Περιγραφή: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Αθανάσιος Συργιάννης
«Μ’ αρέσει να βαδίζω σε μονοπάτια με προσεκτικό το κάθε βήμα μου, καθώς γνωρίζω πως πατώ στη θαυμαστή τη γη. Τέτοιες στιγμές, η ύπαρξη είναι μια πραγματικότητα γεμάτη θάμβος και μυστήριο. Οι άνθρωποι συνήθως εννοούν θαύμα το να περπατάς στο νερό ή να πετάς στον αέρα. Όμως νομίζω πως το πραγματικό θαύμα είναι να περπατάς πάνω στη γη. Κάθε μέρα παίρνουμε μέρος σ’ ένα θαύμα, που ούτε καν αναγνωρίζουμε: γαλανός ουρανός, άσπρα σύννεφα, πράσινα φύλλα και τα λαμπερά, όλο περιέργεια μάτια ενός παιδιού -τα δικά μας μάτια. Όλα είναι ένα θαύμα.» (Θιχ Νατ Χαν)
Ο Γενάρης έφτασε στο τέλος του.
Ξημέρωσε η τελευταία Κυριακή του μήνα.
Και μαζί με αυτήν ξημέρωσε η μέρα ξεκούρασης, για τους περισσότερους, μετά από μία βδομάδα άχαρης τυποποιημένης καθημερινότητας με το τρέξιμο, τις εντάσεις, τα «πρέπει» των άλλων…που όλα μαζί χρειάζονταν περισσότερο χρόνο σε βάρος εκείνου του πολύτιμου για τα δικά μας «θέλω».
Στο ημερολόγιο έγραφε 31-01-2021.
Για μάς, τα μέλη της Ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός» ξεκινούσε άλλη μία μέρα φυγής, απόδρασης, δράσης και περιπέτειας στους ορεινούς όγκους.
Ξεκινούσε η μέρα ενός ακόμη ραντεβού μας με τη Φύση, με το κυριακάτικο δηλαδή «καταφύγιό μας» της ηρεμίας, της γαλήνης, της καθαρής σκέψης.
Ήταν ένα ακόμη ραντεβού μας με το «θηλυκό» που δεν «κουτσομπολεύει», δεν «σχολιάζει», δεν «κριτικάρει»…αλλά αντιθέτως, «γυμνάζει», «μαθαίνει», «εκπαιδεύει», «ξεδιπλώνει» όλες τις κρυμμένες ικανότητές μας και μάς γεμίζει με αμέτρητα συναισθήματα.
Και ας υπάρχουν και εκείνες οι στιγμές που μας «παιδεύει». Έχουν, όμως, και αυτές τη δική τους ιδιαίτερη… ομορφιά.
Ξύπνησα με την αίσθηση μιας…ανάσας…που μου «ψιθύρισε» στο αυτή τα λόγια της Γκιμπράν Χαλίλ: ‘‘Μη ξεχνάς πως η γη χαίρεται με τα γυμνά σου πόδια κι ο άνεμος τρελαίνεται να παίζει στα μαλλιά σου.’’
Στο άκουσμά τους ήρθαν στιγμιαία μπροστά μου εικόνες της στολισμένης Φύσης, όσες φορές Αυτή μάς υποδεχόταν στην…αγκαλιά Της (φωτ. 1, 2, 3).
Εγκατέλειψα τη ζεστασιά του κρεβατιού ευχάριστα.
Έξω από το παράθυρο μαυρίλα, το απόλυτο σκοτάδι.
Η εικόνα αυτή δεν με χάλασε καθόλου, σκεφτόμουν το μετά που θα ακολουθούσε.
Με τη σκέψη της καινούργιας εμπειρίας που μάς επιφύλασσε η καινούργια μέρα, ξεκίνησα με θετική διάθεση να ετοιμάζομαι για να τη βιώσω και να τη χαρώ.
Τον αποχωρισμό μου από τη ζεστασιά του κρεβατιού ακολούθησαν οι γνωστές μηχανικές κινήσεις των πρώτων ωρών της κάθε μέρας και όλες με τη δική τους σειρά εκτέλεσης.
Ένα καλό πρωϊνό ήταν απαραίτητο για τον εφοδιασμός του οργανισμού με ενέργεια, που θα γινόταν η κινητήρια δύναμη κατά τη διάρκεια της πολύωρης και απαιτητικής προγραμματισμένης δραστηριότητάς μας στο βουνό. Μία δραστηριότητα που περιελάμβανε: την «Ανάβαση στις κορυφές ‘‘Ξηροβούνι’’ και ‘‘Στουρνάρι’’ (κατ’ άλλους) του βουνού Βέρμιο» (φωτ. 4 και 5).
