακόμα έχω τύψεις γι’ αυτό.
Στο τμήμα μας είπαν να γυρίσουμε πίσω και να προσπαθήσει να τα βρει μαζί του. Θα του τηλεφωνούσαν, είπαν, για να τον συνετίσουν. Επιστρέψαμε. Μόνες. Αυτός έφυγε κατόπιν συμβουλής του δικηγόρου του, φοβούμενος το αυτόφωρο. Όχι ότι ασχολήθηκε κανείς βέβαια μαζί του.
Την επόμενη μέρα έδινα εξετάσεις. Πάτωσα. Δεν ξαναγυρίσαμε σε εκείνο το σπίτι. Δεν είχαμε δεκάρα. Μου τηλεφώνησε κάποια στιγμή η θεία μου, αδελφή του πατέρα μου και γυναίκα του δικηγόρου του. Της είπα ότι δεν έχουμε να φάμε. Μου απάντησε ότι πλήγωσα τον πατέρα μου με τα λόγια και τις πράξεις μου. Ότι με αγαπάει αλλά είναι κάπως νευρικός.
Άφησε απλήρωτα τα δίδακτρα των σχολείων μας. Πηγαίναμε στο Αρσάκειο. Κάποια ψυχολόγος του σχολείου με είδε μια φορά. Κάλεσαν και τη μητέρα μου. Δεν ξέρω τι έγινε μετά. Μάλλον τίποτα αν κρίνω από το αποτέλεσμα. Ένας θείος μου προσφέρθηκε να πληρώνει το σχολείο για την αδελφή μου. Ήταν μικρότερη και κρίναμε ότι θα ήταν καταστροφικό για εκείνη να χάσει και το σχολικό της περιβάλλον.
Πήγα στο δημόσιο της νέας μας γειτονιάς. Έμεινα από απουσίες. Ο γυμνασιάρχης έδωσε ένα χαρτί στον πατέρα μου το οποίο στη συνέχεια εκείνος χρησιμοποίησε μαζί με κάποια άλλα «ενοχοποιητικά στοιχεία» σε δικαστήριο, ισχυριζόμενος ότι η μητέρα μου ασκεί πλημμελώς την επιμέλειά μου και ζητώντας να με πάρει.
Τότε άρχισα να γράφω. Θυμάμαι εκείνο το πρώτο μου κείμενο. Ήταν μια ωδή στην αυτοκτονία. Υποστήριζα ότι θα αυτοκτονούσα αν βρισκόμουν στο σπίτι του πατέρα μου. Δεν το έδειξα ποτέ στη μητέρα μου. Είχε ξαναζητήσει την επιμέλεια μας – στην αρχή ζητούσε και τις δυο μας. Θυμάμαι να σερνόμαστε στο γραφείο κάποιου δικαστή. Έπρεπε να πούμε τα πάντα αλλά γρήγορα γιατί «δεν ακούνε πολλά, δεν έχουν χρόνο». Έξω από το γραφείο βρίσκονταν οι δυο αδελφές του πατέρα μου για να μας ασκήσουν ψυχολογική πίεση. Κλάψαμε και οι δυο πολύ εκείνη τη μέρα. Τα καταφέραμε όμως. Δεν μας πήρε.
Τώρα ζητούσε εμένα. Το μαύρο πρόβατο, αυτή που δημιουργούσε προβλήματα στο Αρσάκειο, που έμεινε στο δημόσιο στην ίδια τάξη. Η Γ’ Γυμνασίου δεν επαναλαμβάνεται. Δίνεις μέχρι να περάσεις. Έδωσα τον Σεπτέμβρη όλα τα μαθήματα και έμεινα μαθηματικά, φυσική, χημεία και βιολογία. Ξανάδωσα τον Φεβρουάριο και πέρασα. Μαζί με το φροντιστήριο ξεκίνησα να δουλεύω και σε μια καφετέρια. Ήθελα να έχω χαρτζιλίκι, χωρίς να την επιβαρύνω. Αυτό ήταν ακόμα ένα «ενοχοποιητικό στοιχείο» κατά την άποψη του πατέρα μου που ακόμα δεν έδινε διατροφή. «Δουλεύει σε καφέ- μπαρ. Τι θα γίνει; Πουτάνα; Σαν την πουτάνα τη μάνα της;».
Σ’ αυτό το δικαστήριο δεν έκλαψα. Και πάλι όμως τα κατάφερα. Δεν με πήρε. Παρ’ ότι ζήτησε δυο φορές την επιμέλειά μου, τον έβλεπα μόνο στα δικαστήρια. Αυτός ο άνθρωπος που ήθελε τόσο πολύ την επιμέλειά μας δεν ήρθε να μας δει ούτε μία φορά. Για την ακρίβεια εμφανίστηκε μία φορά. Τη συνάντηση την κανόνισαν οι δικηγόροι. Η μητέρα μου μας είπε ότι έπρεπε να πάμε. Την μίσησα γι’ αυτό. Πώς είναι δυνατόν να με στέλνει σ’ αυτόν. «Πρέπει να πάτε, κορίτσια. Διαφορετικά θα ισχυριστεί ότι εμποδίζω την επικοινωνία σας μαζί του εγώ». «Να την εμποδίσεις» της απάντησα. «Μαρινίκη, θα μπλέξουμε κι άλλο. Σας ορκίζομαι ότι αν συμβεί οτιδήποτε, θα είμαι εκεί σε πέντε λεπτά. Αν σας πειράξει βγείτε στον δρόμο κι αρχίστε να φωνάζετε για βοήθεια. Προσπαθείστε να βρείτε κάποια μεγάλη γυναίκα και πείτε της να σας φέρει στον σταθμό. Εγώ θα μείνω εδώ και θα περιμένω».
Το ραντεβού δόθηκε στην Κηφισιά. Επέμενε να μας πάει στα μαγαζιά να ψωνίσουμε κάτι που θέλουμε πολύ. Η αδελφή μου ήθελε κάτι μποτάκια. Της τα πήρε. Εγώ δεν πήρα τίποτα. Αργότερα, εμφανίστηκε σε κάποιο δικαστήριο με την απόδειξη από αυτά τα κωλομποτάκια. Ήταν η απόδειξη ότι νοιάζεται για εμάς. Θυμάμαι να ζητάω από τη μητέρα μου να το αποκρύψουμε αυτό από την αδελφή μου. Τα ήθελε τόσο πολύ εκείνα τα μποτάκια.
Και κάποια κοινωνική λειτουργός είχε έρθει στο σπίτι. Δεν θυμάμαι πολλά, εισαγγελέας πρέπει να την έστειλε. Μετά από μακρύ και δαπανηρό αγώνα καταφέραμε να λάβουμε διατροφή. Είχαμε την τύχη να εργάζεται σε δημόσιο νοσοκομείο και έτσι τουλάχιστον την αμοιβή του δεν μπορούσε να την κρύψει. Έτσι λοιπόν, κάθε μήνα η μητέρα μου πήγαινε στο λογιστήριο του νοσοκομείου επιδεικνύοντας τη δικαστική απόφαση και έπαιρνε το ποσό που μας είχε επιδικαστεί. Με την περιουσία τα πράγματα ήταν πολύ δυσκολότερα και ακόμα πιο δαπανηρά, αλλά ας μην σας κουράσω άλλο με τις λεπτομέρειες της προσωπικής μου ζωής.