“Συνείδηση και Επανάσταση” γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος
«Σε είπαν επανάσταση και Σ’ ακολούθησα»
Ο εορτασμός των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 δεν αποβλέπει μόνον στη μνημόνευση των ιστορικών γεγονότων αλλά συνιστά και μία ευκαιρία για έναν κριτικό αναστοχασμό και εθνική ανάταση. Οι επετειακές εκδηλώσεις από τη φύση τους διαμορφώνουν τον τρόπο που ερμηνεύουμε το ιστορικό μας παρελθόν, τον τρόπο που βιώνουμε το ιστορικό παρόν ως Έλληνες πολίτες και τέλος τον τρόπο με τον οποίο προγραμματίζουμε ως έθνος το μέλλον.
Είναι μια ευκαιρία μέσα από τα ιστορικά σύμβολα να επαναπροσδιορίσουμε τα όρια και τη σχέση της προσωπικής ταυτότητας, της εθνικής ταυτότητας και της ιδιότητας του πολίτη ως ιστορικού υποκειμένου. Κι αυτό είναι αναγκαίο γιατί ως άτομα, λαός και έθνος θα βρεθούμε μπροστά – στο κοντινό μέλλον – σε ιστορικά διλήμματα και εθνικές προκλήσεις.
Όλα τα παραπάνω αναδεικνύουν την επαναξιολόγηση των όρων Εθνική συνείδηση και Επανάσταση αφού μεταξύ του υπάρχει μία διαλεκτική σχέση. Εξάλλου η απελευθέρωσή μας ως έθνος και η συγκρότηση του Νεοελληνικού κράτους «χρεώνονται» ως προϊόν μιας επαναστατικής διαδικασίας. Το θέμα εκτός από την ιστορική του διάσταση έχει και θεωρητικό – κοινωνιολογικό χαρακτήρα.
Συνείδηση και Επανάσταση
Η επικαιρότητα, λοιπόν, έφερε στην επιφάνεια ένα παλιό όσο και σύγχρονο θεωρητικό (και όχι μόνον) θέμα – πρόβλημα αυτό της σχέσης Συνείδησης και Επανάστασης. Το θέμα διαπραγματεύτηκαν διάφοροι διανοητές, χωρίς ωστόσο οι απόψεις όλων αυτών να γίνουν αποδεκτές από το σύνολο των ειδικών επιστημών αλλά και του απλού πολίτη. Το όλον θέμα «έκλεισε» και διατύπωσε μ’ έναν αποφθεγματικό τρόπο ο Τζώρτζ Όργουελ στο έργο του «1984»:
«Δεν θα επαναστατήσουν αν δεν αποκτήσουν συνείδηση, και δεν θα αποκτήσουν συνείδηση αν δεν επαναστατήσουν».
Πολλοί πιστεύουν πως «αν δεν επαναστατήσουν δεν θα συνειδητοποιήσουν» (Όργουελ) κι είναι αυτοί οι θεωρητικοί της επαναστατικής πρωτοπορίας κι όσοι πιστεύουν πως το «Το κοινωνικό είναι» διαμορφώνει τη συνείδηση των ατόμων και το «πολιτικό τους είδωλο». Είναι, όμως, κι άλλοι που πρεσβεύουν πως «αν δεν συνειδητοποιήσουν δε θα επαναστατήσουν» κι αυτοί είναι όλοι εκείνοι που θεωρούν την πληροφόρηση, τη γνώση και τη βαθύτερη ερμηνεία των μηχανισμών της κοινωνίας και του εαυτού τους, ως βασικές προϋποθέσεις της αυτοσυνείδησης και συνειδητοποίησης. Η ιστορία των λαών έχει να επιδείξει γεγονότα ως παραδείγματα, που επιβεβαιώνουν και επικυρώνουν την αλήθεια και των δύο παραπάνω θέσεων. Ισχύουν και οι δύο θέσεις σε μεγάλο βαθμό, αλλά ποτέ σε απόλυτο. Την αλήθεια και το βαθμό προτεραιότητας της κάθε μιας ξεχωριστά την καθορίζουν οι εκάστοτε ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, τα υποκείμενα των γεγονότων καθώς και οι στόχοι που τίθενται κάθε φορά.
«Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατική δράση» (Λένιν)
Η επαναστατική πράξη προϋποθέτει πάντα ένα υψηλό βαθμό συνειδητότητας. Το «επαναστατικό υποκείμενο», έχει βαθιά γνώση της κοινωνικής του θέσης, του ταξικού του αντιπάλου κι όλων εκείνων των παραμέτρων – παραγόντων που διαμορφώνουν σε καταλυτικό βαθμό τον τρόπο ζωής του και την κοινωνική του συμπεριφορά. Οι πολιτικές πεποιθήσεις και η γενικότερη ιδεολογική του τοποθέτηση χρωματίζονται από το βαθμό συνειδητοποίησης της θέσης του στον παραγωγικό τομέα και στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Έτσι γνωρίζει τα όρια δράσης του, τους στόχους που μπορεί να θέσει, τους τρόπους με τους οποίους θα πραγματώσει τα κοινωνικά του οράματα και βέβαια τους φυσικούς και «εν δυνάμει» συμμάχους του.
Εάν δεχτούμε ότι αληθεύει το αξίωμα πως «πρώτα ο άνθρωπος σκέπτεται και μετά ενεργεί», τότε δικαιώνεται όχι μόνο κοινωνιολογικώς αλλά και ανθρωπολογικώς το κύρος της θέσης «δε θα επαναστατήσουν, εάν δεν συνειδητοποιήσουν». Υπέρ αυτής δε της άποψης επιχειρηματολογούν κι εκείνοι που πιστεύουν, πως πίσω από κάθε επαναστατικό κίνημα ή πράξη βρίσκεται πάντα μια επαναστατική ιδέα – ιδεολογία, που τροφοδοτεί και γονιμοποιεί τις ενέργειες του επαναστατικού υποκειμένου. Κάθε δε επαναστατική ιδέα προϋποθέτει έναν υψηλό βαθμό συνειδητότητας του ιστορικού υποκειμένου, στοιχείο που αναδεικνύει την αξία και τη σπουδαιότητα της συνειδητοποίησης στην επαναστατική πράξη. Η κομμουνιστική επανάσταση δεν θα υπήρχε αν δεν είχε προηγηθεί η θεωρία του Μάρξ, η σχετική με τους βασικούς νόμους, που διέπουν το καπιταλιστικό σύστημα.
«Οι επαναστάσεις είναι οι ατμομηχανές της ιστορίας»
Οι υποστηρικτές της παραπάνω άποψης εκθειάζουν την αναμφισβήτητη αξία της σκέψης στη διαμόρφωση της συνείδησης και της συμπεριφοράς του ατόμου. Αυτό δε, για πολλούς εξασφαλίζει την επιτυχία της πράξης, γιατί όλες οι ενέργειες καθορίζονται από τους αυστηρούς νόμους της λογικής και όχι από τις διακυμάνσεις του θυμικού. Επίσης το στοιχείο της συνειδητοποίησης δεν αποτελεί μόνο το «πρώτο κινούν» της επαναστατικής πράξης, αλλά κι εκείνο το στοιχείο, που προφυλάσσει τους εξεγερμένους από τα συνθήματα και τα «ιδεολογήματα» των αρνητών των επαναστατικών διαδικασιών. Όσοι δε, αρνούνται την αξία της θέσης αυτής, προβάλλουν ως επιχείρημα την αδυναμία των μαζών να φθάσουν σ’ ένα υψηλό επίπεδο συνειδητοποίησης κι αυτό λειτουργεί αρνητικά στην εκδήλωση της επανάστασης. Ισχυρίζονται, δηλαδή, ότι οι διαδικασίες για τη μόρφωση και συνειδητοποίηση των μαζών είναι χρονοβόρες, αν όχι, ενίοτε, και αναποτελεσματικές.
«Οι προλετάριοι είναι σαν τα μυρμήγκια που μπορούν να βλέπουν μικρά αντικείμενα αλλ’ όχι μεγάλα»
(R. Williams)
Βασικό επιχείρημα αυτών είναι ότι η σκέψη πολλές φορές οδηγεί στον σκεπτικισμό, που όχι σπάνια με τη σειρά του οδηγεί στην αναβλητικότητα και στη ματαίωση κάθε σκέψης για δράση. Συμπερασματικά οι υπέρμαχοι της θέσης «δε θα επαναστατήσουν, αν δεν συνειδητοποιήσουν» πιστεύουν, πως ο «πρωτόγονος πατριωτισμός» των μαζών και η δυσαρέσκειά του, αν μορφοποιηθούν σε σκέψη, αποκτήσουν ιδεολογικό περίγραμμα και εκφραστούν ως «συνείδηση», μπορούν να αποτελέσουν το πρόπλασμα της επαναστατικής πράξης.