Ακολούθησε ο τελευταίος έλεγχος στο περιεχόμενο της «κολλιτσίδας» που θα την κουβαλούσαμε, «γαντζωμένη» στην πλάτη μας, για πολλές ώρες. Στο σακίδιο όλα τα απαραίτητα για τις απρόβλεπτες συνθήκες στο βουνό. Ήταν όλα στη θέση τους και τακτοποιημένα.
Τα λεπτά κυλούσαν. Άρχισε να χαράζει.
Πέρα, στον ορίζοντα, τα χρώματα του ανατέλλοντα ήλιου, που ξεκινούσε την ανοδική πορεία του προς τον ουρανό με τα λιγοστά σύννεφα, κάνανε την διαφορά στο σκοτάδι που σιγά-σιγά αραίωνε.
Εικόνες απερίγραπτες που εναλλάσσονταν από τη μια στιγμή στην άλλη. Οι ακτίνες του ήλιου «ζωγράφιζαν» και τις πινελιές του «συνόδευαν»…ήχοι μιας ξεχωριστής χορωδίας.
Τα σπουργίτια στα γύρω δένδρα και θάμνους τιτίβιζαν ασταμάτητα καλωσορίζοντάς τον και μαζί με αυτόν την καινούργια μέρα που ξεκινούσε.
Αφιέρωσα κάποια λεπτά της ώρας για να απολαύσω όλο αυτό το καταπληκτικό σκηνικό από το παράθυρο. Ένα σκηνικό που μού πρόσθετε ακόμη περισσότερη θετικότητα στη διάθεση ( φωτ. 6).
Κόντευε η ώρα του ραντεβού μου με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Έπρεπε να αφήσω την ανοδική πορεία του ήλιου προς τον ουρανό και να ξεκινήσω για τη δική μου προς τις προγραμματισμένες κυριακάτικες κορυφές μαζί με τους συνοδοιπόρους μου.
Τελευταία ρουφηξιά του καφέ, άφησα τη ζεστασιά της αναπαυτικής θέσης κοντά στο παράθυρο και ξεκίνησα για τη φυγή μου στη Φύση.
Το ρολόϊ εκείνη τη στιγμή έδειχνε 08.00΄ π.μ.
Έστειλα το υποχρεωτικό, για εδώ και μήνες -λόγω του Covid-19, μήνυμα στο 13033 και αφού έλαβα την απαιτούμενη «Βεβαίωση μετακίνησης», φορτώθηκα το σακίδιό μου και ξεκίνησα.
Προορισμός μου το Ξηρολίβαδο, ο ορεινός οικισμός του Δήμου Βέροιας που είναι κτισμένος σε ένα οροπέδιο του Βεμίου.
Εκεί θα συναντούσα τους υπόλοιπου και από το χωριό θα ξεκινούσαμε όλοι μαζί άλλη μία ορειβατική δραστηριότητα στον ορεινό όγκο της «έδρας μας», μιας και η απαγόρευση μετακίνησης εκτός Νομών ήταν ακόμη σε ισχύ.
Ο καιρός άστατος και η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας στους 7ο C.
Βγήκα, οδικώς, από τη Βέροια και ακολούθησα τον ασφαλτόδρομο που οδηγούσε στο Χιονοδρομικό Κέντρο Σελίου.
Στη γέφυρα πάνω από τον ξηροπόταμο, κοντά στο τοπωνύμιο «Βρωμοπήγαδο», εγκατέλειψα τον ασφαλτόδρομο και έστριψα αριστερά παίρνοντας τον ανηφορικό με τις δεκάδες στροφές.
Σε μία από αυτές κατάφερα να δω τον κάμπο που απλωνόταν κάτω χαμηλά, τη Λίμνη του Αλιάκμονα, ένα τμήμα του ΘερμαΪκού Κόλπου, τον Χορτιάτη που ορθωνόταν πάνω από τη Θεσσαλινίκη (φωτ. 7).
Τα πολλά στροφηλίκια με οδήγησαν στον προορισμό μου.
Χρειάστηκα μια οδική διαδρομή 20 περίπου χιλιομέτρων για να βρεθώ από την πρωτεύουσα της Ημαθίας στα 1.220 μέτρα υψόμετρο.
Μπροστά μου το ορεινό χωριό Ξηροβούνι και πέρα στο βάθος φάνηκε η χιονισμένη κορυφή «Ξηροβούνι», που έκανε την εμφάνισή της πάνω από το καταπράσινο πευκόδασος της πλαγιάς στα δεξιά (φωτ. 8 και 9).
Μπήκα στο χωριό και ακολούθησα τον ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση προς το πανέμορφο πευκόδασος με τα μεγαλόσωμα κωνοφόρα να έχουν δημιουργήσει, στο σημείο εκείνο, ένα φανταστικό περιβάλλον για περιπάτους, για παιχνίδια, για ποδηλατάδα, για ιππασία.
Στην περιοχή εκείνη η Δασική Υπηρεσία έχει κατασκευάσει ξύλινα τραπέζια και πάγκους δημιουργώντας έτσι χώρους αναψυχής, διασκέδασης, εκδηλώσεων.
Οι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού κάτοικοι τον χειμώνα απολάμβαναν τη ζεστασιά του αναμένου τζακιού κλεισμένοι στα σπίτια τους. Ψυχή δεν συνάντησα.
Φτάνοντας στην έξοδο του χωριού και αφού προσπέρασα πρώτα το πετρόχιστο πηγάδι που στέκεται ακριβώς στη μέση του δρόμου, αντίκρισα μπροστά μου το λιβάδι που απλώνεται μεταξύ του χωριού και του πευκόδασους, καταλαμβάνοντας όλη εκείνη την έκταση που περικλείεται από τους γύρω ορεινούς όγκους.
Τους περισσότερους μήνες με ανομβρία μετατρέπεται σε ένα ξηρό λιβάδι [ «Ξηρο–λίβαδο», μία από τις εκδοχές προέλευσης της ονομασίας του οικισμού ].
Σε κάποιο σημείο του χορτολίβαδου έχει σχηματιστεί, με τα χρόνια, μία λίμνη. Είναι η χαρακτηριστική «Μπάρα» που κάνει τη διαφορά. Σε μικρή απόσταση από τη λίμνη η «Μπούνα», το «Καλό Πηγάδι», εκεί που τη μέρα του Πρ. Ηλία τελείται ο αγιασμός των πηγαδιών, της λίμνης, των κοπαδιών και του δάσους.
Την βρήκα παγωμένη και η εικόνα που αντίκρισα φανταστική. Μου θύμιζε ένα παραλίμνιο τοπίο (φωτ. 10 και 11).
Στάθμευσα το αυτοκίνητο στα δεξιά του κεντρικού δρόμου και κοντά στα τελευταία σπίτια του οικισμού.
Δεν άργησαν να φανούν και οι συνοδοιπόροι μου. Ακριβείς στην ώρα τους.
Με την αίσθηση της πρωϊνής ψυχρούλας, αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την προγραμματισμένη κυριακάτικη εξόρμησή μας.
Όλοι με θετική διάθεση για δράση και έτοιμοι να βιώσουμε μία ακόμη καινούργια εμπειρία.
Ήμασταν όμως προετοιμασμένοι και για την όποια πρόκληση στο βουνό, καθώς και σε εγρήγορση να αντιμετωπίσουμε το όποιο απρόβλεπτο τυχόν μάς παρουσιαστεί.
Ξέρουμε πολύ καλά πως το βουνό είναι απρόβλεπτο ( ξαφνικές καιρικές αναταράξεις, ποσότητα χιονιού κ.α.) και πως στον ορεινό όγκο πολλά μπορούν να συμβούν από τη μια στιγμή στην άλλη.
Ο Θανάσης ενεργοποίησε το GPS, για την καταγραφή τόσο της καινούργιας διαδρομής μας, όσο και των απαραίτητων στοιχείων, όπως υψόμετρα-απόσταση-χρόνος, που θα μάς είναι χρήσιμα ανά πάσα στιγμή.
Φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας με όλα τα απαραίτητα, «οπλίσαμε» τις ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές μας, «πατήσαμε» το ‘‘del’’ σε όλα εκείνα τα άχρηστα που πιάνανε εκείνη τη στιγμή πολύτιμο χώρο στο μυαλό μας και ξεκινήσαμε.
Με περισσότερο ελεύθερο και καθαρό πλέον χώρο στο μυαλό μας θα μπορούσαμε να «αποθηκεύσουμε» αμέτρητες εικόνες και να «αιχμαλωτίσουν» όλες εκείνες τις στιγμές που θα βιώναμε κατά τη διάρκεια της πολύωρης πορείας μας (φωτ. 12).
Περπατήσαμε αρχικά τον ασφάλτινο δρόμο, με κατεύθυνση προς το «Ρέμα Καράντερε» («Μαυρόρεμα»), που στη συνέχειά του γινόταν χωμάτινος.
Στα δεξιά μας τα τελευταία γραφικά σπίτια του οικισμού και στα αριστερά μας ο λιβαδότοπος.
Φτάσαμε στο χωματόδρομο.
Η διαδρομή μας στο κομμάτι εκείνο άχαρη, χωρίς κανένα ενδιαφέρον και δυσκολίες.
Το τοπίο πετρώδες και γυμνό, στο μεγαλύτερο κομμάτι του, από ψηλόκορμα δένδρα και θάμνους.
Περάσαμε δίπλα από κάποια μαντριά και συνεχίσαμε για να συναντήσουμε τον δασικό δρόμο που ανηφόριζε προς την κορυφογραμμή.