Με την παραπάνω θέση συντάχθηκαν κάποιοι από τους εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού που πρότειναν πως πρώτα έπρεπε να μορφωθεί «εθνικά» ο Έλληνας και μετά να επαναστατήσει. Στην ίδια ομάδα θεωρητικών ανήκουν και όσοι θεωρούν πως η επανάσταση του 1821 είχε πρωτίστως «ταξικό» χαρακτήρα.
Πρώτα η επανάσταση
Στην αντίπερα όχθη όλων των παραπάνω βρίσκονται εκείνοι που προσπαθούν να πείσουν για την αξία και την αναγκαιότητα αποδοχής της θέσης «δεν θα αποκτήσουν συνείδηση, αν δεν επαναστατήσουν». Είναι αυτοί που δέχονται ότι πρέπει να προηγηθεί η πράξη, η δράση, η ενέργεια, γιατί αυτή διαμορφώνει με ασφαλή τρόπο τη σκέψη και τη συνείδηση του κάθε ατόμου χωριστά. Ο αγωνιστής μέσα από τη συμμετοχή του σε επαναστατικές διαδικασίες γνωρίζει άμεσα τον ταξικό του αντίπαλο, το ήθος και τις μεθοδεύσεις του και έχει προσωπικές εμπειρίες γι’ αυτό που τον υποδουλώνει και τον απελευθερώνει. Το καλύτερο μάθημα είναι η ίδια η δράση που, χωρίς τις λογικές επεξεργασίες, μπορεί να διαμορφώσει την ιδεολογική ταυτότητα του ατόμου.
Κι αυτό γιατί οι συνθήκες του αγώνα, οι επιταγές που επιβάλλει συγκινούν το «επαναστατικό υποκείμενο» και ενεργοποιούν όλες τις «εν δυνάμει» σ’ αυτό αρετές και ικανότητες. Η δράση σπάζει και καταργεί το διαμεσολαβητικό ρόλο της κριτικής επεξεργασίας, που λειτουργεί συνήθως ανασταλτικά την ώρα της πράξης. Το άτομο αφυπνίζεται και η «κοιμωμένη συνείδηση», καθίσταται ενεργή. Μόνο μέσα από την πράξη και την αγωνιστική παρουσία μπορεί ο καθένας να νιώσει το δίκαιο το δικό του, το άδικο του άλλου και να επικυρώσει την αλήθεια των θέσεών του: γιατί «η αλήθεια δεν επιβάλλεται από τη γλώσσα στη ζωή, αλλά από τη ζωή στη γλώσσα».
Το κύρος της παραπάνω θέσης επικυρώνουν με την ιστορική τους αξία γεγονότα παγκοσμίως αποδεκτά. Η Γαλλική επανάσταση, η Ρωσική επανάσταση (1917) καθώς και η δική μας Ελληνική Επανάσταση (1821) είναι ενδεικτικά ιστορικά παραδείγματα, που δικαιώνουν τη σπουδαιότητα της επαναστατικής δράσης, ως του κατ’ εξοχήν στοιχείου που διαμορφώνει τη συνείδηση του «ιστορικού υποκειμένου». Βέβαια, δεν είναι λίγοι κι εκείνοι που πιστεύουν πως το άτομο κατά τη διάρκεια της επαναστατικής πράξης αδυνατεί να έχει μια ολοκληρωμένη και σαφή εικόνα της όλης κατάστασης κι αυτό ενδεχομένως να επενεργεί μ’ ένα τρόπο στρεβλό στη διαμόρφωση της συνείδησης.