Κοιτάζοντας πέρα στο βάθος του ανοίγματος, διακρίναμε ένα τμήμα του ορεινού όγκου του Πίνοβου, ένα κομμάτι της χιονισμένης κορυφογραμμής του και την μυτερή κορυφή «Καλόγερος» που ξεχώριζε (φωτ. 13 και 14).
Φτάσαμε στο δασικό δρόμο και το ακολουθήσαμε ανηφορίζοντας.
Στα αριστερά μας η δασωμένη πλαγιά με τη μεγάλη κλίση και στα δεξιά μας το «Ρέμα Καράντερε» ή «Μαυρόρεμα» που καλυπτόταν από πυκνά μεικτά δένδρα. Κυριαρχούσε φυσικά η οξιά.
Προχωρούσαμε, ήμασταν μέσα σε δάσος.
Σε κάποιο σημείο της διαδρομής, όχι μακριά από την είσοδο στο δασικό δρόμο, συναντήσαμε κόκκινες κορδέλες, στα δεξιά μας, που μαρτυρούσαν την ύπαρξη μονοπατιού.
Μια ολιγόλεπτη σύσκεψη και αποφασίσαμε να μπούμε στο κατηφορικό μονοπάτι για να δυσκολέψουμε κάπως τη διαδρομή μας, να την κάνουμε μακρινάρι και μεγάλης διάρκειας, αρχίζοντας την ανηφορική πορεία μας προς την κορυφή από πολύ χαμηλά.
Το μονοπάτι αυτό οδηγούσε στο «Ρέμα Καράντερε».
Δεν ήθελε πολύ σκέψη. Εγκαταλείψαμε το δασικό δρόμο που ανηφόριζε προς την κορυφογραμμή και ακολουθήσαμε το μονοπάτι (φωτ. 15, 16).
Το μονοπάτι κατηφορικό, ευδιάκριτο και με σήμανση.
Είχε όμως πολλά εμπόδια από πεσμένα κλαδιά και πεσμένους κορμούς.
Έκρυβε και πολλούς κινδύνους ανεπιθύμητων τραυματισμών κάτω από τα υγρά πεσμένα φύλλα που το κάλυπταν (φωτ. 17).
Δασωμένο και από τις δύο πλαγιές του.
Η ατμόσφαιρα στην…κλεισούρας…της ρεματιάς υγρή και η ψυχρούλα της ανεκτή.
Η μυρωδιά της νεκρής φυτικής μάζας σε αποσύνθεση έφτανε μέχρι τις μύτες μας.
Σε κάποιο σημείο συναντήσαμε διασταύρωση μονοπατιών.
Αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε αυτό που κατηφορίζαμε και να πάρουμε το άλλο στα αριστερά μας που ανηφόριζε.
Το μονοπάτι που θα ακολουθούσαμε ευδιάκριτο αλλά, χωρίς σήμανση.
Άρχισε η ανάβασή μας σε μια πλαγιά με μεγάλη κλίση και πετρώδη γαιωμορφολογία.
Η προσπάθειά μας απαιτητική, τα βήματά μας βαριά και οι ανάσες μας βαθιές.
Είχαμε όμως αρκετό κουράγιο και πολλά αποθέματα δύναμης.
Στη διαδρομή μας συναντούσαμε σχηματισμούς βιολογικά νεκρών δένδρων (φωτ. 18, 19, 20).
Όσο ανεβαίναμε το δάσος οξιά διαδεχόταν ένα άλλο, αυτό με τη μεικτή βλάστηση. Πεύκα, θαμνώδη κωνοφόρα, δρυς, οξιές και άλλα. Όλα μαζί ένας αχταρμάς.
Κάποια στιγμή βγήκαμε από την κλεισούρα της ρεματιάς και βρεθήκαμε στο ξέφωτο της ράχης που ανηφόριζε προς την κορυφή.
Ο ουρανός συννεφιασμένος και ο αέρας άρχιζε να γίνεται αισθητός.
Στο κομμάτι εκείνο επικρατούσαν τα θαμνώδη κωνοφόρα με τις ελάχιστες αγριοτριανταφυλλιές να ξεχωρίζουν (φωτ. 21, 22).
Από δω και πέρα πλέον χαράζαμε εμείς το «δικό μας» μονοπάτι.
Κοιτάζοντας πίσω μας βλέπαμε ένα τμήμα του κάμπου της Ημαθίας, τα χωριά Ραχιά και Ασώματα, τη τεχνητή Λίμνη του Αλιάκμονα, ένα κομμάτι του Θερμαϊκού Κόλπου, τον Χορτιάτη που ορθωνόταν πάνω από τη Θεσσαλονίκη. Στα δεξιά βλέπαμε τη ράχη των Πιερίων και πιο πέρα στο βάθος αριστερά διακρίναμε ένα τμήμα της κορυφογραμμής του Μπέλλες (φωτ. 23).
Ανηφορίζαμε.
Φάνηκαν τα πρώτα ακέφαλα πεύκα, που στο αντίκρισμα τους μάς εντυπωσίαζαν με το μέγεθός τους, με τον παράξενο σχηματισμό τους και με την απουσία της κορυφής τους.
Από μακριά μάς δίνανε την εντύπωση ενός ρόμπολου. Παρατηρώντας, όμως, τους κορμούς τους από κοντά διαπιστώναμε πως δεν ήταν. Η φλούδα τους, πέρα από το χρωματισμό της, δεν ήταν αποτέλεσμα ενός ολοκληρωμένου…παζλ…από ενωμένα μεταξύ τους κομμάτια φλούδας σχήματος μικρών ρόμβων (φωτ. 24).
Φτάνοντας στο μεγαλύτερο ξέφωτο μπορούσαμε να δούμε τη θέα και από τις δύο μεριές της ράχης.
Στα δεξιά μας, όπως ανεβαίναμε, η χιονισμένη κορυφογραμμή που περπατήσαμε την Κυριακή που πέρασε ανηφορίζοντας από το χωριό Κουμαριά προς την κορυφή «Αρσούμπασι».
Στα αριστερά μας, η άλλη που περπατήσαμε την προπροηγούμενη Κυριακή κάνοντας τη διαδρομή: «Σταθμός Αποχιονισμού Καστανιάς» – κορυφή «Φούρκα» – κορυφή «Ιμπιλί» – χωριό Ιμπιλί – κορυφή «Τσεκούρι» – «Σταθμός».
Εστιάζοντας ακόμη πιο πέρα διακρίναμε ένα τμήμα της πίσω πλευρά του «θρόνου του Δία» -το «Στεφάνι», εκεί που, πριν από μερικές μέρες, έχασαν τη ζωή τους από χιονοστιβάδα δύο νέοι ορειβάτες (φωτ. 25, 26, 27).
Συναντήσαμε το δασικό δρόμο που ξεκινούσε από το χωριό και έφτανε μέχρι το σημείο που βρεθήκαμε.
Σε μία πέτρα το κόκκινο βέλος στην άκρη του δρόμου μαρτυρούσε την ύπαρξη μονοπατιού. Ακολουθήσαμε την κατεύθυνση που έδειχνε και μπήκαμε σε ορειβατικό μονοπάτι (φωτ. 28).
Λίγο πιο πάνω από το δασικό δρόμο αρχίσαμε να πατάμε χιόνι.
Μπήκαμε σε πευκόδασος.
Τα βιολογικά νεκρά κωνοφόρα, που συναντούσαμε στη διαδρομή μας, τα βλέπαμε να ορθώνουν επιβλητικά το ανάστημά τους αντιστεκόμενα, ακόμη, στις αντίξοες καιρικές συνθήκες της περιοχής περιμένοντας να τα ρίξει κάτω ο φθοροποιός πλέον χρόνος (φωτ. 29, 30).
Στα 1.600 περίπου μέτρα υψόμετρο αισθανθήκαμε έντονα την ψυχρούλα της ατμόσφαιρας.
Τα αντιανεμικά ήταν πλέον χρήσιμα. Τα βγάλαμε από τη ζεστασιά του σακιδίου και τα φορέσαμε (φωτ. 31).
Τα μεγαλόσωμα πεύκα άρχισαν να αραιώνουν. Φάνηκε η ολόλευκη κορυφή του πρώτου προορισμού μας.
Βγαίνοντας από το δάσος αρχίσαμε να περπατάμε πάνω στο πολύ χιόνι.
Εδώ τα μποφόρ αρκετούτσικα και η θερμοκρασία τρείς γραμμούλες πάνω από το μηδέν.
Ανηφορίζαμε αντιμετωπίζοντας τον Αίολο και το φρέσκο σπυρωτό χιονάκι, της προηγούμενης μέρας, που το έστελναν οι αέρηδες με μανία στο πρόσωπό μας.
Από πάνω τα σκουρόχρωμα σύννεφα με το βαρύ υγρό φορτίο τους, έτοιμα να το ξεφορτώσουν ανά πάσα στιγμή.
Η κορυφή φαινόταν τόσο κοντά, αλλά στην πραγματικότητα ήταν πολύ μακριά.
Η κατάκτησή της απαιτούσε πολύ κουράγιο, αρκετή προσπάθεια και δύναμη στα πόδια (φωτ. 32, 33).