«Επαναστατώ, άρα υπάρχω» (Καμύ)
Το άτομο πάνω στη δράση, λένε οι ειδικοί, κατακλύζεται και κυριαρχείται από το θυμικό κι από τις εντάσεις αυτού κι όπως πάντα το συναίσθημα κι οι ψυχολογικές διακυμάνσεις δεν είναι πάντα ο καλύτερος σύμβουλος του ανθρώπου. Τα πάθη ρίχνουν σκιά πάνω στη λογική, την οποία ή ακυρώνουν ή την προσαρμόζουν με τις απαιτήσεις της στιγμής. Δεν είναι δε, λίγες οι φορές, υποστηρίζουν οι αρνητές της θέσης «δε θα αποκτήσουν συνείδηση αν δεν επαναστατήσουν» που ο φανατισμός της στιγμής μπορεί να οδηγήσει σε βίαιες ενέργειες και ανεξέλεγκτες καταστάσεις που όχι μόνο δεν οδηγούν στην «συνειδητοποίηση» αλλά αντίθετα υποβιβάζουν το ρόλο της και τη δυναμική της.
Η εύπλαστη συνείδηση
Δεν παύει, όμως, στην αλήθεια των παραπάνω επιχειρημάτων να αντιπαρατίθεται μια άλλη αλήθεια σχετική με τους τρόπους και μηχανισμούς, που χρησιμοποιεί το εκάστοτε σύστημα εξουσίας στη διαμόρφωση της συνείδησης του κάθε πολίτη.
«Η Εκπαίδευση διαστρεβλώνει όλους, που από τη μικρή ηλικία προσπαθεί να σκοτώσει μέσα μας το πνεύμα της εξέγερσης και της επανάστασης και να αναπτύξει το πνεύμα της υποταγής στην εξουσία, τόσο μας έχει διαστρεβλώσει αυτή η ζωή κάτω από το μαστίγιο του νόμου, που ρυθμίζει τα πάντα: τη γέννησή μας, την εκπαίδευσή μας, την ανάπτυξή μας, τον έρωτά μας, τις φιλίες μας, έτσι που, αν αυτό εξακολουθήσει, θα χάσουμε κάθε πρωτοβουλία, κάθε συνήθεια να σκεπτόμαστε μόνοι μας»
(ΚΡΟΠΟΤΚΙΝ, Νόμος και Εξουσία).
Αν όλα αυτά είναι πια ιστορικά δικαιωμένες διαπιστώσεις από διάφορες επιστήμες, όπως την κοινωνιολογία και την κοινωνική ψυχολογία, τότε γίνεται φανερό πως η συνείδηση του ατόμου είναι εύπλαστη και διαμορφώσιμη και μπορεί να οδηγήσει αυτό σε πράξεις και στάσεις αντίθετες με τα συμφέροντά του. Μόνο, λοιπόν, λένε οι υπέρμαχοι της επαναστατικής πράξης, μέσα από τη δράση και την αντίσταση διαμορφώνεται η γνήσια συνείδηση, που μπορεί να πυροδοτήσει όλες εκείνες τις ενέργειες, που θα υπερασπίσουν τα δικαιώματα της ιστορικής πορείας του ανθρώπινου είδους.
Επειδή, όμως, στη ζωή του ανθρώπου και ιδιαίτερα στα ιδεολογικά του προϊόντα, τίποτα δεν ισχύει απόλυτα, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη τα επιχειρήματα και των δύο απόψεων, γιατί ο άνθρωπος, ως πνευματικό ον, δικαιώνεται τότε μόνο, όταν μπορεί και διαλέγεται ταυτόχρονα με αντίθετα πράγματα.
Κάποιοι μελετητές των επαναστάσεων τονίζουν πως αυτές δικαιώνονται ιστορικά από το αποτέλεσμά τους και όχι από τις προθέσεις των επαναστατών. Ο Γάλλος πολιτικός και φιλόσοφος Alexis de Tocqueville τόνισε επιγραμματικά:
«Σε μια επανάσταση όπως σε ένα μυθιστόρημα, το πιο δύσκολο είναι να βρεις ποιο θα είναι το τέλος».
Ίσως ο Κολοκοτρώνης να ήταν πιο κοντά στην αλήθεια για την επανάσταση, όταν έλεγε:
«Ο κόσμος μάς έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελλοί, δεν εκάναμεν την επανάσταση, διότι ηθέλαμε συλλογισθεί… Τώρα όπου ενικήσαμε, όπου ετελειώσαμε με καλό τον πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. Αν δεν ευτυχούσαμε, ηθέλαμε τρώγει κατάρες, αναθέματα».
———————————-
ΙΔΕΟπολις