Όσο ανεβαίναμε ψηλότερα τόσο ο αέρας «ξύριζε» και απομάκρυνε το φρέσκο χιόνι. Το πόδι δεν βούλιαζε πολύ και έτσι, δεν χρειαζόταν κάποιος από εμάς να αναλάβει το απαιτητικό ρόλο του ανοίγματος πατημάτων.
Κοντεύαμε, θέλαμε λίγο ακόμη (φωτ. 34, 35).
Αυτό το λίγο δεν άργησε. Τα καταφέραμε απέναντι σε τόσες αντιξοότητες να νικήσουμε τους εαυτούς μας και να βρεθούμε στα 1.804 μέτρα υψόμετρο.
Χρειαστήκαμε 3 ώρες πορείας με τα μεγάλα ανεβοκατεβάσματα της διαδρομής για να βρεθούμε από το χωριό, που φαινόταν κάτω χαμηλά, στο τσιμεντένιο τοπογραφικό κολωνάκι με τον χαρακτηριστικό μεταλλικό σταυρό (φωτ. 36, 37, 38).
Η θέα από την κορυφή «Ξηροβούνι» φανταστική.
Ταξιδεύοντας το βλέμμα μας γύρω-γύρω βλέπαμε: το χωριό, διακρίναμε την χαρακτηριστική του λιμνούλα «Μπάρα», ένα τμήμα της διαδρομής που κάναμε, την κορυφή που θα ανηφορίζαμε στη συνέχεια, την κορυφογραμμή των Πιέριων, ένα τμήμα του Ολύμπου, τον Χορτιάτη, την κορυφογραμμή του Αιολικού Πάρκου, την κορυφή «Αρσούμπασι» και πιο πέρα εκείνες που ορθώνονται πάνω από το Χιονοδρομικό «3-5 Πηγάδια» της Νάουσας (φωτ. 39).
Βλέπαμε επίσης ένα τμήμα του ποταμού Αλιάκμονα στις περιοχές του Νομού Κοζάνης, τα φουγάρα της ΔΕΗ κοντά στην Πτολεμαϊδα και τις αμέτρητες γύρω-γύρω κορυφές.
Τα λεπτά κυλούσαν, η ώρα περνούσε. Ο αέρας φυσούσε δυνατά φέρνοντας όλο και περισσότερα σκουρόχρωμα σύννεφα με αποτέλεσμα το φως της μέρας να αρχίζει να μειώνεται αισθητά.
Είχαμε άλλη μία κορυφή να ανεβούμε και έπρεπε να προλάβουμε.
Έτσι, αποφασίσαμε να μην καθυστερήσουμε άλλο και να πάρουμε το μονοπάτι της συνέχειας.
Τελευταία ματιά και ξεκινήσαμε (φωτ. 40).
Η πορεία μας κατηφορική. Ακολουθούσαμε το κλασικό μονοπάτι που σε κάποιο του σημείο συναντούσε το Ευρωπαϊκό, το «Ε4».
Στα δεξιά μας, χαμηλά, το τοπωνύμιο «Καρατσαϊρια» και ένα τμήμα του «Ρέματος Γκαβάνα». Λίγο ψηλότερα η δασωμένη πλαγιά της ρεματιάς και ακόμη ψηλότερα η κορυφή «Αρσούμπασι», που την ανεβήκαμε την Κυριακή που πέρασε (φωτ. 41).
Μπροστά μας η «Γυμνή Κορυφή» που είχαμε στο πρόγραμμά μας να την ανεβούμε στη συνέχεια.
[ Το τοπωνύμιο της κορυφής είναι σύμφωνο με τον χάρτη και την ένδειξη του GPS. Άλλοι την αποκαλούν «Στουρνάρι» ] (φωτ. 42).
Σε κάποιο σημείο εγκαταλείψαμε το κλασικό μονοπάτι και ακολουθήσαμε ένα «δικό μας» για να φτάσουμε πιο σύντομα στα «Καρατσαϊρια».
Στη διαδρομής μας συναντήσαμε ορύγματα, απομεινάρια πολέμων (φωτ. 43).
Φτάσαμε στο τοπωνύμιο «Καρατσαϊρια» και από δω θα ανηφορίζαμε την χιονισμένη πλαγιά με σκοπό να βρεθούμε στη δεύτερη προγραμματισμένη κορυφή της μέρας (φωτ. 44, 45).
Φτάσαμε στη βάση της κορυφής.
Μάς περίμενε μία πολύ απαιτητική ανάβαση μιας πλαγιάς με πολύ χιόνι και μεγάλη κλίση.
Θα χαράζαμε και εδώ ένα «δικό μας» μονοπάτι. Επομένως, η επιλογή της διαδρομής ήταν δική μας υπόθεση.
Δεν γνωρίζαμε, όμως, την ποιότητα και την ποσότητα του χιονιού για να μπορούσαμε να εκτιμήσουμε την επιπλέον δυσκολία του εγχειρήματος και τον απαιτούμενο χρόνο.
Θα περνούσαμε και μέσα από δάσος οξιάς, εκεί που συγκεντρώνεται ακόμη περισσότερο χιόνι. Ολιγόλεπτη στάση για βαθιές ανάσες και την τελική απόφαση.
Κοιτάξαμε πίσω για να δούμε τη διαδρομή που κάναμε κατηφορίζοντας από την κορυφή «Ξηροβούνι» (φωτ.46).
Τα λεπτά κυλούσαν και η μέρα φαινόταν σαν να είχε μικρύνει. Τα σκουρόχρωμα σύννεφα σκοτείνιαζαν το τοπίο.
Έπρεπε να ξεκινήσουμε και έφτασε η στιγμή του τολμήματος.
Βαθιά ανάσα και φύγαμε.
Το χιόνι, αρχικά, εύκολο στο πέρασμά του.
Μπήκαμε στο δάσος οξιάς.
Τα δένδρα πυκνά μεταξύ τους και τα δενδρύλλια στέκονταν εμπόδιο μπροστά μας (φωτ. 47, 48).
Άρχιζαν τα δύσκολα.
Το χιόνι πολύ και μαλακό. Το πόδι βούλιαζε μέχρι το γόνατο.
Το έργο του πρώτου απαιτητικό.
Αποφασίσαμε, λοιπόν, να μπαίνουμε μπροστά εναλλάξ για να ανοίγουμε πατήματα στους υπόλοιπους (φωτ. 49).
Πρώτος ανέλαβε ο 80+ χρόνων αρχηγός μας, ο Τοτός.
Ευτυχώς, συναντήσαμε ένα αυλάκι καλά σχηματισμένο στο χιόνι. Το δημιούργησαν τα πατήματα ενός κοπαδιού αγριογούρουνων. Ήταν ό,τι καλύτερο για μάς εκείνη τη στιγμή. Βρήκαμε έτοιμα πατήματα που μάς ξεκούραζαν.
Τα εγκαταλείψαμε, όμως, κάπου στη μέση της διαδρομής μας για την κορυφή, γιατί συνέχιζαν παράλληλα με την κορυφογραμμή.
Ξαναμπήκαμε στα δύσκολα.
Ανέλαβε να οδηγήσει την ομάδα ο Θανάσης. Όπως πάντα στα πολύ δύσκολα.
Στη συνέχεια ήταν και η δική μου σειρά.
Κοντεύαμε.
Φάνηκε το ολόλευκο γυμνό της κορυφής. Βλέποντάς την πήραμε περισσότερο κουράγιο. Φτάσαμε στα 1.760 μέτρα υψόμετρο.
Χρειαστήκαμε 2 ώρες και 25 λεπτά πορείας με ανεβοκατεβάσματα για να βρεθούμε στην «Γυμνή Κορυφή» ή «Στουρνάρι» (κατ’ άλλους) (φωτ. 50, 51).
Τα σύννεφα, παραδόξως, άρχισαν να αραιώνουν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα απομακρύνονταν από το σημείο.
Όλα στο βουνό είναι απρόοπτα.
Μια ματιά στο γύρω τοπίο.
Αποφασίσαμε να μη συνεχίσουμε για την επόμενη, στη σειρά, δασωμένη κορυφή.
Θα χρειαζόμασταν τουλάχιστον δύο ώρες πήγαινε-έλα, που μπορούσαν να γίνουν ακόμη περισσότερες, ανάλογα με την ποιότητα και την ποσότητα του χιονιού που θα συναντούσαμε μέσα στο δάσος.
Τελευταία ματιά. Φωτογραφίες και ξεκινήσαμε για την επιστροφή μας στο χωριό (φωτ. 52).
Το μονοπάτι που ακολουθήσαμε ήταν το κλασικό.
Η κατηφόρα σχετικά εύκολη με το χιόνι που πατούσαμε. Ήταν πολύ λιγότερο από τη μεριά που κατεβαίναμε.
Η κατεβασιά ήθελε γερά γόνατα.
Φτάνοντας στην αρχή του δάσους οξιάς, αποφασίσαμε να κάνουμε τη στάση μας για κολατσιό σε ένα απάνεμο σημείο (φωτ. 53, 54).
Ήταν ό,τι χρειαζόμασταν εκείνη τη στιγμή μετά από μία πολύωρη πορεία με μεγάλα ανεβοκατεβάσματα της διαδρομής.
Σάντουϊτς, μπάρες δημητριακών, σοκολατάκια και πολλά υγρά περιελάμβανε το κυριακάτικο menu μας στο βουνό.
Τα απολαύσαμε συζητώντας για την εμπειρία μας μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Κάποια στιγμή έπρεπε να συνεχίσουμε.
Συμμαζέψαμε τα πράγματά μας, ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε.
Κατεβαίνοντας δεν αργήσαμε να συναντήσουμε το δασικό δρόμο. Ο δρόμος αυτός θα διασταυρωνόταν με έναν άλλον που έχει αντικαταστήσει, με τη διάνοιξή του, το Ευρωπαϊκό μονοπάτι «Ε4» (φωτ. 55).
Δεν αργήσαμε να φτάσουμε στη θέση με τα μαντριά, στο σημείο δηλαδή που συναντιέται ο δρόμος που ακολουθούσαμε με το μονοπάτι «Ε4».
Από τα μαντριά ξεκινά και το κλασικό μονοπάτι για την κορυφή «Ξηροβούνι» (φωτ. 56).
Στο κομμάτι που συνεχίζαμε ο δρόμος λασπωμένος στο μεγαλύτερο κομμάτι του.
Αναγκαστήκαμε να ακολουθήσουμε το παράλληλο με την κατεύθυνσή του μονοπάτι που δημιούργησαν τα αγρίμια του δάσους στο πέρασμά τους.
Περπατούσαμε μέσα στο πευκόδασος (φωτ. 57, 58).
Φτάσαμε στο κομμάτι εκείνο του δάσους με τα ξύλινα τραπέζια και τους πάγκους, με το κιόσκι του «Κυνηγητικού Συλλόγου» και τη μοναδική πετρόχτιστη βρύση (φωτ. 59, 60).
Το χωμάτινο δασικό δρόμο το διαδέχτηκε ο ασφαλτόδρομος (φωτ. 61).
Κοντεύαμε στο χωριό.
Μάς καλωσόριζε από μακριά «ντυμένο» στη λάμψη του.
Το τοπίο φωτεινό. Ο ουρανός με λιγοστά σύννεφα και ο ήλιο έκανε την εμφάνισή του φωτίζοντας τα πάντα γύρω μας (φωτ. 62).
Και η μεγάλη έκπληξη!! Το πέρασμά μας παρακολουθούσαν τα μάτια χαριτωμένων ζαρκαδιών (φωτ. 63).
Φτάσαμε στα αυτοκίνητα.
Χρειαστήκαμε 2 ώρες κατηφορικής πορείας για να φτάσουμε στο χωριό.
Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την οδική μας επιστροφή.
Στο σημείο αυτό έφτασε στο τέλος της μία ακόμη, του μήνα Γενάρη 2021, κυριακάτικη εξόρμησή μας στο βουνό. Μία εξόρμηση που και αυτή θα προστεθεί στο «Ημερολόγιο εξορμήσεων της Ορειβατικής Ομάδας Βέροιας ‘‘Τοτός’’».
Μία δραστηριότητα που περιελάμβανε καινούργιες εμπειρίες. Αυτές που θα συμπεριληφθούν στο «ορειβατικό βιογραφικό» μας.
Εξερεύνηση, γνωριμία με το άγνωστο, χάραξη «δικιάς μας» διαδρομής κ.α.
Αφού ετοιμαστήκαμε, αναχωρήσαμε για τη ‘‘Βασίλισσα του Βορά’’, την όμορφη πρωτεύουσα της Ημαθίας, με γεμάτες τις…μπαταρίες…μας και έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε την άχαρη καθημερινότητα της βδομάδας που θα μας ξημέρωνε.
Η διαδρομή που «αποτυπώθηκε» στο GPS του Θανάση και την πραγματοποιήσαμε με επιτυχία είναι (φωτ. 64):
«Δεν θα σταματήσουμε να εξερευνούμε. Και το τέλος της εξερεύνησής μας θα είναι όταν θα φτάσουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε και θα ανακαλύψουμε το μέρος για πρώτη φορά.»
(T. S. Eliot, Βρετανός ποιητής)
Απολογισμός :
Διαδρομή: Ορεινό χωριό Ξηρολίβαδο (υψ. 1.220 μ.) – «Ρέμα Καράντερε» – «δικό μας» μονοπάτι – κλασικό μονοπάτι – κορυφή «Ξηροβούνι » (υψ. 1.804 μ.) – κλασικό μονοπάτι – «δικό μας» μονοπάτι – «Γυμνή Κορυφή» («Στουρνάρι» κατ’ άλλους) [υψ. 1.760 μ.] – κλασικό μονοπάτι – δασικός δρόμος – Ευρωπαϊκό μονοπάτι «Ε4» που το αντικατέστησε ο δρόμος – χωριό.
Υψομετρική διαφορά : 1.100 μ. ( με τα ανεβοκατεβάσματα. Στοιχεία GPS).
Χρόνος : 7 ώρες και 50 λεπτά ( συνολικός χρόνος )
Απόσταση: 21 χλμ.